της
Αναστασίας Γεωργούλα*
Μια νύκτα, μιαν βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα
και τότες όνειρον βαρύ είδεν η Αρετούσα.
Εφάνιστή τση να θωρή νέφαλο βουρκωμένο,
Σα να’ το μεσοπέλαγα εις τ’ όνειρό τση εφάνη,
σ’ένα καράβι μοναχή και το τιμόνι πιάνει
κι αντρειεύγετο να βουηθηθή κ’ εκείνη δεν εμπόρει
και τον πνιμό της φανερά στον ύπνο της εθώρει.
Κι εφάνιστή τση κι ο γιαλός εις ποταμός εγίνη,
πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη.
Κι ώρες το κύμα τη βουλά κι ώρες τη φανερώνει
κι ως τα βυζά τση ο ποταμός και παραπάνω σώνει.
Το ξύλο που ’τον στο γιαλό εβούλησεν ομπρός τση,
πως κιντυνεύγει μοναχή τσ’ εφάνη στ’ όνειρό τση
και σκοτεινιάζει ο ουρανός, δεν ξεύρει που να δώση
και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλυτώση,
όντες θωρεί πως ήλαψε στου ποταμού την πλάτη
μια λαμπυρότατη φωτιά κι άθρωπος την εκράτει˙
φωνιάζει της «μη φοβηθής» κ’ εσίμωσε κοντά της
κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει τη και βουηθά της.
Πάει τη σ’ ανάβαθα νερά κι απόκει την αφήνει
κ’εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη.
Κ’ εκεί που πρώτα ο ποταμός ως τα βυζά τη χώνει,
ήφταξεν ως τα γόνατα κι όλο και χαμηλώνει,
μα εφαίνετό τση κ’ ήστεκε, δε θε να πορπατήξη,
δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποια μεριά να ρίξη,
μην ’πα να βρη βαθιά νερά και κιντυνέψη πάλι
κι ως την αυγή παιδεύγεται με τ’ όνειρου τη ζάλη˙
κ’ εφώνιαζε στον ύπνο της κιανείς να τη βουηθήξη,
μην τηνε πάρη ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξη.
(Ερωτόκριτος, Μέρος Δ΄, στ. 49-78)[1]
Στο Δ΄ μέρος του Ερωτόκριτου η Αρετούσα παρουσιάζεται έπειτα από πολλές νύχτες ερωτικής αγρύπνιας και συλλογισμού να «θεάται» ένα όνειρο εφιαλτικό που την αναστατώνει. Συγκεκριμένα, εμφανίζεται «μεσοπέλαγα» μόνη της πάνω σε ένα καράβι, κινδυνεύοντας από πνιγμό, μια να βουλιάζει και μια να βγαίνει στην επιφάνεια. Το όνειρό της είναι ερωτικό με κυρίαρχο μοτίβο τη θάλασσα,[2] όπως και το όνειρο της Ναυσικάς, στο ζ της Οδύσσειας.[3] Όταν πια οι ελπίδες της για σωτηρία είναι ελάχιστες, εμφανίζεται ένας άνθρωπος-σκιά να τη γλιτώσει από βέβαιο πνιγμό:
Σα να ’το μεσοπέλαγα εις τ’ όνειρό τση εφάνη,
σ’ ένα καράβι μοναχή και το τιμόνι πιάνει
κι αντρειεύγετο να βουηθηθή κ’ εκείνη δεν εμπόρει
και τον πνιμό της φανερά στον ύπνο της εθώρει…
Κι ώρες το κύμα τη βουλά κι ώρες τη φανερώνει
κι ως τα βυζά τση ο ποταμός και παραπάνω σώνει…
όντες θώρει πως ήλαψε στου ποταμού την πλάτη
μια λαμπυρότατη φωτιά κι άθρωπος την εκράτει˙
φωνιάζει της «μη φοβηθής» κ’ εσίμωσε κοντά της
κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει τη και βουηθά της.
(Δ΄, 53-56, 59-60, 65-68).
Το όνειρο της Αρετούσας αντικατοπτρίζει την πορεία της ψυχικής της κατάστασης με μια τυπική σκηνική προετοιμασία. Ο εσώτερος ψυχισμός της βρίσκεται σε αναστάτωση, οι σκέψεις της το ίδιο, κι αυτό εικονοποιείται στο όνειρο με ανάλογες εικόνες καιρικής αναστάτωσης, Οι προσωπικοί σκόπελοι της εξωονειρικής της ζωής την ακολουθούν και κατά την ενύπνια δραστηριότητά της, όπου και εδώ το σκηνικό είναι απαράμιλλα αγχωτικό με την πραγματικότητά της. Το όνειρο έπεται από εμπόδια, δοκιμασίες και αγωνιώδεις προσπάθειες να κρατηθεί στη ζωή και να μη βουλιάξει, πράγμα που με όρους της πραγματικότητάς της σημαίνει να εκπληρώσει τον έρωτά της με τον Ερωτόκριτο, με αποτέλεσμα ο «ανάρμοστος» έρωτάς τους να βγει νικητής και κατά συνέπεια να καταρρίψει τα κοινωνικά στεγανά.[4] Με λίγα λόγια, έχουμε μια ταύτιση ονείρου και πραγματικότητας με απώτερο σκοπό του ποιητή να μας κάνει μετόχους στα ενδότερα της Αρετούσας. Ο Κορνάρος, λοιπόν, δανείζεται από την καθημερινότητα το όνειρο και από λαϊκό μέσο «εξιχνίασης» του μέλλοντος, το ανάγει σε έντεχνο ποιητικό λόγο που καθυστερεί μεν την εξωτερική δράση των ηρώων, αποκαλύπτει δε τον εσώτερο ψυχισμό τους. Εσωκλείει όλη την ονειρολογική παιδεία του 16ου αιώνα και σε σχέση με το πρότυπο του έργου του –το Paris et Vienne- επεκτείνει την ονειρική περιγραφή και εμμένει περισσότερο στο θέμα του ονείρου, όπως συμπεραίνει και ο M. Peri.[5]
Όπως γνωρίζουμε και από τον Φρόιντ, ο κόσμος του ύπνου και της εγρήγορσης κατασκευάζουν τον κόσμο του μέλλοντος.[6] Ο Κορνάρος, δηλαδή, δίνοντάς μας την περιγραφή του ονείρου της Αρετούσας και βάζοντας την ονειρευόμενη να εκδηλώνει και να εκφράζει την ανησυχία της για τη σηματοδότηση του ονείρου προσπαθεί, πέρα από την ανάδειξη της προσωπικότητας της ηρωίδας και της γενικότερης πίστης και αποδοχής της εποχής στα όνειρα,[7]ταυτόχρονα να μας προϊδεάσει, εξαπατώντας μας όμως, για το τέλος του έργου. Ενώ, δηλαδή, ως αναγνώστες περιμένουμε να πραγματοποιηθεί το περιεχόμενο του ονείρου και το ζευγάρι να μην έχει αίσια κατάληξη, το όνειρο τελικά δεν πραγματώνεται. Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα[8]με τη χρήση του ονείρου ανατρέπει την πιθανή προσδοκία του αναγνώστη για τη μη ένωση του ζευγαριού-άλλωστε ο ίδιος ο Κορνάρος καλλιέργησε αυτή την προσδοκία- και εκμεταλλεύεται το όνειρο για τη δημιουργία «σασπένς». Παράλληλα, χρησιμοποιεί και τη Φροσύνη ως τη φωνή της λογικής να απαρνείται τον άλογο χαρακτήρα των ονείρων κι αφήνει έτσι τον αναγνώστη να επιλέξει κι ο ίδιος ποια από τις δύο γυναίκες τον εκπροσωπεί όσον αφορά τα όνειρα, η ονειροφοβική Αρετούσα ή η ορθολογίστρια Φροσύνη;
Η εισαγωγή μας στο όνειρο της Αρετούσας γίνεται ως εξής από τον ποιητή:
Μια νύκτα, μια βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα[9]
και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Αρετούσα.
Εφάνιστή τση να θωρή νέφαλο βουρκωμένο,
και μ’ αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένο.
(στ.49-52).
Χρονικά το όνειρο τοποθετείται κοντά στο ξημέρωμα και περιγράφεται από τον ποιητή ως «βαρύ», εφιαλτικό και στενάχωρο. Και στο παρόν έργο έχουμε τη χρήση των ρημάτων «εμφανίζομαι» και «φαίνομαι» που για άλλη μια φορά τονίζουν το μη πραγματικό και καταδεικνύουν το σκηνικό περιβάλλον του ονείρου:
Εφάνιστή τση να θωρή νέφαλο βουρκωμένο,
Σα να ’το μεσοπέλαγα εις τ’όνειρό τση εφάνη,
Κ’ εφάνιστή τση κι ο γιαλός εις ποταμός εγίνη,
πως κιντυνεύγει μοναχή τσ’ εφάνη στ’όνειρό τση
(στ. 51, 53, 57, 62).
Κάθε φορά που ο ποιητής εισάγει ένα νέο στοιχείο διακόσμου-«νέφαλο», «μεσοπέλαγα», «ποταμός», «κίνδυνος»-του ονείρου χρησιμοποιεί τα δύο αυτά ρήματα για να αποδώσει το σκηνικό, αλλά και να δώσει την αίσθηση της ανικανότητας της ανάμνησης για τα περιρρέοντα του ενυπνίου, τον αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη της εγρήγορσης, την «αμοντάριστη», θα λέγαμε, και ελλειπτική φύση των ονείρων. Το «εφανίστη» περιγράφει το απροσδόκητο και το «εφάνη» την αδυναμία ανάκλησης των ενύπνιων εικόνων. Τα ρήματα αυτά σε συνδυασμό και με τη σκιά-σωτήρα της Αρετούσας, υπογραμμίζουν την προσπάθεια του ποιητή να αποδώσει την πραγματική φύση των ονείρων, με την άλογη και αναπάντεχη διαδοχή σκηνών.
Μείζονος σημασίας είναι και η χρήση εκ μέρους του ποιητή ενός αφηγητή παντογνώστη που είναι πότε εξωονειρικός και πότε ενδοονειρικός και μιλά αντί της Αρετούσας, όπως φαίνεται κι από τους εναρκτήριους στίχους του ονείρου, που παρατίθενται στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου. Πιθανώς ο ποιητής αναφέρεται στην ίδια την Αρετούσα που παρουσιάζεται πια ως εξωτερικός παρατηρητής που αυτοθεάται την τύχη της εντός του ονείρου:
και τον πνιγμό της φανερά στον ύπνο της εθώρει
(στ.56)
αλλά και:
κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλυτώση,
(στ. 64),
όπου, ενδεχομένως, έχουμε τη σκέψη της εξωονειρικής Αρετούσας στην οποία υποσυνείδητα τονίζεται η ανάγκη να πέσει σε βαθύτερο ύπνο και να λήξει έτσι το όνειρο, αλλά ταυτόχρονα διαφαίνεται και η ενδοονειρική Αρετούσα η οποία εύχεται, με κάποιο μαγικό τρόπο απώλειας της συνείδησης και μάλλον αβασάνιστα, να φτάσει στη στεριά. Εκείνο που δεν μεταβάλλεται μεταξύ των δύο κόσμων, ύπνου και ξύπνιου, είναι τα συναισθήματα φόβου και αγωνίας της ηρωίδας:
και εφώνιαζε στον ύπνο της κιανείς να τη βουηθήξη
εξύπνησεν η νένα της με τη φωνήν εκείνη
ήτον και το προσκέφαλο τα δάκρυα τση γεμάτο,
όπου εφοβάτο και ήκλαιγε στον ύπνο που εκοιμάτο.
(στ. 77, 79, 89-90).
Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι στον ύπνο μεταφέρονται όλα τα εσώψυχα συναισθήματα, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν τα ενύπνια θεάματα και να τα καθιστούν κοινωνούς της αεί άγρυπνης ψυχής. Κι αφού το όνειρο μας δίνεται από έναν αθέατο αφηγητή που έχει ολική γνώση των πραγμάτων και γνωρίζει προφανώς και την κατάληξη της ιστορίας,[10] χρόνος αφήγησης του ονείρου είναι ο αόριστος, είδεν, εφανίστη, εφάνη, εβούλησεν, ήφταξεν, όταν έχει να κάνει περισσότερο με την περιγραφή της λειτουργίας της όρασης και της αφής στα δρώμενα εντός του ονείρου, στα ήδη γενόμενα. Αντιθέτως, όταν ο ποιητής θέλει να μας καταστήσει μετόχους στο «τώρα» του ονείρου, χρησιμοποιεί ιστορικό ενεστώτα, πιάνει, βουλά, φανερώνη, αφήνει, χαμηλώνει, για να καταστήσει πιο παραστατικό και περιγραφικό το όνειρο ωσάν να βιώνεται ενώπιον των αναγνωστών.[11]
Όλη η εναρκτήρια περιγραφή του ονείρου, όπως προανέφερα, μας «επιβάλλει» κάποια αρνητικά συναισθήματα για την εξέλιξη της ιστορίας των δύο ερωτευμένων, τα οποία ναι μεν προϋπάρχουν του ονείρου, όμως με την αρωγή του επιτείνονται, αλλά, εν τέλει, διαλύονται στο Ε΄μέρος του έργου, όπου το όνειρο δεν είναι πια απειλητικό:
Σαν όντε μαύρο νέφαλον άγριο και θυμωμένο
έχη τον ήλιο μ’ όχθρητα στο σκότος του χωσμένο
και με τη σκοτεινάδα του τη λάμψη του αμποδίζη
και με βροντές και μ’αστραπές τον κόσμο φοβερίζη,
κι όντε λογιάζου και θαρρού να βρέξη, να χιονίση,
δούσιν αξάφνου και χαθή το νέφος και σκορπίση
και λαμπυρός παρά ποτέ ο ήλιος φανερώση.
(Ε΄, 1235-1241).
Η χρήση πανομοιότυπων με αυτές του ονείρου λέξεων, «νέφαλο», «αστραπές», «βροντές» στο τελευταίο μέρος της ιστορίας ανατρέπει τον προληπτικό χαρακτήρα που αποδόθηκε στο όνειρο. Η πραγματοποίηση του εφιάλτη απομακρύνεται, το όνειρο και η απειλητική του διάθεση υποχωρεί κι αποδυναμώνεται. Ενώ στο όνειρο οι καιρικές συνθήκες είναι ανάστατες και δεν υποχωρούν παρά μόνο με την έγερση του ενυπνιαζόμενου, εδώ ο μουντός καιρός δίνει τη θέση του στη λαμπρότητα του ήλιου. Η φοβερή επιρροή του εφιάλτη έχει ξεπεραστεί κι ο ποιητής μάς μαρτυρά έμμεσα την αίσια κατάληξη των ερωτευμένων ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει την προγνωστική αξία του ονείρου και το υποβιβάζει σε έναν απλό δείκτη της εσώτερης ψυχολογικής πίεσης της Αρετούσας. Τα όνειρα δεν είναι απειλητικά, ο ορθολογισμός της Φροσύνης κερδίζει και το έργο εντάσσεται και απτά πλέον στο πνεύμα της Αναγέννησης.[12] Βέβαια, ένα άλλο στοιχείο που λειτουργεί ως ένδειξη του στόχου του ποιητή να αποδομήσει τη σημασία των ονείρων όσον αφορά το μέλλον είναι και ο χρόνος «θέασης» αυτού του εφιάλτη από την Αρετούσα, «μιαν βαθιάν αυγή». Είναι γνωστή στον Μεσαίωνα αλλά και μετέπειτα η πίστη των ανθρώπων ότι τα όνειρα της αυγής βγαίνουν αληθινά, όταν πια έχει επέλθει η πέψη κι ο οργανισμός βρίσκεται σε βαθύ ύπνο.[13] Παρόλα αυτά, ο Κορνάρος με το αίσιο τέλος του έργου του καταλύει την καθιερωμένη αντίληψη για το όνειρο της αυγής, που στην περίπτωση της Αρετούσας δεν βγήκε αληθινό.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να γράψει μια ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων που κατόρθωσαν να επιβιώσουν ξεπερνώντας την ταξική τροχοπέδη και τη λογική του καθιερωμένου και να επιβάλουν τον έρωτά τους. Το όνειρο-εφιάλτης της Αρετούσας που κινδυνεύει να πνιγεί, αλλά, εν τέλει, σώζεται από «μιαν ασκιά»,[14] κι ενώ αρχικά είναι απειλητικό, στο τέλος αφήνει μια ηλιαχτίδα ελπίδας για τη σωτηρία της, αποτελεί παράλληλα και πιθανό[15] αφηγηματικό προαγωγό αίσιας έκβασης του έρωτά της για τον Ερωτόκριτο.
Πάει τη σ’ ανάβαθα νερά κι απόκει την αφήνει
κ’εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη.
Κ’ εκεί που πρώτα ο ποταμός ως τα βυζά τη χώνει,
ήφταξεν ως τα γόνατα κι όλο και χαμηλώνει,
μα εφαίνετό τση κ’ ήστεκε, δε θε να πορπατήξη,
δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποια μερά να ρίξη,
μην πα να βρη βαθιά νερά και κιντυνέψη πάλι
κι ως την αυγή παιδεύεται με τ’όνειρου τη ζάλη˙
(στ. 69-76).
Το όνειρο της Αρετούσας ενέχει ένα ολόκληρο δίκτυο υπαινιγμών ως προς την ελπιδοφόρα έκβαση του έρωτά της. Συγκεκριμένα, όλη η δομή του ενυπνίου της Αρετούσας αντικατοπτρίζει και την ίδια τη δομή του έργου του Κορνάρου[16] και εν τέλει καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και το είδος του έργο. Η ηρωίδα ταλανίζεται ψυχολογικά, η κακή διάθεσή της την οδηγεί να μεταφέρει και στον ύπνο της τις αγχώδεις σκέψεις του ξύπνιου της, να ονειρευτεί τον εφιάλτη του παρολίγο πνιγμού της, να σωθεί από κάποιον άνθρωπο-φάντασμα, αλλά και πάλι να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλία, δε θε να πορπατήξη, εις ποια μερά να ρίξη, για να σωθεί κι η ίδια. Το όνειρο δεν είναι προγνωστικό του μέλλοντος του ζευγαριού με την έννοια ότι, παρόλο που η Αρετούσα σώζεται από πνιγμό, αυτό δε σημαίνει αυτόματα και την ολοκληρωτική της σωτηρία, αλλά την καταβολή προσωπικής προσπάθειας για την πραγμάτωση του έρωτά της. Το όνειρο-μετά τη σωτηρία της- είναι απλώς ελπιδοφόρο, δίνει έναν τόνο αισιοδοξίας, αλλά καλεί σε ατομική εγρήγορση,[17] στο πλαίσιο του αναγεννησιακού χαρακτήρα της εποχής.
Συμπερασματικά, το όνειρο χρησιμοποιείται από τον Κορνάρο για να αναδείξει την προσωπικότητα της Αρετούσας,-περιδεής, άτολμη, αναποφάσιστη- με οδηγό πιθανώς την πίστη της εποχής σε αυτό. Εκμεταλλευόμενος αυτή ακριβώς την πεποίθηση των συγχρόνων του για την προγνωστική σημασία των ονείρων, εισάγει κι εμάς σε ένα παιχνίδι αναρώτησης για το αν το όνειρο της Αρετούσας είναι προφητικό για τη ζωή του ζευγαριού και κατά συνέπεια αποτελεί και προαγωγό της αφήγησης ή απλώς λόγω ακριβώς της τυφλής προσήλωσης της εποχής στα όνειρα σκοπός του είναι να τα υπονομεύσει και να τονίσει ενδεχομένως την αποδέσμευση του ατόμου από τις «ονειροφαντασίες». Η πορεία της ψυχής της εν εγρηγόρσει Αρετούσας εναρμονίζεται με την πορεία της ενυπνιαζόμενης Αρετούσας.[18] Οι δοκιμασίες και οι ταλαντεύσεις του ξύπνιου περνούν και στη σφαίρα του ύπνου. Όταν όμως πλησιάζει η στιγμή να δούμε την κατάληξη του ονείρου, η Αρετούσα ξυπνά, με αποτέλεσμα να παρατείνεται η αγωνία των αναγνωστών εξαιτίας της έγερσης. Έχουμε δηλαδή το τυπικό σχήμα του ονείρου-εφιάλτη,
1. Σκηνικό
2. Περιπέτεια
3. Κορύφωση,
χωρίς όμως να έχουμε τη λύση η οποία θα πρόδιδε το τέλος του έργου. Τη θέση της έχει πάρει η έγερση. Το όνειρο λειτουργεί εκ των υστέρων, η σημασία του προσδιορίζεται από την εξέλιξη της αφήγησης, αφού και το ίδιο αποτελεί «μέρος της δραματικής αφήγησης», Έτσι, ο ποιητής μέσω του ονείρου δίνει ψήγματα του πιθανού τέλους της ιστορίας του ζευγαριού, εντείνει την αγωνία μας για το ποια θα είναι η έκβαση, αν θα ικανοποιήσει ή όχι τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού που επιζητά την ένωση του ζευγαριού. Το εφιαλτικό όνειρο της ηρωίδας βγαίνει αληθινό μόνο πρόσκαιρα, με τις κακουχίες της φυλάκισής της, ενώ μακροπρόθεσμα την επηρεάζει στο σημείο μόνο που επιβάλλεται να ορίσει η ίδια τη βούλησή της και να πάρει πρωτοβουλίες:
Κι όντε μανίζει η θάλασσα και το καράβι τρέχη
κι αγριεύγουσι τα κύματα, στράφτη, βροντά και βρέχη,
ο ναύτης άνε φοβηθή και το τιμόνι αφήση,
και δεν ποθήση ν’αντρειευτεί κι η τέχνη να βουηθήση,
γη σε χαράκια ριζιμιά οι άνεμοι το σκορπούσι
γη στο βυθό της θάλασσας κύματα το ρουφούσι.
(στ. 699-704).
Με την ίδια σκηνογραφία, όπως αυτή του ονείρου, ωθείται η Αρετούσα να δράσει και να μην απομείνει θεατής. Έτσι το όνειρο που τη φόβισε, την καλεί να κάνει την επιλογή της.
*
εκ της εργασίας αυτής:
«ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»
Όνειρο και ποιητική στην πρώιμη και αναγεννησιακή κρητική λογοτεχνία, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ,
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
[1] Βλ. στο: Βιτσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος, ό.π., (σημ. 125). Χρόνος γραφής του έργου τέλη 16ου με αρχές 17ου αιώνα.
[2] Για τη θάλασσα ως τόπο θανάτου ή ανεκπλήρωτου έρωτα ως συνεκδοχή του θανάτου βλ. σχετικά: Beaton, R., “The sea as a metaphorical space in Modern Greek Literature” Journal 7 (2 Οκτ. 1989) 253- 272, Παπάζογλου, Χρ., «Και πάλι για το τέλος της Φόνισσας», Μικροφιλολογικά 9 (Άνοιξη 2001) 16-20. Το μοτίβο της θάλασσας ως τόπου θανάτου απαντά, επίσης, στην Π. Δ. Βλ. στο: «Έξοδος» ΙΔ΄, 15-31, «Ιεζεκ.» ΚΣΤ΄, 17-19, «Ιων.» Α΄, 4, στην Κ. Δ. και ιδιαίτερα στo: Αποκάλυψις ΙΓ΄, Κ΄13, ΚΑ΄1.
[3] Βλ. στο: «Οδυσσέως άφιξη εις Φαιάκας», ζ, Οδύσσεια.
[4] Κόρη βασιλιά η Αρετούσα, γιος συμβούλου ο Ερωτόκριτος
[5] Βλ. στο: Peri, M., Του πόθου αρρωστημένος, Ιατρική και ποίηση στον Ερωτόκριτο, ό.π., (σημ. 1), σ. 188.
[6] Ενώ εμείς περιμένουμε το περιεχόμενο του ονείρου στην αφήγηση και η ερμηνεία του κατά την εγρήγορση να οδηγήσουν σε ένα προβλεπόμενο τέλος, αυτό δεν ισχύει και η όλη προσδοκία ανατρέπεται.
[7] Ο Ερωτόκριτος και ο Ονειροκρίτης είναι τα μόνα βιβλία τα κοσμούντα τας βιβλιοθήκας των θεραπαινίδων. Βλ. στο: Βιτσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος, ό.π., (σημ. 127), σ. 349. Αυτή η κατάκριση του Γ. Μιστριώτη που αναδεικνύει τη λαϊκή απήχηση του Ερωτόκριτου τονίζει τη βαθιά πίστη της εποχής στα όνειρα. Αφού ο Ονειροκρίτης υπήρξε βασικός οδηγός του λαού, μπορούμε να φανταστούμε την αγωνία που προκάλεσε στους ακροατές και αναγνώστες της εποχής το όνειρο της Αρετούσας.
[8] Συνειδητά, από τη μια, γιατί, πιθανώς, ο Κορνάρος να ενέταξε το όνειρο στο έργο του γιατί ήταν αφηγηματικός προαγωγός και ασυνείδητα να ενσωμάτωσε στην αφήγησή του ένα όνειρο μόνο και μόνο επειδή ήταν του συρμού ή γιατί η εποχή του θεωρούσε τα όνειρα δείκτες της μελλοντικής ζωής.
[9] Ειρωνικό είναι και το ‘timing’, η χρονική στιγμή, που δέχεται την επίσκεψη του ονείρου η Αρετούσα. Μοιάζει να προαισθάνεται τα σχέδια των γονιών της για να την παντρέψουν για αυτό και το παρόν όνειρο εμφανίζεται και ως γέννημα κακού προαισθήματος. Λειτουργεί ειρωνικά το «Κοιμάσαι εσύ κι η τύχη σου δουλεύει.»
[10] Κι άρα τονίζεται το τετελεσμένο του ονείρου.
[11] Είναι σα να έχουμε ένα παράλληλο πλάνο του αφηγητή, από τη μια, και της εικόνας του ονείρου, από την άλλη. Και τα δύο δρουν αλληλοεξαρτώμενα και βοηθητικά σε σημείο που να συνδέονται τόσο, ώστε να θεωρούνται ισοτίμως αναγκαία για την έκθεση του ονείρου.
[12] Απορρίπτει έτσι τη μεσαιωνική πίστη στην προφητική δύναμη των ονείρων, αν και ο χρόνος της ιστορίας είναι προχριστιανικός, όταν οι μύθοι και τα όνειρα παίζουν κεντρικό ρόλο και ασκούν μέγιστη επιρροή . Τελικά, φαίνεται να υπερισχύει ο χρόνος συγγραφής, αυτός της Αναγέννησης, όσον αφορά την αποδυνάμωση του ονείρου, όταν πια αρχίζει και διαλύεται το σκοτάδι του Μεσαίωνα και τα όνειρα δεξιώνονται με άλλο μάτι.
[13] Στο στάδιο του R.E.M. , όπως θα λέγαμε σήμερα.
[14] Βλ. Fromm, Ε., στο: Η ξεχασμένη γλώσσα, ό.π., (σημ. 105), σ. 134. Εκεί, ο συγγραφέας επισημαίνει τη συχνή παρουσία σωτήριας σκιάς στα όνειρα η οποία συνήθως δρα πατερναλιστικά. Ο ίδιος την αποδίδει σε πιθανό θρησκευτικό κατάλοιπο γιατί σχεδόν πάντα εμφανίζεται υπερβατική κι απρόσωπη.
[15] Η κατάταξη του έργου στο ερωτικό αφήγημα και όχι στην τραγωδία μας προϊδεάζει και για το αίσιο τέλος του Ερωτόκριτου. Άρα, το όνειρο δεν είναι εφιάλτης, όπως θα το εκλαμβάναμε στην περίπτωση που το έργο ανήκε στο είδος της τραγωδίας. Θα λέγαμε ότι προσπαθεί να δώσει την εντύπωση εφιάλτη με την απειλή του πνιγμού αλλά πάνω στο κομβικό σημείο η Αρετούσα ξυπνά, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε για το μήνυμα του ονείρου της. Ο Holton ισχυρίζεται μάλιστα πως ενδεχομένως το όνειρο της Αρετούσας κι ο δισταγμός της στο τέλος να εκφράζει και τον δισταγμό του ίδιου του ποιητή για την περαιτέρω αφήγηση. Βλ. στο: Holton, D., Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, ό.π., (σημ. 22), σ. 26.
[16] Σκηνικό-περιπέτεια-κορύφωση –λύση.
[17] Όπως ακριβώς η ενεργοποίηση της εγρήγορσης την οδηγεί στην έξοδο από το εφιαλτικό όνειρο, έτσι και η εγρήγορση-με την έννοια της κινητοποίησης και της επιβολής του έρωτα τους-στην πραγματική της ζωή θα την κατευθύνει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
[18] Είναι περιγραφικό της ψυχολογίας της Αρετούσας, αλλά ταυτόχρονα αναπαριστά την έντονη ερωτική της επιθυμία και αγωνία που την οδηγούν σε τέτοια όνειρα, όπως παρατηρεί η Cox Μ., Ρ., Dreams in late antiquity, ό.π., (σημ. 75), σ. 73
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου