τοῦ
κ. Δημητρίου Κ. Σεργίου
Μέσα στὸν μνημονιακὸ (καὶ ἀντιμνημονιακό...)
χαμό, ὅλα σχεδὸν τὰ κόμματα, κυβερνητικὰ καὶ ἀντιπολιτευόμενα, βρῆκαν τὴ διάθεση
νὰ ὑπερασπισθοῦν σὲ ἀνακοινώσεις τους, ἐπὶ τῇ βάσει (ὡς εἶπαν!) τῆς ἔννοιας τῆς
ἀνεξιθρησκίας καὶ τῆς ἐλευθερίας ἔκφρασης, κάποιον νεαρὸ ἀπὸ τὴν Εὔβοια,
ὁ ὁποῖος ἀνέβασε στὸ διαδίκτυο ὑβριστικοὺς χαρακτηρισμοὺς γιὰ τὸ πιὸ ἱερὸ πρόσωπο
τοῦ χριστιανισμοῦ μετὰ τὸν Θεό, τὴν Παναγία. Καθὼς καὶ ὕβρεις κατὰ τοῦ πιὸ γνωστοῦ
σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ κόσμο μοναχοῦ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Τοῦ Ἕλληνα,
μικρασιάτη μαχητῆ, ἀείμνηστου π. Παϊσίου Ἐζνεπίδη.
Ὑπάρχει, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα:
Ἆ ρα γε, οὔτε ἕνα ἐπιφανές στέλεχος τῶν κομμάτων δὲν ἐγνώριζε μὲ ἀκρίβεια τὴν κλασικὴ
(νομικὴ καὶ φιλοσοφικὴ) ἔννοια τῆς ἀνεξιθρησκίας καὶ τῆς ἐλευθερίας ἔκφρασης;
Διότι, ἂν τὴν ἤξεραν, εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν θὰ προέβαιναν σὲ ὑπεράσπιση τοῦ
νεαροῦ. Καί, μάλιστα, μὲ τόση ἐπισημότητα!
Βάση τῆς ἀνεξιθρησκίας εἶναι
τὸ πρῶτο συνθετικὸ τῆς λέξης, δηλαδὴ τὸ ρῆμα ἀνέχομαι. Ὁ διακεκριμένος ἀνώτατος
δικαστικός κ. Ἀναστ. Μαρίνος γράφει («Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα»
τομ. 9ος, σελ. 145):
«Ἡ ἀνεξιθρησκία δὲν εἶναι
δικαίωμα, ἀλλὰ πραγματικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία διατηρεῖται μόνον ἐφόσον
καὶ καθόσον συναινεῖ σ᾽ αὐτὸ ἡ Πολιτεία. Ἡ ὁποία ἔχει σὲ κάθε στιγμὴ τὴ νομικὴ δυνατότητα
νὰ καταργήσει τὴν πραγματικὴ αὐτὴ κατάσταση καὶ νὰ ἐπιβάλει περιορισμούς...».Μ᾽
ἄλλα λόγια, ἡ «ἀνοχὴ» δὲν ἀφορᾶ ὅλες τὶς θρησκεῖες. (Θυμηθεῖτε τὶς ἀνθρωποθυσίες
τῶν Ἴνκας, τῶν Ἀζτέκων, τὴν καύση στὴν πυρὰ τῆς ἐπιβιώσασας συζύγου στὶς
Ἰνδίες, τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν μοιχαλίδων στὸ φονταμενταλιστικὸ Ἰσλὰμ κ.λπ.
Πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ τὸ Σύνταγμα νὰ «ἀνεχόταν» τέτοια —καὶ ἄλλα παρόμοια— πράγματα;)
Ὅμως ἀπὸ τὴν ἴδια βάση (τῆς
«ἀνοχῆς») προκύπτει καὶ ὁ προσδιορισμός τῆς ἔννοιας τῆς ἐλευθερίας ἔκφρασης.
Κάποιοι λένε: Στὴ Δημοκρατία ἔχω τὸ δικαίωμα καὶ νὰ βρίζω. Ποῦ, ὅμως, ἀκριβῶς,
τὸ εἶδαν αὐτὸ γραμμένο;
Στὸν ἰσχύοντα Π.Κ. ὅπου ὑπάρχει
καταγεγραμμένο ἀδίκημα «συκοφαντικῆς δυσφημίσεως» κατὰ ὁποιουδήποτε πολίτη
εἶναι καταγεγραμμένο καὶ ἀδίκημα «ἁπλῆς» δυσ φημίσεως! (Δηλαδή, ἀκόμη καί... καμπούρη
νὰ σὲ ποῦν, ἔχεις —κατὰ τὸν νόμο βέβαια, ἀσχέτως τῆς συνήθους πρακτικῆς– δικαίωμα
νομίμου ἀποζημιώσεως!)
Καὶ νομίζουν κάποιοι, καὶ μάλιστα
κομματικοὶ ἐγκέφαλοι, ὅτι ὑπάρχει, τάχα, «δικαίωμα» ἐξυβρίσεως μιᾶς ἀνεκτῆς
καὶ σεβαστῆς κατὰ τὸ Σύνταγμα θρησκείας, ποὺ καθορίζει τὸ modus vivendi ὄχι
μόνο προσώπων καὶ οἰκογενειῶν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρων κοινωνιῶν;
Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς εἴτε
τελείως ἄσχετος εἴτε προχείρως ἐνημερωμένος, γιὰ νὰ ἑρμηνεύει διαφορετικά.
Ἀλλὰ καὶ ὁποιοδήποτε ἀσκούμενο
(νομικῶς ὑπαρκτὸ) δικαίωμα, δυνατὸν νὰ ἀσκεῖται κατὰ «κατάχρηση». Μὲ
τὶς ἀποφάσεις Μον. Πρωτ. Ἀθηνῶν 9746/84, Πολυμ. Πρωτ. Ἀθηνῶν 317/85, Ἐφετ. Ἀθηνῶν
1013/87, Ἀρείου Πάγου 465/ 1990 ἔχει κριθεῖ ὅτι συνιστᾶ «κατάχρηση δικαιώματος»
ἀπαγορευόμενη ἀπὸ τὸ ἀρθρ. 281 ΑΚ ἡ καθύβριση μὲ σειρὰ διαφόρων μεθόδων τῶν
θρησκετικῶν ὀνομάτων καὶ συμβόλων ἀνεκτῆς θρησκείας.
Οἱ πολίτες, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν
κατάχρηση αὐτὴ αἰσθάνονται προσ βαλλόμενη τὴν κατὰ τὰ λοιπὰ «ἀνεκτὴ» θρησκεία
τους δύνανται νὰ καταφύγουν στὴ Φυσικὴ Δικαιοσύνη πρὸς ἀπαγόρευση τῆς καταχρήσεως.
(Βλ. καὶ ΝοΒ 37, 270, καθὼς καὶ Βλαχοπούλου «Ἡ Ἐλευθερία τῆς Τέχνης» εἰς
ΝοΒ 1/1999, σελ. 93–94).
Εκ
του «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ»
Της
12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
2012
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου