άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικής φιλολογίας
Πανεπιστημίου Αθηνών
-μεταπτυχιακού εφηρμοσμένης παιδαγωγικής
Πανεπιστημίου Αθηνών
Χρόνος:κάποτε
Τόπος: κάπου στην θάλασσα
Ένα
πλήρωμα. Ένας καπετάνιος. Νικητές του τρωικού πολέμου. Βετεράνοι. Παλεύουν μες τις
θάλασσες. Χαμένοι στο ταξίδι της επιστροφής. Μάχη για να επιβιώσουν. Σε άγνωστα
νερά. Να ξαναδούν την πατρίδα, ο μόνος τους πόθος. Να επιβιώσουν. Να μην χαθούν.
Πλησιάζουν νέο κίνδυνο. Το νησί των Σειρήνων. Εντολή κυβερνήτου, ρητή και ξεκάθαρη.
Να βουλώσουν τα αυτιά τους. Να μην ακούσουν και τον ίδιο να τον δέσουν…
Την ώρα που όλα αυτά ξεδιάλυνα μιλώντας στους
συντρόφους,
καθώς αγέρας πρίμος έσπρωχνε το καλοσκαρωμένο
καράβι, το νησί αντικρίσαμε σε λίγο των Σειρήνων.
Μεμιάς ο αγέρας καταλάγιασε και χύθηκε γαλήνη
τρογύρα απάνεμη, και κοίμισε κάποιος θεός το κύμα.
Τότε πετάχτηκαν οι σύντροφοι και τα πανιά μαϊνάραν,
κι ως στο βαθύ το πλοίο τ᾿ απίθωσαν, στα τορνευτά
κάθισαν ελάτινα κουπιά και γέμιζαν αφρούς το κύμα γύρα.
Κι εγώ από μια τρανή κερόπιτα με κοφτερό μαχαίρι
μικρά κομμάτια κόβω κι άρχισα μες στα γερά μου χέρια να τα μαλάζω, ως που ζεστάθηκαν, καθώς κι η δύναμη μου
και του Ήλιου η πύρα τ᾿ ουρανόδρομου τα δάμαζε από πάνω.
Κι ως όλων των συντρόφων βούλωσα τ᾿ αφτιά με τούτο, εκείνοι
σφιχτά με δέσαν χεροπόδαρα μες στο καράβι ολόρθο
πα στο κατάρτι, κι ήταν πάνω του δεμένα τα σκοινιά, μετά καθίσαν και τη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
καθώς αγέρας πρίμος έσπρωχνε το καλοσκαρωμένο
καράβι, το νησί αντικρίσαμε σε λίγο των Σειρήνων.
Μεμιάς ο αγέρας καταλάγιασε και χύθηκε γαλήνη
τρογύρα απάνεμη, και κοίμισε κάποιος θεός το κύμα.
Τότε πετάχτηκαν οι σύντροφοι και τα πανιά μαϊνάραν,
κι ως στο βαθύ το πλοίο τ᾿ απίθωσαν, στα τορνευτά
κάθισαν ελάτινα κουπιά και γέμιζαν αφρούς το κύμα γύρα.
Κι εγώ από μια τρανή κερόπιτα με κοφτερό μαχαίρι
μικρά κομμάτια κόβω κι άρχισα μες στα γερά μου χέρια να τα μαλάζω, ως που ζεστάθηκαν, καθώς κι η δύναμη μου
και του Ήλιου η πύρα τ᾿ ουρανόδρομου τα δάμαζε από πάνω.
Κι ως όλων των συντρόφων βούλωσα τ᾿ αφτιά με τούτο, εκείνοι
σφιχτά με δέσαν χεροπόδαρα μες στο καράβι ολόρθο
πα στο κατάρτι, κι ήταν πάνω του δεμένα τα σκοινιά, μετά καθίσαν και τη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Και
ξεκίνησε η δοκιμασία. Λάγνα πλάσματα εμφανίσθησαν από το πουθενά. Υποσχέσεις πολλές.
Η υπέρτατη ηδονή και σαγήνη. Κανένας να αντέξη το κάλεσμά τους δεν μπορούσε. Ποιος
θα θυμόταν μετά γυναίκες και παιδιά. Μια στιγμή ευχαρίστησης και για πάντα θα είχαν
χάσει τον πόλεμο. Αυτόν της ζωής. Αυτοί που είχαν δώσει τόσες μάχες με εχθρούς
σπουδαίους. Μα δεν άκουσαν το κάλεσμα. Η εντολή του κυβερνήτου τους είχε σώσει.
Είχαν βουλωμένα τα αυτιά. Και ο κυβερνήτης; Δεμένος. Εκείνος έπρεπε να το ακούση
το κάλεσμα. Ήταν ο αρχηγός. Έπρεπε να ξέρει από πού οδήγησε τον λαό του, τα
παλληκάρια του. Όμως ήταν δεσμευμένος κι αυτός από αυτούς. Τους είχε δώσει υπόσχεση
ότι μαζί θα νικήσουν και ήταν δεμένος στην υποσχεσή του. Οι σύντροφοί του ήταν
για αυτόν. Μαζί τους ήθελε την επιστροφή στην ευτυχία. Όποια άλλη ευδαιμονία, όσο
κι αν εμοιαζε θεϊκή, χωρίς αυτούς δεν είχε σημασία. Κι έτσι αυτός δεμένος στο
κατάρτι, με δική του διαταγή, κι αυτοί με βουλωμένα τα αυτιά, επειδή ο ίδιος τους
τα βούλωσε σαν βασιλιάς, προσπεράσαν την πρόσκαιρη ηδονή. Και το ταξείδι της επιστροφής
συνεχιζόταν…
Μα ως το άρμενο το γοργοθάλασσο, στη φόρα που 'χε
πάρει,
πια είχε ζυγώσει τόσο, που η φωνή ν᾿ ακούγεται του άνθρωπου,
το 'δαν αυτές που ερχόταν κι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε:
,, Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα! Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν᾿ ακούσεις τη φωνή μας᾿
κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,
τη μελοστάλαχτη απ᾿ τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει'
κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.
Από βουλή θεών τα που 'συραν οι Τρώες κι οι Αργίτες πάθη στης Τροίας τον κάμπο τα κατέχουμε μιαν άκρη ως άλλη, ακόμα κι όσα στη γης ακέρια γίνουνται την πολυθρόφα απάνω."
Έτσι μιλούσαν με αηδονόλαλη φωνή, και λαχταρούσε
μένα η καρδιά ν᾿ ακούει, και γύρευα να λύσουν τα σκοινιά μου,
στους άλλους με τα φρύδια γνέφοντας᾿ μα αυτοί λαμνοκοπούσαν σκυμμένοι, και πετάχτη ο Ευρύλοχος μεμιάς κι ο Περιμήδης και με σκοινιά με δέναν πιότερα και πιο γερά με σφίγγαν.
Κι ως τέλος το νησί προσπέρασαν γοργά, και των Σειρήνων
μηδέ η φωνή στ᾿ αφτιά μας έφτανε μηδέ και το τραγούδι,
οι γκαρδιακοί σύντροφοι μου έβγαλαν το που τους είχα βάλει κερί στ᾿ αφτιά και πήραν κι έλυσαν και μένα απ᾿ τα δεσμά μου…
πια είχε ζυγώσει τόσο, που η φωνή ν᾿ ακούγεται του άνθρωπου,
το 'δαν αυτές που ερχόταν κι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε:
,, Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα! Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν᾿ ακούσεις τη φωνή μας᾿
κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,
τη μελοστάλαχτη απ᾿ τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει'
κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.
Από βουλή θεών τα που 'συραν οι Τρώες κι οι Αργίτες πάθη στης Τροίας τον κάμπο τα κατέχουμε μιαν άκρη ως άλλη, ακόμα κι όσα στη γης ακέρια γίνουνται την πολυθρόφα απάνω."
Έτσι μιλούσαν με αηδονόλαλη φωνή, και λαχταρούσε
μένα η καρδιά ν᾿ ακούει, και γύρευα να λύσουν τα σκοινιά μου,
στους άλλους με τα φρύδια γνέφοντας᾿ μα αυτοί λαμνοκοπούσαν σκυμμένοι, και πετάχτη ο Ευρύλοχος μεμιάς κι ο Περιμήδης και με σκοινιά με δέναν πιότερα και πιο γερά με σφίγγαν.
Κι ως τέλος το νησί προσπέρασαν γοργά, και των Σειρήνων
μηδέ η φωνή στ᾿ αφτιά μας έφτανε μηδέ και το τραγούδι,
οι γκαρδιακοί σύντροφοι μου έβγαλαν το που τους είχα βάλει κερί στ᾿ αφτιά και πήραν κι έλυσαν και μένα απ᾿ τα δεσμά μου…
Χρόνος: σύγχρονη εποχή
Τόπος: νέα Ελλάς
Το ταξείδι της επιβίωσης ενός έθνους συνεχίζεται αμείωτο.
Νέες προκλήσεις. Νέοι κίνδυνοι. Η ευτυχία είναι μακρυά. Το πλήρωμα περιμένει
διαταγές. Μα φευ… ο κυβερνήτης δεν δίδει καμιά. Αφήνει το πλήρωμα έρμαιο των ορέξεων
και των ηδονών των κακών πνευμάτων. Η σαγήνη δεν είναι δυνατόν να μην δρέψει τις
ψυχές τους. Ευμάρεια. Ακολασία. Καλοπέραση χωρίς μόχθο. Ο λαός αφέθηκε δίχως
πυξίδα. Και ο κάθε κυβερνήτης του δεν δέθηκε από αυτόν. Κι αυτός ελεύθερος. Έφαγε,
έφαγε, απομύζησε κάθε δύναμη του λαού του. Ποιος είναι άραγε ο ένοχος; Ο κυβερνήτης
του καραβιού. Δεν είχε δώσει πια τις κατάλληλες διαταγές. Ή μάλλον δεν είχε καθόλου
διαταγές να δώση. Δεν ήταν ο κατάλληλος για αυτήν την θέση. Σίγουρα δεν είχε
μια θεά Κίρκη να τον συμβουλέψη πως θα σώση το πλήρωμά του και τον ίδιο. Δεν ήταν
καθόλου θεόπνευστος. Δεν είχε το θείο στο πλευρό του. Μα φταίει άρα γε ο θεός; Ο
Οδυσσέας είχε πάει με την Κίρκη. Είχε παραδωθεί σ’ αυτήν. Ποιος κυβερνήτης της σύγχρονης
Ελλάδος παρεδώθηκε στον θεό;
Και περιμέναμε οι δύστυχοι εμείς να περάσουμε από τις Σειρήνες.
Τώρα τα κόκαλά μας λατύπη, λιώνουν στο νησί τους. Καλά να πάθουμε αφού οι
βασιλείς μας ήταν τέτοιοι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου