των
Σπυρίδωνος Ασωνίτη,
Θεοδώρου Παππά
Τοπική Ιστορία
Ι. Η επιλογή του θέματος
Είναι προφανές ότι κάθε ιστορικός προσδιορίζει το θέμα έρευνάς του και τη μέθοδο που θα ακολουθήσει ανάλογα με τις ιδιαίτερες ευαισθησίες και προτιμήσεις του, το διαθέσιμο υλικό και τις ερευνητικές του δυνατότητες. Ως προς τις τελευταίες, είναι αυτονόητο ότι οι μαθητές της Γ' Γυμνασίου δε διαθέτουν τις ερευνητικές προΰποθέσεις που παρέχει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (αρχειονομική, διπλωματική και παλαιογραφική εκπαίδευση, μεθοδολογία έρευνας κτλ.). Αυτό είναι ένα βασικό δεδομένο που χρειάζεται να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη από το διδάσκοντα, ώστε να προγραμματίζει δραστηριότητες που δεν υπερβαίνουν τις δυνατότητες των μαθητών.
O μαθητής μαθαίνει πώς να μαθαίνει
Καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων του μαθήματος είναι η επιλογή του θέματος. Συνήθης επιλογή για τους ασχολούμενους με την τοπική ιστορία είναι ο προσδιορισμός του θέματος κατά τρόπο γενικό (π.χ., «Η ιστορία της τάδε πόλης»). Είναι προφανές ότι η επίτευξη τέτοιων φιλόδοξων στόχων είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι οι συνιστώσες θεμάτων του είδους αυτού προΰποθέτουν άνεση χρόνου και εξέταση μεγάλου όγκου πηγών.
Διαμόρφωση του θέματος
Πριν από την επιλογή του θέματος, χρειάζεται να διερευνηθεί από το διδάσκοντα η περιοχή, προκειμένου να εντοπιστεί η καταλληλότερη για τους μαθητές «μονάδα τοπικής ιστορίας». Θα πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη ότι οι μονάδες τοπικής ιστορίας δεν είχαν πάντα την ίδια σημασία για την τοπική κοινωνία, αφού κάποτε ήταν αναγκαίες και γι’ αυτό δημιουργήθηκαν, σε κάποια χρονική στιγμή όμως η λειτουργία τους τροποποιήθηκε ή έγιναν ανενεργές. Ο διδάσκων χρειάζεται να διερευνήσει αν η υπό επιλογή μονάδα τοπικής ιστορίας πληροί τις προΰποθέσεις, ώστε η μελέτη της να οδηγήσει, στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, στα προσδοκώμενα από το μάθημα αποτελέσματα για τους μαθητές. Η αυθαίρετη επιλογή μιας μονάδας, η οποία συχνά συνδέεται με κάποιο σημαντικό μνημείο της περιοχής, ίσως να μην προσφέρεται, πέρα από την αναζήτηση μιας ειδικής βιβλιογραφίας, για σημαντικές ερευνητικές δραστηριότητες για τη σχολική πράξη.
Έτσι, η επιλογή της κατάλληλης μονάδας τοπικής ιστορίας αποτελεί την πρώτη αλλά όχι και την τελευταία μέριμνα του διδάσκοντος, ο οποίος χρειάζεται να προετοιμαστεί για τη συζήτηση με τους μαθητές, προκειμένου να διατυπώσουν το θέμα από κοινού. Είναι γεγονός ότι, κατά κανόνα, στις διατυπώσεις των θεμάτων τοπικής ιστορίας δύο παράγοντες αναφέρονται ρητά ή υπολανθάνουν: ο τόπος και οι άνθρωποι. Αυτοί αποτελούν το δίπολο, γύρω από το οποίο στρέφεται η θεματική της τοπικής ιστορίας. Η διερεύνηση του πρώτου πόλου είναι άκρως απαραίτητη, καθώς συμβάλλει αποφασιστικά στην απάντηση ερωτημάτων αναφερόμενων στους τρόπους με τους οποίους οι ιδιαιτερότητες του τόπου επηρέασαν τους ανθρώπους.
Εντούτοις, παρά τις διαφωτιστικές πληροφορίες που παρέχει η εξέταση του τόπου, δε θα πρέπει να οδηγηθούμε στην αντίληψη ότι για όλα τα εξεταζόμενα ζητήματα αποφάσισε η γεωγραφία,14 η τοπογραφία ή το κλίμα. Μια τέτοια αντίληψη θα οδηγήσει σε άκρως απογοητευτικά αποτελέσματα. Το ερώτημα «τι μπορώ να βρω για την ιστορία του τάδε τόπου» δεν είναι ουσιαστικά γόνιμο, καθώς δεν κινητοποιεί ερευνητικά το μαθητή, και το μόνο αποτέλεσμά του θα ήταν μια συμπιληματική σύνθεση βιβλιογραφικών δεδομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι αντιλαμβάνονται την τοπική ιστορία μέσα από αυτό το πρίσμα οδηγούνται συχνά στην ανεκδοτολογική παράθεση άσχετων μεταξύ τους συμβάντων στον ίδιο τόπο. Η αποκλειστική εστίαση του ενδιαφέροντος στον «τόπο» δεν αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση για την τοπική ιστορία.
Αντίθετα, η έμφαση στον όρο άνθρωποι, του προαναφερθέντος διπόλου, είναι εκείνη η επιλογή η οποία θα ενεργοποιήσει τα απαραίτητα για τη διεξαγωγή της έρευνάς μας ερωτήματα και θα την οδηγήσει σε αποτελέσματα που θα έχουν νόημα. Γιατί το αντικείμενο της ιστορίας, οιαδήποτε «ιστορική σχολή» και αν ακολουθούμε, είναι οι άνθρωποι, τα προβλήματά τους, συχνά μάλιστα αυτά που δημιουργεί ο «τόπος». Είναι οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι επιχείρησαν να τα αντιμετωπίσουν, οι αποτυχίες τους, τα επιτεύγματά τους.
Είναι προφανές ότι μια προσέγγιση του είδους αυτού υπαγορεύει στον ερευνητή τη διατύπωση ανθρωποκεντρικών ερωτημάτων. Τα ερωτήματα που αναφέρονται σε ανθρώπους και στις συνειδητές δραστηριότητές τους είναι κατεξοχήν παραγωγικά κατά τη διεξαγωγή της ιστορικής έρευνας, η δουλειά του ιστορικού δεν είναι άλλη από το να θέτει μια σειρά από έξυπνες ερωτήσεις στις πηγές. Πρόκειται φυσικά για ερωτήσεις που έχουν ως επίκεντρο τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Θα σημειώσουμε όμως και πάλι ότι ο όρος «έξυπνες ερωτήσεις», στο βαθμό που αφορά την ευθύνη του διδάσκοντος, αναφέρεται σε αυτές που, εκκινώντας από μια υποθετική σχέση, αποσκοπούν στο να διερευνήσουν την ισχύ της, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα των πηγών να απαντήσουν, άμεσα ή έμμεσα.
Διερεύνηση του θέματος
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα προβληματισμού ως προς τη διατύπωση του θέματος. Γνωρίζοντας από τη γενική ιστορία το σημαντικό ρόλο της σταφιδοπαραγωγής για την εθνική οικονομία, καθώς επίσης τις ποικίλες και σημαντικές επιπτώσεις του σταφιδικού ζητήματος, επιλέγουμε να το μελετήσουμε σε επίπεδο τοπικής ιστορίας στην Ηλεία. Αν επιλέξουμε τη διατύπωση «Η σταφίδα της Ηλείας κατά τα τέλη του 19ου αι.», θα διαπιστώσουμε ότι περιλαμβάνει τρεις έννοιες, από τις οποίες η πρώτη ορίζει το αντικείμενο της έρευνας, ενώ οι δύο άλλες θέτουν το τοπικό και το χρονικό πλαίσιό της. Ουσιαστικά λοιπόν ζητάμε τα πάντα για μία μόνο έννοια, την πρώτη, ενώ απουσιάζει από τη διατύπωση η υπό διερεύνηση σχέση. Είναι προφανές ότι η διατύπωση αυτή δεν είναι καθοδηγητική ως προς το ζητούμενο. Ενδεχομένως υπαγορεύει στους μαθητές να ασχοληθούν με το θέμα σφαιρικά, επιχειρώντας όλες τις δυνατές προσεγγίσεις: πού, πότε, γιατί, πώς κ.ο.κ. Πρόκειται για ένα περίπλοκο σύνολο ερωτημάτων με αρκετές επικαλύψεις, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σύγχυση. Μια τέτοια διατύπωση, εξάλλου, δεν ανταποκρίνεται στις χρονικές και ερευνητικές προΰποθέσεις της μαθητικής έρευνας, καθώς το αποτέλεσμα μιας τέτοιας έρευνας απαιτεί τη συγγραφή εκτενούς μονογραφίας. Για το λόγο αυτό η παρουσία μίας και μοναδικής έννοιας στο θέμα αντενδείκνυται. Μια περισσότερο προσανατολιστική διατύπωση του θέματος, της μορφής, λ.χ., «Ο ρόλος της σταφιδοπαραγωγής της Ηλείας στη δημογραφική κατάσταση της περιοχής κατά την περίοδο 1880-1910», θα βοηθούσε στη συγκεκριμενοποίηση της ερευνητικής προσπάθειας, καθώς ο προσδιορισμός τής υπό διερεύνηση σχέσης είναι προφανής. Η διατύπωση του θέματος, εξάλλου, δεν απαγορεύει να θίξουμε και ορισμένα περιφερειακά ζητήματα˙ είναι όμως σαφές ότι το κύριο βάρος της έρευνας θα εστιαστεί στη σχέση των καμπυλών ζήτησης του προϊόντος με εκείνες της δημογραφίας του χώρου κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και στην προσπάθεια ερμηνείας των συναφειών τους (βλ. δείγμα 9).
Προσδιορισμός και αποσαφηνίσεις
Όσον αφορά το χαρακτήρα των ειδικότερων ερωτημάτων που θα επακολουθήσουν, θα παρατηρήσουμε ότι από τη διατύπωσή τους εξαρτάται η ακρίβεια και η σαφήνεια των απαντήσεων που θα λάβουμε. Τα ερωτήματα αυτά είναι δυνατόν να αναφέρονται σε ευρύ φάσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων του παρελθόντος. Μεθοδολογικά, ενδείκνυται τα αρχικά ερωτήματα να έχουν σημαντικό εύρος, χωρίς να στερούνται σαφήνειας, και στη συνέχεια να εξειδικεύονται, ανάλογα με τις διαθέσιμες πηγές. Τέτοια αρχικά ερωτήματα είναι αυτά του τύπου: «Πόσο μεγάλη ήταν η ανθρώπινη ομάδα που μας ενδιαφέρει; Ποια η κοινωνική της σύνθεση και δομή; Ποιες οι συνθήκες κατοικίας των μελών της; Πώς κέρδιζαν οι άνθρωποι τη ζωή τους; Ποιος ο ρόλος της θρησκείας στην ομάδα; Ποια τα κοινά ενδιαφέροντα και οι αγωνίες τους; Πώς διασκέδαζαν; Πώς εκπαιδεύονταν;». Η ανάλυση του αρχικού γενικού ερωτήματος, με το οποίο διατυπώνεται το θέμα-ζητούμενο, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη διαθεσιμότητα συναφών πηγών και τη δυνατότητά τους να δώσουν απαντήσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου