Απόσπασμα από τον «Προφητικό»
Κ.Ν.Λ. Α΄ Τεύχος, σελ. 413)
της
Αναστασία Ραβδά
Ο Προφήτης
Η υπόθεση του «Προφητικού»
Ο «Προφητικός» είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97. Μέσα στην Πύλο πριν από την Άλωση, σε ώρα που η παρουσία του εχθρού έχει πια γίνει οριστικά αισθητή ο λαός, χαροκόπος ανέμελος, γιορτάζει. Ο ποιητής περιγράφει το πολύχρωμο πλήθος. Δοσμένοι όλοι στο γλεντοκόπι, από το βασιλιά ίσαμε τον έσχατο υπήκοο, μήτε νιώθαν μήτε θέλουν να νιώσουν τον κίνδυνο για το κράτος και πως η πολιτεία τρίζει συθέμελα και δε θ' αργήσει να σωριαστεί σε αξιοθρήνητα ρημάδια.
Την ώρα εκείνη ένας μαντατοφόρος φωνάζει λαχανιασμένος στο βασιλιά, πως οι φάροι δίνουν την είδηση της παρουσίας του αντίμαχου. Ο «ρηγάρχης» σύμβολο της εξαθλίωσης, δεν εννοεί με κανένα τρόπο να διακόψει το γλεντοκόπι του. Δίνει διαταγή να σβήσουν τις φωτιές του πολέμου και να παραδοθούν αμέριμνοι στην ευτυχία τους. Οι Βενετοί και οι Πράσινοι τραγουδούν. Υμνούν το βασιλιά, δοξολογούν την ομορφιά, και το πλούτος της Πόλης, όπως στους παλιούς καιρούς. Μα δεν προφτάνει να ξεψυχήσει το τραγούδι τους και ένας άλλος, «μαύρος ύμνος», σα μοιρολόι και σαν κατάρα, ξεσπάει. Είναι ο ύμνος των Ακριτών που ανάμεσα του ξετυλίγεται όλη η φοβερή κατάντια, όλη η δυστυχία και η συμφορά της Ρωμιοσύνης. Ο προφήτης, στεκάμενος ανάμεσα σε τούτη την ανθρωποσύναξη, μιλεί τελευταίος. Με λόγια παραστατικά προοιωνίζεται το τέλος· περιγράφει την κατάπτωση και την αθλιότητα. Μα και δίνει συνάμα την ελπίδα. Κι είναι τα λόγια του τα στερνά, τα λόγια που βγαίνουν βαρυσήμαντα από το στόμα του καθώς οραματίζεται τα μελλούμενα.
Την ώρα εκείνη ένας μαντατοφόρος φωνάζει λαχανιασμένος στο βασιλιά, πως οι φάροι δίνουν την είδηση της παρουσίας του αντίμαχου. Ο «ρηγάρχης» σύμβολο της εξαθλίωσης, δεν εννοεί με κανένα τρόπο να διακόψει το γλεντοκόπι του. Δίνει διαταγή να σβήσουν τις φωτιές του πολέμου και να παραδοθούν αμέριμνοι στην ευτυχία τους. Οι Βενετοί και οι Πράσινοι τραγουδούν. Υμνούν το βασιλιά, δοξολογούν την ομορφιά, και το πλούτος της Πόλης, όπως στους παλιούς καιρούς. Μα δεν προφτάνει να ξεψυχήσει το τραγούδι τους και ένας άλλος, «μαύρος ύμνος», σα μοιρολόι και σαν κατάρα, ξεσπάει. Είναι ο ύμνος των Ακριτών που ανάμεσα του ξετυλίγεται όλη η φοβερή κατάντια, όλη η δυστυχία και η συμφορά της Ρωμιοσύνης. Ο προφήτης, στεκάμενος ανάμεσα σε τούτη την ανθρωποσύναξη, μιλεί τελευταίος. Με λόγια παραστατικά προοιωνίζεται το τέλος· περιγράφει την κατάπτωση και την αθλιότητα. Μα και δίνει συνάμα την ελπίδα. Κι είναι τα λόγια του τα στερνά, τα λόγια που βγαίνουν βαρυσήμαντα από το στόμα του καθώς οραματίζεται τα μελλούμενα.
Δύο σχόλια σχετικά με τον Προφητικό λόγο
«Ο ξεπεσμός της Ελλάδας είναι της ψυχής ξεπεσμός, είναι ο ηθικός αφανισμός του Γένους. Αυτόν κλαίει ο ποιητής. Από το προφητικό του ύψος μπορεί να δει, με μιας ολάκερη την κατηφορική γραμμή, που τελικά οδηγεί στο χειρότερο. Ήταν η εποχή του 1897. Όσοι μιλούσαν για την αρχαία δόξα, κούφια λόγια λέγανε μονάχα. «Νάνοι ήταν και αρλεκίνοι». Μονάχα ο ποιητής είχε γίνει ένα με τη συνείδηση της φυλής του, με τη συνείδηση της ιστορίας και ήξερε να τοποθετήσει την αξία της μέσα στον πνευματικό του κόσμο, βαθύ και ολοκληρωμένο. Το πνευματικό ύψος το παίρνουν οι οδυρμοί του από τη συνείδηση της αμαρτίας - «Ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα» - φωνάζει ο ποιητής - και από τη συναίσθηση, πως ο ξεπεσμός της είναι δικαιοσύνη. Μα είναι και ιερή η αποστολή της ελληνικής φυλής και από ό,τι έδωσε και από ό,τι μπορεί να δώσει σε ανθρώπινες αξίες. Για τον ποιητή μας η ιστορία είναι κάτι απόλυτα άξιο και κάτι απόλυτα άξιο
μέσα σ' αυτήν είναι η Ελλάδα. Μόνο έτσι εξηγείται, μετά το κατέβασμα ως στερνό σκαλί, μετά τα περιγελά και τον αφανισμό της ακόμα, πως βρίσκει μέσα του τη δύναμη ο ποιητής να ελπίσει και ο προφήτης να πιστέψει, πως η δικαίωση μετά την κάθαρση θα 'ρθει, και πως εκεί που κείτεται η ψυχή στο στερνό σκαλί του Κακού τη σκάλα, ξάφνου θα φυτρώσουν τα φτερά της ξανά και θ' ανέβει στο ύψος, όπου ήταν της μοίρας της να υπάρχει.
Κ. Τσάτσος
Το περιεχόμενο του κειμένου είναι πατριωτικό με αλληγορικές και ιστορικές αναφορές. Ο «Προφητικός», που από μερικούς θεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μονο και μονο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με του γένους μας την ιστορία και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σ' αυτόν. Τη θέση του κατέχει ο Προφήτης, ο ποιητής που γίνεται προφήτης. Από την άποψη της ελληνικής ιδέας της εκφρασμένης μέσα στον «Δωδεκάλογο» ο λόγος τούτος έχει καίρια σημασία. Είναι μια δήλωση βροντόφωνη της πίστης του Παλαμά στην ανεξάντλητη ζωντάνια της φυλής, στην ικανότητα της να ξαναγεννιέται και να σηκώνεται ατράνταχτη ύστερ' απ' όλους τους ξεπεσμούς.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
Ο 8ος Λόγος ο «Προφητικός»
(*Στο σχολικό βιβλίο παρατίθεται μόνο οι στίχοι με την μεγαλύτερη γραμματοσειρά)
Μέσ' στις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θάρθη κι η ώρα,
και θα πέσης, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμα της θα σαλπίση
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θάρθη κι η ώρα· εσένα είταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου- γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίση.
Και θα σβύσης καθώς σβύνουνε λιβάδια
από μάϊσσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια σταχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή
της χυτής σου της φωτιάς το θαμα·
και στο κάστρο σου σπρωγμέν' η Ανατολή
λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα,
κι ορθός κι άσειστος της δύναμης σου ο κάβος·
λιγισμένοι κι άσειστος της δύναμης σου ο κάβος·
λιγισμένοι ομπρός σου
να κι ο Τούρκος, να κι ο Φράγκος, να κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! Τι μοίρα!
Καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου·
στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! Τι μοίρα!
Μόνη σου θα πέσης να καής,
τρισαπελπισμένη της ζωής.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν
με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και ταγόρια σου τ' αγνά θα τα μολέψουν
με ταγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανα σου θα στα κλέψουν
οι ζητιάνοι.
Χώρα τρισκαταρατη, απ’ τ’ ύψη
σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώση δε θα σκύψη
του θανάτου το στερνό φιλί.
Και στο πέρασμα σου θα βροντήξη
κι ένα μυρολόϊ σου θα ουρλιάση,
και το μοιρολόι σου θα το πνίξη
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα
θα φούντωση απ' τα χαλάσματα σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ' εσέ και ξένη,
κι άς την έχεις με το γάλα σου ποτίσει,
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει μια μία βρύση.
Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία
κολασμένη από την αρμαρτία,
νεκρή αφίνοντας εσένα
θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάμπως να είναι πουλημένη σε διαμόνους
θα σπαράζη και θα πλέη μέσ' στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι μέσα στάδεια,
μέσ' στην άβυσσο μια βάρκα ·
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνη σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνη
σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.
Και θα ζης ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα μαυρολογάς, των ξεπεσμών
ω Ψυχή και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
δε θα βγη ναναπαυτή·
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνη.
Κι όπου πάη κι όπου σταθή
σε κορμί χειρότερο θα μπαίνη.
Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα
Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξη πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, σταπρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγη,
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σά θρεμμένο απ' το δικό σου αίμα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαμμα, ένα ψέμα,
ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
Ο δικέφαλος αϊτός σου να! μακριά
μακριά πέταξε με τάξια και με τ' άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά
την κορώνα φέρνει και κρατά
-και τα νύχια του είν' αρπάγια-
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά
και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα μέσ' στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! Θα σέρνεται μπροστά
σε μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ' όλα σου θα ζη τα χαμηλά,
με καμιά σου δε θα ζη μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του οι ευνούχοι.
Και θα φύγης κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θαβρη το κορμί μια σπιθαμή
μέσ' στη γη για να την κάμη μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνη το ψοφήμι,
να το φάνε τα σκυλλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθή
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώση μιάν αυγή,
και να σε καλέση ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θακούσης τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθής της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μη έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλίσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθής να σου φυτρώνουν, ω χαρά !
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Είδος
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» είναι ένα συνθετικό μακρόπνοο λυρικό ποίημα, με αλληγορικά στοιχεία που αποτελείται από 12 λόγους. (Ο «Προφητικός» είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899 την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του 1897. Το προς πραγμάτευση κείμενο περιλαμβάνει τους στίχους 363-378 και 469-493 (τέλος).
Το ποίημα ανήκει στο Παρνασσικό κίνημα. (Παρνασσισμός: ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860 και κυριάρχησε ως το τέλος του 19ου αι. Αναζήτησε την ποιητική έμπνευση στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και επιδίωξε την αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων και την άψογη μορφική επεξεργασία του στίχου.
Ο τίτλος
Ο «Προφητικός» που από μερικούς θεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μόνο και μόνο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με το γένος μας, την ιστορία και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σε αυτόν, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου. Η επινόηση του Γύφτου-Προφήτη αποτελεί ένα ουσιώδες τέχνασμα κι έτσι μιλεί ο ποιητής για τα μελλούμενα με τρόπο απλό, θετικό και αποκαλυπτικό. (Ο Γύφτος συμβολίζει την αδούλωτη ψυχή, γκρεμίζει το σάπιο, χτίζει το καινούργιο, βγάζει την πατρίδα από τη διαφθορά και την ταπείνωση, την οδηγεί στη λύτρωση και στην αναγέννηση.)
Το θέμα
Το θέμα των δυο αποσπασμάτων είναι η προφητεία του ποιητή-προφήτη του Δωδεκάλογου για την πτώση και στη συνέχεια για την αναγέννηση του Ελληνισμού (ο ποιητής κάνει λόγο αλληγορικά για το Βυζάντιο, όμως εννοεί τον Ελληνισμό του καιρού του μετά την ήττα του 1897).
Ενότητες
Το κείμενο του σχολικού βιβλίου αποτελείται από δύο αποσπάσματα- ενότητες αντίστοιχες της ψυχικής διάθεσης του ποιητή.
1η στ. 1-24: Η πτώση της χώρας
2η στ. 25-41: Η αναγέννησης του Ελληνισμού
Περιεχόμενο επιμέρους ενοτήτων - σκηνών
1η Ενότητα : στίχος 1 -24
στ.1 Μες τις παινεμένες, χώρες, Χώρα
στ.2 παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα
· Ο ποιητής στην πρώτη ενότητα παίρνει το ρόλο του προφήτη και προλέγει την πτώση της χώρας.
· Ο πρώτος χαρακτηρισμός της χώρας, είναι «παινεμένη μες τις παινεμένες», ξεχωρίζει ανάμεσα στις ξεχωριστές λόγω της δύναμης και της δόξας της που κάνει ποιητές, ιστορικούς και ολόκληρους λαούς να την τραγουδούν και να της πλέκουν ύμνους και εγκώμια.
στ.3 και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
στ.4 το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
στ.5 σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση
· Ο ποιητής, μέσω του Γύφτου - προφήτη, απευθύνεται σε β ' πρόσωπο στη Χώρα.
· Προφητεύει το γκρέμισμα και τη συντριβή της αυτοκρατορίας, τη δύση της στο πολιτικό στερέωμα, τη διάσπαση, τη διάλυση, τον αφανισμό της.
· Η Φήμη προσωποποιημένη, θα σαλπίσει το στέρνο σάλπισμα. Το ιστορικό γεγονός της Άλωσης θα έχει οικουμενική απήχηση (στ. 5).
στ.6 Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
· Παρόλο το μέγεθος (πολιτιστικό, ιστορικό, πολιτικό κ.λπ) η χώρα θα κατερρέυσει
στ.7 Θα' ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
στ.8 σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση
στ.9 σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις όμως
στ.10 το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
· Σαν τον ήλιο που κάνει το καθημερινό του ταξίδι και λάμπει, έτσι και η χώρα έλαμψε, όμως η «δύση» της θα είναι οριστική. (Αναφέρεται στην εδαφική έκταση της αυτοκρατορίας, στην πολιτική της επιρροή και στην πολιτιστική της ακτινοβολία. Όλα αυτά θα αφανιστούν).
· Η ιστορική πορεία της χώρας παρομοιάζεται με την τροχιά του ήλιου και η καταστροφή της (ήττα 1897) με τη δύση του μόνο που η πρώτη είναι αμετάκλητη.
στ.11 Και θα σβήσεις καθώς σβήσανε λιβάδια
στ.12 από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
στ.13 πιο αλαφρά του πειρασμού σου τα σημάδια
στ.14 κι από τις δροσοσταλαματιές·
· Τα ίχνη της χώρας σχεδόν θ' εξαφανιστούν.
· Ο ποιητής - προφήτης απευθύνεται στη χώρα : «θα χαθείς από το πρόσωπο της γης σαν ένα ανυπόστατο δημιούργημα χωρίς υλικά θεμέλια, όπως είναι τα έργα των μαγισσών και το πέρασμα σου δε θα αφήσει ιστορικά ίχνη.
· Οι μάγισσες και οι γητείες είναι εκείνο το λαϊκό παραμύθι, που πλάστηκε μετά την Άλωση του 1453. Αυτό μαζί με τους πόθους των Ελλήνων και τις διάφορες δοξασίες τους δημιούργησε το μύθο για την εθνική αποκατάσταση και κατόπιν την Μεγάλη Ιδέα. Πιστεύοντας σ' αυτήν ο λαός, άκριτα και συναισθηματικά, με ένθερμο πατριωτισμό αλλά και με μύρια λάθη οδηγήθηκε σε διεκδικήσεις που οι ιστορικές συγκυρίες δε θα επέτρεπαν να πραγματοποιηθούν από την τότε Ελληνική πολιτεία. Κι ήλθε η αποτυχία και ο μέγας εθνικός και οικονομικός κίνδυνος για τους Έλληνες.
· Ίχνος αδιόρατο λοιπόν δε θ' απομείνει απ' αυτήν τη Χώρα.
· Η σύγκριση των στοιχείων που αφήνει η καταρρέουσα πολιτεία Βυζαντινή ή το νέο κράτος, με τα σημάδια που αφήνουν οι δροσοσταλαματιές εντείνει την εικόνα του ολοκληρωτικού αφανισμού της.
στ.15 θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια στ' αγνά βράδια
στ.16 και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
· Ο θρήνος: η έννοια του θρήνου αποδίδεται και με την επανάληψη του κλάματος στις λέξεις κλαίνε και κλαψοπούλια. Τα πουλιά της δυστυχίας θα θρηνούν το χαμό της Πολιτείας τα βράδια με την υποβλητική ατμόσφαιρα, «στ’ αχνά βράδια».
· Οι «κλαίουσες» ιτιές θα σκύβουν και θα οδύρονται πάνω στα μνήματα (των ηρωικών ανθρώπων που την έχτισαν), που είναι ο τόπος της διάλυσης και της αποσύνθεσης.
στ.17 Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί.
στ.18 ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
στ.19 και δε θα 'βρει το κορμί μια σπιθαμή
στ.20 μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
· Η απελπισία του ποιητή: η ψυχή προσωποποιημένη θα φύγει από το σάπιο κορμί. Το πνεύμα του ελληνισμού θα εγκαταλείψει το διαλυμένο κράτος.
· Παραδαρμένη, παιδεμένη κατατυρρανισμένη από την αμαρτία, το κρίμα.
· Χρησιμοποιεί τη λέξη ψυχή (με την ηθικοθρησκευτική της χροιά) για να δηλώσει τα αμαρτήματα, τα σφάλματα
· Θα κρατήσει μόνο χαλάσματα, ένα άδειο κουφάρι στις μνήμες των επερχόμενων γενιών.
· Η σήψη του Βυζαντίου, ο κούφιος και ξεπασμένος
μεγαλοϊδεατισμός γίνονται αντικείμενα σαρκασμού.
στ.21 κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
στ.22 να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
στ.23 ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
στ.24 κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστεί.
· Επαναλαμβάνεται η έννοια της ιστορικής αφάνειας. (Πρώτη αναφορά: στ. 11-14).
· Φρίκη αποπνέει η συνέχεια της προφητικής εικόνας: το σώμα της πολιτείας παρομοιάζεται με το κορμί που θα μείνει άταφο, ένα ψοφίμι να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά. Πουθενά στη Γη, στο χρόνο, στην ιστορία δε θα βρεθεί μια σπιθαμή για το ανάξιο πλάσμα.
· Η απογοήτευση και η απόγνωση οδηγούν πιο βαθιά τον ποιητή σ' αυτό το τραγικό παιχνίδι της ιστορίας. Ο Καιρός θα βαστά τη μνήμη κάποιου πανάθλιου σκελετού.
2η Ενότητα : στίχοι 25-41
στ. 25 Όσο να σε λυπηθεί
στ. 26 της αγάπης ο Θεός,
στ. 27 και να ξημερώσει μιαν αυγή,
στ. 28 και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
στ. 29 ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
στ. 30 Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
στ. 31 θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
· Στο τέλος του λόγου κάποιο φως αρχίζει να χαράζει.
· Ο ποιητής οραματίζεται ένα καινούργιου κόσμο και περιμένει έναν ουρανόσταλτο λυτρωτή, που θα 'φερνε τη χώρα προς το καλύτερο, προς το ηρωικότερο κι υψηλότερο.
· Εδώ ξεπροβάλλει και η Ελλάδα που θα τη λυπηθεί ο Θεός και θα τη λυτρώσει από τα παλιά της κρίματα και αμαρτίες.
· Συνεχίζει, ο ποιητής, με όρους θρησκευτικούς (λυτρωμός, ψυχή, κρίμα)
· Η παραδαρμένη ψυχή θα είναι κυβερνημένη ξανά κι αλαφρή.
· Αμαρτωλή είναι η χώρα όχι γιατί βγήκε από το δρόμο του Θεού, αλλά γιατί μόλεψε τις θετικές αξίες της ακμής της, παραγνώρισε τη σημασία της αποστολής της και ποδοπάτησε την αρετή. Οι κάμψεις και οι πτώσεις των πολιτισμών και η παρακμή των εθνών προέρχονται από την περιφρόνηση των ζωτικών στοιχείων της συντήρησης τους. Ο ποιητής δεν αποβλέπει παρά στην αναγέννηση της αληθινής εθνικής ιδέας που είναι πάντα ο σκελετός των εθνοτήτων.
στ.32 και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
· Κι έτσι με νέα πνοή θα σαλέψει και θα αποκτήσει υλική και ιστορική υπόσταση αυτή η Ψυχή, το πνεύμα το ελληνικό
στ.33 θα σαλέψεις σαν τη χλόη σαν το πουλί,
στ.34 σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
· Θα λειτουργήσει όπως και τα φυσικά πλάσματα: χλόη που
ξαναφυτρώνει ως αρχή νέας ζωής, και το σάλεμα της είναι πουλί που θα αναπτερωθεί και θα ξαναπετάξει σαν θαλασσινό κύμα (που δείχνει την ορμή, την αναγεννητική προσπάθεια, δυναμική κι απέραντη).
στ.35 και μη έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
στ.36 να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στ.37 στου κακού τη σκάλα. –
· Αφού οδηγηθείς στο έσχατο σημείο…
στ.38 για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
στ.39 θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά !
στ.40 τα φτερά
στ.41 τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα.
· … θα κληθείς Ψυχή - Πατρίδα, να ανέβεις ψηλά και τότε θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν φτερά δημιουργίας, δόξας, αρετής, αξιοπρέπειας.
· Ο «Προφητικός τελειώνει με μιαν αναστάσιμη αναμονή. Η
ανάσταση που προσδοκά θα είναι μια σύνθεση από τα στοιχεία της ακμής που ενυπάρχουν στον Βυζαντινό κόσμο. Ο τελευταίος στίχος του Προφητικού αποτελεί μιαν ομολογία πίστεως του Ποιητή προς την παλαιότερη ακμή του Βυζαντινού κόσμου: τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα. Αναγνωρίζει την αναγεννητική δύναμη των παλαιών αξιών αν αφομοιωθούν δημιουργικά.
· Τα ιστορικά δεδομένα απ' όπου ξεκινά ο Ποιητής για τη δέηση και τη λύση του δράματος του είναι η αμαρτία της φυλής και η εξαγορά της αμαρτίας με τα μαρτύρια του Γένους, απ' όπου θα προέλθει η κάθαρση. Η πεποίθηση των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων της Αλώσεως Ελλήνων είναι ότι η συντριβή του Γένους έγινε «δια τας αμαρτίας ημών».
Η Εποχή
· Είναι εμφανές ότι η ήττα των Ελλήνων από τους Οθωμανούς το 1897 δημιούργησε πολιτικό κλίμα τέτοιο που υπήρξε καθοριστικό για την ποιητική διάθεση και την ακόλουθη ποιητική παραγωγή. Η τέχνη- μήνυμα- καταγγελία- "κατηγορώ" - έχει σαφείς και προσδιορισμένους αποδέκτες τους ιθύνοντες και στόχο την
εγκληματική τους ανευθυνότητα.
Πρόθεση του ποιητή
· είναι να καταγγείλει αυτή την ανευθυνότητα, να πάρει θέση, να δηλώσει τη δυσαρέσκεια του. Το απόσπασμα από το Δωδεκάλογο παρά τη χρονική μετατόπιση στο παρελθόν και σε κακά άλλων εποχών, παρά την καλυμμένη ή μασκαρεμένη εποχή, παρά την ευρηματική απαίτηση ενός Θεού τιμωρού, προδίδει την κραυγή της αγωνίας του ποιητή για τη δική του εποχή.
· Ο Παλαμάς έρχεται με το στίχο του να ξεσηκώσει και να αφυπνίσει τις εφησυχασμένες και ναρκωμένες συνειδήσεις, να τιμωρήσει και να γιατρέψει.
Ο Λυτρωμός
Στο κέντρο του ποιητικού αποσπάσματος του Δωδεκάλογου είναι «η Ψυχή η παραδαρμένη από το κρίμα». Κατάληξη της:
να την λυπηθεί της αγάπης ο Θεός
να την καλέσει ο λυτρωμός
να γδυθεί της αμαρτίας το ντύμα...
Η ασυδοσία, η διαφθορά, η κοινωνική αθλιότητα, η ιδιοτέλεια, το συμφέρον, η προδοσία, ονοματίζονται "αμαρτία", "κρίμα", "κακά".
Απέναντι τους ο "Θεός", ο "λυτρωμός", η "ελπίδα", η "ψυχή". Όλα δηλώνουν το βαθμό κατάπτωσης, ώστε ο θάνατος να απομένει ως μέσο και η ανάσταση ως λύση, με τη βοήθεια του Θεού, του σπλαχνικού και μοναδικού, στην περίπτωση, ικανού να μας βγάλει από το αδιέξοδο.
Η κάθοδος στον Άδη και το πέρασμα της Ψυχής από το Καθαρτήριο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελλοντική ανάκαμψη.
Συναισθήματα
· Στην πρώτη ενότητα (στ. 1-24) κυριαρχεί ο πόνος, η πίκρα χωρίς να χάνει ο πρωταγωνιστής Γύφτος-ποιητής την αξιοπρέπεια και το κύρος του.
· Ο λυρισμός μειώνει την οδύνη που την αισθητοποιούν οι εικόνες ως σύμβολα.
· Η ψυχική διάθεση του ποιητή φαίνεται από την ανισότητα των στροφών σχετικά με το διαφορετικό αριθμό στίχων, την ποικιλία στην ομοιοκαταληξία και την αλλαγή στη σειρά των ιστορικών στοιχείων.
· Στη δεύτερη ενότητα (στ. 25-41) ο ποιητής δηλώνει αυθόρμητα τη χαρά του στον προτελευταίο (στ. 40) στίχο.
· Η προοδευτικά ανοδική πορεία από τα βάθη του κακού, αρχίζει με την αγάπη. Η αγάπη φέρνει το φως, ο λαός αναπτερώνεται, η Πατρίδα ανασταίνεται.
Στοιχεία Τεχνικής
°Μονόλογος που αποδίδεται ως διάλογος (β ενικό πρόσωπο) με την προσωποποιημένη χώρα
Μάλιστα ξεκινά με προσφώνηση προς τη Χώρα.
° Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη
° Ο ποιητής χρησιμοποιεί την τεχνική της «αναδρομικής» προφητείας: ο ίδιος τοποθετείται στο παρελθόν και παίζει το ρόλο του προφήτη-ποιητή, προφητεύοντας δήθεν ως μελλούμενα όσα έχουν ήδη συμβεί ως την εποχή του. Προφητεύει, όμως και όσα προβλέπει σαν πραγματικός προφήτης ότι θα συμβούν στο πραγματικό μέλλον ή όσα θα ήθελε να συμβούν.
° Περιγραφή
Εκφραστικοί τρόποι – μέσα
Ενότητα 1η: στ. 1-24
Γλώσσα: Δημοτική με καθαρότητα χωρίς ιδιωματισμούς
Ύφος: Ηχηρό εντυπωσιακό.
1η Ενότητα
Μεταφορές «Θα σβήσεις».
Εικόνες (οπτικές και ηχητικές)
· Η Φήμη που σαλπίζει το τελευταίο σάλπισμα.
· Το κτίσμα που γίνεται συντρίμμια.
· Η πολιτεία που χάνεται, όπως χάνονται μαγεμένα λιβάδια από τις μάγισσες στα παραμύθια.
· Την πολιτεία θα την κλαίνε τα πουλιά τα βράδια, οι ιτιές θα γέρνουν θρηνητικά.
· Το πτώμα της πολιτείας θα μείνει άθαφτο, λεία για τα σκυλιά και τα ερπετά.
· Στην έντονη παραστατικότητα των εικόνων συντελούν τα ρήματα.
Παρομοιώσεις
· Η ιστορική πορεία της Χώρας σαν τη τροχιά του ήλιου και η καταστροφή της σαν τη δύση του.
· Ο αφανισμός της Χώρας παρομοιάζεται με τα υπέροχα λιβάδια που εξαφανίζονται σαν τα μάγια, σαν πλάσματα της φαντασίας που είναι, σαν έργα μαγισσών.
· Ίχνος αδιόρατο θ' απομείνει απ' αυτήν, πιο ισχνό και από το σημάδι μιας δροσοσταλίδας.
· Σαν ψοφίμι θα αδικοχαθεί και σαν σκέλεθρο θα μείνει στη μνήμη του καιρού.
Προσωποποιήσεις
Προσωποποιούνται η Χώρα, η Φήμη, η Ψυχή της πολιτείας κι ο Καιρός που απομένει, ο χρόνος που αέναα κυλάει στο άπειρο.
Χιαστό
Η πρώτη αποστροφή προς τη Χώρα είναι περίτεχνη καθώς
κατασκευάζεται με τρία σχήματα: το χιαστό, την επαναστροφή, τον κύκλο: «Μες στις παινεμένες, Χώρα παινεμένη»...
(χιαστό σχήμα: α-β, β-α)
Επαναλήψεις
στ. 2 και 7 «θα 'ρθει κι ώρα»
στ. 5 και 6 «σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση»
στ. 11 «και θα σβήσεις καθώς σβήνονται λιβάδια» (ηχοποιητική εικόνα με την επανάληψη του σβ).
Υποβάλλει την αίσθηση του μάταιου, αλλά χωρίς διάρκεια και υπομονή). Ο Ενεστώτας είναι επαναληπτικός
Παρήχηση του σ: «στερνό σάλπισμα» «σαλπίσει»
Υπερβατό
στ.3-4 «... η Φήμη .... θα σαπλίσει»: Η Φήμη θα σαλπίσει το στερνό της σάλπισμα (αναγκαίο για νοηματικούς - εμφατικούς, μετρικούς λόγους).
2η Ενότητα
Μεταφορές: «Θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα».
Εικόνες
Η πρώτη δημιουργείται με το ρήμα «θα σαλέψεις» που συνοδεύεται από τέσσερις διαφορετικές παρομοιώσεις.
Στ. 34-36 «Θα σαλέψεις σαν το χλόη, σαν το πουλί, σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα», η δεύτερη είναι η εικόνα της ψυχής με τα μεγάλα φτερά, μια εικόνα ανάστασης που έρχεται σε έντονη αντίθεση με την προηγούμενη κατάσταση της ψυχής. Η αντίθεση αυτή εκφράζει πιστά το νόημα, την ιδέα του ποιητή.
Στ. 39-41 «θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά !
τα φτερά/τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα»
Η εικόνα της Ψυχής που σαν γυναίκα θα ντυθεί το «ντύμα της αμαρτίας» και μετά η άλλη κατά την οποία θα «σαλέψει», και Τρίτη κατόπιν, αυτή που η Ψυχή βγάζει φτερά και ανασταίνεται. Αυτό το εικονικό τρίπτυχο - νόημα της ανάστασης συνιστά αντίθεση στις προηγούμενες εικόνες - νοήματα της καταστροφής. Η νίκη του νέου ελληνισμού θα ξημερώσει και θα πετάξει πάνω από τα συντρίμμια να στήσει μια νέα πατρίδα με Ψυχή αναβαπτισμένη απαλλαγμένη από τα παλιά της κρίματα.
Παρομοιώσεις
στ. 33-34 «θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί.
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
Η συσσώρευση των παρομοιώσεων με το ασύνδετο σχήμα αποδίδει πολύ εκφραστικά την εσωτερική ταραχή και συγκίνηση του προφήτη από το όραμα της νεκρανάστασης. Είναι αξιοπρόσεκτο πως διαφοροποιείται η ποιότητα της κίνησης από παρομοίωση σε παρομοίωση και η τρυφερότητα που εκφράζουν αυτές οι κινήσεις όπως δίνεται αρχικά στη χλόη και καταλήγει στο βίαιο σάλεμα του κύματος.
Προσωποποιήσεις
στ. 27: «και να σε καλέσει ο λυτρωμός»
Προσωποποιείται ο λυτρωμός
Στ. 28: «ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα»
Προσωποποιείται η ψυχή
στ. 37: «στου Κακού τη σκάλα»
Προσωποποιείται το κακό
Επανάληψη - Παρήχηση
στ. 39-41 «θα αιστανθείς να σου φυτρώνου, ως χαρά !!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Παρατηρούμε επίσης παρήχηση του φ στις λέξεις : «φυτρώνουν», «φτερά», «φτερά».
Μέτρο
Ο τροχαϊκός στίχος είναι ελεύθερος και απειθάρχητος (δεν έχει σταθερό αριθμό συλλαβών), οι στροφές δεν έχουν σταθερό αριθμό στίχων.
Ερωτήσεις Εργασίες
1. Στο πρώτο απόσπασμα (πρώτη ενότητα), στ. 1-24, η προφητεία για τον αφανισμό της χώρας κλιμακώνεται σε τρεις φάσεις. Τιτλοφορώντας αυτές τις φάσεις να εντοπίσετε τα αντίστοιχα ρήματα και τα άλλα στοιχεία που τις εκφράζουν. Να επισημάνετε τα στοιχεία που υποδηλώνουν αυτή την κλιμάκωση
2. Για την παρουσίαση της δεύτερης ρήσης της προφητείας (στ.11-16), ποια εκφραστικά μέσα και άλλα στοιχεία επιλέγει ο ποιητής;
3. Ποιο το νόημα των στίχων 23-24 και με το νόημα ποιων
προηγούμενων στίχων σχετίζεται;
4. Ποιος είναι ο λειτουργικός ρόλος του στίχου 25; Σε ποιο σημείο της πορείας της Ψυχής έδειξε ο Θεός την ευσπλαχνία του;
5. Πώς λειτουργούν οι στίχοι 18-29, που έχουν το ίδιο περιεχόμενο;
6. Να σχολιάσετε τον τρόπο με τον οποίο προφητεύει ο ποιητής την αρχή της αναγέννησης της Ψυχής (της Ελλάδας) στους στίχους 33-34.
7. Να επισημάνετε την αντίθεση που υπάρχει στους στίχους 35-41 και να εντοπίσετε τις λέξεις καθώς και τα σχήματα λόγου που την εκφράζουν.
8. Θεωρείτε επίκαιρες τις παρατηρήσεις προφητείες του Παλαμά;
9. Ποιο είναι το όραμα των Ελλήνων σήμερα αναφορικά με το β΄μέρος του αποσπάσματος;
Παράλληλα κείμενα
Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Ι
«Κι απάνου απ’ όλες τις πατρίδες
δόξα σ’ εσένα ιδεατή
κορφή, υπερούσια Πολιτεία
της μουσικής μου κόρη εσύ!
Πίνει το γάλα σου ο πολίτης
και υπάκοος μ’ εσένα ζη,
κ’ ελεύτερος με την ψυχή του,
κ’ είν’ η ζωή του αρμονική.»
Να αναπτύξετε το νόημα των παραπάνω στίχων από τον Αναστάσιμο Λόγο (Ι΄) του Δωδεκάλογου, όταν η Πολιτεία έχει αναστηθεί.
Έργο του Δημήτρη Χειρά. «Ο Δουλευτής από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου»:
«Σ' όλα αγνάντια, σ' όλα μέσα
σκύλος, γύφτος λαλητής
παντού σ' όλα ήμουν ο ξένος
και ήμουν ο ξαγναντευτής.»
Να γίνει σύγκριση του ποιήματος «Εστιάδες» με το απόσπασμα
του Παλαμά από τον «Προφητικό».
Εστιάδες
Το ποίημα είναι το τρίτο στη σειρά Ελεγεία και κλείνει τη μοναδική συλλογή του Γρυπάρη Σκαραβαίοι και Τερακότες. Σ' αυτό ο ποιητής εκμεταλλεύεται τη ρωμαϊκή παράδοση για το αμάρτημα των Εστιάδων που από αβουλία άφησαν και έσβησε η ιερή φλόγα, την οποία τάχτηκαν να κρατούν άσβηστη στο βωμό της Θεάς.
Βαθιά άκραχτα1 μεσάνυχτα τρισκότεινοι ουρανοί
παν' απ' την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι2
«Εσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορα3
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί να ν' ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν4 τα μνήματ’ αραχνά5
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν6 μές σε κακό βραχνά,
μην τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.
Μ' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφιλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε,
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.
1 Άκραχτος σιωπηλός, που δεν έχει κράξει (λαλήσει) ο πετεινός.
2 Ασλαλιασμένος ξέφρενος, αναστατωμένος
3 δρομω φορά τρέχω ορμητικά Απαριάζω αφήνω, παρατώ.
4 Απαριάζω αφήνω, παρατώ.Αραχνός αραχνιασμένος
5 Αραχνός αραχνιασμένος σπαρνώ σπαράζω, αναταράζομαι από φόβο.
6 σπαρνώ σπαράζω, αναταράζομαι από φόβο.
Και βλέπουν : με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες,
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες7 τις σεμνές, μα κολασμένες.
Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά8 σαν της δικής μας νιότης!
Μα η Αγια Φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμα ή πυροδότης.
Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! Στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ ' έλπιση δεν έχει μείνει.
Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία εχτός
αν, πριν ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.
Κι αν είν' και πέσει απάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.
Τάχα το θάμα κι έγινε ; Πές μου το να σ' το πω,
σαν την δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται - με το σκοπό της!
7 Εστιάδες ιέρειες στο ναό της Εστίας στην Αρχαία Ρώμη. Ανήκαν σε ευυπόλητες οικογένειες της Ρώμης. Μπαίνοντας στην υπηρεσία της Θεάς αναλάμβανα την υποχρέωση να μείνουν αγνές σε όλη τους τη ζωή και να
φυλάγουν να μη σβήσει η ιερή φωτιά στο ναό. Αν παραμελούσαν το χρέος τους, τις έθαβαν ζωντανές, γιατί πίστευαν ότι το σβήσιμο της φωτιάς προμηνούσε συμφορές για την πόλη.
8 Αραθυμιά αδράνεια, αβουλία
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου