Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου
π.
Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Κοσμογονικὴ τομὴ στὴν
παγκόσμια ἱστορία ὑπῆρξε ἡ συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς νέας δυνάμεως, ποὺ
ἔμελλε νὰ μεταστοιχειώσει ριζικὰ τὸν κόσμο, καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς τρόπου ζωῆς
καὶ σκέψεως. Τὸ θεῖο (Ἄκτιστο), ποὺ ὡς αὐ θεντικὸς ἁγιοπατερικὸς Χριστιανισμὸς
(Ὀρθοδοξία) εἰσβάλλει λυτρωτικὰ στὴν ἱστορία, ἑνώνεται «ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα»
μὲ ὅ,τι ὑπεροχότερο γέννησε ποτὲ ἡ ἀνθρωπότητα στὴν Ἱστορική της πορεία, τὴν
Ἑλληνικότητα. Ἡ Θεανθρώπινη αὐτὴ ἕνωση, ποὺ συντελέσθηκε στὸ ἱστορικὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, προσδιορίζει ὄχι μόνο τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο
αὐτῶν μεγεθῶν (ἱε ράρχηση τοῦ ἀνθρωπίνου στὸ θεῖ ο), ἀλλὰ καὶ τὸ ἀκατάλυτό της
(ἀ δύνατο διαλύσεώς της).
1. Τὸ ἄνοιγμα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρὸς τὰ «Ἔθνη» φαίνεται ἤδη στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐ
αγγέλιο καὶ καταφάσκεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο, μὲ βάση τὴν ἤδη
συντελεσθεῖσα ἀκατάλυτη ἕνωση θείου καὶ ἀνθρωπίνου στὸ θεανθρώπινο Πρόσωπό Του
(Ἰω. 12, 20–24): «Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν
ἐν τῇ ἑορτῇ. Οὗτοι οὖν προσῆλθον τῷ Φιλίππῳ... καὶ ἠ ρώτων αὐτὸν λέγοντες·
κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. Ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, ἔρχεται
Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίνεται αὐτοῖς λέγων
ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἄνθρωπου».
Τὸ χωρίο αὐτὸ
—σημαντικότατο ὁπωσδήποτε— κακοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ μία ἀκραία «ἐθνικιστικὴ»
(ρατσιστικὴ) ἑρμηνεία, καρπὸ ἀντιεπιστημονικῆς (χωρὶς δηλαδὴ ὁλόκληρη καὶ
τεκμηριωμένη γνώση) συνθηματολογίας, ἐγκλωβισμένης σὲ ἰδεοληπτικὰ στερεότυπα
γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση παραταξιακῶν σκοπιμοτήτων καὶ ἀναιρετικὰ ὁπωσδήποτε τῆς
Ἀλήθειας. «Ἕλληνες» ἐδῶ κατά τινας ἑρμηνευτὰς μπορεῖ νὰ μὴ σημαίνει «ἐκ
καταγωγῆς», ἀλλὰ «ἐθνικοὺς» τοῦ ἑλληνιστικοῦ περιβάλλοντος, προσηλύτους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ,
ἕτοιμους νὰ δεχθοῦν τὴν ἰουδαϊκὴ πίστη. Γι᾽ αὐτὸ τιμοῦν τὸ Ἰουδαϊκὸ «πάσχα».
Προσωπικὰ δέχομαι ὅτι ἦσαν ὄντως Ἕλληνες.
Τὸ «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα»
ἀναφέρεται στὴν (ἐγγίζουσα) διάρρηξη κάθε σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν φαρισαϊκὸ
ἐθνικισμὸ (φυλετισμὸ) (πρβλ. Ματθ. 15, 21 ἑ.). «Δόξα» δὲ τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ
«πάθος», ὁ σταυρικός Του θάνατος, ποὺ φανέρωσε τὴ θεότητά Του. Τὸ θαῦμα στὸν
Θεάνθρωπο δὲν εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ ὁ θάνατος: «Ἡ ζωή, πῶς θνήσκει· πῶς καὶ
τάφον οἰκεῖ...»; Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου θεμελιώνει αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία: Στίχ.
24: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου, πεσὼν εἰς τὴν γῆν,
ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ,
μὲ ὅλη τὴ συνέχειά του (ἀνάσταση, ἀνάληψη, πεντηκοστή), ἔγινε ἀστείρευτη πηγὴ
δυνάμεως γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ «ἐθνικιστικὴ» ἑρμηνεία
αὐτοῦ τοῦ χωρίου μιλεῖ γιὰ «δόξα» τοῦ Ἑλ ληνισμοῦ καὶ ὄχι «δόξα» τοῦ Χριστοῦ,
μὲ τὴν παραπάνω σημασία. Ἐδῶ θεμελιώνουν οἱ φυλετι κὰ–ρατσιστικὰ σκεπτόμενοι
τὴν ἐντελῶς λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ σωτηρία –δῆθεν– τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα στὸν
Ἑλληνισμό. Ὅπως ὀρθὰ ἔχει ὅμως λεχθεῖ, ἡ Ὀρθοδοξία σώζει τὸν Ἑλληνισμό.Ὅσο
ὑπάρχει Ὀρθοδοξία, θὰ ἀκούγεται παγκόσμια ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴ
θεολογία καὶ τὴ λατρεία της, παραμένει διαιώνια ὁ μόνος χῶρος ἀπόλυτης
κυριαρχίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ κατὰ συνέπεια τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος.
Ἔτσι ὅμως, ἀποκρούεται μὲν
ὁ Ἰουδαϊκὸς φυλετισμός, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἕνα ἑλληνικὸ φυλετισμό. Τὸ
ἴδιο γίνεται μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴ κακοποίηση τοῦ χωρίου Ματθ. 21, 43: «ἀρθήσεται
ἀφ᾽ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει, ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς».
Ἡ ἄγνοια μᾶλλον καὶ ἐδῶ διαστρέφει τὰ πράγματα. «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἡ
ἄκτιστη – πνευατικὴ δεσποτεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι κάποιο ἐνδοκοσμικὸ κυριαρχικό–ἐξουσιαστικὸ
σχῆμα (πρβλ. Ἰω. 18, 36: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»).
Τὸ «ἔθνος» ἐξ ἄλλου, ποὺ θὰ
λάβει τὴ «βασιλεία», δὲν εἶναι τὸ (φυλετικὰ) ἑλληνικό, ἀλλὰ τὸ «χριστιανικό»,
τὸ «Γένος τῶν Ὀρθοδόξων», στὸ ὁποῖο φυσικὰ ἀνήκουν καὶ οἱ φυλετικὰ Ἕλληνες, ποὺ
μὲ τὴν αὐτοπαράδοσή τους στὸ Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του θὰ ἀναδειχθοῦν σὲ
«πρωτοτόκους ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς», ὡς ἐπιφανέστερο
καὶ ἐκλεκτότερο στοιχεῖο
τοῦ πολυεθνικοῦ χριστιανικοῦ ἀμαλγάματος (πρβλ. αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης ἀπὸ
τὸ 330 μ.Χ. καὶ μετά).
2. Μὲ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο
(Πράξ. 15, 6 ἑ.), συντελεῖται τὸ ἐπίσημο —καὶ ἀποφασιστικὸ— ἄνοιγμα τῆς
Ἐκκλησίας στὸν ἐθνικὸ κόσμο. Δύο ἐπισημάνσεις ἐδῶ ἔχουν τεράστια σημασία. Τό
νέο θεανθρώπινο μέγεθος, ποὺ ἀρδρεύει καὶ μεταστοιχειώνει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη,
αὐτοκαλεῖται μὲ τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα «Ἐκ κλησία». Ἐξ ἄλλου, ὁ πρῶτος Ἀπόστολος τῆς
νέας πίστεως, ὁ πρώην διώκτης τῆς Ἐκκλησίας Παῦλος, θὰ ἀναδειχθεῖ σὲ κατ᾽
ἐξοχὴν «ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν», τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ ἑλληνίζοντος κόσμου καὶ ἕνας ἀπὸ
τοὺς μεγαλυτέρους ἑλληνιστὲς τῆς ἐποχῆς του. Ἀπὸ τὸ 70 μ.Χ. (καταστροφὴ τῶν
Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὸν ρωμαῖο αὐτοκράτορα Τίτο) οἱ Ἕλληνες ἀναλαμβάνουν οὐσιαστικὰ
τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκτοτε ὁ σύνδεσμος Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ θὰ
ἀποβεῖ ἀστασίαστος καὶ ἀδιάσπαστος.
Μέ τή συναδέλφωση Ἑλληνισμοῦ
— Χριστιανισμοῦ, στά ὅρια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιοῦνται κάποιες
τολμηρές καί σωτήριες ὑπερβάσεις. Πρῶτα ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἐθνικισμοῦ μέ
τήν ἀποδοχή ἀπό τό ἰουδαϊκό στοιχεῖο, πού συναδελφώθηκε μέ τό ἑλληνικό μέσα στην
Ἐκκλησία (Κολ. 3, 11: «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος»), τοῦ κόσμου τῶν Ἐθνῶν. Αὐτό
σήμαινε ταυτόχρονα ἀπόρριψη τοῦ «φαρισαϊσμοῦ», πού γέννησε τό πνεῦμα τοῦ μισέλληνα
σιωνισμοῦ (Ἡ πατερική Ὀρθοδοξία δέν διακατέχεται ἀπό ἀντισημιτισμό, ἀλλά
γνωρίζει την ἐχθρότητα τοῦ σιωνισμοῦ). Οἱ χριστιανοί Ἰουδαῖοι δέχονται τόν Θεό «σωτῆρα
πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Ἀπ. Παῦλος, Α΄ Τιμ. 4,10). Εἶναι
ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι (πρώην) Ἰουδαῖοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος, ἀναφερόμενοι
ὡς χριστιανοί στούς ὁμοεθνεῖς τους, χρησιμοποιοῦν τρίτο πρόσωπο, δείχνοντας τή
χριστιανική ταυτότητά τους, πού τούς συν αδελφώνει μέ τους χριστιανούς Ἕλληνες,
ἀλλά τους διαφοροποιεῖ ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ Ἰουδαίους. Ἀλλά και ὁ
Ἑλληνισμός, ἐνοφθαλμιζόμενος στήν Ἐκκλησία, πραγματοποιεῖ τή
μεγαλειωδέστερη αὐθυπέρβασή
του, τό πέρασμά του δηλαδή ἀπό τόν κτιστό (ἀνθρώπινο) λόγο στον ἄκτιστο Θεῖο
Λόγο (Χριστό) καί ἀπό τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο τῆς φιλοσοφίας (ἀνθρωπισμός) στόν
κατά χάρη θεούμενο, ὡς «καινή κτίση» (ἀναδημιουργία ἀνθρώπου καί κόσμου Β΄ Κορ.
5, 17).
3. Μιλώντας ὅμως γιὰ τὸν
Ἰουδαϊκὸ κόσμο καὶ τὴν ἐν Χριστῷ διάσπασή του (Χριστιανοὶ Ἰουδαῖοι –διῶκτες τοῦ
Χριστιανισμοῦ, φαρισαΐζοντες/σιωνιστές), μποροῦμε νὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο καὶ στὸ
θέμα
τῆς Π. Διαθήκης. Μὲ τὴν
ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἑβραϊκὸς κόσμος συναπορρίπτει στὴν πράξη καὶ τὴν Παλαιὰ
Διαθήκη, ποὺ εἶναι τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν χριστιανῶν, ἀφοῦ κατὰ τὴ δήλωση τοῦ ἴδιου
τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 5, 46), ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἀπ. Παύλου (βλ. λ.χ. Α´ Κορ. 2, 8 κ.λπ.),
ἡ ἀναφορὰ ὅλης τῆς Π.Δ. εἶναι στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία – Χριστοῦ. Οἱ Ἑ βραῖοι
περιμένουν ἀκόμη τὸ «Μεσσία» τους ἢ προχωροῦν σὲ ἄλλες ταυτίσεις. Ἔστω, λοιπόν,
καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ἐρμηνευτικῆς προσεγγίσεως, ἡ Π.Δ. τῶν Χριστιανῶν διαφοροποιεῖται
ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἑβραίων. Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, μὲσα στὸ ὁποῖο ἐκδιπλώνεται τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἔχει δευτερεύουσα σημασία.
Καὶ τὸ ἰουδαϊκὸ (τῆς Π.Δ.)
καὶ τὸ ἑλληνορωμαϊκὸ (τῆς Κ.Δ.). Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ἑρμηνεύοντας
τὴν Π.Δ., δίνουν στὰ ἱστορικά της γεγονότα «τυπολογικὸ» χαρακτήρα. Δὲν τὰ
βλέπουν ἁπλῶς ὡς ἱστορία, ἀλλὰ κυρίως ὡς τυπολογικὴ ἀναφορὰ στὸν Χριστὸ (προτύπωση
– ἐκπλήρωση). Ἔτσι κατανοοῦμε οἱ (Ἕλληνες) Ὀρθόδοξοι τὴν Π.Δ. καὶ ὄχι ἑβραϊκά.
Ἂς ἀφήσουμε ὅτι ἐμεῖς οἱ
Ὀρθόδοξοι δεχόμεθα τὸν εὐρύτερο «κανόνα» τῆς Π.Δ., δηλαδὴ 49 βιβλία καὶ ὄχι 36,
ὅπως οἱ Ἑβραῖοι. Διότι συγκαταλέγουμε καὶ τὰ παλαιοδιαθηκικὰ βιβλία, ποὺ ἔχουν
γραφεῖ πρωτοτύπως στὰ ἑλληνικά. Ἡ Π.Δ. τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων Του καὶ τῆς
ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας (ὥς σήμερα) εἶναι ἡ ἑλληνικὴ Μετάφραση τῶν Ο´, ποὺ μπορεῖ
—κατὰ μία ἐκδοχή— νὰ ἔγινε γιὰ νὰ προσηλυτισθεῖ ὁ ἑλληνιστικὸς κόσμο, οἱ Ἅγιοι
Πατέρες μας ὅμως τὴν ἑρμηνεύουν μὲ τρόπο, ποὺ ἀναιρεῖ κάθε ἰουδαΐζουσα τάση,
μέσα στὴν ἐν Χριστῷ παγκοσμιότητα τῆς Ἐκ κλησίας. Ἡ Π.Δ. μόνο τυπικὰ ὑπάρχει στὸν
ἑβραϊσμό, ἀφοῦ οἱ Ἑ βραῖ οι οὐσιαστικὰ καταφεύγουν στὶς παραπαραδόσεις τους
(Ταλμοὺδ καὶ Ταργκούμ), τὶς «παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων» (Μᾶρκ. 7, 8).
4. Τὴν αὐθεντικὴ ἕνωση
Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας διασώζουν διαχρονικὰ οἱ Ἅγιοί μας, Πατέρες καὶ
Μητέρες, δίνοντας στὴ σύζευξη αὐτὴ προτεραιότητα στὸ σωτηριολογικὸ περιεχόμενο
τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀποφεύγοντας ἔτσι τὴ νόθο συζυγία (αἵρεση). Μέσῳ τῶν Ἑλλήνων
Πατέρων ἡ Ὀρθοδοξία προσέλαβε τὸν Ἑλληνισμὸ χωρὶς νὰ ὑποδουλωθεῖ στὸ πρόσλημμα.
Προσέλαβε ἔτσι τὸν ἑλληνικὸ
λόγο, ἀλλὰ ἀνανοηματοδοτώντας τον καὶ μεταβάλλοντάς τον σὲ ἐκ κλησιαστικό λόγο.
Αὐτὸ διακηρύσσει ὁ Ἕλληνας Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τὰ
αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῶν ρημάτων μόνον· ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων πολὺ
τὸ μεταξύ» (ἡ ταύτιση περιορίζεται στοὺς ὅρους, στὰ νοήματα ὑπάρχει μεγάλη
διαφορά). Ἐδῶ ἀναδύεται καὶ τὸ σκανδαλιστικὸ γιὰ τὸν μὴ πλήρως ἐκχριστιανισμένο
Ἑλληνισμὸ τῆς (αἱρετίζουσας ἢ παγανίζουσας) διανόησης, ὅτι —παρὰ τὴν πανηγυρικὴ
κατάφαση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας— ἡ ὀρθόδοξη θεολόγηση εἶναι συνέχεια τῆς προφητικῆς
θεολογικῆς παραδόσεως τῆς Π.Δ. καὶ ὄχι τῆς ἑλληνικῆς (θεολογούσας) σκέψεως,
χωρὶς βέβαια νὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ (τουλάχιστον ἀφε λῶς) ἑβραϊκή, ἀφοῦ,
ὅπως ἐλέχθη, ἡ Π.Δ., χριστοκεντρικὰ θεωρούμενη, ἀνήκει στοὺς Χριστιανοὺς καὶ
ὄχι στοὺς Ἑβραίους. Ὁ Ἕλλην λόγος, σ᾽ ὅλο τὸ πλάτος καὶ τὸ δυναμισμό του,
γίνεται βασικὸ ὄργανο ἐκφράσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία μόνο
παιδευτικὸ χαρακτήρα ἔχει στὴν Ὀρθοδοξία· τὸ περιεχόμενό της μένει τελείως ἔξω
ἀπὸ τὴ θεολογία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Αὐτὸ δια τυπώνει, συγκεφαλαιώνοντας
ὅλη τὴ σχετικὴ πατερικὴ παράδοση, τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» (9-14ος αἰ.):
«Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα
παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς ματαίαις αὐτῶν δόξαις ἑπομένοις καὶ ὡς ἀληθέσι
πιστεύουσιν... ἀνάθεμα».
5. Ἔτσι, μένει ἔξω ἀπὸ τὴν
Ὀρθόδοξη – πατερικὴ θεολογία ἡ μυθολογοῦσα ἑλληνικὴ σκέψη, ὁ διονυσιακὸς
αἰσθησιασμὸς καὶ γενικὰ ὅ,τι ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἔνταξή του στὴν ἐν
Χριστῷ ὕπαρξη. Ἡ ζήτηση ὅμως τῆς ἀλήθειας (παιδεία – ἐπιστήμη), ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ
ὡραῖο (φιλοκαλία), ἡ πολιτικὴ ὡς διευθέτηση τῶν κοινῶν καὶ γενικὰ ἡ «ζήτηση τῆς
ἀλήθειας», ὡς θεμελιώδης ἑλληνικὴ ἀρετή, καταξιώνονται χριστιανικὰ καὶ συνεχίζονται
στὰ πρόσωπα τῶν ἐξ ἴσου Ἑλλήνων, ὅπως καὶ οἱ ἀρχαῖοι, Πατέρων. Συνείδηση τῆς
ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς τους ἔχουν ἔντονα ὅλοι οἱ Ἕλληνες Πατέρες (ὁ Μ. Βασίλειος
ἐκαυχᾶτο ὅτι ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καταγόταν ἀπὸ τοὺς Ἡρακλεῖδες), βλέποντας ὅ
μως ταυ τόχρονα τὴν ἑλληνικότητά τους ἀναγεννημένη στὴν ἁγιοτριαδι κὴ χάρη.
Εἶναι ἐντυπωσιακό, ὅτι ἢ σύγχρονη ἐπιστήμη (Ἀρχαιολογία) ἔχει ἀναθεωρήσει
παλαιότερες ἑρμηνεῖες γιά τήν ἀνέγερση χριστιανικῶν Ἱ. Ναῶν στή θέση ἀρχαίων.
Σήμερα οἱ «βυζαντινοί» ἀρχαιολόγοι στίς περιπτώσεις αὐ τές βλέπουν ὄχι διάθεση
καταστροφῆς, ἀλλά συνείδηση τῆς συνέχειας ὡς ὑπέρβαση καί εἴσοδο στό βασίλειο
τῆς χάρης (χωρίς νά λείπουν φυσικά καί οἱ καταδικαστέες περιπτώσεις ἄλογου
φανατισμοῦ και στίς δύο πλευρές). Ἐκ φραστικὸ καὶ πρόχειρο γιὰ μᾶς παράδειγμα:
ἡ
μικρὴ μητρόπολη (Ἅ γιος Ἐλευθέριος)
δίπλα στὴ Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν. Πλάκες μὲ ἀρχαῖες παραστάσεις ἀπὸ τὸν ἀρ χαῖο
ναὸ σώζονται ἐμφανέστατα, περιγεγραμμένες στὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ
χριστιανικοῦ. Ἀκόμη: στὴν Καταπολιανὴ τῆς Πάρου ὁ ἀρχαῖος ναὸς σώζεται κάτω ἀπὸ
τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ (ἔκφραση τῆς ὑπερβάσεως, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε
παραπάνω). Οἱ Χριστιανοὶ Ἕλ ληνες ποὺ ἔκτισαν τὴν Ἁγιὰ Σο φιά, ἤξεραν πὼς οἱ
προγονοί τους εἶχαν κτίσει τὸν Παρθενώνα!
Ὁ Ἑλληνισμὸς στὶς θεόνομες
καὶ λυτρωτικὲς ἀναζητήσεις του δὲν ἀπορρίφθηκε. Αὐτὸ ποὺ ἀποκρούεται ἀπὸ τοὺς
Ἕλληνες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰω.
Χρυσόστομος κ.λπ.) εἶναι ἡ ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως (μεταφυσικὴ θεολόγηση) ἢ ἡ ἐκνομίκευσή
της. Ἀντίθετα, ἐξελληνισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ συνιστᾶ ἡ αἵρεση καὶ ἡ αἱρετίζουσα
διανόηση (ἐμμονὴ στὸ μὴ ἀνακαινισμένο ἀνθρώπινο). Ὁ Χριστιανικὸς Ἑλληνισμὸς
ἐκφράζεται μὲ τὸν ὅρο (ἀπὸ τὸν 4ο αἰ.) Ὀρθοδοξία καὶ γι᾽ αὐτὸ ἱστορικὰ –ὄχι
νομικὰ– ὁ Ἕλληνας μόνο ὡς ὀρθόδοξος χριστιανὸς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Ὁ ἀείμνηστος
π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ρῶσος κληρικὸς τῆς διασπορᾶς, ποὺ ἐντάχθηκε ὅμως ἑκούσια
στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰ κουμενικοῦ Πατριαρχείου (!),
καθη γητὴς τοῦ Χάρβαρντ καὶ
τοῦ Πρίστον, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἄφησε στὴν ἐποχή
μας δύο ὑπέροχες γιὰ μᾶς τοὺς κατὰ σάρκα Ἕλληνες ὁμολογίες: α) Ὁ Ἑλληνισμὸς ὁλοκληρώθηκε
μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὡς αἰωνία κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως· καὶ β) δὲν
μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνει χριστιανὸς (ὀρθόδοξος), ἂν δὲν γίνει πρῶτα Ἕλληνας.
Ἂν δὲν κυριαρχεῖται δηλαδὴ
ἀπὸ τὴ «ζήτηση τῆς ἀλήθειας», ποὺ εἶναι τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς Ἑλληνικότητας
(Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύ ς). Σὲ τελευταία ἀνάλυση, γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο Ἕλληνα ὅλων τῶν
αἰώνων αὐτὴ
εἶναι ἡ μεγαλύτερη τιμή· ἡ
καταξίωσή του ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, στὴν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων, γραμμένη
στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα, νὰ διατρανώνει σ᾽ ὅλη τὴν κτίση: «Εὕρομεν τὴν Ἀλήθειαν»!
Ἐν Χριστῷ τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ ἔχει τελεσίδικα βρεθεῖ.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ μεγάλος γερμανὸς
Θεολόγος Αl Jeremias ἔλεγε ὅτι, ἂν ὁ Πλάτων συναντοῦσε τὸ Χριστό, θὰ γονάτιζε
ἐνώπιόν του, λέγοντας: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Ὁ σημερινός παγανιστικός
«Ἑλληνισμός» (Julianus Redivivus) —ὅπου ὑπάρχει— δέν εἶναι συνέχεια τοῦ ἀρχαίου,
ἀλλά ἄρνησή του. Διότι ἀρ νεῖται αὐτό, πού ὁ Ἑλληνισμός βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, τή σωτηρία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου