της
Ιωάννας Κολιοπούλου
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα.
Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:
Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:
- Λήγει σε –α βραχύχρονο: π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα,
ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα,
ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα,
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα - Στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν
ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ
Τα συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄κλίσης διακρίνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του θέματος σε αφωνόληκτα, ενρινόληκτα , υγρόληκτα και σιγμόληκτα.
I. Αφωνόληκτα επίθετα
α) Τρικατάληκτα
- Τρικατάληκτα σε –ας, -ασα, -αν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ πᾶς
τοῦ παντὸς τῷ παντὶ τὸν πάντα (ὦ) πᾶς |
ἡ πᾶσα
τῆς πάσης τῇ πάσῃ τὴν πᾶσαν (ὦ) πᾶσα |
τὸ πᾶν
τοῦ παντὸς τῷ παντὶ τὸ πᾶν (ὦ) πᾶν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ πάντες
τῶν πάντων τοῖς πᾶσι τοὺς πάντας (ὦ) πάντες |
αἱ πᾶσαι
τῶν πασῶν ταῖς πάσαις τὰς πάσας (ὦ) πᾶσαι |
τὰ πάντα
τῶν πάντων τοῖς πᾶσι τὰ πάντα (ὦ) πάντα |
Όμοια με το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν κλίνονται και τα : ἅπας, ἅπασα, ἅπαν – σύμπας, σύμπασα, σύμπαν.
- Τρικατάληκτα σε –εις, -εσσα, -εν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ χαρίεις
τοῦ χαρίεντος τῷ χαρίεντι τὸν χαρίεντα (ὦ) χαρίεν |
ἡ χαρίεσσα
τῆς χαριέσσης τῇ χαριέσσῃ τὴν χαρίεσσαν (ὦ) χαρίεσσα |
τὸ χαρίεν
τοῦ χαρίεντος τῷ χαρίεντι τὸ χαρίεν (ὦ) χαρίεν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ χαρίεντες
τῶν χαριέντων τοῖς χαρίεσι τοὺς χαρίεντας (ὦ) χαρίεντες |
αἱ χαρίεσσαι
τῶν χαριεσσῶν ταῖς χαριέσσαις τὰς χαριέσσας (ὦ) χαρίεσσαι |
τὰ χαρίεντα
τῶν χαριέντων τοῖς χαρίεσι τὰ χαρίεντα (ὦ) χαρίεντα |
- Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δράση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει φωνή).
- Τρικατάληκτα σε –ων, -ουσα, -ον
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ ἄκων
τοῦ ἄκοντος τῷ ἄκοντι τὸν ἄκοντα (ὦ) ἆκον |
ἡ ἄκουσα
τῆς ἀκούσης τῇ ἀκούσῃ τὴν ἄκουσαν (ὦ) ἄκουσα |
τὸ ἆκον
τοῦ ἄκοντος τῷ ἄκοντι τὸ ἆκον (ὦ) ἆκον |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ ἄκοντες
τῶν ἀκόντων τοῖς ἄκουσι τοὺς ἄκοντας (ὦ) ἄκοντες |
αἱ ἄκουσαι
τῶν ἀκουσῶν ταῖς ἀκούσαις τὰς ἀκούσας (ὦ) ἄκουσαι |
τὰ ἄκοντα
τῶν ἀκόντων τοῖς ἄκουσι τὰ ἄκοντα (ὦ) ἄκοντα |
- Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος) γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ.
β) Δικατάληκτα επίθετα
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι τριγενή και δικατάληκτα. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται όπως το β΄ συνθετικό τους.
ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ εὔχαρις
τοῦ, τῆς εὐχάριτος τῷ, τῇ εὐχάριτι τόν, τὴν εὔχαριν (ὦ) εὔχαρις |
τὸ εὔχαρι
τοῦ εὐχάριτος τῷ εὐχάριτι τὸ εὔχαρι (ὦ) εὔχαρι |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ εὐχάριτες
τῶν εὐχαρίτων τοῖς, ταῖς εὐχάρισι τούς, τὰς εὐχάριτας (ὦ) εὐχάριτες |
τὰ εὐχάριτα
τῶν εὐχαρίτων τοῖς εὐχάρισι τὰ εὐχάριτα (ὦ) εὐχάριτα |
ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ εὔελπις
τοῦ, τῆς εὐέλπιδος τῷ, τῇ εὐέλπιδι τόν, τὴν εὔελπιν (ὦ) εὔελπις |
τὸ εὔελπι
τοῦ εὔέλπιδος τῷ εὐέλπιδι τὸ εὔελπι (ὦ) εὔελπι |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ εὐέλπιδες
τῶν εὐελπίδων τοῖς, ταῖς εὐέλπισι τούς, τὰς εὐέλπιδας (ὦ) εὐέλπιδες |
τὰ εὐέλπιδα
τῶν εὐελπίδων τοῖς εὐέλπισι τὰ εὐέλπιδα (ὦ) εὐέλπιδα |
ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ δίπους
τοῦ, τῆς δίποδος τῷ, τῇ δίποδι τόν, τὴν δίποδα (δίπουν) (ὦ) δίπους |
τὸ δίπουν
τοῦ δίποδος τῷ δίποδι τὸ δίπουν (ὦ) δίπου |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ δίποδες
τῶν διπόδων τοῖς, ταῖς δίποσι τούς, τὰς δίποδας (ὦ) δίποδες |
τὰ δίποδα
τῶν διπόδων τοῖς δίποσι τὰ δίποδα (ὦ) δίποδα |
ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ μονόδους
τοῦ, τῆς μονόδοντος τῷ, τῇ μονόδοντι τόν, τὴν μονόδοντα (ὦ) μονόδους |
τὸ μονόδουν
τοῦ μονόδοντος τῷ μονόδοντι τὸ μονόδουν (ὦ) μονόδουν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ μονόδοντες
τῶν μονοδόντων τοῖς, ταῖς μονόδουσι τούς, τὰς μονόδοντας (ὦ) μονόδοντες |
τὰ μονόδοντα
τῶν μονοδόντων τοῖς μονόδουσι τὰ μονόδοντα (ὦ) μονόδοντα |
- Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ.
γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη)
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:
ὁ, ἡ βλὰξ
ὁ, ἡ κόλαξ ὁ, ἡ ἅρπαξ ὁ, ἡ γαμψῶνυξ ὁ, ἡ λογὰς ὁ, ἡ μιγὰς ὁ, ἡ φυγὰς ὁ ἡ ἄπαις ὁ, ἡ πένης ὁ, ἡ ἡμιθνὴς ὁ,ἡ ἀγνὼς ὁ,ἡ φιλόγελως |
τοῦ, τῆς βλακὸς κτλ.
τοῦ, τῆς κόλακος κτλ. τοῦ, τῆς ἅρπαγος κτλ. τοῦ, τῆς γαμψώνυχος κτλ. τοῦ, τῆς λογάδος κτλ. τοῦ, τῆς μιγάδος κτλ. τοῦ, τῆς φυγάδος κτλ. τοῦ, τῆς ἄπαιδος κτλ. τοῦ, τῆς πένητος κτλ. τοῦ, τῆς ἡμιθνῆτος κτλ. τοῦ, τῆς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί), τοῦ, τῆς φιλογέλωτος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β΄κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελω κτλ.) |
ΙΙ. Ενρινόληκτα - Υγρόληκτα επίθετα
α) Ενρινόληκτα Τρικατάληκτα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ μέλας
τοῦ μέλανος τῷ μέλανι τὸν μέλανα (ὦ) μέλαν |
ἡ μέλαινα
τῆς μελαίνης τῇ μελαίνῃ τὴν μέλαιναν (ὦ) μέλαινα |
τὸ μέλαν
τοῦ μέλανος τῷ μέλανι τὸ μέλαν (ὦ) μέλαν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ μέλανες
τῶν μελάνων τοῖς μέλασι τοὺς μέλανας (ὦ) μέλανες |
αἱ μέλαιναι
τῶν μελαινῶν ταῖς μελαίναις τὰς μελαίνας (ὦ) μέλαιναι |
τὰ μέλανα
τῶν μελάνων τοῖς μέλασι τὰ μέλανα (ὦ) μέλανα |
Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλαν-ος κτλ.).
β) Ενρινόληκτα δικατάληκτα
- σε –ων, –ον, (γεν. –ονος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ εὐδαίμων
τοῦ, τῆς εὐδαίμονος τῷ, τῇ εὐδαίμονι τόν, τὴν εὐδαίμονα (ὦ) εὔδαιμον |
τὸ εὔδαιμον
τοῦ εὐδαίμονος τῷ εὐδαίμονι τὸ εὔδαιμον (ὦ) εὔδαιμον |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ εὐδαίμονες
τῶν εὐδαιμόνων τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι τούς, τὰς εὐδαίμονας (ὦ) εὐδαίμονες |
τὰ εὐδαίμονα
τῶν εὐδαιμόνων τοῖς εὐδαίμοσι τὰ εὐδαίμονα (ὦ) εὐδαίμονα |
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ σώφρων
τοῦ, τῆς σώφρονος τῷ, τῇ σώφρονι τόν, τὴν σώφρονα (ὦ) σῶφρον |
τὸ σῶφρον
τοῦ σώφρονος τῷ σώφρονι τὸ σῶφρον (ὦ) σῶφρον |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ σώφρονες
τῶν σωφρόνων τοῖς, ταῖς σώφροσι τούς, τὰς σώφρονας (ὦ) σώφρονες |
τὰ σώφρονα
τῶν σωφρόνων τοῖς σώφροσι τὰ σώφρονα (ὦ) σώφρονα |
Όμοια κλίνονται τα επίθετα:
ὁ, ἡ κακοδαίμων
ὁ, ἡ ἀγνώμων ὁ, ἡ εὐσχήμων ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων ὁ, ἡ ἐλεήμων ὁ, ἡ μνήμων ὁ, ἡ ἄφρων ὁ, ἡ μεγαλόφρων |
τὸ κακόδαιμον
τὸ ἄγνωμον τὸ εὔσχημον τὸ μεγαλόπραγμον τὸ ἐλεῆμον τὸ μνῆμον τὸ ἄφρον τὸ μεγαλόφρον κ.α. |
- σε –ην, -εν, (γεν.-ενος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ ἄρρην
τοῦ, τῆς ἄρρενος τῷ, τῇ ἄρρενι τόν, τὴν ἄρρενα (ὦ) ἂρρεν |
τὸ ἄρρεν
τοῦ ἄρρενος τῷ ἄρρενι τὸ ἄρρεν (ὦ) ἄρρεν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ ἄρρενες
τῶν ἀρρένων τοῖς, ταῖς ἄρρεσι τούς, τὰς ἄρρενας (ὦ) ἄρρενες |
τὰ ἄρρενα
τῶν ἀρρένων τοῖς ἄρρεσι τὰ ἄρρενα (ὦ) ἄρρενα |
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Τα σύνθετα σε –ων, -ον, (γεν. –ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν το τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού:
π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον,
ὁ, ἡ εὐγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον,
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον.
αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον.
π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον,
ὁ, ἡ εὐγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον,
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον.
αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον.
2. Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἐλεῆμον, (ὦ) ἄρρεν.
γ) Υγρόληκτα Δικατάληκτα
- σε –ωρ, -ορ (γεν. –ορος):
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ ἀπάτωρ
τοῦ, τῆς ἀπάτορος τῷ, τῇ ἀπάτορι τόν, τὴν ἀπάτορα (ὦ) ἀπάτορ |
τὸ ἀπάτορ
τοῦ ἀπάτορος τῷ ἀπάτορι τὸ ἀπάτορ (ὦ) ἀπάτορ |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ ἀπάτορες
τῶν ἀπατόρων τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι τούς, τὰς ἀπάτορας (ὦ) ἀπάτορες |
τὰ ἀπάτορα
τῶν ἀπατόρων τοῖς ἀπάτορσι τὰ ἀπάτορα (ὦ) ἀπάτορα |
Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἀπάτορ.
Τα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἀπάτορ.
δ) Ενρινόληκτα και υγρόληκτα μονοκατάληκτα
Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ μάκαρ
τοῦ, τῆς μάκαρος τῷ, τῇ μάκαρι τόν, τὴν μάκαρα (ὦ) μάκαρ |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ μάκαρες
τῶν μακάρων τοῖς, ταῖς μάκαρσι τούς, τὰς μάκαρας (ὦ) μάκαρες |
Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρος, δοτ. ἄχειρι, αιτ. ἄχειρα κτλ,
ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρος, δοτ. μακρόχειρι, αιτ. μακρόχειρα κτλ,
ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχενος, δοτ. ὑψαύχενι, αιτ. ὑψαύχενα κτλ.
III. Σιγμόληκτα δικατάληκτα
Τα σιγμόληκτα δικατάληκτα επίθετα λήγουν στην ονομαστική του ενικού στο αρσενικό και το θηλυκό γένος σε -ης και στο ουδέτερο γένος σε -ες και διακρίνονται σε οξύτονα και βαρύτονα.
α) Οξύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ ἀληθὴς
τοῦ, τῆς ἀληθοῦς τῷ, τῇ ἀληθεῖ τόν, τὴν ἀληθῆ (ὦ) ἀληθὲς |
τὸ ἀληθὲς
τοῦ ἀληθοῦς τῷ ἀληθεῖ τὸ ἀληθὲς (ὦ) ἀληθὲς |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ ἀληθεῖς
τῶν ἀληθῶν τοῖς, ταῖς ἀληθέσι τούς, τὰς ἀληθεῖς (ὦ) ἀληθεῖς |
τὰ ἀληθῆ
τῶν ἀληθῶν τοῖς ἀληθέσι τὰ ἀληθῆ (ὦ) ἀληθῆ |
- Κατά το ἀληθής κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδὴς, κ.ά.
β) Βαρύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ πλήρης
τοῦ, τῆς πλήρους τῷ, τῇ πλήρει τόν, τὴν πλήρη (ὦ) πλῆρες |
τὸ πλῆρες
τοῦ πλήρους τῷ πλήρει τὸ πλῆρες (ὦ) πλῆρες |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ πλήρεις
τῶν πλήρων τοῖς, ταῖς πλήρεσι τούς, τὰς πλήρεις (ὦ) πλήρεις |
τὰ πλήρη
τῶν πλήρων τοῖς πλήρεσι τὰ πλήρη (ὦ) πλήρη |
- Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα:
i. σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες, ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες,
ii. σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες, ὁ, ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες,
iii. σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς, χαμένο),
ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένο, άξιο να χαθεί πριν από την ώρα του),
ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένο και με ενεργητική σημασία: αυτό που καταστρέφει τα πάντα) κ.α.
ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένο, άξιο να χαθεί πριν από την ώρα του),
ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένο και με ενεργητική σημασία: αυτό που καταστρέφει τα πάντα) κ.α.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ συνήθης
τοῦ, τῆς συνήθους τῷ, τῇ συνήθει τόν, τὴν συνήθη (ὦ) σύνηθες |
τὸ σύνηθες
τοῦ συνήθους τῷ συνήθει τὸ σύνηθες (ὦ) σύνηθες |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ συνήθεις
τῶν συνήθων τοῖς, ταῖς συνήθεσι τούς, τὰς συνήθεις (ὦ) συνήθεις |
τὰ συνήθη
τῶν συνήθων τοῖς συνήθεσι τὰ συνήθη (ὦ) συνήθη |
- Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα:
i. σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος), ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά.,
ii. σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες, ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά.,
iii. σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός ),
ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός),
ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά.,
ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός),
ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά.,
iv. Επίσης τα επίθετα: ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες, ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε -εσ-. Στα επίθετα αυτά:
α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν -ε- που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε -η-. Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα -εσ-, αλλά ο χαρακτήρας -σ- ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά φωνήεντα συναιρούνται.
β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη)
π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές
α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν -ε- που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε -η-. Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα -εσ-, αλλά ο χαρακτήρας -σ- ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά φωνήεντα συναιρούνται.
β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη)
π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές
2. Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες:
α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους:
π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες,
ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες
Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά:
π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες,
ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες,
ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδῆρες, τὸ ποδῆρες
β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς τη γενική του ενικού:
π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους),
τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ),
τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους:
π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες,
ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες
Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά:
π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες,
ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες,
ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδῆρες, τὸ ποδῆρες
β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς τη γενική του ενικού:
π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους),
τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ),
τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου