Απόσπασμα
Από τους «βίους» του Πλουτάρχου
ΚΕΦ. 18
1 Καὶ γὰρ ἦν τῆ φύσει φιλοτιμότατος, εἰ δεῖ
τεκμαίρεσθαι διὰ τῶν ἀπομνημονευομένων. Αἱρεθεὶς γὰρ ναύαρχος ὑπὸ τῆς πόλεως
οὐδὲν οὔτε τῶν ἰδίων οὔτε τῶν κοινῶν κατὰ μέρος ἐχρημάτιζεν, ἀλλὰ πᾶν
ἀνεβάλλετο τὸ προσπῖπτον εἰς τὴν ἡμέραν ἐκείνην καθ’ ἥν ἐκπλεῖν ἔμελλεν, ἵν’
ὁμοῦ πολλὰ πράττων πράγματα καὶ παντοδαποῖς ἀνθρώποις ὁμιλῶν μέγας εἶναι δοκῆ καὶ
πλεῖστον δύνασθαι.
ΜΤΦΡ.
1 Ἀλήθεια, ἦταν τὸ φυσικό του νὰ κυνηγᾶ τὴ δόξα, ἄν
πρέπη νὰ κρίνη κανεὶς ἀπὸ ὅσα μνημονεύονται γι’ αὐτόν. Ὅταν, λόγου χάρη ἡ πόλη
τὸν εἶχε ἐκλέξει ναύαρχο , καμιὰ ὑπόθεση οὔτε ἰδιωτικὴ οὔτε
δημόσια δὲν ἐνεργοῦσε τὴν καθεμιὰ στὴν ὥρα της, παρὰ κάθε δουλειὰ ποὺ τύχαινε
νὰ τοῦ παρουσιάζεται, τὴν ἄφηνε μὲ πολλὲς ἀναβολὲς γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ
ἦταν νὰ ταξιδέψη, καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν τὴν τελευταία στιγμὴ
πὼς ἐνεργεῖ συγχρόνως πολλὲς ὑποθέσεις μαζὶ καὶ ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ λογῆς λογῆς
ἀνθρώπους, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι σπουδαῖος καὶ ἔχει πολὺ μεγάλη δύναμιν.
2 Τῶν δὲ νεκρῶν τοὺς ἐκπεσόντας ἐπισκοπῶν παρὰ τὴν
θάλατταν, ὡς εἶδε περικειμένους ψέλια χρυσᾶ καὶ στρεπτούς, αὐτὸς μὲν παρῆλθε,
τῷ δ’ ἑπομένῳ φίλῳ δείξας εἰπεν· «Ἀνελοῦ σαυτῷ· σὺ γὰρ οὐκ εἶ Θεμιστοκλῆς.» 4 Ἔλεγε δὲ
τοὺς Ἀθηναίους οὐ τιμᾶν αὐτὸν οὐδὲ θαυμάζειν, ἀλλ’ ὥσπερ πλατάνῳ χειμαζομένους
μὲν ὑποτρέχειν κινδυνεύοντας, εὐδίας δὲ περὶ αὐτοὺς γενομένης τίλλειν καὶ
κολούειν. 5
Τοῦ δὲ Σεριφίου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος ὡς οὐ δι’ αὑτὸν ἔσχηκε δόξαν, ἀλλὰ διὰ τὴν
πόλιν, «Ἀληθῆ λέγεις» εἶπεν «ἀλλ᾽ οὐτ’ ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος,
οὔτε σὺ Ἀθηναῖος». 6 Ἑτέρου δέ τινος τῶν στρατηγῶν, ὡς ἔδοξέ τι χρήσιμον
διαπεπρᾶχθαι τῆ πόλει, θρασυνομένου πρὸς τὸν Θεμιστοκλέα καὶ τὰς ἑαυτοῦ ταῖς
ἐκείνου πράξεσιν ἀντιπαραβάλλοντος, ἔφη τῇ ἑορτῇ τὴν ὑστεραίαν ἐρίσαι, λέγουσαν
ὡς ἐκείνη μὲν ἀσχολιῶν τε μεστὴ καὶ κοπώδης ἐστίν, ἐν αὐτῆ δὲ πάντες ἀπολαύουσι
τῶν παρεσκευασμένων σχολάζοντες· τὴν δ’ ἑορτὴν πρὸς ταῦτ’ εἰπεῖν· «Ἀληθῆ
λέγεις· ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὴ γενομένης σὺ οὐκ ἂν ἦσθα». «Κἀμοῦ τοίνυν» ἔφη «τότε μὴ
γενομένου, ποῦ ἂν ἦτε νῦν ὑμεῖς;» 7 Τὸν δ’ υἱὸν ἐντρυφῶντα τῆ μητρὶ
καὶ δι’ ἐκείνην ἑαυτῷ σκώπτων ἔλεγε πλεῖστον τῶν Ἑλλήνων δύνασθαι· τοῖς γὰρ μὲν
Ἕλλησιν ἐπιτάσσειν Ἀθηναίους, Ἀθηναίοις δ’ ἑαυτόν, αὑτῷ δὲ τὴν ἐκείνου μητέρα,
τῇ μητρὶ δ’ ἐκεῖνον. 8 Ἴδιος δέ τις ἐν πᾶσι βουλόμενος εἶναι, χωρίον μὲν
πιπράσκων ἐκέλευε κηρύττειν ὅτι καὶ γείτονα χρηστὸν ἔχει. 9 Τῶν δὲ
μνωμένων αὐτοῦ τὴν θυγατέρα τὸν ἐπιεικῆ τοῦ πλουσίου προκρίνας, ἔφη ζητεῖν
ἄνδρα χρημάτων δεόμενον μᾶλλον ἢ χρήματα ἀνδρός. Ἐν μὲν οὖν τοῖς ἀποφθέγμασι
τοιοῦτός τις ἦν.
ΜΤΦΡ.
2 Ὅταν κάποτε παρατηροῦσε κοντὰ στὴ θάλασσα τοὺς
νεκροὺς ποὺ τὰ κύματα τοὺς εἶχαν ρἴξει ἔξω, καὶ τοὺς εἶδε νὰ φοροῦν χρυσὰ
βραχιόλια καὶ περιδέραια, ὁ ἴδιος τὰ προσπέρασε χωρὶς νὰ τοὺς δώση σημασία,
ἀλλὰ τὰ ἔδειξε στὸ φίλο του ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ τοῦ εἶπε: «Πάρ’ τα γιὰ
σένα, γιατὶ ἐσὺ δὲν εἶσαι ὁ Θεμιστοκλῆς.» 4 Γιὰ τοὺς Ἀθηναίους πάλι ἔλεγε πὼς δὲν
τὸν ἐκτιμοῦν καὶ δὲν τὸν θαυμάζουν, παρὰ ὅπως σ’ ἕνα πλατάνι σὲ στιγμὴ
κακοκαιρίας καὶ κινδύνου προστρέχουν κάτω ἀπὸ τὰ κλαδιά του, μὰ σὰ γίνη καλὸς
καιρὸς ὁλόγυρά τους, τὸ μαδοῦν καὶ τὸ κόβουν. 5 Σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ τὴ Σέριφο πάλι
ποὺ τοῦ εἶπε κάποτε πὼς δὲν ἔχει ἀποχτήσει δόξα ἀπὸ προσωπική του ἀξία, παρὰ
χάρη στὴν πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγεται, ὁ Θεμιστοκλῆς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἀλήθεια
λές, μὰ οὔτ’ ἐγὼ ἄν ἤμουν ἀπὸ τὴ Σέριφο θὰ γινόμουν ἔνδοξος οὔτ’ ἐσὺ ἂν ἤσουν
Ἀθηναῖος». 6
Ἀκόμη λένε ὅτι, ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς (νεώτερους) στρατηγούς, νομίζοντας πὼς εἶχε
προσφέρει κάποια χρήσιμη ὑπηρεσία στὴν πόλη, μίλησε μὲ θρασύτητα στὸ Θεμιστοκλῆ
καὶ σύγκρινε τὶς δικές του πράξεις μὲ τὶς πράξεις ἐκείνου, ὁ Θεμιστοκλῆς τοῦ
εἶπε ἕνα μύθο: «Κάποτε φιλονίκησε μὲ τὴ γιορτὴ ἡ ἀκόλουθή της μέρα καὶ τῆς
ἔλεγε “ἐσὺ ὅταν ἔρχεσαι, μᾶς φέρνεις ἀναστάτωση καὶ κόπους, ἐνῶ κατὰ τὴ
διάρκεια τὴ δική μου οἱ ἄνθρωποι χαίρονται τὰ ὅσα ἔχουν ἑτοιμάσει καὶ ζοῦν
ἥσυχα.,, Σ’ αὐτὰ ἡ γιορτὴ ἀπάντησε: «ἀλήθεια λές· μά, ἄν δὲν εἶχα γίνει ἐγώ,
ἐσὺ δὲ θὰ ὑπῆρχες. Καὶ λοιπόν, γιὰ νὰ ἔρθωμε καὶ στὰ δικά μας, ἂν τότε δὲν εἶχα
γίνει ἐγώ, ποῦ θὰ ἤσαστε τώρα ἐσεῖς;» 7 Καὶ γιὰ τὸ γιό του ποὺ ἔκανε τὴ
μητέρα του ὅπως ἤθελε καὶ ἐξαιτίας ἐκείνης εἶχε πάρει τὸν ἀέρα καὶ τοῦ ἴδιου,
ἀστειευόταν καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ γιός του εἶχε περισσότερη δύναμη ἀπ’ ὅλους τοὺς
Ἕλληνες, γιατὶ τοὺς Ἕλληνες τοὺς κυβερνοῦν οἱ Ἀθηναῖοι, τοὺς Ἀθηναίους αὐτός,
αὐτὸν ἡ γυναίκα του καὶ τὴ γυναίκα του ὁ γιός τους. 8 Καὶ
πάλι, ἐπειδὴ ἤθελε σὲ ὅλα νὰ ξεχωρίζη ὅταν πουλοῦσε κανένα χτῆμα, ἔδινε
παραγγελία νὰ διαλαλήσουν πὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔχει καὶ καλὸ γείτονα. 9 Ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ ζητοῦσαν τὴ θυγατέρα του σὲ γάμο προτίμησε τὸν πιὸ φρόνιμο καὶ ὄχι
τὸν πιὸ πλούσιο καὶ ἔλεγε ὅτι ζητεῖ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα καὶ ὄχι
χρήματα ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο. Τέτοιος ἦταν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὅπως
δείχνεται σ’ αὐτὰ τὰ σοφά του λόγια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου