Δημοτικό
Το
όνομα Ωριά ή Ωργιά σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις και τα δημοτικά
τραγούδια σημαίνει αφενός μεν ηρωίδα αφετέρου ως παράγωγο όνομα ωραίας
(γυναίκας), ωριάς.
Κατά
τον επικρατέστερο τύπο των δημοτικών τραγουδιών η Ωριά φέρεται άλλοτε ως
Βασίλισσα, και άλλοτε ως Πριγκίπισσα κάστρου που πολιορκούμενη από Τούρκους ή
Σαρακηνούς υπεραμύνθηκε για πολλά χρόνια μέχρις ότου κάποιος από τους
πολιορκητές κατάφερε να εισέλθει στο κάστρο. Μάλιστα λέγεται πως αυτός ήταν από
ελληνίδα μάνα ο οποίος μηχανεύτηκε το εξής (επικρατέστερο) τέχνασμα,
προκειμένου να πετύχει την κατάληψη του απόρθητου κάστρου: Μεταμφιέστηκε σε
γυναίκα εγκυμονούσα, (ή κατ΄ άλλες παραλλαγές σε μοναχό), και φθάνοντας στη
πύλη του κάστρου ικέτευε ν΄ ανοίξουν για να γεννήσει (ή να ξεκουραστεί από την
ασκητεία ή για καταφυγή μεταξύ των ομοθρήσκων του).
Έτσι
παραπεισθείσα η ευσπλαχνική Βασίλισσα (ή Πριγκίπισσα) διέταξε ν΄ ανοίξει η Πύλη
για να εισέλθει ο ικέτης, αλλά "όσο ν΄ ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκαν, κι
όσο να μισανοίξη γέμισ΄ η αυλή, κι όσο να καλοκλείση η Χώρα πάρθηκε".
Αυτός
δε που μηχανεύτηκε την εκπόρθηση κατά προηγούμενη συμφωνία με τον επικεφαλής
των πολιορκητών έσπευσε να συλλάβει την Ωριά προκειμένου να την πάρει γυναίκα
του πλην όμως εκείνη αλλόφρων από την απελπισία ρίφθηκε από τους προμαχώνες του
κάστρου και σκοτώθηκε.
(Βικιπαίδεια)
῎Οσα
κάστρα κι ἂν εἶδα καὶ περπάτησα,
σὰν
τῆς ῾Ωριᾶς τὸ κάστρο δὲν ἐλόγιασα.
Κάστρο
θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα
ὀργιὲς τοῦ ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι
σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
μὲ
πόρτες ἀτσαλένιες κι ἀργυρὰ κλειδιά,
καὶ
τοῦ γιαλοῦ ἡ πόρτα στράφτει μάλαμα,
Τοῦρκος
τὸ τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δὲν
μπορεῖ νὰ τὸ πάρη τὸ ἐρημόκαστρο.
Κι ένα
σκυλὶ Τουρκάκι, μιᾶς Ρωμνιᾶς παιδί,
στὸν
᾽Αμιρά* του πάει καὶ τὸν προσκυνάει,
-
Ἀφέντη μ’ ᾽Αμιρά μου καὶ σουλτάνε μου,
ἄν
πάρω γὼ τὸ κάστρο, τί εἶν’ ἡ ρόγα* μου:
-
Χίλια ἄσπρα* τὴν ἡμέρα κι ἄλογο καλό,
καὶ
δυὸ σπαθιὰ ἀσημένια γιὰ τὸν πόλεμο.
- Οὐδὲ
τ’ ἄσπρα σου θέλω κι οὐδὲ τὰ φλωριά,
οὐδὲ
καὶ τ’ ἄλογό σου κι οὐδὲ τὰ σπαθιά,
μόν’
θέλω γὼ τὴν κόρη, πού ᾽ναι στὰ γυαλιά.
- Ωσὰν
τὸ κάστρο πάρης Χάρισμα κι αὐτή
Πράσινα
ροῦχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τὸν
πύργο πύργο πάει καὶ γυροβολάει,
στὴν
πόρτα πάει καὶ στέκει καὶ παρακαλεῖ,
- Γιά
ἄνοιξε, ἄνοιξε, πόρτα, πόρτα τῆς ῾Ωριᾶς,
πόρτα
τῆς μαυρομάτας τῆς βασίλισσας.
-
Φεύγα ἀπ’ αὐτοῦ, βρὲ Τοῦρκε, βρὲ σκυλότουρκε.
- Μά
τὸ Σταυρό, κυρά μου, μά τὴν Παναγιά,
ἐγὼ
δὲν εἶμαι Τοῦρκος, οὐδὲ Κόνιαρος,
εἶμαι
καλογεράκι ἀπ’ ἀσκηταριό.
Δώδεκα
χρόνους ἔχω ὁπ’ ἀσκήτευα,
χορτάρι
ἐβοσκοῦσα σὰν τὸ πρόβατο,
κι
ἦρθα νὰ πάρω λάδι γιὰ τὶς ἐκκλησιές.
Γιά
ἀνοίξετέ μου νά ᾽μπω τοῦ βαρόμοιρου.
Νὰ
ρίξουμε τσιγγέλια νὰ σὲ πάρουμε;
Τὰ
ράσα μου εἶναι σάπια καὶ ξεσκίζονται.
-Νὰ
ρίξουμε τὸ δίχτυ νὰ σὲ πάρουμε;
Εἶμαι
ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀντραλίζουμαι*.
Γελάστηκε
μιὰ κόρη, πάει, τὸν ἄνοιξε.
῞Οσο
ν’ ἀνοίξη ἡ πόρτα, χίλιοι ἐμπήκανε,
κι ὅσο
νὰ μισανοίξη, γέμισ’ ἡ αὐλή,
κι ὅσο
νὰ καλοκλείση, ἡ χώρα πάρθηκε.
῞Ολοι
χυθῆκαν στ’ ἄσπρα, ὅλοι στὰ φλωριά,
κι
ἐκεῖνος εἰς τὴν κόρη πού ᾽ναι στὰ γυαλιά.
Κι ἡ
κόρη ἀπὸ τὸν πύργο κάτω πέταξε,
μήτε
σὲ πέτρα πέφτει, μήτε σὲ κλαριά,
παρὰ
σὲ Τούρκου χέρια καὶ ξεψύχησε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου