του
Ποθητού
Βαρβαρήγου*
επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
Η
παρουσία του ρωμαιοκαθολικού δόγματος στον Αιγαιοπελαγίτικο χώρο σχετίζεται με
τις διάσπαρτες καθολικές κοινότητες των νησιών, υπολείμματα της τέταρτης
σταυροφορίας και των λατινικών κρατιδίων που ιδρύθηκαν στα εδάφη της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Για τη διείσδυση της Καθολικής Εκκλησίας στα νησιά του Αιγαίου
και για τις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών στη διάρκεια της τουρκοκρατίας
έχουν γραφεί διάφορες μελέτες, από Έλληνες και ξένους.Στο
παρόν υποκεφάλαιο όμως είναι απαραίτητη μια σύντομη αναφορά στα κυριότερα
χαρακτηριστικά της συνύπαρξης των δυο ετερόδοξων κοινοτήτων και στο ιδιαίτερο
καθεστώς προστασίας που απολάμβαναν οι καθολικοί του Αιγαίου, προκειμένου να
ερμηνεύσουμε τις σχέσεις των ρωμαιοκαθολικών εκκλησιαστικών και κοινοτικών
αρχών έναντι των ορθοδόξων συμπατριωτών τους στην περίοδο του Αγώνα.
Οι
δογματικές συγκρούσεις ανάμεσα σε Καθολικούς και Ορθοδόξους στο Αιγαίο
ήταν σπάνιες. Η μοναδική δογματική διαφορά, η οποία ήταν βαθιά ριζωμένη στη
συλλογική συνείδηση και γινόταν κατανοητή από όλους, ήταν ότι στη μια
θρησκευτική ομάδα επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης ενώ στην άλλη ο πάπας. Οι
υπόλοιπες μακραίωνες και σοβαρές δογματικές διαφορές, μεταξύ των δύο αντίπαλων
εκκλησιών, δεν ήταν γνωστές όχι μόνο στον απλό λαό αλλά και σε ένα μεγάλο
αριθμό μορφωμένων κληρικών. Τις περισσότερες συγκρούσεις γεννούσε η χαμηλή
οικονομική και κοινωνική θέση των Ορθοδόξων. Οι κυρίαρχοι Βενετοί αρκετές φορές
απάλλασσαν τους ομοδόξους τους από την υποχρέωση των φόρων, δυσαρεστώντας τους
ορθοδόξους, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να εναντιωθούν στους Βενετούς,
συγκρούονταν με τους καθολικούς συμπατριώτες τους.
Τέλος,
συχνές προστριβές προκαλούσαν και οι ισχυροί ανταγωνισμοί των εκκλησιαστικών
και κοινοτικών αρχών και των δυο δογμάτων για την αύξηση της δύναμης και των
προνομίων τους στους χώρους όπου συμβίωναν. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφερθεί η
βίαιη σύγκρουση που ξέσπασε στην Τήνο το 1806, ανάμεσα στις δυο κοινότητες με
αφορμή την εκλογική διαμάχη δυο πολιτικών αντιπάλων για το αξίωμα του επάρχου
της Τήνου.
Ας
σημειωθεί, επίσης, ότι χάρη στις γνωστές διομολογήσεις που είχε συνάψει η Πύλη
με τη Γαλλία, η τελευταία πέτυχε την προστασία του Ρωμαιοκαθολικισμού εντός της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Γαλλία, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στην προστασία των
μισσιοναρίων (κυρίως Ιησουϊτών και Καπουκίνων) και του εντόπιου ρωμαιοκαθολικού
κλήρου, αλλά ουσιαστικά απέβλεπε στην ενίσχυση της διοικητικής αυτονομίας των
καθολικών κοινοτήτων έναντι της οθωμανικής διοίκησης και στη μεγαλύτερη
εξάρτησή τους από τη γαλλική πολιτική.
Ιδιαίτερα
αυξημένο υπήρξε το ενδιαφέρον της γαλλικής διπλωματίας για τις ρωμαιοκαθολικές
κοινότητες του Αιγαίου και τούτο διότι, η συγκεκριμένη περιοχή βρισκόταν στο
στρατηγικά ευαίσθητο σημείο της Ανατολικής Μεσογείου. Συνεπώς, οι επεμβάσεις
των γάλλων πρεσβευτών στην Πύλη, προς υπεράσπιση των Ρωμαιοκαθολικών του
Αιγαίου, ήταν αρκετά συχνές. Ωστόσο η ισχυρή γαλλική παρουσία στο νησιωτικό
χώρο του Αιγαίου θα ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί χωρίς την αποδοχή των ρωμαιοκαθολικών
κατοίκων και των εκκλησιαστικών αρχών τους, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση
κατέφευγαν στη βοήθεια των γαλλικών διπλωματικών υπηρεσιών και στις ναυτικές δυνάμεις
της Γαλλίας που βρίσκονταν στο Αιγαίο.
Όσον
αφορά το ζήτημα της στάσεως των Ρωμαιοκαθολικών απέναντι στην Επανάσταση, όλες
οι σχετικές πηγές καταλήγουν στο κοινό συμπέρασμα ότι η ετερόδοξη κοινότητα του
Αιγαίου όχι μόνο δε συμμετείχε στις στρατιωτικές και πολιτικές δραστηριότητες
των ομοεθνών τους ορθόδοξων Ελλήνων, αλλά και έδρασε εχθρικά κατά της
Επανάστασης. Χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το θέμα παρέχονται στα έργα τόσο
των Ελλήνων απομνημονευματογράφων και πρώτων ιστορικών του Αγώνα, όσο και των
νεότερων Ελλήνων και ξένων ιστορικών ερευνητών.
Όμως
η παρουσίαση του συγκεκριμένου ζητήματος, μέσα από τα γεγονότα που προβάλλουν
οι σχετικές ιστορικές πηγές απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι σε αυτές
αποτυπώνεται ο δογματικός φανατισμός, κατάλοιπο της ταραγμένης ιστορικής
πορείας των σχέσεων Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού.
Οι
Καθολικοί των Κυκλάδων, εξεδήλωσαν ήδη από τα αρχικά στάδια του πολέμου
την απροθυμία τους απέναντι στις επαναστατικές κινήσεις των ορθόδοξων Ελλήνων.
Πρέπει να τονιστεί ότι οι πρώτες αποφάσεις των εκκλησιαστικών και κοινοτικών
αρχών των Ρωμαιοκαθολικών για μη συμμετοχή στον Αγώνα, πάρθηκαν ευθύς αμέσως
μετά την επίδοση της επίσημης προκήρυξης των Υδραίων προς αυτούς. Στη
συγκεκριμένη αυτή προκήρυξη, διαφαινόταν το πνεύμα ανεξιθρησκίας και εθνικής
σύμπνοιας, με σκοπό την ευαισθητοποίηση των ρωμαιοκαθολικών κατοίκων των νησιών
του Αιγαίου και τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση.
Οι
«Χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας» χαρακτηρίζονταν «αδελφοί χριστιανοί και
ομογενείς» και συνδέονταν με τους Ορθοδόξους «με τα αυτά συμφέροντα, από τα
οποία κρέμανται και τα μερικά, συνδεδεμένους εις αγάπην από το αυτό γένος, από
την αυτήν πατρίδαν [...] και με τον αυτόν πανάγιον Σταυρόν, επάνω εις τον
οποίον ήπλωσε τας αχράντους χειράς του ο θεάνθρωπος ημών Κύριος». Τέλος, τους
ζητούσαν να συνταχθούν όλοι μαζί στον αγώνα «υπό την αυτήν σημαίαν με το αυτό
πνεύμα», αφού είναι «κοινή η ελευθερία, κοινά καιτα εκ της ελευθερίας αγαθά».
Τα
κύρια στοιχεία της στάσης των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου, ήταν αφενός οι
αποφάσεις των κοινοτικών και εκκλησιαστικών αρχών περί ουδετερότητας, οι οποίες
επιβλήθηκαν στην πλειονότητα των κατοίκων, αφετέρου μια σειρά από ενέργειες,
είτε μυστικές είτε φανερές, που φανέρωναν την εκδήλωση της πίστης τους στο
Σουλτάνο και που στρέφονταν κατά της Επανάστασης. Η επίδειξη παθητικής στάσης
εκ μέρους των ρωμαιοκαθολικών εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών, συνδέθηκε
αρχικά με τις προβλέψεις και τους υπολογισμούς τους για την τελική αποτυχία της
Επανάστασης και με την απόφασή τους να πληρώσουν κανονικά τους φόρους στην
Πύλη. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Raybaud, σχετικά με τις απόψεις των
Ελλήνων Καθολικών, οι οποίοι έλεγαν στους ορθόδοξους συμπατριώτες τους τα εξής:
«Εμείς δεν σας κατηγορούμε που ξεσηκωθήκατε. Γιατί όμως θέλετε να μας
αναγκάσετε να εμπλακούμε σε μια υπόθεση, που θα μας οδηγήσει σίγουρα σε καταστροφή;
Όσο θα διαρκέσει ο αγώνας σας εναντίον των Τούρκων, εμείς αποφασίσαμε να
πληρώνουμε κανονικά το χαράτσι».
Ωστόσο,
η αντεπαναστατική πολιτική των Ρωμαιοκαθολικών, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι,
επιβαλλόταν από το καθεστώς της γαλλικής προστασίας, το οποίο ίσχυε από την
περίοδο της τουρκοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και η άρνηση της
πληρωμής των φόρων που επέβαλλε η επαναστατική κυβέρνηση σε αυτούς, καθώς τη
θεωρούσαν ξένη δύναμη. Έτσι οι επίσημες αρχές των Ρωμαιοκαθολικών, προκειμένου
να αποτρέψουν τις έντονες αντιδράσεις που θα προξενούσε η αγνόηση των διαδοχικών
προσκλήσεων των επαναστατών, αποζήτησαν την προστασία των γαλλικών προξενικών
αρχών της Σμύρνης και του στόλου της Γαλλίας που στάθμευε στο Αιγαίο.
Η ανταπόκριση
της γαλλικής κυβέρνησης ήταν άμεση. Ο γάλλος πρόξενος στη Σμύρνη Pierre David
εξέδωσε αρκετά έγγραφα προστασίας, ικανοποιώντας τα αιτήματα των
ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων. Σʼ ένα από αυτά, το οποίοαναφερόταν στην προστασία
των Ρωμαιοκαθολικών της Νάξου, καλούνταν οι οθωμανικές δυνάμεις να
«μεταχειρίζονται την Καθολικήν Κοινότητα, ως πιστούς υπηκόους προστατευομένους
υπό του πλέον παλαιού φίλου της Υψηλής Πύλης» και «τα άλλα Έθνη τα εισπλέοντα
εις την Ναξίαν, να σέβωνται την ουδετερότητα της Κοινοτήτος ταύτης και την
υψηλήν προστασίαν του Βασιλέως της Γαλλίας». Στη συνέχεια, ενισχύοντας τον πολιτικό
χαρακτήρα της προστασίας, διατασσόταν ο προξενικός πράκτορας του νησιού «να
μεταχειρίζηται πάντα τα νόμιμα μέσα διά
την πιστήν εφαρμογήν της παρούσης και τον εξουσιοδοτούμεν να υψοί την γαλλικήν
σημαίαν επί της Καθολικής Εκκλησίας και άλλων θρησκευτικών Ιδρυμάτων, εάν τούτο
νομίζη αναγκαίον διά να καταστήση την προστασίαν ταύτην αισθητήν είς τα όμματα
πάντων».
Επιπλέον,
οι ναυτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Αυστρίας παρείχαν την προστασία τους,
σε διάφορες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελέσαν οι επιδρομές του
σώματος του Ζακυνθινού οπλαρχηγού Νέστορ Φαζιόλη εναντίον της Σύρου (Δεκέμβριος
1822-Φεβρουάριος 1823). Η πρώτη αποκρούστηκε με τη συνδρομή ενός αυστριακού
πλοίου που βρισκόταν στο λιμάνι, ενώ η δεύτερη με την παρέμβαση μοίρας του
γαλλικού στόλου. Ταυτοχρόνως, η Αγία Έδρα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για τους Καθολικούς
του Αιγαίου, αφού αποφάσισε, με μια σειρά από ενέργειες, να στηρίξει και να
προστατεύσει το καθεστώς ουδετερότητας καθώς έκρινε ότι ο πόλεμος «θα εξέθετεν
εις θανάσιμον κίνδυνον τους καθολικούς υπηκόους της Τουρκίας» και θα επέφερε
σημαντικά προβλήματα «διά την υπάρχουσα ισορροπίαν».
Όπως
είπαμε και παραπάνω, η στάση που τηρήθηκε από τις κοινοτικές και εκκλησιαστικές
αρχές των Ρωμαιοκαθολικών, δεν περιορίστηκε μόνο στην
απόφασή τους για επίδειξη ουδετερότητας. Συγχρόνως παρουσιάστηκαν εκδηλώσεις φιλοτουρκισμού
και πίστης στην Πύλη αλλά και πράξεων που στρέφονταν ευθέως κατά της Ελληνικής
Επανάστασης. Μια από τις πλέον αξιοσημείωτες ενέργειες φιλοτουρκισμού αποτέλεσε
η έμπρακτη νομιμοφροσύνη που παρείχαν οι κοινοτικές αρχές των Ρωμαιοκαθολικών,
μέσω των συχνών επισκέψεων τους στους αρχηγούς του οθωμανικού στόλου, κάθε φορά
που εξορμούσαν κατά των νησιών του Αιγαίου. Άλλωστε, στο ουδέτερο λιμάνι της
Σύρου κατέφταναν συνεχώς πληροφορίες για τις κινήσεις των Οθωμανών στο Αιγαίο,
από τους τοπικούς προξενικούς πράκτορες και τους αντιπροσώπους των Ρωμαιοκαθολικών
στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, όταν η οθωμανική αρμάδα κατέπλευσε στο λιμάνι της
Σύρου τον Οκτώβριο του 1822, οι πρόκριτοι του νησιού επισκέφτηκαν τον Καπιτάν
-Πασά
(ναύαρχο) «διά να του προσφέρουν τα συμβολικά
δώρα υποταγής, άτινα παρεδίδοντο εις αυτόν ανά πάσαν έξοδόν του είς το
Αιγαίον». Σύμφωνα μάλιστα με τον Raybaud, ο Καπιτάν-Πασάς έμεινε τόσο
ικανοποιημένος από τις εκδηλώσεις υπακοής των Συριανών προκρίτων, ώστε πρόσφερε
στον καθένα από ένα καφτάνι.
Ωστόσο,
η μοναδική πληροφορία που διασώθηκε από τις συζητήσεις και η οποία χαρακτηρίζει
τις φιλοτουρκικές προθέσεις των ρωμαιοκαθολικών αρχών της Σύρου, αφορούσε ένα αίτημα
τους σχετικά με την «χρησιμοποίησιν κατασκευασθείσης σφραγίδος, προς σφράγισιν
των διαβατηρίων» και η οποία «έφερεν εις το κέντρον δύο ημισελήνους , της μιας
έναντι της άλλης και πέριξ τας λέξεις “Sigilio per passaporti di Sira”». Στις
επισκέψεις των κοινοτικών αρχών των Ρωμαιοκαθολικών στον διοικητή του οθωμανικού
στόλου, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1824, συμμετείχαν και οι ευρωπαίοι
πρόξενοι. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τον Αύγουστο του 1823, οι «εν Σύρα
Πρόξενοι των ξένων Κρατών, ως και ο Επίτροπος και οι Προεστοί της Κοινότητος
της Άνω Σύρας» επισκέφτηκαν την οθωμανική ναυαρχίδα προκειμένου να ανανεώσουν
την πίστη τους στην Πύλη.
Την
ίδια εικόνα περιέγραφε και ο εκπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης στα νησιά
του Αιγαίου, Κωνσταντίνος Μεταξάς, όταν ο οθωμανικός στόλος κατέφτασε στη
Σαντορίνη τον Ιούλιο του 1822: «οι Δυτικοί υποπρόξενοι των ξένων Δυνάμεων,
επεσκέφθησαν τον Ναύαρχον Μεχμεταλή, κομίσαντες αυτώ πλούσια δώρα».
Η
δυσπιστία απέναντι στην Επανάσταση, οδήγησε τους Ρωμαιοκαθολικούς του Αιγαίου
και σε μια άλλη σειρά έμπρακτων ενεργειών νομιμοφροσύνης προς την Πύλη, που
ήταν η παροχή περίθαλψης και φροντίδας σε καταδιωκόμενους Οθωμανών και η
εξαγορά μουσουλμάνων αιχμαλώτων με σκοπό την παράδοσή τους στην οθωμανική
κυβέρνηση. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσό από το ταμείο της
κοινότητας Σύρου (για την περίοδο από τον Νοέμβριο 1821 μέχρι τον Νοέμβριο
1822) διατέθηκε για τη φροντίδα διαφόρων Οθωμανών που κατέφευγαν στο νησί από
τις εμπόλεμες περιοχές. Σύμφωνα μάλιστα με το Δρακάκη: «Τούρκοι, Τούρκισσαι, Τουρκάκια,
Τζαούσηδες, Αγάδες, ο Καδής των Αθηνών, Τουρκικαί φρεγάδες, τυγχάνουν υποδοχής
και περιθάλψεως εις την Σύραν, δαπάναις της Κοινότητος».
Ενώ
από την άλλη, σημαντικά κονδύλια διατέθηκαν για την εξαγορά οθωμανών αιχμαλώτων
με σκοπό την απελευθέρωσή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε οικονομικό
απολογισμό του επιτρόπου της κοινότητας της Σύρου Γ. Στεφάνου, αναφέρεται το
εξής: «Έδωσα διά να ξαγοράσω τα Τουρκάκια γρόσια 320». Η εκδήλωση της
νομιμοφροσύνης προς την οθωμανική κυβέρνηση των Ρωμαιοκαθολικών της Σύρου δια
μέσου της εξαγοράς οθωμανών αιχμαλώτων οδήγησε στην εμφάνιση ανθρώπινου
δουλεμπορίου στο λιμάνι της Σύρου. Μάλιστα, το θέμα έλαβε σοβαρές διαστάσεις,
καθώς η ελληνική κυβέρνηση «πληροφορηθείσα ότι τι νές ασυνείδητοι μετεκόμιζον
εις την Σύρον Τούρκους αιχμαλώτους τους οποίους επώλουν εκεί ως σκλάβους»,
εξέδωσε διαταγή «πρός όλους τους Επάρχους να εμποδίζουσι την πώλησιν των
Τούρκων, και όσους ευρίσκουσι χωρίς άδειαν της Διοικήσεως και διαβατήριον να
τους πέμπωσιν οπίσω...».
Τέλος,
παρουσιάστηκαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Ρωμαιοκαθολικοί, σε συνεργασία με
τους προξενικούς πράκτορες των νησιών, επιδίωκαν την απόσπαση μουσουλμάνωναιχμαλώτων
από τους επαναστάτες και τη φυγάδευσή τους με τη βοήθεια της γαλλικής μοίρας
της Ανατολής. Πιο συγκεκριμένα, την άνοιξη του 1821 δυο γαλλικά πολεμικά πλοία
παρέλαβαν αιχμαλώτους από την Τήνο και τη Νάξο, που φυλάσσονταν από τους Ρωμαιοκαθολικούς
στα γαλλικά προξενεία των νησιών, και τους μετέφεραν «εις τους ομοπίστους αυτών εν Μαρμορική (Φύσκω) και εν
Ρόδω».
Η
στάση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου έναντι της Επανάστασης, δεν περιορίσθηκε
στην τήρηση μιας παθητικής στάσης και στην εκδήλωση πράξεων υπακοής στο
σουλτάνο αλλά συγχρόνως προέβησαν σε μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες
στρέφονταν ευθέως κατά του Αγώνα.
Η αντεπαναστατική δράση των Ρωμαιοκαθολικών, ιδιαίτερα όταν ο οθωμανικός στόλος
περιέπλεε το Αιγαίο, εμφανιζόταν με τη μορφή διαδόσεων ανυπόστατων φημών και
ειδήσεων που είχαν ως σκοπό να προκαλέσουν τον πανικό και να ανακόψουν την
επαναστατική ορμή των νησιωτικών πληθυσμών, με τελική κατάληξη την ανταπόκριση
στα καλέσματα υποταγής που απηύθυναν οι οθωμανοί ναύαρχοι. Για παράδειγμα, όταν
τον Ιούλιο του 1822 έφτασαν στη Σαντορίνη τα νέα για την εισβολή του Δράμαλη
στη νότια Ελλάδα, όπως ανέφερε ο Μεταξάς: «απαίσιαι φήμαι διεσπείροντο υπό των
Δυτικών [...] ότι η Πελοπόννησος εκυριεύθη υπό των Τούρκων, ότι η Διοίκησις
διελύθη». Στη συνέχεια εμφανίστηκε ο αιγυπτιακός στόλος πλησίον της Σαντορίνης
και οι κάτοικοι της απελπίσθηκαν, «και εκ τούτου λαβόντες αφορμήν οι Δυτικοί
τους ηρέθισαν και απεφάσισαν να καταβιβάσωσι την Ελληνικήν σημαίαν και νʼ
ανυψώσωσι την Οθωμανικήν». Τέλος, οι Ρωμαιοκαθολικοί του νησιού σε συνεργασία
με το Λογοθέτη, ο οποίος ήταν αρχηγός των προκρίτων, πέτυχαν τη σύλληψη του
Μεταξά προκειμένου να τον παραδώσουν στους Οθωμανούς. Έτσι, όπως έγραφαν οι
ίδιοι στις επιστολές στους: «παραδίδοντες τον Μεταξά εις τους Τούρκους δύναται
να σωθή η πατρίς μας και ημείς να φανώμεν πιστοί ραγιάδες». Ανάλογη κατάσταση επικρατούσε
και στη Νάξο, τον Αύγουστο του 1823, στις παραμονές της εμφάνισης του
οθωμανικού στόλου και από εκεί. Σύμφωνα με τον έπαρχο του νησιού, για την ταραχή
και το φόβο των κατοίκων «πολύ συνήργησαν και Λατίνοι και άλλοι Γραικοί τουρκολάτραι».
Οι
προσπάθειες των Ρωμαιοκαθολικών να υπονομεύσουν την Επανάσταση μέσω των
δηλώσεων υποταγής στο Σουλτάνο και της τελικής αποκήρυξης των αρχών της
ελληνικής Διοίκησης, υποστηρίζονταν και από τους κατά τόπους προξενικούς πράκτορες.
Μάλιστα, σε περιόδους στη διάρκεια των οποίων ο κίνδυνος αποτυχίας όσον αφορά
την εξέλιξη του Αγώνα διαγραφόταν άμεσος, η αντεπαναστατική αυτή συμμαχία
ενθάρρυνε τους ορθόδοξους νησιώτες να υποκύψουν στις υποσχέσεις «περί χορηγήσεως
αμνηστίας εις όσους θα κατέθετον τα όπλα» που παρείχαν αφειδώς οι επικεφαλής
των οθωμανικών στόλων.
Χαρακτηριστική
είναι η μαρτυρία του Νικόλαου Χρυσόγελου, σχετικά με τις δραστηριότητες του
γάλλου υποπρόξενου στη Μήλο Louis Brest, όταν οι οθωμανικές φρεγάτες
εμφανίστηκαν στο λιμάνι του νησιού, τον Ιούνιο του 1823: «είδον ένα Μπρέστ
πνέοντα μίσος εναντίον των Γραικών. Έπεισε τους Μηλίους να υποκύψωσι προθύμως
τον αυχένα, άν ήθελε φανή ο Τουρκικός στόλος». Τέλος, παρόμοιο κλίμα αποδίδεται
και στις αναφορές του επάρχου της Νάξου προς τους προκρίτους της Ύδρας το
καλοκαίρι του 1824. Σύμφωνα με αυτές αρκετοί πρόκριτοι του νησιού υπέγραψαν τη
δήλωση υποταγής, την οποία παρέδωσαν στον υποπρόξενο της Αγγλίας Ν. Φραγκόπουλο
«δια να την στείλη εις τον καπιτάν πασά δια μέσου του εν Σμύρνη Αγγλικού
προξένου», ενώ την ίδια περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες για «αποστόλους Λατίνους και
Γραικούς περιφερόμενους και κατηχούντας τον ανόητον λαόν, τους μεν εκ μέρους
του ενός αντιπροξένου, τους δε εκ μέρους του ετέρου».
Επιπλέον,
οι “Δυτικοί” του Αιγαίου ανέπτυξαν δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούσαν
στη δημιουργία κάθε είδους εμποδίων στην ομαλή εξέλιξη της Επανάστασης, με
απώτερο στόχο την αποτυχία της. Ο ανεφοδιασμός πολιορκούμενων οθωμανικών
φρουρίων, από τη μία πλευρά, και η κατασκοπία του ελληνικού κινήματος από την
άλλη, ήταν οι κύριες ενέργειες των Ρωμαιοκαθολικών που φανέρωναν την
απροκάλυπτη εχθρότητα τους προς την Επανάσταση.
Οι
μαρτυρίες, σχετικά με τις εχθρικές ενέργειες και δράσεις των Ρωμαιοκαθολικών, είναι
πολλές και προέρχονται από ανθρώπους που βίωσαν από κοντά τα συγκεκριμένα
γεγονότα. Ένας από αυτούς, ο Ν. Σπηλιάδης
προβαίνει στην εξής παρατήρηση: «μόνοι οι πρεσβεύοντες το δυτικόν δόγμα, από το
πολιτικόν πνεύμα της Γαλλικής Κυβερνήσεως εμπνεόμενοι, βλέπουσι με βάσκανον
όμμα την ελληνικήν επανάσταση, μή θέλοντες να έχωσι πατρίδα την Ελλάδα, όπου
εγεννήθησαν, ουδέ χρέη και δικαιώματα, ως πολίται Έλληνες» και αναφερόμενος
στους Συριανούς αναφέρει ότι: Αυτοί έστειλαν και εις τους Τούρκους του Ναυπλίου
τροφάς με το πλοίον του Σαλάχα, καθώς έστειλαν και εις τους Τούρκους της
Καρύστου, με τους οποίους συνεννοούντο διά σημείων συντεθειμένων αναμεταξύ των
και τους επληροφόρουν περί του στόλου και περί άλλων αντικειμένων αφορώντων τα του
πολέμου. Την κατασκοπευτική δράση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου έρχεται να επιβεβαιώσει
και η εξής μαρτυρία του Κ. Κούμα: «Ο Καπουδάν Χουσρέτ Πασάς εμεταχειρίσθη
κατασκόπους πολλούς νησιώτας, ακολούθους της Καθολικής εκκλησίας, οίτινες εκ
θρησκευτικού μίσους επεβούλευαν τους Έλληνας· έμαθε την εσωτερικήν κατάστασιν
των Ψαρών, και ποιά μέρη της νήσου είναι τα ασθενέστερα».
Τέλος,
από αναφορά του Αντεπάρχου Ίου Ι. Δημητρακόπουλου προς τον Αρμοστή των
Κυκλάδων, πληροφορούμαστε ότι ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου έπαιρνε πληροφορίες για
τη στρατιωτική κατάσταση της επαναστατημένης Ελλάδας, από ρωμαιοκαθολικό
κατάσκοπο.
Οι
πρώτες αποφάσεις των Ρωμαιοκαθολικών για μη συμμετοχή στην Επανάσταση,
προκάλεσαν τις άμεσες αντιδράσεις των ορθοδόξων συμπατριωτών τους, οι οποίες σε
ορισμένες περιπτώσεις έλαβαν τη μορφή απειλών για οργανωμένες επιθέσεις βίας.
Ωστόσο, οι επεμβάσεις των επαναστατικών κυβερνήσεων και η γαλλική προστασία που
απολάμβαναν οι Ρωμαιοκαθολικοί στάθηκαν εμπόδια στις εχθρικές διαθέσεις των
ετερόδοξων συμπατριωτών τους. Αξίζει να σημειωθεί, για παράδειγμα, η έγκαιρη
επέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης στις αρχές του 1823, ώστε να ματαιωθεί η
σχεδιαζόμενη εκστρατεία 500 Τηνίων κατά τις Σύρου, «γιατί θα ήτο επιζήμια για
το Έθνος». Έτσι, η αγανάκτηση των ορθοδόξων νησιωτών απέναντι στην παθητική
στάση των ρωμαιοκαθολικών, εκδηλώθηκε κυρίως με ύβρεις και απειλές για τη ζωή
τους από μικρές ομάδες φανατικών, οι οποίες ενίοτε συνοδεύονταν από εκδηλώσεις
βίας. Η παραπάνω εικόνα αποτυπώνεται σε αναφορά του καθολικού επισκόπου Τήνου
προς την καθολική Αρχιεπισκοπή Σμύρνης,
σύμφωνα με την οποία μικρές ομάδες θερμόαιμων ορθοδόξων χωρικών λεηλάτησαν καθολικό
εκκλησάκι με πρωτοφανή αγριότητα και στη συνέχεια με κραυγές χαράς πέρασαν μέσα
από τη συνοικία των Ρωμαιοκαθολικών εκστομίζοντας βαριές ύβρεις και απειλές.
Πάντως
η απουσία οργανωμένων φαινομένων βίας κατά των Ρωμαιοκαθολικών, σε συνδυασμό με
την προαναφερθείσα αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας που χαρακτήριζε τις
εκκλήσεις για συμμετοχή στην Επανάσταση, φανέρωναν την ευνοϊκή στάση που
κράτησαν εξ αρχής οι επαναστατικές κυβερνήσεις απέναντι στους Ρωμαιοκαθολικούς
του Αιγαίου. Η επιλογή αυτή εξέφραζε την ανάγκη δημιουργίας καλών σχέσεων με
τις μη ορθόδοξες χριστιανικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, σε μια περίοδο ιδιαιτέρως
κρίσιμη για την απρόσκοπτη άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της επαναστατημένης
χώρας αλλά και τη σταθερή επιθυμία της ελληνικής
πολιτικής ηγεσίας να διασφαλίσει καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας στις ετερόδοξες
κοινότητες των νησιών του Αιγαίου, πλήρως εναρμονισμένο με τα δυτικοευρωπαϊκά
πρότυπα.
Παρά
ταύτα, οι επαναστατικές αρχές ουδέποτε σταμάτησαν να θεωρούν παράνομη την
άρνηση της καταβολής των φόρων και την καταφυγή σε ξένη προστασία των
ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων - παράνομη, σύμφωνα με τη Βόγλη, «με την έννοια ότι
ήταν αντίθετη προς τους ελληνικούς νόμους» -, ωστόσο οι αντεπαναστατικές
ενέργειες δεν συνδέθηκαν, από την πολιτική ηγεσία της Επανάστασης, με τη
σταθερή «προσήλωση σε άλλη χριστιανική Εκκλησία από την Ανατολική». Αντίθετα,
σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα επεδίωξαν να πείσουν τους Ρωμαιοκαθολικούς να
ενσωματωθούν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έχοντας όλα τα δικαιώματα του
έλληνα πολίτη.
Όμως,
η αντεπαναστατική και προδοτική στάση χριστιανών αυτοχθόνων αναιρούσε το βασικό
κριτήριο της ελληνικής ιθαγένειας, που ήταν η χριστιανική πίστη. Ωστόσο το
πρόβλημα φαίνεται ότι ξεπεράστηκε μέσω της έκκλησης του υπουργείου των
Εσωτερικών, το καλοκαίρι του 1823, προς τους “Λατίνους”, η οποία ανέφερε ότι το
ελληνικό κράτος στηριζόταν στην αρχή της εθνικότητας και όχι στη θρησκεία.
Επιπλέον, τονιζόταν ότι «Μόνο βάρβαρα έθνη συνδέουν τη θρησκεία με την
εθνικότητα, έτσι ώστε μικρές θρησκευτικές διαφωνίες να τα κρατούν διηρημένα».
Άλλωστε, σύμφωνα με το υπουργείο η εθνική συνείδηση δεν στηριζόταν στη
χριστιανική πίστη και γιʼ αυτό το λόγο «δεν μπορεί πλέον ο καθένας που ομιλεί
ελληνικά και ζει στο ελληνικό χώμα, να νομίζει ότι είναι μέλος του γαλλικού ή
του αυστριακού έθνους επειδή συμβαίνει να είναι Δυτικός Χριστιανός, γιατί νέα
κατάσταση έχει έρθει».
Μέσα
λοιπόν από την ανάδειξη των παραπάνω ιστορικών μαρτυριών, οδηγούμαστε αβίαστα
στα εξής συμπεράσματα. Η αντεπαναστατική δράση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου
δεν οφειλόταν στην επίγνωση των θεολογικών και δογματικών διαφορών ανάμεσα στις
δυο ετερόδοξες κοινότητες, όπως προκύπτει από τη μελέτη της ιστοριογραφίας του
Αγώνα, αλλά στις παροτρύνσεις των εντολοδόχων της ομόδοξης ευρωπαϊκής
προστασίας και στη διατήρηση της προεπαναστατικής τάξης πραγμάτων για τις
εκκλησιαστικές και κοινοτικές αρχές των Ρωμαιοκαθολικών που εξασφάλιζε η
νομιμοφροσύνη στην Πύλη.
Τέλος,
η χαραχθείσα πολιτική των επαναστατικών κυβερνήσεων έναντι των Ρωμαιοκαθολικών
του Αιγαίου, αποτέλεσε την αφορμή για αμφισβήτηση της διαχρονικής ενότητας της
ελληνικότητας με την Ορθοδοξία, μέσω της διάκρισης μεταξύ εθνικής ταυτότητας
και θρησκευτικής συνείδησης, όπως αυτή υιοθετήθηκε στις κυβερνητικές εκκλήσεις
προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Έτσι οι σχέσεις Ορθοδοξίας και Καθολικισμού στον
ελλαδικό χώρο επαναπροσδιορίστηκαν με γνώμονα τον προσανατολισμό, των υπευθύνων
της πολιτικής συγκρότησης του υπό σύσταση ελληνικού κράτους, προς τη δυτική Ευρώπη,
η οποία αντιπροσώπευε «το κατʼ εξοχήν πρότυπο κρατικής συγκροτήσεως για την
επαναστατημένη χώρα».
*εκ της εργασίας του
«Θρησκεία και θρησκευτική ζωή
κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας»
Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Φιλοσοφική
Σχολή,
Τμήμα
Ιστορίας και Αρχαιολογίας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου