Αχιλλέας Ευθυμιόπουλος,
Ηρώ Μυλωνάκου-Κεκέ
Εισαγωγή
Το διαδίκτυο, παρά τη δημοτικότητά του και το ρυθμό με τον οποίο έχει εξαπλωθεί η χρήση του, θεωρείται σχετικά καινούργιο, ώστε να επιτρέπει αναδρομικές παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά στη φύση και στις επιπτώσεις του. Όποιος επιχειρεί να γράψει σχετικά με αυτό, θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η τεχνολογία του και η χρήση του αλλάζουν συνεχώς και αλλάζουν ακόμη και την ώρα που εκείνος γράφει. (Κεκές, 2004α).
Η δημοτικότητα και η ελκυστικότητα του διαδικτύου όμως εξακολουθούν να ελκύουν την προσοχή των ερευνητών, τόσο για τις θετικές, όσο και για τις αρνητικές επιδράσεις του στα άτομα, στους οργανισμούς και στην κοινωνία. Σύμφωνα με μία αναφορά της Υπηρεσίας Ειδήσεων του Πεκίνου το 2002 (Xinhua News Agency, 2002) περίπου 300 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως υπέφεραν από Διαταραχή Εθισμού στο Διαδίκτυο.
Αν και η ανάπτυξη της έννοιας του εθισμού στο διαδίκτυο είναι ακόμα σε
πρώιμο στάδιο, πολλοί ερευνητές έχουν επικεντρωθεί στην καταλληλότητα της θεώρησης της υπερβολικής χρήσης του διαδικτύου, ως εθιστικής συμπεριφοράς και επιλέγουν τον όρο «Εθισμός στο Διαδίκτυο» (Internet Addiction) (Goldberg, 1993). Οι ερευνητές (π.χ. (Greenfield, 1999a) ορίζουν τον εθισμό ως ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο συνήθειας, το οποίο αυξάνει τον κίνδυνο ασθένειας και τα συσχετιζόμενα με αυτό προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα που συχνά βιώνονται υποκειμενικά σηματοδοτούν μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από «απώλεια ελέγχου». Συγκεκριμένες συμπεριφορές και ενέργειες, όπως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η βουλιμία, η σωματική άσκηση και η παρακολούθηση τηλεόρασης, θεωρούνται ότι αναπτύσσουν μεγάλη εθιστική δυναμική. Η χρήση του διαδικτύου μπορεί να είναι μια ακόμη συμπεριφορά, η οποία μπορεί να παράγει ένα εθιστικό πρότυπο χρήσης, το οποίο πιθανότατα οδηγεί σε μια εθιστική διαδικασία.
Από την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, φαίνεται να μην έχει διερευνηθεί επαρκώς ποιοι είναι οι παράγοντες που ωθούν ένα άνθρωπο να εθίζεται σε ένα πολύπλοκο πληροφορικό σύστημα, όπως είναι το διαδίκτυο. Οι παράγοντες αυτοί, είναι πιθανό να είναι ένας συνδυασμός αλληλεπιδράσεων πολλών υποσυστημάτων, αφού οι μαθητές είναι πολύπλοκα ανθρώπινα συστήματα, σε συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών με το περιβάλλον (Παρίτσης, 2003). Είναι πολύ δύσκολο όλα αυτά τα ερωτήματα που αφορούν την αλληλεπίδραση δύο πολύπλοκων και μη γραμμικών συστημάτων, όπως είναι ο άνθρωπος και το διαδίκτυο, να απαντηθούν μέσα από γραμμικά ερευνητικά εργαλεία. Η αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας που δημιουργείται από τις συσχετίσεις μεταξύ των παραγόντων του εθισμού και τις αλληλεπιδράσεις των υποσυστημάτων μεταξύ των δυο συστημάτων, παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον. Αναδείχθηκε η ανάγκη το εγχείρημα αυτό να γίνει μέσα από ένα μοντέλο πολλαπλών συσχετίσεων και διαδρομών, που θα μπορούσε να προκύψει, κατά βάση, από μοντελοποίηση μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Στην Ελλάδα, οι έρευνες έχουν μονομερώς επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εθιστικής διαταραχής από τις αρνητικές συνέπειες της υπέρμετρης χρήσης του διαδικτύου. Ωστόσο, ο DeMaggio και οι συνεργάτες του επισήμαναν (2001), ότι η ραγδαία ανάπτυξη του διαδικτύου παρουσιάζει μια μεγάλη ευκαιρία για τους ερευνητές να δοκιμάσουν θεωρίες τεχνολογικής εξάπλωσης και επιρροής των μέσων. Τέτοιου είδους έρευνα μπορεί να προσφέρει μια ενδοσκόπηση στη μη υγιή χρήση του διαδικτύου, στη διαμόρφωση προτάσεων αποφυγής της παθολογικής χρήσης και, κατά συνέπεια, στην προώθηση μιας υγιούς κοινωνίας πληροφοριών, ιδιαίτερα μάλιστα μέσα στο πλαίσιο του ψηφιακού σχολείου.
Κοινωνία της Πληροφορίας και Ψηφιακό Σχολείο
Το νέο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» του Υπουργείου Παιδείας, προβλέπει στο ψηφιακό σχολείο την πλήρη ένταξη και ενσωμάτωση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) στο Πρόγραμμα Σπουδών και στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική. Κυριότεροι στόχοι της ψηφιακής στρατηγικής αποτελούν η καθιέρωση σε όλα τα σχολεία ποικίλων εκπαιδευτικών πρακτικών, οι οποίες θα βασίζονται, αλλά και θα αξιοποιούν τις πολλαπλές δυνατότητες που παρέχει το σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον (Μυλωνάκου & Ευθυμιόπουλος, 2010). Η σύγχρονη και ασύγχρονη επικοινωνία μέσω διαδικτύου προσφέρει τη δυνατότητα σε όλους τους χρήστες να θέτουν ερωτήσεις, να εντοπίζουν τις καλύτερες απαντήσεις, να ελέγχουν και να αναφέρονται στο διαθέσιμο υλικό, να παράγουν νέα γνώση, να προβληματίζονται για τις επιλογές τους, δηλαδή να ακολουθούν μία διαδικασία Διαχείρισης Γνώσης (Κεκές, 2007α). Oι εκπαιδευτικοί δεν είναι πλέον οι φορείς της πληροφορίας, αλλά συνεργάτες και συνερευνητές με τους μαθητές τους (Mylonakou- Keke, 2009). Η επιτυχής ενσωμάτωση των Τ.Π.Ε. στην εκπαιδευτική διαδικασία δημιουργεί τον όρο «ψηφιακό σχολείο», το οποίο στοχεύει στην αναβάθμιση και βελτίωση όχι μόνο των Προγραμμάτων Σπουδών, αλλά και της σχέσης εκπαιδευτικών και μαθητών, καθώς και της σχέσης σχολείου, οικογένειας και κοινότητας (Μυλωνάκου – Κεκέ, 2009).
Νέα διεπιστημονικά πεδία στην εποχή της Πολυπλοκότητας
Νέα διεπιστημονικά πεδία αναδύονται στην Κοινωνία της Πληροφορίας μετά από τη συνεχή αλληλεπίδραση ανθρώπινων και πληροφορικών συστημάτων. Τέτοια διεπιστημονικά πεδία είναι η:
• Η Κοινωνική Παιδαγωγική: Ως διεπιστημονικό πεδίο, «ενεργεί» ως «λειτουργικό ενδιάμεσο» μεταξύ των ανθρώπινων συστημάτων και του οικονομικού, τεχνολογικού, κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού τους υπερσυστήματος (Μυλωνάκου – Κεκέ, 2003)
• H Κοινωνική Πληροφορική: Eίναι η επιστήμη που σχετίζεται με τη χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και ερευνά τις κοινωνικές αλλαγές και τα νέα κοινωνικά φαινόμενα που εμφανίζονται με τη χρήση της τεχνολογίας πληροφοριών από τους ανθρώπους, όχι απαραίτητα μόνο στις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς (Κεκές, 2007β).
• Η Γνωσιακή Επιστήμη: Πραγματεύεται εκείνες τις γνωσιακές διεργασίες που σχετίζονται με την κατά αίσθηση αντίληψη και τη γνώση. Είναι η επιστήμη της ανθρώπινης διάνοιας (Stillings, 2003). Οι επιστήμονες αυτού του διεπιστημονικού χώρου προσπαθούν να διερευνήσουν τα ψυχονοητικά φαινόμενα, όπως είναι η μάθηση, η αντίληψη, η σκέψη, η μνήμη και η κατανόηση της γλώσσας.
Υπόβαθρο, πλαίσιο και διαδικασία της έρευνας
Με τη συλλογιστική που αναφέρθηκε στην εισαγωγή της παρούσας εργασίας και τις απαιτήσεις του ψηφιακού σχολείου προέκυψε το ενδιαφέρον για μία έρευνα σε μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για τα Κίνητρα Χρήσης του Διαδικτύου και των παραγόντων εθισμού σε αυτό, με θεωρητικό υπόβαθρο την Κοινωνική Παιδαγωγική, την Κοινωνική Πληροφορική και τη Γνωσιακή Επιστήμη (Ευθυμιόπουλος, 2012). Κρίθηκε απαραίτητη η δημιουργία ενός ερευνητικού μοντέλου, προκειμένου να μελετηθεί η πολυπλοκότητα του φαινομένου της εθιστικής συμπεριφοράς των παιδιών στο διαδίκτυο.
Η Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών
Για τη δημιουργία του εν λόγω μοντέλου αξιοποιήθηκε η Συστημική Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών (Uses and Gratifications Theory/ UGT), η οποία διατυπώθηκε από τον Katz, που υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι επιλέγουν το περιεχόμενο των μέσων, βασιζόμενοι σε βέβαιες ανάγκες ή ανταμοιβές που αναμένουν να ικανοποιήσουν ή να λάβουν από ποικίλες πηγές μέσων επικοινωνίας (Katz et al, 1974). Αργότερα η Θεωρία Χρήσεων και Ανταμοιβών προσαρμόστηκε στα ηλεκτρονικά μέσα από τον Rubin (2002).
Το διαδίκτυο με τη διαδραστική και αποκεντρωμένη φύση του, είναι ένα ενεργό μέσο επικοινωνίας δύο κατευθύνσεων. Ο συγκεκριμένος τύπος επικοινωνίας συνεπάγεται ενεργή συμμετοχή, κάτι που ανταποκρίνεται στο συμπέρασμα της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών:
• ο χρήστης είναι ενεργός και εκλεκτικός στη σχέση του με τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
• στο διαδίκτυο, ο χρήστης ενεργεί, επιλέγει ή κατασκευάζει πληροφορίες, μερικές φορές ως απάντηση σε άλλα μηνύματα ή σε άλλες παρεχόμενες πληροφορίες
• ο χρήστης ασκεί περισσότερο έλεγχο τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή της πληροφορίας
Με την αξιοποίηση της Θεωρίας Χρήσεων και Ανταμοιβών ακολουθήθηκε μία διαδικασία μοντελοποίησης που πραγματοποιήθηκε σε τρία στάδια και μορφοποιήθηκε μετά από προέρευνες που υλοποιήθηκαν σε σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ελλάδας. Η ανάλυση των στοιχείων και η μοντελοποίηση υποστηρίχθηκε από το λογισμικό Μat.Lab (Matrix Laboratory)
Σκοπός, στόχοι και ερωτήματα της έρευνας
Ο κύριος σκοπός της έρευνας ήταν να εξετασθούν τα Κίνητρα Χρήσης και οι παράγοντες Εθισμού στο Διαδίκτυο, σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, μέσω της δημιουργίας ενός Μοντέλου Κινήτρων Χρήσης του Διαδικτύου και Εθισμού σε αυτό, βασισμένου στη συστημική μεθοδολογία της Θεωρίας Χρήσεων και Ανταμοιβών, αξιοποιώντας το νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο του «Ψηφιακού Σχολείου» και λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της Κοινωνικής Παιδαγωγικής, της Γνωσιακής Επιστήμης και της Κοινωνικής Πληροφορικής.
Η έρευνα επεδίωκε να συμβάλει:
• Στη διερεύνηση του «Εθισμού στο Διαδίκτυο» με βάση τους Προδιαθετικούς Παράγοντες (Αυτοεπάρκεια, Νευρικότητα) και τους Διαμεσολαβητικούς Παράγοντες (Εξοικείωση στο διαδίκτυο, Έκθεση στο διαδίκτυο, Νοητική και Συναισθηματική Ανάμειξη, Κίνητρα Χρήσης)
• Στη διερεύνηση του ρόλου των Κινήτρων στη Χρήση και τον Εθισμό στο Διαδίκτυο
• Στη διαμόρφωση ερευνητικών εργαλείων για τη μέτρηση των Κινήτρων Χρήσης του Διαδικτύου
• Στη διερεύνηση νέων Κινήτρων Χρήσης του Διαδικτύου
• Στην κατανόηση της φυσιογνωμίας των χρηστών του διαδικτύου του συγκεκριμένου δείγματος (μαθητές Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης των δυο τελευταίων τάξεων)
Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα επικεντρώνονταν:
• στην επιρροή της αυτο-επάρκειας και της νευρικότητας κατά τη διάρκεια της περιήγησης στο διαδίκτυο και τη σχέση τους με τον εθισμό από αυτό
• στην επιρροή των κινήτρων στη χρήση του διαδικτύου και τη σχέση τους με τον εθισμό από αυτό
• στην ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια σχετικά με την επιρροή της αυτο-επάρκειας και της νευρικότητας κατά τη διάρκεια της περιήγησης στο διαδίκτυο και τη σχέση τους με τον εθισμό από αυτό Οι παράγοντες του Ερευνητικού Μοντέλου.
Οι βασικοί παράγοντες που συμμετείχαν στο Μοντέλο Κινήτρων Χρήσης του Διαδικτύου και Εθισμού σε αυτό και τα συνακόλουθα ερευνητικά εργαλεία που αξιοποιήθηκαν για τη δημιουργία του, είναι:
Αυτοεπάρκεια: Έχοντας τις απαρχές της στη Θεωρία Κοινωνικής Επίγνωσης, η αυτο-επάρκεια (Self-Efficacy) ορίζεται ως «η πίστη κάποιου στις ικανότητές του για την οργάνωση και την εκτέλεση της απαιτούμενης σειράς δράσεων προκειμένου να παραχθούν δεδομένα επιτεύγματα» (Bandura, 1997).
Έχει υπάρξει ελάχιστη έρευνα σχετικά με την αυτο-επάρκεια στο διαδίκτυο. Για το λόγο αυτό, υπάρχουν λίγες μόνο κλίμακες μέτρησης της αυτο-επάρκειας στο διαδίκτυο. Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα την Αυτο-επάρκεια στο διαδίκτυο, των Eastin & LaRose (2000).
Νευρικότητα για το Διαδίκτυο: Ορίζεται ως ο φόβος ή η αντίσταση στη χρήση του διαδικτύου (π.χ. αναζήτηση ηλεκτρονικών πληροφοριών ή διαδικτυακή επικοινωνία) και σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις πάνω στους χρήστες του διαδικτύου. Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα Νευρικότητας Διαδικτύου (Althaus & Tewksbury, 2000).
Κίνητρα Χρήσης του Διαδικτύου: Η ποικιλία στα κίνητρα και τις δραστηριότητες στη χρήση του Διαδικτύου αναφέρεται επίσης στην πολυπλοκότητα του Διαδικτύου ως νέα τεχνολογία και τις προκλήσεις που θέτει στις παραδοσιακές θεωρίες μαζικής επικοινωνίας. Οι Flanagin & Metzger (2001) αναφέρουν ότι το Διαδίκτυο μπορεί να λειτουργήσει, είτε ως διαπροσωπικό είτε ως μαζικό κανάλι επικοινωνίας, επειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τους δύο σκοπούς. Ανακάλυψαν ότι κάποιες λειτουργίες του Διαδικτύου (π.χ. η αποστολή και λήψη πληροφοριών) μοιάζουν περισσότερο με κάποιες λειτουργίες των παραδοσιακών καναλιών μαζικής επικοινωνίας (π.χ. εφημερίδα, τηλεόραση, περιοδικά) ενώ άλλες λειτουργίες (π.χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία, διαδικτυακή συνομιλία) είναι πιο κοντά στα κανάλια διαμεσολαβούμενης διαπροσωπικής επικοινωνίας (π.χ. τηλέφωνα). Η Κλίμακα Κινήτρων (CMC) (Papacharissi & Rubin, 2000), συνδυάζει διαπροσωπικά κίνητρα (συντροφικότητα, συναισθηματισμό και έλεγχο), κίνητρα σχετικά με τα μέσα και κίνητρα σχετικά με τη νέα τεχνολογία.
Νοητική Ανάμειξη: Η νοητική ανάμειξη σχετίζεται στενά με την διανοητική επεξεργασία των μηνυμάτων. Η διανοητική ανάμειξη απεικονίζεται στην ενεργή συμμετοχή κατά την επεξεργασία των πληροφοριών. Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα Νοητικής Ανάμειξης (Eveland et al, 2002).
Συναισθηματική Ανάμειξη: Οι ερευνητές της επικοινωνίας δεν έχουν δώσει αρκετή προσοχή στο ρόλο που παίζουν τα συναισθήματα στην ανθρώπινη επικοινωνία, αν και η έρευνα πάνω στο συναίσθημα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια (Perse, 1998). Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα Συναισθηματικής Ανάμειξης (Hsu & Price, 1993).
Εξοικείωση στο Διαδίκτυο: Υψηλού βαθμού εξοικείωση σημαίνει υψηλή
αφοσίωση ή ψυχολογική δέσμευση. Με αυτή την έννοια, είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι τα άτομα με μεγάλη εξοικείωση με τα μέσα είναι πιο πιθανό να τα χρησιμοποιούν συχνότερα. Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα Εξοικείωσης με το Διαδίκτυο (Papacharissi & Rubin, 2000).
Εθισμός στο Διαδίκτυο: Σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήσαμε την πλέον πρόσφατη εκδοχή της Κλίμακας Εθισμού από τα Μέσα, του Grant (2000), για να μετρήσουμε τον εθισμό στο διαδίκτυο.
Το δείγμα της έρευνας
Επιλέξαμε ως δείγμα σκοπιμότητας της έρευνας μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Ε’ και Στ’ Τάξης), οι οποίοι έχουν άνεση στη χρήση των νέων τεχνολογιών και στην επικοινωνία μέσω διαδικτυακών εφαρμογών. Το δείγμα ήταν 46,9% αγόρια (ν = 221) και 53,1% κορίτσια (ν = 250).
Οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από 11 έως 13 ετών. Οι μαθητές αυτοί ανήκουν σε σχολεία Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος (ΕΑΕΠ). Αναλογικά δείγματα και δείγματα σκοπιμότητας επιτρέπουν στους ερευνητές να αυξήσουν την δημογραφική μεταβλητότητα και ποικιλότητα (Kerlinger & Lee, 2000).
Περιορισμοί της έρευνας
Το δείγμα σκοπιμότητας δεν επιλέχθηκε τυχαία και για το λόγο αυτό πιθανώς να μην αντιπροσωπεύει το συνολικό πληθυσμό χρήσης του διαδικτύου. Για παράδειγμα, αποκλείσαμε ανθρώπους άνω των 13 ετών από αυτή τη μελέτη, αφού θέλαμε να περιορίσουμε το δείγμα σε μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η μέτρηση της τυπικής χρήσης του διαδικτύου που χρησιμοποιήσαμε πιθανόν να έχει περιορισμούς. Πάνω από το 80% των συμμετεχόντων χρησιμοποιούσαν τυπικά το διαδίκτυο για ηλεκτρονική επικοινωνία ή για γενική περιήγηση στον Παγκόσμιο Ιστό. Επειδή λίγοι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν το διαδίκτυο για άλλες λειτουργίες (π.χ. αγορές), το μέγεθος του δείγματος δεν ήταν επαρκές για να διερευνηθεί το πώς παράμετροι (π.χ. αυτο–επάρκεια, νευρικότητα, κίνητρα) προβλέπουν την τυπική χρήση άλλων λειτουργιών του διαδικτύου.
Έχει πάντοτε υπάρξει ένα σημαντικό θέμα, το αν διαφορετικές ομάδες αποκρινόμενων έχουν προκατειλημμένη αντίδραση απέναντι στα αντικείμενα ενός εργαλείου μέτρησης. Σε αυτή τη μελέτη, η κλίμακα αυτο– επάρκειας του Διαδικτύου και η κλίμακα νευρικότητας κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο δεν έχουν εξεταστεί για προκατειλημμένη αντίδραση. Για το λόγο αυτό, αν και διαπιστώσαμε σημαντικές διαφορές στην αυτο–επάρκεια του Διαδικτύου και στη νευρικότητα κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο μεταξύ των φύλων, είναι πιθανό τέτοιες διαφορές να προέρχονται από προκατειλημμένες αντιδράσεις.
Συλλογή Ερευνητικών Δεδομένων και Στατιστική Επεξεργασία
Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε σε αρκετά στάδια. Εισαγάγαμε, τα περιγραφικά στατιστικά και διεξαγάγαμε αναλύσεις αξιοπιστίας για όλες τις κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση του στατιστικού λογισμικού PASW SPSS Statistics 17.0 και η οπτικοποίηση του μοντέλου χρήσης και εθισμού έγινε δυνατή με το λογισμικό Matlab.
Αποτελέσματα και συμπεράσματα της έρευνας
Η παρούσα μελέτη απετέλεσε μία αρχική προσπάθεια στη χώρα μας, σχετική με τη διερεύνηση των χρήσεων του διαδικτύου και του εθισμού σε αυτό. Αρχικά, επισημαίνουμε, ως προς τη μέτρηση της ατομικής τυπικής χρήσης του διαδικτύου, ότι το 80,3% των συμμετεχόντων ανέφεραν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ή την περιήγηση στον παγκόσμιο ιστό, ως την τυπική τους χρήση στο διαδίκτυο. Λιγότερο από το 20% προσδιόρισαν άλλες λειτουργίες του διαδικτύου ως τυπική τους χρήση. Εξαιτίας της ποικιλίας και την πολυπλοκότητας των λειτουργιών του διαδικτύου, εστιάσαμε στα πιο επιφανή πρότυπα χρήσης σε σχέση με τις υπόλοιπες τυπικές χρήσεις.
Τα αποτελέσματα έδειξαν επιπρόσθετα, ότι τα αγόρια έχουν την τάση να
επιδεικνύουν μεγαλύτερη αυτο-επάρκεια, σχετικά με τη χρήση του διαδικτύου, από ότι τα κορίτσια. Τα αγόρια επίσης έχουν την τάση να έχουν λιγότερη νευρικότητα με το διαδίκτυο από τα κορίτσια. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι η διαδικτυακή κουλτούρα έχει «αρσενική φύση» και μία τέτοια ανδροκρατούμενη τεχνολογία ενισχύει την ανισότητα των ανθρώπων και τη διαφορετικότητα των φύλων
Συνοπτικά, αναφέρουμε ορισμένα γενικά συμπεράσματα:
• οι ατομικές προδιαθέσεις επηρεάζουν τα κίνητρα για τη χρήση του διαδικτύου
• τα κίνητρα χρήσης διαμεσολαβούν στη σχέση μεταξύ ατομικών προδιαθέσεων και αποτελεσμάτων των μέσων
• η ανάμειξη διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ κινήτρων και αποτελεσμάτων χρήσης του διαδικτύου
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης καταδεικνύουν ότι οι πιο σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες του εθισμού στο διαδίκτυο δεν είναι τα δημογραφικά στοιχεία, οι μεταβλητές ατομικών διαφορών ή η έκθεση στο διαδίκτυο.
Αντιθέτως, τα κίνητρα χρήσης και η ανάμειξη (νοητική, συναισθηματική) είναι πιο σημαντικοί προγνωστικοί δείκτες του εθισμού στο διαδίκτυο. Οι προδιαθεσιακοί παράγοντες, όπως η αυτο–επάρκεια και η νευρικότητα, είναι πιο σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες του εθισμού στο διαδίκτυο από ότι τα δημογραφικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, η εστίαση, που γινόταν μέχρι σήμερα, στην επίδραση των δημογραφικών στοιχείων και στις συνέπειες που έχει η εθιστική συμπεριφορά στα άτομα είναι πλέον ανεπαρκής. Οι ερευνητές θα πρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερη προσοχή στα κίνητρα των ανθρώπων για τη χρήση του διαδικτύου, καθώς και στην ανάμειξή τους με αυτό.
Προκύπτει ότι για να βελτιωθεί η χρήση του διαδικτύου από τους ανθρώπους, οι διαμορφωτές εκπαιδευτικών πολιτικών θα πρέπει να εστιάσουν το ενδιαφέρον στο πώς να αυξήσουν την αυτο-επάρκεια των χρηστών στο διαδίκτυο και να ελαττώσουν τη νευρικότητα αυτών, κατά τη διάρκεια της περιήγησής τους.
Μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις
Οι προδιαθετικοί παράγοντες απετέλεσαν σημαντικό προδρομικό παράγοντα στην πρόθεση χρήσης του διαδικτύου. Σε αυτή τη μελέτη, εξετάσαμε μόνο την αυτό – επάρκεια στο διαδίκτυο και τη νευρικότητα με αυτό. Στο μέλλον, περισσότερες προδιαθεσιακές παράμετροι ή παράμετροι προσωπικότητας (π.χ. αυτο–έλεγχος) θα μπορούσαν να εξετασθούν στο πλαίσιο της χρήσης του διαδικτύου.
Αυτή η μελέτη επικεντρώθηκε σε έναν ειδικό πληθυσμό. Στο μέλλον, οι ερευνητές θα μπορούσαν να εστιασθούν στη χρήση και στον εθισμό από το διαδίκτυο σε μεγαλύτερες και διαφορετικές ομάδες πληθυσμού. Η ροή πληροφοριών μεταξύ εθνών και πολιτισμών στο διαδίκτυο γίνεται ιδιαίτερα φανερή. Παρόλα αυτά, μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αναπτυγμένων κρατών και αναπτυσσόμενων χωρών δεν είναι πάντοτε ισορροπημένη, επειδή λιγότεροι σχετικά άνθρωποι στα αναπτυσσόμενα κράτη έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Μια τέτοια ανισορροπία στην ανταλλαγή πληροφοριών στο διαδίκτυο πιθανώς να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη δυτική κουλτούρα και να δυσκολεύει τη μετάδοση άλλων μη δυτικών πολιτιστικών στοιχείων και προϊόντων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου