ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ
του
῎Ιωνος Δραγούμη
επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
Στὁ βιβλίο του μὲ τὸν τίτλο « ῾Ηρώων καὶ μαρτύρων αἷμα
» ὁ Ἴων Δραγούμης περιγράφει περιστατικὰ ποὐ σχετίζονται μὲ τὴ Μακεδονία τῶν ἐτῶν
1902 - 1904. ᾽Απὸ τὸ 1902 ὁ Δραγούμης εἶχε διοριστῆ στὸ Τουρκικὸ Προξενεῖο
Μοναστηριοῦ, καὶ τὸ 1904 σκοτώθηκε ὁ Παῦλος Μελᾶς. Στὸ πιὸ κἀτω ἀπόσπασμα
περιγράφεται πῶς ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπὶ κεφαλῆς ἐθελοντῶν πέρασε τὰ σύνορα, μπῆκε
στὴ Μακεδονία καὶ ἄρχισε τὴν ἐθνική του δράση.
Φεύγοντας ἀπὸ τὰ
σύνορα ἔγραφε στὴ γυναίκα του :
«᾽Αναλαμβάνω αὐτὸν
τὸν ἀγῶνα μἐ ὅλην μου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν
ἀναλάβω».
῎Αλλοτε ὅμως τὸν
συνέπαιρνε ἡ ἰδιαίτερη τρυφερότητα τῆς ἀγάπης του γιὰ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά
του. «Κλαίω ἀκόμη καμιὰ φορά, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχῆς, θὰ περάση γρήγορα καὶ αὐτό...
῞Ολους τους πόνους θὰ τοὺς συνηθίσω πρὶν φθάσω ἐκεῖ... Διὰ σὲ καὶ τὰ παιδιά μου
αἰσθάνομαι τρυφερότητα, τὴν ὁποίαν δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω ». Καὶ πάλι ἔγραφε :
« Ποῦ καὶ ποῦ κανένα δάκρυ, καὶ ἀμέσως μιὰ Μεγάλη ᾽Ιδέα καὶ ἔτσι στεγνώνει τὸ
δάκρυ».
Μιὰ μέρα κοντὰ στὰ
σύνορα φόρεσε καὶ τὰ ροῦχα καὶ τὰ ὅπλα τοῦ πολέμου καὶ πρώτη φορὰ φανερώθηκε
καπετάνιος στὰ παλικάρια του, ὁ Μίκης Ζέζας. Τοὺς κάλεσε καὶ τοὺς εἶπε λόγια
ζεστὰ καὶ φωτεινὰ γιὰ τοὺς Μακεδόνες ποὺ ὑποφέρουν τόσο ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους καὶ
γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάμουν νὰ τοὺς σώσουν ἀπὸ τὰ βάσανα τοὺς ἐξὴγησε καὶ πῶς
θέλει νὰ φέρωνται μαζἱ του καὶ ἀναμεταξύ τους. ᾽Ενθουσιάστηκαν, πολλοὶ δάκρυσαν
καὶ όλοι φώναξαν «ζήτω!».
Ἀμέσως πρόσταξε
τὸν ὁδηγὸ νὰ πάη μπροστά αὐτὸς τὸν ἀκολούθησε καὶ οἱ ἄντρες ἔρχουνταν ἀπὸ κοντά.
Πῆγαν ἔτσι ὡς τὴ
γραμμὴ κι ἐκεῖ περίμεναν τὴν νύχτα ἃμα ῆρθε, ἔκαμαν τὸ σταυρό τους καὶ πέρασαν
τὰ σύνορα. Σκοτάδι φοβερὸ καὶ ἀνήφορος, δάση καὶ λαγκάδια καὶ ρεματιὲς
θεοσκότεινα, καὶ ἕπειτα κατήφορος φοβερός· τρεῖς ὧρες πήγαιναν ἔτσι, καὶ ὕστερα
ἀπὸ ἄλλες τόσες δρόμο, κατὰ τὸ πρωί, βρέθηκαν ἀντίκρυ σ’ ἕναν τούρκικο σταθμὸ
πάλι στὰ σύνορα. Κρύβονται τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχνα ξεκινοῦν πάλι. Τὰ μέρη εἶναι δύσκολα,
γεμάτα δάση πυκνὰ καὶ πέτρες ποὺ κατακόβουν τὰ πόδια. ῾Ο ἕνας ὁδηγὸς μιὰ μέρα
φεύγει κρυφά· ὁ ἄλλος δὲν ξέρει τὸ δρόμο· καὶ ὁ τρίτος εἶχε ἀρρωστήσει πρὶν
ξεκὶνήσουν. ᾽Απαντοῦν Βλάχους, κι ἄλλους μὲ τὸ καλό, ἄλλους μὲ τὸ κακό, τοὺς
βάζει ὁ ἀρχηγὸς καὶ ὁδηγοῦν τὸ σῶμα, βλέπει πὼς οἱ ἄντρες του ἀρχίζουν νὰ
κουράζωνται· οὔτε μιὰν ὥρα δὲν περπάτησαν σὲ δρόμο πατημένο καὶ ὅλο περνοῦσαν
ἀπάτητα βουνά, ρεματιὲς, λαγκάδὶα καὶ δάση τὰ δάχτυλα τῶν ποδαριῶν, ἀπὸ τὴν
κακοτοπιά, καὶ τὰ γόνατά τους φριχτὰ πονοῦσαν, καὶ ὁ ὁδηγὸς δὲν ἤξερε οὔτε κὰν
τὴ δημοσιὰ ποὺ πάει στὴ Σαμαρίνα· μερικοὶ, ἀπὸ τὴ θέρμη, μόλις μποροῦσαν ν’ ἀκολουθήσουν˙
ἕναν τὸν ἄφησαν σ’ ἑνὸς βλάχου στάνη νὰ γιατρευτῆ. Ψωμὶ καὶ γάλα καὶ κρέας μὲ
τὴ βία σχεδὸν ἔπαιρναν ἀπὸ τὶς στάνες, καὶ συχνὰ ἔμεναν χωρὶς ψωμί ἄλλοτε πάλι
ὧρες πολλὲς ἔμεναν δίχως νερό.
Κάποτε τοὺς ἔλεγε
λίγα λόγια ὁ Παῦλος ποὺ τοὺς ἐγκαρδίωναν πάντα˙ μερικοὶ τοῦ ἀποκρίθηκαν μιὰ
φορὰ πὼς τὰ βάσανά τους δὲν τοὺς πειράζουν, μόνο συλλογίζονται αὐτόν· τότε ὁ
γερο - ᾽Αντρουλὴς γυρίζει καὶ λέει: «Ὁ καπετάνιος μας, βρὲ παιδιά, μπορεῖ νὰ
μὴν ἔχη τὶς δυνάμεὶς μας, μὰ ἔχει ψυχὴ πιὸ δυνατὴ ἀπὸ μᾶς· αὐτὴ τὸν βαστᾶ».
῞Ο,τὶ δῆ τοῦ
θυμίζει πάντα τὸ σπίτι καὶ τὰ παὶδιά του. ῞Ενας βοσκὸς ποὺ πῆραν γιὰ ὁδηγὸ τοὺς
εἶπε νὰ κόψουν δαδὶ ἀπὸ ἕνα πεῦκο καὶ ν’ ἀνάψουν δαυλιά˙ πῆρε καὶ ὁ Παῦλος ἕνα
καὶ τοῦ ῆρθε μονομιᾶς στὸ νοῦ ένας περίπατος στὴν Κηφισιὰ μὲ τὰ παὶδιά του μιὰ
μέρα ποὺ μάζεψαν μαζὶ δαδὶ σ’ ένα κομμένο πεῦκο. Καὶ ρωτᾶ ἡ πονεμένη του ψυχὴ
ὰν θὰ ξαναδῆ ποτὲ τέτοιες εὐτυχισμένες μέρες.
Ὅλη τὴ νύχτα
περπατοῦν στὸ βουνό, καὶ ἅμα κατὰ τὸ πρωὶ ἔφτασαν στὴν κορυφή, ἕπεσαν
κατακομμένοι χάμου καὶ κοιμήθηκαν, μ’ ένα κρύο δυνατό. Μόλις ξύπνησε ὁ ἀρχηγός,
τοῦ εἶπαν πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ καλὰ παιδιά του ἔλειπε ἔστειλε ἄλλους νὰ τὸ γυρέψουν,
ἀλλὰ δὲν τὸ ῆβραν καὶ προχώρησαν. Τὴν ἄλλη νύχτα ἀρχίζει ἡ βροχὴ ποὺ βαστᾶ
μέρες καὶ μέρες περπατοῦν, κοιμοῦνται, σηκώνονται, καὶ ἡ βροχὴ πάντα πέφτει
παγωμένη καὶ οἱ πέτρες τοῦ βουνοῦ γλιστροῦν περισσότερο. Ἔλειψε καὶ τὸ ψωμί,
ἀλλὰ ἡ πείνᾳ δουλεύει χωρὶς νὰ λείψη τὸ θάρρος. « ῾Ως πρόγευμα ἔχω ἕνα μικρὸν τεμάχιον
ἄρτου, τὸ ὁποῖον μᾶλλον μοῦ ἀνοίγει τὴν ὄρεξιν. ῾Ο ᾽Αντρουλὴς μὲ ἐρωτᾶ μήπως
θέλει ἀκόμη ὀλίγον ἅλας τὸ φαγητόν μου ». Μερικὲς φορὲς κόντεψαν νὰ πέσουν στὰ
χέρια τῶν Τούρκων. ῎Αλλες φορὲς ἀκοῦν σκυλιῶν γαυγίσματα καὶ ἄνθρωποι
ξετρυπώνουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ κλαριά, ποὺ τοὺς βλέπουν.
Προβαίνουν ἔτσι
κατὰ τὴ μέση τῆς Μακεδονίας, ἐκεῖ ποὺ πλάκωσαν οἱ πολλοὶ Βούλγαροι.
῞Υστερα ἀπὸ τοὺς
Βουλγάρους ἦρθαν ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ λαὸς τοὺς πρόσμενε μὲ λαχτάρα. Ὕστερα ἀπὸ τὴν
ἀγριάδα τῶν Βουλγάρων φάνηκε τῶν ῞Ελλήνων ἡ γλύκα, ἐκείνη ποὺ δὲ δέρνει, δὲ
σφάζει, δὲ βασανίζει οὐδὲ φαρμακώνει, ἐκείνη ποὺ καὶ τὴ φοβέρα δὲ θέλει νὰ
ξεστομίζη, ἐκείνη ποὺ μ’ ἕναν καλὸ λόγο μαγεύει καὶ φωτίζεὶ, καὶ τὴ φεγγοβολή
της ἀκολουθοῦν καὶ σκοτώνονται γι’ αὐτὴν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ λατρεία.
῎Ερχονται ἀπὸ τὰ
χωριὰ ἄντρες ποὺ θέλουν νὰ τὸν βοηθήσουν ἄλλοι ὅμως φοβοῦνται ἀκόμα μὴν
ἐκδικηθοῦν ἔπειτα οἱ Βούλγαροι· τόσες φορὲς τοὺς ἄφησαν στὴ μέση οἱ ῞Ελληνες.
Διψοῦσαν καλοσύνη καὶ ἀγάπη καὶ ἡσυχία, μὰ χαμήλωναν ἀπὸ προφύλαξη τᾲ μάτια νὰ
μὴ δοῦν, καὶ σφαλοῦσαν τὴν καρδιὰ νὰ μὴν ἀκούσουν τὸν καλὸ λόγο, νὰ μὴ νιώσουν
τὴ γλύκα, νὰ μὴν ἀκολουθήσουν. Καὶ σὰ νὰ τρόμαξε τὸ παλικάρι, ὅταν εἶδε πὼς
μόνο μὲ τὸν τρόμο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ξετρομάξη ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους. Δὲν ἤξερε
πῶς θανατώνουν, αὐτὸς ποὺ πονοῦσε κι ένα μαμούνι νὰ ἔβλεπε νὰ σκότωναν, κι ἕνα σκύλο
νὰ χτυποῦσαν. Καἵ τυραννιέται, γιατὶ πρέπει νὰ σκοτώση˙ θυμᾶται πὼς ὁ ἴδιος
εἶναι πατέρας, καὶ συλλογίζεται τὰ παιδιὰ ἐκείνων ποὺ πρέπει νὰ σκοτώση. «
Τρέμω, ἀλλ’ ἀνυπομονῶ νὰ τὸ κάμω », γράφει τῆς γυναικός του. Δὲν ἤξερε νὰ
ἐκδικηθῆ σὲ ἄλλους ἐπάνω γιὰ ἄλλων ἀνθρώπων κρίματα, ἀλλὰ καὶ σωστὴ νὰ ἦταν ἡ
τιμωρία καὶ δίκια, τοῦ φαινόταν ἄσκημη, γιατὶ δὲν ἤξερε ἂν εἶχε δικαίωμα αὐτὸς
νὰ τιμωρήση˙ γιὰ τέτοια δουλειὰ δὲν ἦταν καμωμένος δὲν ἦταν δήμιος. Καὶ ὅμως
εἶπε: Γιὰ τὴν Πατρίδα μου καὶ αὐτὸ θὰ τὸ κάμω.
Στὴ ράχη ἑνὸς
βουνοῦ φανερώθηκε τὴ χαραυγὴ ὁ Ζήσης μὲ τὰ ἐννιὰ παλικάρια του, ποὺ ὡς τὴν ὥρα
ἐκείνη ἔμενε κρυμμένος στὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Βουλγάρων γιατὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν
καπετὰν Βαγγέλη οἱ Βούλγαροι αὐτὸν ἤθελαν νὰ ξεπαστρέψουν. ῞Αμα εἶδε τὸν Παῦλο,
τοὺς ὁδήγησε ὅλους ἀμέσως στὸ λημέρι, σ’ ένα δάσος ἀπὸ ὀξυὲς κοντὰ στὸ χωριό
του. Τυλίχτηκαν στὶς κάπες νους, ποὺ εἶχαν γίνει μολύβι ἀπὸ τὴ βροχή, καὶ πλάγιασαν
στὴ λάσπη, ἐνῶ ἕβρεχε δυνατά. ῞Υστερα ἀπὸ τρεῖς ὧρες ξύπνησαν κατακομμένοι καὶ
μὲ πονεμένα πόδια, παγωμένα ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἦταν στὰ τσαρούχια τους μέσα.
῎Εφαγαν λίγο ψωμὶ σὰ λάσπη γενωμένο ἀπὸ τὴ βροχή, ὥσπου νὰ στείλη ὁ Ζήσης στὸ
χωριὸ νὰ φέρουν ψωμί, ἐλιές, κρεμμύδια καὶ κρασί· τοὺς ἄφησε καὶ ἄναψαν μεγάλη
φωτιά, γιατὶ ἡ πυκνὴ καταχνιὰ ἔκρυβε τὸν καπνό˙ αὐτὴ ἡ φωτιὰ ἦταν ἡ μεγαλύτερη
χαρὰ ἀφότου ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα. ᾽Εκεῖ ἔρχονται ὅλοι οἱ πρῶτοι τοῦ χωριοῦ
καὶ τοὺς φιλοῦν σὰ σωτῆρες.
Φεύγουν νύχτα καὶ
πηγαίνουν σ’ ἄλλο χωριό, ὅπου έπρεπε νὰ βροῦν καὶ νὰ σκοτώσουν τοὺς δολοφόνους
ἐνὸς παπᾶ˙ καὶ πάλι γράφει στὴ γυναίκα του ὁ Παῦλος: «Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ
πόσον ὑπέφερα σήμερον τὸ ἀπόγευμα. Διαρκῶς ἠρώτων τὸν ἑαυτόν μου, ἐὰν εἶχον
δικαίωμα νὰ συλλάβω οἵονδήποτε ἄνθρωπον, ὁσονδήποτε κακοῦργος καὶ ἂν εἶναι, νὰ
τὸν τραβήξω ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν του καὶ νὰ τὸν φονεύσω. Καὶ διαρκῶς ἀπήντων:
ὅχι, ὄχι!... Μά τὴν ἀλήθειαν πολὺ θὰ ἀγαπῶ καὶ τὴν Πατρίδα καὶ τὸ Γένος, διότι,
ἂν καὶ ὑποφέρω, ἂν καὶ κλαίω, θὰ ἀφήσω νὰ γίνη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπεφασίσθη». ᾽Αλλὰ
κείνη τὴ φορὰ δὲν ἔγινε ἡ τὶμωρία, γιατὶ ὁ χειρότερος ἀπὸ τοὺς κακούργους εἶχε
ξεφύγει. Καὶ τὸ παλικάρι χαίρεται σχεδὸν καὶ ἀνασαίνει· καλεῖ μπροστά του τοὺς
ἄλλους δυὸ δολοφόνους σ’ ένα σπίτι μαζὶ μὲ τοὺς δημογέροντες. Πρῶτα μιλεῖ γλυκὰ
σὰ χρι
στιανὸς στοὺς
χωριανοὺς καὶ τοὺς ὀνομάζει ἀδελφοὺς καὶ τοὺς λέγει γιὰ τὴν Εκκλησία καὶ τὸν
Πατριάρχη, γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ γιὰ τοὺς Βουλγάρους δολοφόνους. Ὅλοι
συγκινήθηκαν καὶ δάκρυσαν. ῞Υστερα ἄλλαξε ἀπότομα καὶ τόνο καὶ ὄψη, καὶ μἑ
πάθος φοβερίζει τοὺς δυὸ δολοφόνους καὶ τοὺς δηλώνει ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ ῆταν
νὰ διαταχθῆ καὶ νὰ ἐκτλεσθῆ ὁ θάνατός τους, ἀλλὰ ότι ἀνάβαλε τὴν τιμωρία γιὰ νὰ
τοὺς δώση καιρὸ νὰ μετανιώσουν, Κι ἀγάλι - ἀγάλι ἔπειτα ἐλαττώνοντας τὴν ὁρμή,
τοὺς συμβούλεψε καὶ αὐτοὺς σὰν ἀδελφοὺς καὶ τοὺς εἶπε πὼς εἶναι ἐλεύθεροι νὰ λέγωνται
ὅπως θέλουν, ἀλλ’ ὰν μάθη ποτὲ πὼς ἐξακολουθοῦν τὴ φριχτὴ δουλειὰ ποὺ ἔμαθαν
στὴν Βουλγαρία, νὰ ξέρουν πὼς θὰ τοὺς θανατώση ἀλύπητα. Καὶ οἱ δυὸ μὲ κλάματα
τοῦ φιλοῦσαν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὰ χέρια καὶ διαμαρτυρήθηκαν πὼς μὲ τὴ βία τοὺς
ἀνάγκασαν οἱ Βούλγαροι νὰ σκοτώσουν. Προτοῦ φύγη ἔδωσε στοὺς δημογέροντες
χρήματα νὰ μοιραστοῦν στὴ φτωχολογιὰ τοῦ χωριοῦ καὶ γιατρικὰ γιὰ μερικοὺς
ἀρρώστους.
Ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ
πήγαινε καὶ ὀρμήνευε τοὺς χωριανοὺς καὶ φοβέριζε άλλους, κι ἕδινε ὅπλα σ’
ἐκείνους ποὺ μπορῦσαν νὰ τὰ βα-στάξουν καὶ νὰ τὰ φυλάξουν, καὶ ξεδιάλεγε
ἀνθρώπους χωριστὰ γιὰ κάθε δουλειά, καὶ διάταζε νὰ ξεπαστρεύουν κακοὺς
Βουλγάρους. ῾Ο ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβαλε χέρι σὲ κανένα φόνο.
Ἕναν καπετάνιο
του, τὸν Εὐθύμη, μὲ εἴκοσι παιδιὰ τὸν ἔστεὶλε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ βουνοῦ γιὰ
νὰ κάμη τὰ ἵδια καὶ πιάστηκε ὁ Εὐθύμης μιὰ μέρα μὲ ὀγδόντα Βουλγάρους, σκότωσε
πέντε καὶ πλήγωσε δεκαπέντε, χωρὶς νὰ πάθη κανεὶς τίποτε ἀπὸ τοὺς εἴκοσι δικούς
του. ῎Εφευγαν κρυφά, γιὰ νὰ γλιτώσουν κάποιοι δάσκαλοι Βούλγαροι ποὺ ἄκουαν τί
γινόταν τριγύρω τους. ῞Ομως ἀκόμα φοβοῦνταν τοὺς Βουλγάρους τὰ κακότυχα τὰ
χωριά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου