του
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Σ. ΣΤΑΜΑΤΗ
σχολιασθέν υπό
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι
χρόνια γυρίζει στὴν πατρίδα του, τὴν ἀγαπημένη του ᾽Ιθάκη, ὁ πολυβασανισμένος[1]
βασιλιάς της, ὁ Ὀδυσσέας. Πόσα δὲν πέρασε, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, πόσες φορὲς
δὲν εἶδε τὸ Χάρο μὲ τὰ μάτια του, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ξεκίνησε μὲ τὰ γοργὰ
ἑλληνικὰ καράβια ἀπὸ τὴν Τροία, ὥσπου νὰ φτάση στὴ γλυκιά του πατρίδα! Μὰ τώρα
ὅλα θὰ τὰ ξεχάση.
«Καὶ λίγο καπνὸ
ἀπὸ κάποιο τζάκι τῆς Ἰθάκης νὰ μ᾽ ἀξιώση ὁ Θεὸς να ἰδῶ, κι ἂς πεθάνω» ἔλεγε[2]. Καὶ
τώρα πατεῖ τὸ χῶμα τῆς πολυαγαπημένης του γῆς. Πῶς νὰ μὴ τὰ ξεχάση ὅλα τὰ
βάσανά του;
Μὰ δὲ θέλει νὰ
φανερωθῆ ἀκόμη στὸ παλάτι του καὶ στὴν ἀγαπημένη του γυναίκα καὶ στοὺς δικούς
του, ποὺ τὸν νομίζουν χαμένο. Ντυμένος σὰ ζητιάνος[3],
πρωτοπαρουσιάζεται, μακριὰ ἀπὸ τὸ παλάτι, στὸ γερο- χοιροβοσκὸ τοῦ παλατιοῦ,
τὸν Εὔμαιο, τὸν παλιὸ πιστό του ὑπηρέτη. Κι ἐκεῖνος τὸν παίρνει γιὰ ξένο καὶ
τοῦ μιλάει μὲ πόνο, γιὰ τὸν παλιό του ἀφέντη, ποὺ χάθηκε στὰ ξένα. Ποῦ νὰ τὸν
γνωρίσουν ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, ὅπως εἶχε καταντήσει! Κανένας δὲν τὸν
ἀναγνωρίζει[4]. Μὰ ἂν δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν
οἱ ἄνθρωποί του, τὸν ἀναγνωρίζει τὸ παλιό, πιστό του σκυλί, ὁ Ἄργος[5].
Καθὼς κατηφορίζει
ὁ Ὀδυσσέας ἀπ’ τὸ βουνὸ μὲ τὸ χοιροβοσκό, ποὺ τον ψυχοπόνεσε καὶ πήγαινε τάχα
νὰ ζητιανέψη στὸ πλούσιο παλάτι, ἕνα γέρικο σκυλί, ποὺ ἦταν ξαπλωμένο ἐπάνω σὲ
κάτι κοπριὲς ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴ θύρα τοῦ παλατιοῦ, σήκωσε ἔξαφνα τ’ αὐτιά του καὶ
τέντωσε τὸ κεφάλι του. Μὰ δὲν ἐγάβγισε τὸ ζωντανό. Σὰν κάτι νὰ εἶχε καταλάβει.
Ἀλλὰ κι ὁ Ὀδυσσέας γνώρισε τὸ παλιό, πιστὸ σκυλί του, ποὺ τὸ εἶχε ἀναθρέψει ἀπὸ
μικρό, μὰ δὲν πρόφτασε νὰ τὸ χαρῆ, γιατὶ ἔφυγε στὸν πόλεμο. Ζοῦσε λοιπὸν ἀκόμη
ὁ καημένος ό Ἄργος; περίμενε κι αὐτὸς νὰ ξαναϊδῆ μιὰ φορὰ ἀκόμη τὸν ἀγαπημένο
του ἀφέντη καὶ νὰ πεθάνη; πόσο συγκινήθηκε ὁ Ὀδυσσέας! Ἄν μποροῦσε νὰ τὸν
φωνάξη τὸν ῎Αργο μὲ τ’ ὄνομά του, νὰ τὸν ἰδῆ νὰ πηδήση ἐπάνω του καὶ νὰ τοῦ
χαϊδέψη τὸ μεγάλο, ὡραῖο, ὅπως ἄλλοτε, κεφάλι. Μὰ δὲν ἤθελε νὰ φανερωθῆ ἀκόμη
ποιὸς εἶναι.
Ὁ καημένος ὁ
Ἄργος, ὅσο ἦταν νέος, τὰ παλικάρια τοῦ παλατιοῦ τὸν ἔπαιρναν μαζί τους στὰ
κυνήγια τῶν λαγῶν καὶ τῶν ζαρκαδιῶν, γιατὶ ἦταν καλὸς κυνηγάρης. Τώρα ποὺ εἶχε
γεράσει κι ἔλειπε ὁ ἀφέντης του, τὸν εἶχαν παραπεταμένο νὰ κοίτεται ἐπάνω στὶς
σβουνιές τῶν βοδιῶν[6] καὶ τῶν μουλαριῶν γεμάτος
τσιμπούρια καὶ ζωύφια. Ποιὸς νὰ τὸν προσέξη τὸν καημένο τὸν Ἄργο; ἐπάνω στὰ
φουσκιὰ περνοῦσε τὶς τελευταῖες του ἡμέρες. Καὶ ποιὸς ξέρει, ἴσως νὰ
συλλογιζόταν κάποτε τὰ κακά του γεράματα, τὸν καλό, ξενιτεμένο του ἀφέντη, ποὺ
τόσο τὸν ἀγαποῦσε ἄλλοτε.
Καὶ τώρα, ποὺ τὸν
ἔνιωθε πάλι κοντά του, τώρα ποὺ τὸν εἶχε γνωρίσει, κατέβασε τ’ αὐτιά του καὶ
ἄρχισε νὰ γοργοσαλεύη τὴν οὐρά του. Δὲν εἶχε λαθέψει ὁ πιστὸς Ἄργος. Μὰ ἦταν
γέρος πολὺ καὶ ἄρρωστος καὶ δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ σηκωθῆ νὰ τρέξη, νὰ πηδήση
ἀπάνω του, νὰ τοῦ γλίψη τὰ χέρια του. Σάλευε μόνο τὴν οὐρά του. Μὰ μὲ τί
παράπονο! «Καλῶς ὅρισες, καλέ μου ἀφέντη, καλῶς ὅρισες!»
Ὁ ᾽Οδυσσεας ποὺ
δεν ἤθελε να φανερωθῆ ἀκόμη, καμώθηκε, πὼς δὲν καταλαβαίνει τίποτε. Καὶ γύρισε
καὶ εἶπε στὸ χοιροβοσκό, ρωτώντας τάχα, γιὰ νὰ μάθη:
« Παράξενο μοῦ
φαίνεται τέτοιο ὄμορφο σκυλὶ νὰ βρίσκεται παραπεταμένο στὶς κοπριές. Μὰ εἶναι
τάχα καὶ γοργοπόδαρο, κοντὰ στὴν τόση του ὀμορφιά, ἢ μήπως εἶναι κανένα ἀπὸ
ἐκεῖνα τὰ τεμπελόσκυλα, ποὺ τὰ ἔχουν καὶ τὰ ταΐζουν στὰ τραπέζια τους, γιὰ νὰ
τὰ καμαρώνουν;»
Καὶ ὁ χοιροβοσκός,
ὁ Εὔμαιος, τοῦ ἀποκρίθηκε ἀναστενάζοντας:
« Αὐτὸ τὸ σκυλί,
γέροντά μου, εἶναι ἐκείνου ποὺ πέθανε στὰ ξένα. Ἄν ἦταν καὶ τώρα στὸ κόρμὶ καὶ
στὶς χάρες του, ὄπως ἦταν τὸν καιρό, ποὺ τὸ ἄφησε ὁ Ὀδυσσέας φεύγοντας γιὰ τὸν
πόλεμο τῆς Τροίας, θά βλεπες τὴ γρηγοράδα του καὶ τὴν ἀξιοσύνη του. Ἀγρίμι δὲν
τοῦ ξέφευγε. Τώρα, γερασμένος καὶ παθιασμένος, ὅπως εἶναι, ποιὸς νὰ γυρίση νὰ
τὸν κοιτάξη; Ἄλίμονο! Οἱ δοῦλοι, ὅταν λείπη ὁ ἀφέντης τους, δὲν κοιτάζουν τὸ
σπίτι του. Καὶ τὸ σκυλί του θὰ γυρίσουν νὰ κοιτάξουν;»
Καὶ ὁ γεροβοσκὸς
ἀνεστέναξε καὶ πάλι.
Ὁ Ἄργος ὅλο καὶ
σάλευε τὴν οὐρά του. Κι ὁ Ὀδυσσέας εἶχε γυρίσει τώρα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν
ἄλλη μεριά, γιὰ νὰ κρύψη τὰ μάτια του, ποὺ ἦταν βουρκωμένα.
[1] Αποφασίζοντας ο Δίας να
στείλει τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, λέει: Για τρέχα, Ερμή – μαντατοφόρο μας δεν
έχουμε άλλο, ξέρεις-τον ορισμό μας τον αλάθευτο της ομορφομαλλούσας ξωθιάς να
πεις, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας, πίσω στο σπίτι του, ασυντρόφιαστος
κι από θεούς κι ανθρώπους. Ο Οδυσσέας γυρίζει στην
Ιθάκη ασυντρόφιαστος κι από θεούς κι ανθρώπους. Αυτό σημαίνει
ότι οι σύντροφοί του (οι ΄Ελληνες) θα έχουν γκρεμοτσακιστεί και μόνος θα
γυρίσει στην Ιθάκη. Το λέει ο Όμηρος στην αρχή της τραγωδίας: …κι όμως δεν τους
γλύτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο. Τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές
εκείνοι –Οι ανέμυαλοι, που τ’ ουρανόδρομου τα βόδια εφάγαν Ήλιου, Κι αυτός τη
μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα Και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας,
κόρη θεϊκιά του Δία. Αφού οι σύντροφοι του Οδυσσέα φάγανε τα βόδια του Ήλιου,
λέει ο ποιητής με το στόμα του Οδυσσέα: Τρόπος γιατριάς πια δεν απόμενε, τι
είχαν σφαχτεί οι γελάδες! Ίδια στιγμή οι θεοί τους έστελνα σημάδια: τα τομάρια Εσέρπαν
και τα κρέατα ολόγυρα στις σούβλες μοκανιόνταν, Ψημένα κι άψητα, κι ακούγονταν
βοδιών φωνές τρογύρα. Έξι μερόνυχτα ξεφάντωναν οι γκαρδιακοί συντρόφοι του
Γήλιου τις γελάδες τρώοντας τις πιο παχιές που επιάσαν. Τις ορμήνιες να μη φαν
τα βόδια για να γλυτώσουν, αμέλησαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα, γι’ αυτό ήρθε το
μοιραίο: και βρείτε εκεί τα’ αρνιά τα ολόπαχα να βόσκουν και τα βόδια του
Γήλιου, που τα πάντα πάνωθε θωρεί κι ακούει τα πάντα. Χέρι σ’ αυτά αν δεν
βάλεις έχοντας το γυρισμό στο νου σου, Μπορείτε με τα χίλια βάσανα να’ ρθείτε
στην Ιθάκη. Μα να βάλεις χέρι, τότε χάθηκες κι εσύ και το καράβι κι οι
σύντροφοί σου, αυτή είν’ η ορμήνια μου. Και συ να γλυτώσεις, Θα φτάσεις πίσω
δίχως σύντροφους, αργά, συφοριασμένος. Αυτά τα αποκαλυπτικά μας διηγείται ο
ποιητής.
[3] Τότε
ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα
γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ
συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με…Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τὸ βασικὸ
κριτήριο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ κρίνει ὁ Κύριος ὅλους τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ ἀγάπη.
Αὐτὴ εἶναι τὸ κύριο γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ μόνο ὅποιος ἔχει
καλλιεργήσει τὴν ἀγάπη θὰ βρεῖ ἔλεος κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἀπαριθμούμενες ἁμαρτίες αὐτῶν ποὺ τελικὰ
καταδικάζονται εἶναι ὅλες ἁμαρτίες ἐκ παραλείψεως. Σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος:
Δὲν τοὺς κατηγορεῖ λέγοντας ὅτι σκοτώσατε ἢ ἁμαρτήσατε σαρκικὰ ἢ εἴπατε ψέματα
ἢ ἀδικήσατε ἢ πράξατε κάτι ἄλλο ἀπαγορευμένο. Ἀλλὰ τί τοὺς λέγει; «Ὅτι τῶν
ἀγαθῶν ἔργων ἠ μελήσατε». Παραμελήσατε τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης. Δὲν δείξατε λίγη
συμπόνια στὸν φτωχό, τὸν ἄστεγο, τὸν πεινασμένο, τὸν φυλακισμένο, τὸν ἀσθενή...
Αὐτὴ ἡ ἀσπλαχνία σας θὰ σᾶς κρίνει. Ἂς τὸ ὑπογραμμίσουμε κι ἐμεῖς αὐτό. Τὸ κλειδὶ
ποὺ ἀνοίγει τὴν θύρα τοῦ Παραδείσου εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ
δώσουμε ὅλοι λόγο. Ἂς καλλιεργοῦμε λοιπὸν στὴν ψυχή μας τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους κι
ἂς εἴμαστε πάντοτε πρόθυμοι στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι
ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Κύριος θὰ δείξει ἔλεος σὲ ὅσους ἔμαθαν στὴ ζωή τους νὰ εἶναι
σπλαχνικοὶ καὶ ἐλεήμονες. Κι ο θείος Οδυσσέας θα αναγνώριζε τους άσπλαχνους,
όντας ο ίδιος αν και κύριος δεσπότης, τώρα ζητιάνος. Ούτως θα μπορούσε να
διακρίνη ποιοι τον αγαπούσαν ακόμη, ποιοι του ήταν πιστοί και ποιοι εχθροί του,
προδότες του ονόματός του και της βασιλείας του
[4] Τότε
θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ
σ’ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ’ ἐπήραμε
εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ’ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον
καὶ ἤλθαμε σ’ ἐσέ;
[5] Πρβλ.
το «ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ»
[6] «Ο παππούς και το εγγονάκι» του Λέοντος
Τολστόι είναι ένα μικρό διήγημα. Το κείμενο περιέχει και αρκετά στοιχεία
παραμυθιού, και η αφήγηση καταλήγει σε διακριτικό αλλά σαφέστατο διδακτικό
μήνυμα: όποια συμπεριφορά δείχνει κανείς προς τους γέροντες γονείς του, την
ίδια θα έχει, πιθανότατα, και ο ίδιος από τα παιδιά του. Η συμπεριφορά των
γονιών του Μίσα απέναντι στον παππού τον διδάσκει ότι |πρέπει να κάνει και
αυτός τα ίδια στον πατέρα του, όταν ο ίδιος μεγαλώσει και εκείνος γεράσει.
Μάλιστα παίρνει τόσο σοβαρά το πράγμα, που αρχίζει να προετοιμάζεται από τώρα
σκαλίζοντας ένα κούτσουρο, για να κατασκευάσει μια μεγάλη γαβάθα και να την
έχει στο μέλλον για τους γονείς του. Ωστόσο, με αυτή την προετοιμασία και τη
μίμηση των γονέων του, τους δίνει ένα μάθημα ανθρωπιάς χωρίς να το καταλάβει:
είναι σαν να τους κρίνει, με αποτέλεσμα να τους κάνει να ντραπούν για τη συμπεριφορά
τους και να τους προβληματίσει για το τι περιμένει και τους ίδιους όταν
γεράσουν ότι δηλαδή τους περιμένει αυτό που διδάσκουν οι ίδιοι στο παιδί με τη
συμπεριφορά τους. Έτσι, η ενέργεια του Μίσα συντελεί αποφασιστικά στη
μεταστροφή τους και στην αλλαγή της στάσης τους απέναντι στον παππού: Τώρα Ο
άντρας κι η γυναίκα τον κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν
προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και
τον πρόσεχαν όπως πρέπει. Πρβλ και το Ἔστι δίκης
ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ
1 σχόλια:
Προσέξατε σας παρακαλώ, την αντιστοιχία του ζητιάνου Οδυσσέα με όσα λέγει ο Ιησούς δια την ημέραν της κρίσεως. Ωσάν επιστρέψη ο βασιλεύς, θα επιβραβεύση τους πιστούς του (η πίστις του Άργου) οι οποίοι τον ελέησαν και ως ζητιάνο και κακοπαθούντα. Και ο κακοπαθούντας βασιλεύς και στις δύο περιστάσεις ούτως δοκιμάζει να ιδή και διαπιστώση τους πιστούς του. Η θεοπνευστία των ομηρικών επών δια άλλην μίαν φοράν επιβεβαιώνεται!!!
Δημοσίευση σχολίου