του
ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ
«Οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει»
(ψαλμ. αʹ, 5) .
Ὁ Χριστὸς
βρίσκεται στὴν Ἱεροσαλήμ. Τὴν Κυριακὴ μπῆκε θριαμβευτικὰ μέσα στὴν μεγάλη πόλη.
Ὁ λαὸς τὸν ὑποδέχτηκε σὰν πραγματικὸ βασιλιὰ φωνάζοντας: Ὡσαννὰ στὸν υἱὸ τοῦ
Δαυΐδ. Οἱ γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι βλέποντας τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ,
θύμωναν κι ἔλεγαν: Τὸ βλέπετε πὼς τίποτα καλὸ δὲν κάναμε; Νά, ὁ λαὸς τρέχει
πίσω του.
Ὁ Χριστὸς ὅλες τὶς
μέρες πήγαινε στὸ ναὸ κι ἐκεῖ δίδασκε τὸ λαὸ. Καταλάβαινε πὼς ἡ τελευταία του
ὥρα ἔφτανε γι’ αὐτὸ μιλοῦσε μὲ γλώσσα αὐστηρὴ πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς
γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, τοὺς νομοδιδασκάλους καὶ γενικὰ πρὸς κάθε
διαβασμένο. Στιγμάτιζε τὴν ὑποκρισία τους, τὸ φθόνο τους καὶ τὶς ἁμαρτίες τους.
Ἔδωσε καὶ στοὺς μαθητές του τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες, τὶς τελευταῖες του
παραγγελίες καὶ στὸ τέλος τοὺς μίλησε τί θὰ κάμη σὰν ξαναγυρίση κατὰ τὴν ἡμέρα
τῆς τελευταίας του κρίσης.
Ἑκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (κεφ. κε´, 36 - 46).
Κείμενο
Εἶπεν ὁ Κύριος·
ὅταν δὲ ἔλθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῆ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι
μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
καὶ συναχθήσεται
ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν
ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων,
καὶ στήσει τὰ μὲν
πρόβατα ἐκ δεξιῶν καὶ τὰ πρόβατα θὰ βάλη δεξιά του καὶ αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ
εὐωνύμων. τὰ γίδια ἀριστερά.
Τότε ἐρεῖ ὁ
βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
Ἐπείνασα γάρ, καὶ
ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψασα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
γυμνός, καὶ
περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός
με.
Τότε
ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι, λέγοντες· Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ
ἐθρέψαμεν ἤ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
Πότε δὲ σὲ εἴδομεν
ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἤ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν;
Πότε δὲ σε εἴδομεν
ἀσθενῆ ἤ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ
βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν
μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς
ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ
ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
Ἐπείνασα γάρ, καὶ
οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψασα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ
συνήγαγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ
ἐπεσκέψασθέ με.
Τότε
ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· Κύριε πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα ἤ
διψῶντα ἤ ξένον ἤ γυμνὸν ἤ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
Τότε ἀποκριθήσεται
αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων
οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Καὶ ἀπελεύσονται
οὖτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ἐξήγηση
Εἶπεν ὁ Κύριος.
Ὅταν ἔλθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴ δόξα του κι ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζί
του, τότε θὰ καθίση πάνω στὸ λαμπρὸ θρόνο του,
καὶ θὰ μαζευτοῦν
τὰ ἔθνη ὅλα ἐμπρὸς του καὶ θὰ χωρίση τοὺς ἀνθρώπους μεταξὺ τους ὅπως ὁ βοσκὸς
χωρὶζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια.
καὶ τὰ πρόβατα θὰ
βάλη δεξιά του καὶ τὰ γίδια ἀριστερά.
Τότε ὁ βασιλιὰς θὰ
πῆ στοὺς δεξιά του. Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατέρα μου κληρονομῆστε τὴ
βασιλεία ποὺ σᾶς ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τὸ θεμελίωμα τοῦ κόσμου.
Γιατὶ πείνασα καὶ
μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ μὲ ποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ μὲ περιμαζέψατε,
γυμνὸς καὶ μὲ
ντύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε· στὴ φυλακὴ ἤμουν κι ἤρθατε νὰ μὲ δῆτε.
Τότε θὰ τοῦ
ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ τοῦ ποῦν. Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε πεινασμένο καὶ σὲ
θρέψαμε; ἤ διψασμένο καὶ σὲ ποτίσαμε!
Καὶ πότε σὲ εἴδαμε
ξένο καὶ σὲ περιμαζέψαμε ἤ γυμνὸ καὶ σὲ ντύσαμε;
Καὶ πότε σὲ εἴδαμε
ἄρρωστο ἢ σὲ φυλακὴ καὶ ἤρθαμε νὰ σὲ ἐπισκεφθοῦμε;
Κι ὁ βασιλιὰς θ’
ἀπαντήση καὶ θὰ τοὺς πῆ: ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅσα κάνατε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς
μου τούτους τοὺς δυστυχεῖς, σ’ ἐμένα τὰ κάνατε.
Τότε θὰ πῆ καὶ
στοὺς ἀριστερά, πηγαίνετε ἀπὸ μένα, καταραμένοι, στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια τὴν
ἑτοιμασμένη γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του.
Γιατὶ πείνασα καὶ
δὲ μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲ μὲ ποτίσατε,
ξένος ἤμουν καὶ δὲ
μὲ περιμαζέψατε, γυμνὸς καὶ δὲ μὲ ντύσατε, ἄρρωστος καὶ στὴ φυλακὴ καὶ δὲ μὲ
ἐπισκεφθήκατε.
Τότε θὰ τοῦ
ἀποκριθοῦν κι αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε πεινασμένο ἤ διψασμένο ἢ
ξένο ἢ γυμνὸ ἢ ἄρρωστο ἢ σὲ φυλακή, καὶ δὲ σὲ ἐπισκεφθήκαμε;
Τότε θὰ τοὺς
ἀπαντήση καὶ θὰ πῆ: ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἐφόσον δὲ δώσατε σ᾽ ἕναν ἀπὸ τούτους τοὺς
δυστυχισμένους, οὔτε ἐμένα δὲ μοῦ δώσατε.
Καὶ θὰ πᾶνε αὐτοὶ
σὲ κόλαση παντοτινή, ἀλλὰ οἱ δίκαιοι σὲ ζωὴ παντοτινή.
ΟΜΙΛΙΑ
Εἶναι ἀλήθεια, ποὺ
τὴν καταλαβαίνουμε ὅλοι μας, πὼς κάθε καλὴ πράξη πρέπει νὰ ἀνταμείβεται καὶ
κάθε κακὴ νὰ τιμωρῆται. Τί βλέπομε σήμερα μέσα στὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε;
Βλέπομε πὼς γιὰ
τοὺς κακούργους, τοὺς κλέφτες, τοὺς παραβάτες τῶν νόμων τῆς πολιτείας, ὑπάρχει
ὁ ἀστυφύλακας, ὁ χωροφύλακας, τὸ δικαστήριο, οἱ φυλακὲς.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ
παραβάτες ὄχι τῶν νόμων τῆς πολιτείας ἀλλὰ τῶν ἠθικῶν νόμων. Οἱ ἠθικοὶ νόμοι
εἶναι γραμμένοι στὸ Εὐαγγέλιο ἢ τοὺς καθιέρωσαν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ τοὺς
γράψουν. Ὁ δικαστὴς μᾶς δικάζει μόνο μὲ τοὺς γραφτοὺς νόμους καὶ γιὰ παραβάσεις
αὐτοῦ τοῦ νόμου μᾶς τιμωρεῖ. Γιὰ τὶς παραβάσεις τοῦ ἄλλου νόμου, τοῦ ἄγραφου δὲ
μᾶς δικάζει κανείς, ἐδῶ τουλάχιστο στὴ γῆ. Γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε παιδιὰ
καλύτερα, θὰ σᾶς φέρω μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωή μας.
Ὁ νόμος μᾶς
τιμωρεῖ, ὅταν κλέψωμε· δὲ μᾶς τιμωρεῖ ὅμως, ὅταν δὲ δώσωμε ἐλεημοσύνη στοὺς
φτωχούς. Μᾶς τιμωρεῖ ὁ νόμος, ὅταν βλαστημήσωμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὰ θεῖα
γενικά, ὅταν ὑβρίσωμε ἕναν ἄνθρωπο. Δὲ μᾶς τιμωρεῖ ὅμως, ἄν δὲν πᾶμε στὴν
ἐκκλησία.
Ὁ ἐκκλησιασμὸς
εἶναι καθῆκον τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ ἡ ἐκτέλεσή του ἀφήνεται στὴ συνείδηση καὶ
τὴν ἐλευθερία τοῦ καθενός.
Δὲ σὲ τιμωρεῖ ὁ
νόμος, ὅταν βλέπης πὼς ὑποφέρει ὁ πλησίον σου κι ἐνῶ μπορεῖς νὰ τὸν βοηθήσης
δὲν τὸ κάνεις.
Κι ὅταν δὲ δίνης ἤ
δίνης πολὺ λίγα, ἐνῶ ἔχεις πολλά, στὸν ἔρανο ποὺ κάνει τὸ Κράτος, ὁ Ερυθρὸς
Σταυρός, ἕνα φιλανθρωπικὸ σωματεῖο γιὰ σκοποὺς ποὺ θὰ ἀνακουφίσουν καὶ θὰ
βοηθήσουν τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Τόσες πολλὲς εἶναι οἱ περιπτώσεις ποὺ δὲν
κάνεις τὸ καθῆκον σου καὶ ἐνῶ ὅλες σου αὐτὲς οἱ πράξεις εἶναι ἀξιοκατάκριτες,
δὲ σὲ τιμωρεῖ κανένας, γιατὶ δὲν τὸ λέγει ὁ γραφτὸς νόμος.
Ἀλλὰ εἶναι σωστό,
εἶναι δίκαιο, νὰ μὴν τιμωροῦνται κι αὐτὲς μας οἱ πράξεις; Θὰ μοῦ πῆτε οἱ
ἄνθρωποι ποὺ βλέπουν ὅλες τὶς πράξεις μας θὰ μᾶς τιμωρήσουν περιφρονώντας μας.
Θὰ μᾶς δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο, θὰ μᾶς λένε ἄκαρδους κι ἄσπλαχνους, δὲ θὰ μᾶς
λένε καλημέρα, ἀλλὰ τὶ μὲ τοῦτο; Γιὰ νὰ μὴ κάνωμε τὸ καθῆκον μας, πάει νὰ πῆ
πὼς δὲν τοὺς λογαριάζομε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε κι ἔχομε τύψη στὴ συνείδηση.
Ἄς πάρωμε τώρα
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔκαναν τὸ καθῆκον τους μὲ τὸ παραπάνω. Ἔζησαν μιὰ ζωὴ
τίμια, ἠθική, σύμφωνη μὲ τοὺς θείους καὶ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους. Ἔδωσαν στοὺς
φτωχούς. Μοίρασαν τὴν περιουσία τους στὰ ἀγαθοεργὰ ἱδρύματα, δηλαδὴ νοσοκομεῖα,
ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα. Ἵδρυσαν σχολεῖα καὶ ἐκκλησίες, στάδια καὶ
γυμναστήρια, κι ἔκαμαν βρύσεις καὶ πηγάδια καὶ ἄλλα ἔργα πολιτισμοῦ.
Ὅλοι αὐτοὶ πῶς θὰ
πληρωθοῦν; Ὁ κόσμος θὰ εὐλογῆ τὸ ὄνομά τους καὶ ἡ πολιτεία τοὺς μεγάλους
εὐεργέτες θὰ τοὺς τιμήση μ’ ἕνα παράσημο. Θὰ γράψη τὸ ὄνομά τους σὲ εἰδικὴ
στήλη. Θὰ τοὺς κάνη καὶ ἀγάλματα καὶ προτομές. Θὰ δώση τὸ ὄνομά τους στὸ ἵδρυμα
ποὺ ἔχτισαν ἢ σ’ ἕνα δρόμο τῆς πολιτείας καὶ θὰ τοὺς κάμη κι ἕνα σωρὸ ἄλλες
τιμὲς καὶ διακρίσεις.
Εἶναι ἀρκετὰ ὅμως
αὐτά;
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ ἔκαναν τὶς καλὲς πράξεις κι ἄν δὲν γίνονταν ὅλα αὐτά, τὸ ἴδιο εἶναι. Γιατὶ
αὐτοὶ δὲν ἀπόβλεψαν στὶς τιμὲς ποὺ θὰ τοὺς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ στὸ πῶς νὰ
φανοῦν χρήσιμοι στοὺς ἀνθρώπους. Ἑξάλλου, οἱ τιμὲς δίνονται καὶ γίνονται κατὰ
κανόνα μετὰ θάνατον, ἀφοῦ πεθάνη ὁ εὐεργέτης.
Παιδιά μου,
γιὰ ὅλες μας αὐτὲς
τὶς πράξεις καὶ τὶς καλές, καὶ τὶς κακές, ὑπάρχει καὶ τὸ ἀνώτατο δικαστήριο,
ποὺ δὲ συνεδριάζει ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ στὸν οὐρανό.
Ἡ χριστιανικὴ
θρησκεία, μὲ τὰ ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας, παραδέχεται καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ
τὴ θεία ἀνταπόδοση. Ὅλα εἶναι γραμμένα μὲ τὶς μικρότερες λεπτομέρειες. Τίποτε
δὲν ἔχει παραληφθῆ ἀπὸ τὸ μεγάλο βιβλίο τῶν πράξεών μας.
Τοῦτο τὸ βιβλίο θὰ
ἀνοιχτῆ, ὅπως μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ κριθῆ ὁ κόσμος.
Θὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς
μας καθισμένος πάνω στὸ βασιλικό του θρόνο, μὲ θεϊκὴ μεγαλοπρέπεια, γιὰ νὰ
δικάση ὅσους θὰ εἶναι τότε ζωντανοί, ἀλλὰ καὶ ὅσους εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὸν πρῶτο
ἄνθρωπο ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή.
Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ θὰ
εἶναι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος τῆς Γαλιλαίας, ποὺ τρία ὁλόκληρα χρόνια δίδασκε τὸ
Εὐαγγέλιό του. Θὰ εἶναι ὁ κριτὴς ὁ ὑπέρλαμπρος, ποὺ θὰ ζητήση νὰ τοῦ ποῦνε
πόσοι ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλοι, καὶ «οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες» καὶ
«οἱ τὰ φαῦλα πράξαντες», θὰ δικαστοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ θὰ δικαιωθοῦν ἢ θὰ κατακριθοῦν
κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ποὺ θὰ γίνη ἡ κρίση.
Τώρα, ἐκεῖνοι ποὺ
ἔκαμαν τὶς καλὲς πράξεις, ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολὲς, θὰ ἀκούσουν τὴ
γλυκιὰ καὶ θωπευτικὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ τοὺς καλῆ στὴν αἰώνια βασιλεία μαζὶ
μὲ τοὺς ἀγγέλους.
Οἱ ἄλλοι, ποὺ
ἔκαμαν κακὲς πράξεις ποὺ δὲν ἔζησαν σύμφωνα μὲ τοὺς θείους καὶ τοὺς ἀνθρώπινους
νόμους, μὲ τοὺς γραφτοὺς ἢ τοὺς ἄγραφτους θὰ ἀκούσουν τὴ φοβερὴ καταδίκη:
«Πηγαίνετε ἀπὸ μένα οἱ καταραμένοι στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, τὴν ἑτοιμασμένη γιὰ τὸ
διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του».
Μᾶς ἱκανοποιεῖ
ἀπόλυτα ἡ θεία δικαιοσύνη. Δίνει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὶς
μυριάδες τῶν πιστῶν δούλων τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἱκανοποιεῖ ὅλους
αὐτοὺς ποὺ δοκιμάστηκαν καὶ ὑπόφεραν στὴν πρόσκαιρη τούτη ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὅλοι
ὅσοι πείνασαν καὶ δίψασαν, ὅσοι ἦταν γυμνοὶ καὶ ὑπόφεραν, ἀλλὰ ἔζησαν ζωὴ
Χριστιανική, θὰ δικαιωθοῦν ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Χριστό. Ὅλοι οἱ ἐνέρετοι, οἱ
δίκαιοι, οἱ εὐσεβεῖς, ἐκεῖ θὰ πάρουν τὸ αἰώνιο βραβεῖο τῶν καλῶν τους πράξεων.
Γι’ αὐτὴ τὴν
αἰώνια ζωὴ ἐργάστηκαν καὶ στὸ τέλος τὴν ἀπόλαυσαν. Γίνηκαν οἱ ἄξιοι κληρονόμοι
της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου