του
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ*
Η εκπαιδευτική διαδικασία καλεί το παιδί, από τη νηπιακή ηλικία μέχρι και την εφηβεία, να περάσει ένα μέρος του χρόνου του με τους συνομηλίκους του και εκτός οικογενειακού πλαισίου. Οι συνομήλικοι είναι το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο το παιδί καλείται να ενταχθεί και η ένταξη αυτή συνοδεύεται από:
• τη σταδιακή ανεξαρτοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον,
• τη συνειδητοποίηση από την πλευρά του παιδιού ότι η ιεραρχία δε στηρίζεται αναγκαστικά σε βιολογικές βάσεις (από τον πατέρα της οικογένειας στο δάσκαλο του σχολείου),
• την ανάληψη ευθυνών από το ίδιο το παιδί,
• την αυτόνομη λήψη αποφάσεων.
Συμπαραστάτης του ατόμου σε αυτή τη νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπου δε συγχωρούνται τα πάντα, όπως συχνά συμβαίνει στην οικογένεια, είναι το σχολείο.
Αυτό το στάδιο, κατά το οποίο το παιδί αυτονομείται και οι σχέσεις του με τους άλλους δε χαρακτηρίζονται από το συναίσθημα ή από τη συγγένεια, ονομάζεται δευτερογενής κοινωνικοποίηση.
Η έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής για την Εκπαίδευση της UNESCO επισημαίνει τη σπουδαιότητα της δευτερογενούς κοινωνικοποίησης, δίνοντας έμφαση στους ακόλουθους στόχους της μάθησης, που αποτελούν τους πυλώνες της γνώσης:
α) να μάθει στο άτομο πώς να μαθαίνει, δηλαδή πώς να αποκτά τα εργαλεία της κατανόησης του κόσμου...,
β) να του μάθει πώς να ενεργεί, έτσι ώστε να είναι παραγωγικό στο χώρο του,
γ) να του μάθει πώς να ζει μαζί με τους άλλους, δηλαδή πώς να συμμετέχει στη ζωή τους και να συνεργάζεται μαζί τους,
δ) να του μάθει πώς να υπάρχει. Η εκπαίδευση πρέπει να δώσει στους ανθρώπους την ελευθερία της σκέψης, της κρίσης, της έκφρασης των αισθημάτων και της φαντασίας, για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και τη δυνατότητα να ελέγχουν όσο εξαρτάται από αυτούς τη ζωή τους...» (UNESCO, 1999:125, 139).
Σύμφωνα με τον Κρ. Ντε Μοντιμπέρ (2000:110), η κοινωνιολογία έχει καταδείξει μέσα από την κριτική της ανάλυση ότι ο εκπαιδευτικός μηχανισμός εκπληρώνει συγκεκριμένες λειτουργίες:
1. Διαφυλάττει τον πολιτισμό του παρελθόντος. Η διαφύλαξη αυτή είναι σημαντική, γιατί ανταποκρίνεται στην ανάγκη διαιώνισης του πολιτισμού που έχουν αναπτύξει οι προηγούμενες γενιές.
2. Διασφαλίζει τη μετάδοση του πολιτισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εκπαίδευση σμιλεύει και κατασκευάζει τον «καλλιεργημένο» άνθρωπο μιας κοινωνίας.
3. Προάγει την κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου, η οποία μπορεί να λάβει δύο μορφές: ηθική και νοητική. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει την ευθύνη να εξοπλίζει τα άτομα με ίδιες κατηγορίες σκέψης. Λόγω ίσως αυτής της λειτουργίας η εκπαίδευση θεωρήθηκε ως ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνίας (και μάλιστα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας).
4. Συμβάλλει στον επαγγελματικό προσανατολισμό του ατόμου. Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχολείο «διανέμει» προσόντα που θα επιτρέψουν στα άτομα να ενταχθούν στην αγορά της εργασίας. Οι λειτουργίες της εκπαίδευσης είναι έκδηλες (φανερές) και άδηλες (κρυφές). Η πιο σημαντική από τις έκδηλες λειτουργίες της είναι η μετάδοση των γνώσεων, των προτύπων και των αξιών. Τα στοιχεία αυτά, στο βαθμό που εσωτερικεύονται και αφομοιώνονται από τους μαθητές, οδηγούν τη δράση τους σε έναν κοινό προσανατολισμό.
Η πιο σημαντική από τις άδηλες (κρυφές) λειτουργίες της εκπαίδευσης είναι η επιλογή που γίνεται στο σχολείο και συγκεκριμένα ο προσανατολισμός των πιο «αδύνατων» μαθητών προς την τεχνική εκπαίδευση. Η τεχνική εκπαίδευση φαινόταν ότι δημιουργήθηκε με σκοπό να προετοιμάσει τους μαθητές για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και είχε σημαντικές διαφορές από τη γενική παιδεία που παρείχε το λύκειο. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, η τεχνική εκπαίδευση κατέληξε να δέχεται τις αποκλεισμένες από το λύκειο μάζες των παιδιών που προέρχονται από τα λαϊκά και τα μεσαία στρώματα. Το φιλτράρισμα αυτό ισχύει και στις βαθμίδες της ανώτερης /ανώτατης εκπαίδευσης.
Βέβαια, οι έκδηλες ή οι άδηλες λειτουργίες ενός εκπαιδευτικού συστήματος εξαρτώνται από το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας. Έτσι, αν, για παράδειγμα, ένα κράτος ενδιαφέρεται να προστατεύσει όλους τους πολίτες, τότε θα ενισχύσει την εκπαιδευτική λειτουργία η οποία αποσκοπεί στην κοινωνική ενσωμάτωση.
Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα
Τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν είναι παντού ίδια. Η διαφοροποίηση αυτή αφορά τις δομές, τις λειτουργίες, τους τρόπους χρηματοδότησης, αλλά και τους στόχους που θέτουν. Για παράδειγμα, κάθε εκπαιδευτικό σύστημα έχει διαφορετικό αριθμό ετών υποχρεωτικής φοίτησης και κατάτμησης σε βαθμίδες και κύκλους, περιεχόμενα σπουδών, ωρολόγια προγράμματα, τρόπους διδασκαλίας, μηχανισμούς επιλογής, προαγωγής και πρόσβασης στα Α.Ε.Ι., οργάνωσης και διοίκησης (βλ. πίνακα 5.2). Οι διαφορές αυτές αντανακλούν κοινωνικοοικονομικούς και ιστορικούς παράγοντες, παραδόσεις, παιδαγωγικές αντιλήψεις, τοπικές ανάγκες, αλλά και τα οράματα των πολιτικών ηγεσιών των χωρών σχετικά με τους σκοπούς και τους στόχους της εκπαίδευσης.
Σε ό,τι αφορά τη διαφοροποίηση στα προγράμματα σπουδών 21 ευρωπαϊκών χωρών / περιοχών, σχετικές μελέτες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου έχουν δείξει μικρή διαφοροποίηση ως προς τους θεματικούς άξονες που καλύπτονται στα λεγόμενα βασικά μαθήματα, δηλαδή τη γλώσσα και τα μαθηματικά.
Ενδιαφέρον θα ήταν να γίνει σύγκριση και στα μαθήματα των κοινωνικών επιστημών (π.χ. οικονομία, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία κτλ.) τα οποία αφορούν τις κοινωνικές δεξιότητες, όπως είναι η κοινωνική ενσυναίσθηση, η καλλιέργεια της ανεκτικότητας κ.ά. Τα εκπαιδευτικά συστήματα διαφέρουν, όπως προαναφέρεται, και ως προς την οργάνωση και τη διοίκηση της εκπαίδευσης. Οι χώρες υιοθετούν εναλλακτικά συστήματα οργάνωσης και διοίκησης, για να πετύχουν τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής τους. Για παράδειγμα, το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας είναι περισσότερο συγκεντρωτικό (οι αποφάσεις παίρνονται σε επίπεδο του Υπουργείου και της κεντρικής διοίκησης), ενώ αυτό της Αγγλίας και της Ουαλίας είναι περισσότερο αποκεντρωτικό (οι αποφάσεις λαμβάνονται, κατά κύριο λόγο, από το σχολείο και τις τοπικές εκπαιδευτικές αρχές).
Ο τρόπος οργάνωσης της εκπαίδευσης εξαρτάται από ιστορικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του εκπαιδευτικού μας συστήματος ανιχνεύεται από την εποχή του Όθωνα (1833-1834). Οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν περισσότερο στο περιεχόμενο των σπουδών (κλασική ή πρακτική εκπαίδευση, καθαρεύουσα ή δημοτική γλώσσα κτλ.) παρά στις βασικές δομές της εκπαίδευσης.
Εκτός όμως από τους ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην οργάνωση της εκπαίδευσης, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν το ελληνικό σύστημα, όπως αυτό είναι διαρθρωμένο, είναι αποτελεσματικό και αν πετυχαίνει τους στόχους του. Ως δείκτες επιτυχίας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όχι μόνο τις συγκριτικές επιδόσεις των μαθητών, αλλά και το οικονομικό κόστος που βαρύνει τις ελληνικές οικογένειες.
Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ("European education production functions*, 2003), το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, και από τις χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών σε σχέση με μαθητές άλλων ευρωπαϊκών χωρών και από το χαμηλό ποσοστό των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση.
Επιπλέον, το 51% των μαθητών που προέρχονται από φτωχές οικογένειες δεν καταφέρνει να εισαχθεί σε πανεπιστήμια. Μόνο στις Η.Π.Α. παρατηρούνται μεγαλύτερες ανισότητες από αυτές που παρατηρούνται στην Ελλάδα. Τέλος, το 23% των παιδιών που προέρχονται από γονείς με χαμηλή εκπαίδευση αντιμετωπίζει μεγαλύτερη δυσκολία από ό,τι άλλοι συμμαθητές τους ακόμα και στο να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γυμνάσια και λύκεια).
Μία από τις χαρακτηριστικές αδυναμίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σήμερα είναι η ύπαρξη φροντιστηρίων, που λειτουργούν συμπληρωματικά προς το σχολείο και απορροφούν σημαντικά κονδύλια από το εισόδημα της οικογένειας και το χρόνο των μαθητών. Άρα, ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η οικογένεια στις σπουδές του παιδιού είναι πολύ σημαντικός.
Σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (Κ.Ε.Π.Ε.), το μέσο ελληνικό νοικοκυριό διαθέτει μηνιαίως ένα βασικό μισθό για να καλύψει τα φροντιστήρια και τις άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες δύο μαθητών λυκείου. Η μηνιαία δαπάνη για την εκπαίδευση από τα 31 ευρώ ανά παιδί το 1974 αυξήθηκε σε 83,4 ευρώ το 2004 (τα ποσά είναι διαμορφωμένα με βάση το κόστος ζωής του 1974, το οποίο έχει αναχθεί σε τιμές του 2003). Οι δαπάνες αυτές αυξάνονται σημαντικά για τους μαθητές λυκείου, κυρίως λόγω των φροντιστηρίων: το 1974 μια οικογένεια έδινε 71 ευρώ το μήνα για κάθε παιδί, ενώ το 2004 έδινε 215 ευρώ
Κατά καιρούς έχουν γίνει προσπάθειες, μέσω των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τον περιορισμό των φροντιστηρίων, της λεγόμενης παραπαιδείας. Παρ' όλα αυτά οι αριθμοί δείχνουν ότι οι οικογενειακές δαπάνες για την εκπαίδευση έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία 25 χρόνια.
Βέβαια είναι εύλογο το ερώτημα γιατί μια οικογένεια είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα να δίνει τόσα χρήματα στα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα μαθήματα. Θα ήταν επικίνδυνο να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε μέσα σε λίγες γραμμές τη συνύπαρξη του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με τα φροντιστήρια. Φαίνεται πως οτιδήποτε δεν έχει μια χρηματική τιμή απαξιώνεται στη συλλογική συνείδηση.
τέτοια αντίληψη όμως καταλύει τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης προς όφελος της δεύτερης, και έτσι επιτρέπει στην ιδιωτική πρωτοβουλία να αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως κερδοφόρα επιχείρηση. Φαίνεται να έχουν υπερισχύσει φιλελεύθερες αντιλήψεις και η μόρφωση, από δημόσιο κοινωνικό αγαθό, να έχει μετατραπεί σε δαπάνη για την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Οι αντιλήψεις αυτές υποβοηθούνται και από τις σχετικά χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η αύξηση των δαπανών για την παιδεία θα μπορούσε να συμβάλει στην αναβάθμιση των υποδομών, στη λειτουργία τάξεων με λιγότερους μαθητές και στην εξατομίκευση της διδασκαλίας.
Αναμφίβολα, καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των φροντιστηρίων ασκούν η νοοτροπία, οι αξίες και οι προσδοκίες των ελληνικών οικογενειών για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Αν και η γνώση έχει παραδοσιακά αποτελέσει μια πρωταρχική αξία στην ελληνική κοινωνία, στις αντιλήψεις των σημερινών γονέων η εκπαίδευση, και συγκεκριμένα η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, θεωρείται το ασφαλέστερο μέσο για την επαγγελματική κατοχύρωση των παιδιών τους. Οι αντιλήψεις και οι προσδοκίες των γονέων ενισχύονται από τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας της πληροφορίας, καθώς και από την αύξηση του ανταγωνισμού μετά την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων στο πλαίσιο της Ε.Ε.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (European Union Benchmarks for Higher Performance, 2003:201), για να προοδεύσουν οι κοινωνίες, τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να θέσουν ως στόχους για το χρονικό διάστημα το 2000 έως το 2010:
• Τη μείωση στο 10% ή και λιγότερο του αριθμού των μαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, δηλαδή πριν τελειώσουν τη φοίτηση στο γυμνάσιο ή το λύκειο.
• Την αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων στα μαθηματικά, τις κοινωνικές επιστήμες και την τεχνολογία τουλάχιστον κατά 15%, με ταυτόχρονη μείωση της ανισότητας μεταξύ των δύο φύλων.
• Την αύξηση τουλάχιστον στο 85% των νέων 22 ετών που θα έχουν τελειώσει το β κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
• Τη μείωση τουλάχιστον κατά 20% του ποσοστού των νέων ηλικίας 15 ετών που έχουν χαμηλές επιδόσεις στην ικανότητα κατανόησης κειμένου.
• Τη συμμετοχή στη διά βίου μάθηση τουλάχιστον του 12,5% του ενήλικου ενεργού πληθυσμού ηλικίας 2564 ετών.
Είναι προφανές ότι στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μιας χώρας η εκπαίδευση πρέπει να κατέχει την πρώτη θέση, όπως επίσης και η αύξηση των δημόσιων πόρων για την παιδεία, αφού αυτή θεωρείται και είναι επένδυση ζωτικής σημασίας, γιατί «...η ανάπτυξη της παιδείας μάς επιτρέπει πραγματικά να πολεμήσουμε ένα σύνολο παραγόντων ανασφάλειας, όπως είναι η ανεργία, ο αποκλεισμός, οι ανισότητες ανάμεσα στα διάφορα έθνη ή οι εθνικές και θρησκευτικές διαμάχες...»
*απόσπασμα απο το βιβλίο
Κοινωνιολογία (Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου