του
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Σ. ΣΤΑΜΑΤΗ
Ξέρετε
ποιὸς πατέρας ἔχει τὰ περισσότερα κορίτσια; Ὁ Ἥλιος! Ὁ κὺρ Ἥλιος, ποὺ κατοικεῖ
στὸν οὐρανό. Γιὰ φαντασθῆτε μιὰ στιγμὴ τὶς ἀμέτρητες ἀχτίνες, ποὺ κατεβαίνουν
κάθε μέρα στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὴ φωτίσουν καὶ νὰ τὴ ζεστάνουν! Ὅλες αὐτὲς εἶναι
θυγατέρες του!
Ὁ
Ἥλιος ἔχει βέβαια πολλὲς σκοτοῦρες καὶ πολλὰ βάσανα φροντίζοντας γιὰ τὰ παιδιά
του. Μὰ καὶ αὐτὰ τί μεγάλη εὐχαρίστηση ποὺ τοῦ κάνουν!
Ὅταν
βλέπη μὲ πόση προσοχὴ καὶ μὲ πόση ἐπιμέλεια κάνουν τὴ δουλειά τους ἐδῶ κάτω,
στὴ γῆ, εὐχαριστιέται πολύ. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως εὐχαρίστησή του εἶν’ ἐκείνη, ποὺ
νιώθει τὸ βράδυ, ἅμα προσκαλῆ ὅλες τὶς θυγατέρες του νὰ γυρίσουν πίσω στὸν
οὐρανό, γιὰ νὰ κοιμηθοῦν καὶ ν’ ἀναπαυτοῦν. Τότε ἔρχονται ὅλες, ἡ μιὰ ὕστερ’
ἀπ’ τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ εἶναι κουρασμένη, ἡ ἄλλη εἶναι χαρούμενη καὶ ζωηρὴ καὶ ἡ
ἄλλη εἶναι μελαγχολική.
Τότε
ἀρχίζουν νὰ διηγοῦνται τί ἔκαμαν ὅλη τὴν ἡμέρα. Λένε, λένε, γελοῦν, φλυαροῦν...
Ποιὸς
θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθῆ περισσότερα πράματα ἀπὸ τὶς ἀχτίνες;
Ἀκοῦστε
λοιπὸν τί εἶδε χτὲς τὸ βράδυ μιὰ ἀχτίνα:
«Σήμερα,
ἔλεγε, ἔμαθα ἕνα νέο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἀκουσμένο ποτέ μου! Τὸ ἄκουσα μὲ τ’ αὐτιά
μου. Ἀπὸ ἕνα ἀνοιχτὸ παράθυρο κοίταζα σ’ ἕνα δωμάτιο, ποὺ καθόταν μιὰ γιαγιὰ
ξαπλωμένη σὲ μιὰ πολυθρόνα. Στὴν ἀγκαλιά της ἦταν ριγμένα πολλὰ λουλούδια,
τριαντάφυλλα, μοσκιές, ἀνεμῶνες, κρίνοι.
Ἐμπρός
της, ἐπάνω σ’ ἕνα σκαμνάκι, καθόταν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι. Φαίνεται, πὼς τὸ
κοριτσάκι αὐτὸ μόλις θὰ εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸν περίπατο καὶ εἶχε φερμένα στὴ
γιαγιά του αὐτὰ τὰ ὄμορφα λουλούδια. Ὁ περίπατος, ποὺ εἶχε κάμει, θὰ ἦταν πολὺ
εὐχάριστος, γιατὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ χαρὰ καὶ μὲ ζωηρότητα καὶ γέλια
διηγόταν τί εἶδε. Κάποτε γελοῦσε καὶ κάποτε χτυποῦσε τὰ χέρια του άπὸ τὴ μεγάλη
εὐχαρίστηση.
Θαρρῶ
, πὼς ἡ γιαγιά του ἦταν τυφλή, γιατὶ ὅταν ἐγὼ τὴ φώτισα ἴσια στὸ πρόσωπο, γιὰ
νὰ ἰδῶ, ἂν ἦταν κι αὐτὴ χαρούμενη, δὲν ἔκλεισε τὰ μάτια της στὸ ζωηρό μου φῶς,
ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οὔτε γύρισε καθόλου τὸ κεφάλι της. Κατάλαβα ὅμως,
πὼς ἦταν πολὺ εὐχαριστημένη ἀπὸ τὸ κοριτσάκι, γιατὶ χαμογελοῦσε καὶ κινοῦσε
ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι της πρὸς τὰ κάτω σὰ νὰ ἔλεγε «ναί, ναί!»
«
Ἄχ», ἔλεγε ἡ γιαγιά, «κι ἐγὼ θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ πήγαινα ἄλλη μιὰ φορὰ στὸ δάσος,
γιὰ ν’ ἀναπνεύσω τὸν καθαρὸ ἀέρα, νὰ μαζέψω ἐκεἶ κι ἄλλα λουλούδια, νὰ μὲ
ζεστάνη ὁ ἥλιος, ποὺ λάμπει καὶ ν’ ἀκούσω τὰ πουλάκια, ποὺ κελαηδοῦν.
Γιὰ
μιὰ στιγμὴ ἡ ῎Αννα μελαγχόλησε. Γιατὶ ἤξερε, ὅτι ἡ καημένη ἡ καλὴ γιαγιά της,
ἦταν τόσο ἄρρωστη κι ἀδύνατη, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κινηθῆ καὶ νὰ πάη στὸ δάσος.
Σώπασε
λιγάκι καὶ συλλογιζόταν.
«
Γιαγιάκα μου! » Φώναξε ἔξαφνα καί, πλησιάζοντας τὴ γιαγιά της μ’ ἕνα πήδημα
ἄρχισε νὰ τὴ χαϊδεύη καὶ νὰ τὴ φιλῆ. «Γιαγιάκα μου, ξέρεις ἕνα πράμα; Αὔριο τὸ
πρωὶ θὰ πάω στὸ δάσος, θὰ κόψω πάλι πολλὰ, πολλὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὰ ἔλατα καὶ θὰ τὰ
φέρω ἐδῶ. Θὰ τὰ βάλω μπροστά σου πυκνὰ πυκνά, γιὰ νὰ μυρίζεσαι καὶ νὰ
φαντάζεσαι, πὼς εἶσαι μέσα στὸ δάσος. Ἔπειτα θὰ γυρίσω τὴν πολυθρόνα σου κατὰ
τὸν ἥλιο καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι, ποὺ θὰ σ’ ἀρέση πολύ.»
Καὶ
μὲ τὴ γλυκιὰ καὶ ζωηρὴ φωνή της ἄρχισε ἡ μικρὴ τὸ τραγουδάκι της, γιὰ νὰ
εὐχαριστήση τὴ γιαγιά της.
Ὅταν
κοίταξα πάλι τὰ μάτια τῆς γιαγιᾶς, ἤτανε βουρκωμένα καὶ εἶδα νὰ κυλοῦνε δυὸ
μεγάλα δάκρυα. Θὰ ἦταν ὅμως δάκρυα ἀπὸ εὐχαρίστηση, γιατὶ ἡ γιαγιὰ εἶχε
χαρούμενο πρόσωπο. Ἔγνεψε στὸ κοριτσάκι νὰ τὴν πλησιάση καὶ μὲ τὸ χέρι τῆς
χάιδεψε τὰ ὄμορφα ξανθά της μαλλιὰ καὶ τῆς εἶπε:
«Σ’
εὐχαριστῶ, ᾽Αχτίνα μου!»
-
Τώρα, τί λέτε σεῖς γι’ αὐτό; ρώτησε ἡ ἀχτίνα τοῦ Ἥλιου, ποὺ διηγόταν αὐτὴ τὴν
ἱστορία στὶς ἄλλες ἀχτίνες. Τί λέτε σεῖς; Εἶναι ἀλήθεια, πὼς ὑπάρχουν καὶ
ἀχτίνες ποὺ φαίνονται σὰν ἄνθρωποι; Τὸ ξέρατε σεῖς αὐτό;
-
Ὄχι, εἶπαν οἱ ἄλλες ἀχτίνες κι ἔμειναν μ’ ἀνοιχτὸ το στόμα.
-
Μήπως τὸ μικρὸ κοριτσάκι εἶναι ἀδερφή μας;
-
Ἄς ρωτήσωμε τὸν πατέρα μας!
Καὶ
ρώτησαν τὸν πατέρα τους, τὸν Ἥλιο. Καὶ ὁ Ἥλιος εἶπε:
-
Ἀδερφή σας δὲν εἶναι βέβαια τὸ κοριτσάκι, γιατὶ δὲν εἶναι πραγματικὴ ἡλιακὴ
ἀχτίνα, ἀλλὰ παιδὶ ἀνθρώπου. Θὰ σᾶς πῶ ὃμως, γιατὶ ἡ γιαγιά της τὴν εἶπε Ἀχτίνα.
Κοιτάξετε.
Ἐσεῖς οἱ ἀχτίνες σὲ ὅ,τι πέσετε ἐπάνω τὸ φωτίζετε καὶ τὸ ζεσταίνετε. Δὲν εἶν’ ἔτσι;
Παντοῦ, ὅπου λάμπει ὁ ἥλιος, τὸ μέρος ἐκεῖνο φαίνεται πιὸ εὐχἁριστο. Ἔτσι καὶ
τὸ μικρὸ κοριτσάκι κάνει φωτεινὴ κι εὐχάριστη τὴ ζωὴ τῆς καημένης τῆς γιαγιᾶς,
ποὺ εἶναι τυφλὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ γιαγιὰ εἶπε στὴν ἐγγονή της: «Ἀχτίνα μου!»
Κι
ἀφοῦ ἡ Ἄννα εἶναι τόσο καλὴ σὰ μιὰ ἀχτίνα, γι’ αὐτὸ καὶ σεῖς ἔχετε χρέος νὰ τὴν
ἀγαπᾶτε σὰν ἀδερφή σας.
-
Αὐτὸ θέλομε κι ἐμεῖς! Αὐτὸ θέλομε κι ἐμεῖς! Εἶπαν μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες οἱ ἀχτίνες.
-
Αὔριο τὸ πρωί, μόλις ξυπνήση, θὰ τῆς δώσω ἕνα φιλί, εἶπε ἡ μιά.
-
Κι ἐγὼ γιὰ χάρη της θὰ ὡριμάσω γρήγορα τὰ κεράσια.
-
Ὤ! κι ἐγὼ ξέρω, τί θὰ κάμω! Στὸν κῆπο της κρέμονται τ’ ἀσπρόρουχα τῆς κούκλας
της, ποὺ ἔχει ἁπλωμένα ἡ Ἄννα, γιὰ νὰ στεγνώσουν. Θὰ τὰ ζεστάνω καλὰ καλά,
ὥσπου νὰ στεγνώσουν.
-
Κι ἐγὼ αὔριο πολὺ πρωί, ἅμα ἡ Ἄννα κατεβῆ στὸν κῆπο, θὰ φωτίσω τὶς σταγόνες τῆς
δροσιᾶς, ποὺ εἶναι ἐπάνω στὰ ρόδα καὶ στὴ χλόη τοῦ κήπου, γιὰ νὰ λάμψουν μὲ ὅλα
τὰ χρώματα: κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο, κίτρινο, μενεξεδένιο. Πιστεύω, πὼς αὐτὸ
θὰ τὴν εὐχαριστήση. Καὶ πραγματικά, τὴν ἄλλη μέρα ἔκαμαν ὅλα, ὅσα εἶπαν.Θὰ
θέλατε νὰ εἴχατε μιὰν ἀπὸ τὶς ἀχτίνες τοῦ Ἥλιου ἀδερφή σας;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου