Ὁρκίζομαι σ᾽ Ἐσέ, τοὺς Διγενῆδες, ποὺ γεννᾶς. Θὰ
νικήσω ἢ θὰ πεθάνω».
ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ
τοῦ
κ. Δημητρίου Κ. Κουτσουλέλου,
Ἐπιτίμου Ἐπόπτου
Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως
Ἕνας ἀδιάκοπος ἱστορικὸς
βίος, ὁ πιὸ συγκροτημένος καὶ σταθερός, ποὺ ἔχει νὰ παρουσιάσει ὁ πλανήτης μας,
εἶχε κυρίως ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀποφασισμένους, κάθε στιγμὴ νὰ καταξιώνουν
τὴν παρουσία τους, μὲ τὸ τίμημα τῆς θυσίας, προσφορὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς. Ὁ πολεμιστής,
στὸ πεδίο τῆς τιμῆς καὶ ὁ δημιουργός, στὸ πεδίο τοῦ πολιτισμοῦ, ἔπρεπε νὰ
συντροφέψουν ἀκοίμητοι, ἐναγώνιοι φύλακες τὸν
Ἑλληνισμὸ ἀπ᾽ τὸ λυκαυγὲς
τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸν παραδώσουν, ὅπως πάντοτε, ἔφηβο στὰ χρόνια μας. Στ᾽ ἅγια
χώματά μας οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ περιφρούρησαν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε
βαρβαρότητα.
Στὴν Τροία καὶ στὶς
Θερμοπύλες, στὴν Ἰσσὸ καὶ στὸ Σπερχειό, στὴν Ἀλαμάνα καὶ στὸ Μεσολλόγγι, στὸ Σαραντάπορο
καὶ στὸ Λαχανά, στὸ Ἀργυρόκαστρο καὶ στὴ Χειμάρρα, ἀγωνιζόμαστε τὸν ἴδιο
πανάρχαιο ἀγώνα. Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ ἐνίκησε τὰ φουσάτα τῶν βάρβαρων λαῶν.
«Πᾶν πλῆθος
καὶ πᾶς πλοῦτος ἀρετῇ ὑπήκει»,
τονίζει ὁ Πλάτων στὸν «Μενέξενο».
* * *
Συμπληρώνονται ἐφέτος 100 χρόνια
ἀπ᾽ τὴν ἔναρξη τῶν Βαλκανικῶν πολέμων (Ὀκτώβριος 1912 – Ἰούλιος 1913), κατὰ
τοὺς ὁποίους ἡ Ἑλλάδα διπλασιάστηκε ἐδαφικὰ καὶ ἀπέκτησε ὀντότητα ἰσχυρῆς δυνάμεως,
μέσα στὸ Βαλκανικὸ καὶ στὸ Μεσογειακὸ χῶρο. Οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες
ἀναμετριοῦνται μὲ τὸν ἑαυτό τους σὲ δρόμους ἀσκήσεως τῶν ψυχῶν. Συναντιοῦνται, ἀπ᾽
τὰ παιδικά τους χρόνια, μὲ τὴ ζωή, γιὰ ν᾽ ἀποδειχθεῖ ἡ ἀπαρασάλευτη πίστη τους
στὰ ὑψηλὰ ἰδανικά τους καὶ στὶς αἰώνιες ἀξίες τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀκατάβλητη
δύναμή τους νὰ στέκονται ὄρθιοι καὶ ἀσάλευτοι στὸν πόνο καὶ στὴν δοκιμασία.
Πολυσέβαστοι πρόγονοί μας, ξεκινώντας ἀπ᾽ τὰ κράσπεδα τοῦ Θεσσαλικοῦ κάμπου,
ἀπώθησαν τὸν ἐχθρό, συμπληρώνοντας τὸ ἔργο τῶν προμάχων τοῦ Εἰκοσιένα καὶ
δίνοντας ἀπ᾽ τὴν ἀσφυκτικὴ Ἑλλάδα τῆς Μελούνας τὴν τιμημένη καὶ ἀκέραιη
Πατρίδα, σεβαστὴ σὲ ἐχθροὺς καὶ φίλους.
Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατός,
ἀξιόμαχος, ἄριστα ὀργανωμένος, μὲ ἡρωϊσμὸ καὶ αὐτοθυσία, ὑπὸ τὴν ἐμπνευσμένη
ἡγεσία του, μὲ συμμάχους τὴ Σερβία, τὸ Μαυροβούνιο καὶ τὴ Βουλγαρία καὶ τὴν
ὁλόψυχη συμπαράσταση τοῦ γενναίου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος, σ᾽
ἕνα ἄνισο ἀγώνα, ὑπὸ δυσμενέστατες συνθῆκες καὶ βαρύτατο χειμώνα, ἔφερε τὸ
«ποθούμενον» στὰ ἱερὰ καὶ εὐλογημένα χώματα.
Ἡ εἴσοδος τῶν ἑλληνικῶν
στρατευμάτων στὴ Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας, γῆς μαρτύρων καὶ
ἡρώων, ἀσπίδας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ προμαχώνα τοῦ Ἔθνους, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1912,
ἡμέρα τοῦ προστάτη της Ἁγίου Δημητρίου, ἦταν θριαμβευτική.
«Κι ἡ σκλάβα
ἐξύπνησε μὲ μιᾶς. Πετιέται ἀπ᾽ τὸ κρεββάτι, τὰ ξαφνιασμένα μάτια της στὰ κάστρα
της κολλᾶ. Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρος: Νάτη ἡ Παρθένα, νάτη, ὄμορφη, γαλανόλευκη, μὲ
τὸ Σταυρὸ ψηλά».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
Τὰ θρυλικὰ Γιάννενα, «πρῶτα
στ᾽ ἄρματα, στὰ γρόσια καὶ στὰ γράμματα» κατὰ τὴ λαϊκὴ μοῦσα, κέντρο τῆς
Ἠπείρου καὶ πνευματικὴ κυψέλη τῆς Τουρκοκρατούμενης Πατρίδας, ἀγωνίστηκαν
σκληρὰ στὸ ἐθνικὸ προσκλητήριο. Τὸ τρομερὸ Μπιζάνι ἔγινε τὸ θυσιαστήριο τῆς
Ἠπειρωτικῆς ἐλευθερίας καὶ ὁ τύμβος τῶν ὑπέροχων ἀγωνιστῶν τῆς Πατρίδος. Ὑπῆρξε
ὁ μεγάλος θρίαμβος τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων, τὸ ἐθνικὸ καὶ πνευματικὸ ἄθλημα,
ποὺ ἀκτινοβόλησε παντοῦ.
Πολλὰ καὶ ἀσύγκριτα εἶναι
τὰ παραδείγματα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς τῶν Μπιζανομάχων, ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα σκιαγραφεῖται,
κατὰ τρόπο ἀνάγλυφο, ὁ παλμός, ἡ ὁρμὴ καὶ ἡ σκληρότητα τοῦ ἐπικοῦ Ἀγώνα.
Ἡ γαλανόλευκη, ποὺ ὕφαναν
χέρια παρθένων ἀπὸ μετάξι, μὲ ἐλπίδες καὶ ὄνειρα, στὸ σκοτάδι τῆς πικρῆς
σκλαβιᾶς, ὑψώθηκε στὰ Γιαννιώτικα κάστρα, ἐπάνω ἀπ᾽ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς
Παμβώτιδος καὶ τὸ τραγούδι ἀντήχησε παντοῦ:
«Τὰ πήραμε τὰ
Γιάννενα, μάτια πολλὰ τὸ λένε, μάτια πολλὰ τὸ λένε, ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε…».
Σταθμὸς καὶ ὁρόσημο ἡ
21η Φεβρουαρίου 1913
* * *
Ἆθλοι καὶ κατορθώματα,
ἡρωϊσμοὶ καὶ πράξεις αὐτοθυσίας, νίκες λαμπρές καὶ τρόπαια ἀθάνατα στὸ μέτωπο
τῶν Μακεδονικῶν καὶ Ἠπειρωτικῶν βουνῶν πλημμυρίζουν ἀπὸ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια τὰ
στήθη ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἡ μακρινὴ ἱστορία ξαναγινόταν ζωή. Ὁ ἀντίλαλος τῆς
νίκης ὑπῆρξε μεγάλος καὶ παγκόσμιος. Ἡ Δόξα πετώντας καὶ ἡ Νίκη φτερουγίζοντας,
ἔγραψαν αἰώνια τρόπαια:
Σέρβια, Γιαννιτσά, Δοϊράνη,
Στρώμνιτσα, Νευροκόπι, Κρέσνα, ἐφάμιλλα τῆς Τριπολιτσᾶς, τῆς Ἀράχωβας, τοῦ
Κεφαλόβρυσου, τοῦ Σκρᾶ…
Ἡ Βουλγαρικὴ ἐπίθεση
ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Σέρβων, στὶς 16 Ἰουνίου 1913, θρυμμάτισε,
δυστυχῶς, τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ σχηματοποιεῖται, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ
Ρήγα, γιὰ μιὰ παμβαλκανικὴ ἕνωση, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποτίναξη τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ.
Ὁ αἰφνιδιαστικὸς αὐτὸς πόλεμος, ἀποκαλούμενος Β´ Βαλκανικός, ποὺ κράτησε ἕνα
μήνα βοήθησε καὶ ἐπέτρεψε στοὺς Τούρκους νὰ διατηρήσουν, ἰσχυρή, ἀκοίμητη τὴ
δύναμή τους. Ἡ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου, 28.7.1913 μὲ καλοὺς οἰωνοὺς γιὰ τὴν
Ἑλλάδα, τερμάτισε, ἐπίσημα καὶ ὁριστικά, τοὺς Βαλκανικούς πολέμους.
* * *
Οἱ ἔνδοξοι ἀπελευθερωτικοὶ
πόλεμοι, θύελλα ἑλληνικοῦ φωτός, φωνὴ ἀπ᾽ τὶς ὠδῖνες τῆς Ἱστορίας καὶ τὶς
ὀδύνες τῶν δούλων Ἑλλήνων, μεγάλα καὶ ἀπροσμέτρητα θαύματα τοῦ ἑλληνικοῦ
ἐνθουσιασμοῦ, ἐχάραξαν, ἀπ᾽ τὴν πρώτη στιγμή, ὡς θαυμαστὰ μετέωρα, τὴν προκαθορισμένη
τροχιά τους. Σύμβολα τῶν θεϊκῶν καὶ μεγαλόπνοων πράξεων, βγῆκαν μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν
ἀρχαιότατη πηγὴ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας, γιὰ νὰ διδάξουν ἀνάταση καὶ δημιουργία,
ἀγάπη καὶ ἀξιοπρέπεια, ἀνθρωπιὰ καὶ δικαιοσύνη.
Ὑψώνονται στὶς κορυφὲς τῆς Ἱστορίας
μας. Εἷναι ἔργα τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, τῶν ἡμιθέων καὶ τῶν ἡρώων. Πηγὲς
γάργαρες καὶ πλούσιες. Κολυμβῆθρες τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς.
Ἕνας ὁλόκληρος αἰώνας πέρασε,
ἀπὸ τότε. Μαζὶ μὲ τὴν ἀναδρομὴ πλούσιας μνήμης, τὴν τιμητικὴ σπονδὴ καὶ τὴν
τέλεση εὐλαβικοῦ μνημοσύνου, κρατοῦμε, μὲ σεβαμὸ καὶ θαυμασμό, μὲ εὐγνωμοσύνη
καὶ αὐτογνωσία, τὸ μεγάλο ὁρόσημο τῆς Ἱστορίας μας, μὲ τὶς σταγόνες ἀπ᾽ τὸ ἀθάνατο
κρασὶ τῶν ἑλληνικῶν θαυμάτων. Ντυνόμαστε τὴν πορφυρὴ δόξα τοῦ Βαλκανομάχου, ποὺ
ἀνοίγει στὶς ὄρθιες συνειδήσεις τὴ σκέψη γιὰ μεγάλα ἔργα. Φῶς καὶ χαρὰ καὶ
καύχηση ἐθνική, δάφνη ὑπέρτατης θυσίας καὶ ἀδελφοσύνης.
* * *
Ἡ διαδρομὴ τοῦ χρόνου μᾶς ἔφερε
στὴ σημερινὴ δραματικὴ κατάσταση. Κρίσιμο τὸ παρόν, κρισιμότερο τὸ μέλλον.
Ἡ Πατρίδα μας θέλει νὰ
ζήσει. Καὶ θὰ ζήσει. Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλ ληνισμὸς εἶναι τὰ δύο μεγάλα ἐρείσματά
μας καὶ οἱ διέξοδοι στὰ ἀδιέξοδά μας, ὥστε νὰ ξαναλάμψει τὸ ἑλληνικὸ φῶς καὶ νὰ
μεγαλουργήσει τὸ αἰώνιο ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἡ χρεωκοπημένη Ἑλλάδα τοῦ 1893 καὶ ἡ
ἡττημένη τοῦ ἄτυχου πολέμου τοῦ 1897 μπόρεσε ν᾽ ἀ νορθωθεῖ οἰκονομιά, ἠθικὰ καὶ
στρατιωτικὰ καὶ νὰ διπλασιαστεῖ, σὲ δέκα μῆνες.
Ἡ τραγωδία, ἐξ ἄλ λου, τοῦ
1922 μετατράπηκε σὲ μιὰ θαυμαστὴ καὶ δημιουργικὴ ἀναγέννηση. Ὁ Λαὸς μας,
ἑνωμένος καὶ ἀγαπημένους, ἐπέδειξε ὕψιστες ἀρετές. Ὁ δρόμος μας εἶναι γνώριμος:
μεγάλος, ἴσιος καὶ λευκός. Μᾶς συντροφεύουν οἱ ἀόρατες Σκιὲς τῶν Ἡρώων μας, μᾶς
παραστέκει ἕνα πλῆθος ἀναπήρων κι ἕνας κόσμος ἀλύτρωτων ἀδελφῶν μας ζητεῖ τὴ
θερμὴ συμπαράστασή μας.
Δυνατὴ καὶ ἐπίκαιρη
ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ ποιητῆ μας:
«Κι ἂν πέσαμε σὲ
πέσιμο πρωτάκουστο καὶ σὲ γκρεμὸ κατρακυλήσαμε,
ποὺ πιὸ βαθὺ βαθὺ
καμιὰ φυλὴ δὲν εἶδε ὡς τώρα,
εἶναι, γιατί, μὲ
τῶν καιρῶν τὸ πλήρωμα, ὅμοια βαθύ, ἕν᾽
ἀνέβασμα μᾶς
μέλλεται πρὸς ὕψη οὐρανοφόρα».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου