της
Χριστίνας Λεβεντάκου*
Η ελληνική συμμετοχή
Το συνέδριο ειρήνης των Παρισίων εγκαινίασε τις εργασίες του στις 18 Ιανουαρίου του 1919. Αν και τυπικά, έδρα του συνεδρίου θεωρείται το Παρίσι, ουσιαστικά πρόκειται για μια σειρά συνθηκών, οι οποίες υπογράφτηκαν σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας, με προεξάρχουσες, αναφορικά με τις ελληνικές υποθέσεις, τη συνθήκη του Νεϊγύ (27/11/1919) και τη συνθήκη των Σεβρών (10/08/1920).
Στο Συνέδριο συμμετείχαν συνολικά τριάντα αντιπροσωπείες από τον ισάριθμο αριθμό των κρατών που έλαβαν μέρος στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. H ελληνική αντιπροσωπεία, της οποίας ηγήθηκε ο Βενιζέλος, υπήρξε μια πολυπληθής αντιπροσωπεία, σημαίνοντα μέλη της οποίας ήταν οι: Λάμπρος Κορομηλάς, Νικόλαος Πολίτης, Άθως Ρωμάνος και Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Ο επικοινωνιακός χαρακτήρας της προσωπικότητας του Βενιζέλου, καθώς και η διεθνής αναγνωρισιμότητα του προσώπου του συνετέλεσαν στην αποδοχή της ελληνικής αποστολής στο συμβούλιο των δέκα, ενώ ο ίδιος ο Βενιζέλος ορίστηκε μέλος της επιτροπής, η οποία θα αναλάμβανε να συντάξει το ιδρυτικό υπόμνημα της Κοινωνίας των Εθνών. Σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής αποστολής για τα θέματα που την ενδιέφεραν καθορίστηκαν από τη ρητορική δεινότητα του εισηγητή τους Βενιζέλου, σε συνδυασμό με το ειδικό βάρος των σχέσεων του και της αποδοχής του από τους πρωθυπουργούς των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων, του άγγλου πρωθυπουργού Lloyd George, του γάλλου πρωθυπουργού Clemenceau, του προέδρου των ΗΠΑ Wilson και του ιταλού πρωθυπουργού Orlando.
Το συνέδριο ειρήνης των Παρισίων υπήρξε το πρώτο συνέδριο μιας ανατέλλουσας νέας εποχής, στην οποία η μαζική κουλτούρα θα έπαιζε έναν νέο ιδιάζοντα ρόλο. Μια εποχή, στην οποία θα κυριαρχούσαν τα κόμματα μαζών και η δημοσιοποίηση της πολιτικής και των πολιτικών. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το μέγεθος του κόστους που δαπανήθηκε από το ελληνικό κράτος όσον αφορά στην προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων στον διεθνή Τύπο και συγκεκριμένα στο γαλλικό. Να σημειωθεί ότι υπήρξε ένα συνέδριο, το οποίο πριν από την έναρξή του είχε σφραγιστεί ήδη από τον διεθνή αντίκτυπο της έκρηξης της Οκτωβριανής επανάστασης και της επικράτησης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία.
Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε το συνέδριο ειρήνης του 1919 ως μια μοναδική ευκαιρία για την προώθηση και τελική επίλυση των εθνικών της θεμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως ο ρόλος που διαδραμάτισε η ελληνική διασπορά στη διατύπωση και προβολή των εθνικών αιτημάτων της χώρας.
Η διεθνής συγκυρία ευνοούσε τις ελληνικές διεκδικήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά στο βρετανικό παράγοντα. Η ευμενής στάση του βρετανού πρωθυπουργού Lloyd George απέναντι στα εδαφικά αιτήματα που εξέφραζε η Ελλάδα σε συνδυασμό με την εκτίμηση και το θαυμασμό που έτρεφε η ομάδα των διπλωματών του Foreign Office για το πρόσωπο του Βενιζέλου δημιουργούσαν μια σειρά ικανών συνθηκών για την ευόδωση των ελληνικών θέσεων. Η εκπλήρωση των ελληνικών διεκδικήσεων ξεφεύγει από τα παλαιότερα στενά πλαίσια του φιλελληνισμού καθώς αντικατοπτρίζει περισσότερο την ανταποδοτική διάθεση των Βρετανών προς τον ίδιο το Βενιζέλο παρά προς τον ελληνικό λαό. Στο παραπάνω ερμηνευτικό σχήμα δε θα πρέπει να αγνοήσουμε και τον αστάθμητο παράγοντα των βρετανικών συμφερόντων στο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Το υπόμνημα των εδαφικών διεκδικήσεων του Βενιζέλου: γεωπολιτικό παιχνίδι ή μεγαλοϊδεατικό όνειρο;
Στις 30 Δεκεμβρίου 1918 ο Βενιζέλος παρουσιάζει ένα μνημόνιο, στο οποίο προβάλλονται με κάθε λεπτομέρεια όλες οι διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους. Έχει προηγηθεί ήδη στις 17 Σεπτεμβρίου του 1918 η επικοινωνία του Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο Δημητρίου Κακλαμάνου με το Foreign Office, οπότε τους γνωστοποιούσε τις επικείμενες ελληνικές διεκδικήσεις στο Συνέδριο Ειρήνης που θα λάμβανε χώρα λίγους μήνες μετά.
Το ελληνικό υπόμνημα των εδαφικών διεκδικήσεων του Βενιζέλου παραπέμφθηκε σε μια από τις ειδικές επιτροπές του Συνεδρίου, την «Επιτροπή για τα Ελληνικά Ζητήματα», η οποία εξέτασε σε πολλές συνεδριάσεις τις εδαφικές διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους. Στις πρώτες σελίδες του κειμένου ο Βενιζέλος αναφέρεται στη διασπορά του ελληνικού έθνους ανά τον κόσμο και καταλήγει με εύλογο τρόπο στο συμπέρασμα, ότι μόλις το 55% των Ελλήνων ζουν στα εδάφη του ελληνικού κράτους, ενώ το υπόλοιπο 45% των Ελλήνων διαβιούν έξω από τα σύνορα αυτού. Στη συνέχεια, το memorandum του Βενιζέλου χωριζόταν σε ξεχωριστά μέρη που αφορούσαν κατά σειρά τα διεκδικούμενα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, της Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Μικράς Ασίας και των Δωδεκανήσων.
Η παράλειψη της Κύπρου από τις υπό ελληνική διεκδίκηση περιοχές κρινόταν απαραίτητη για τον Έλληνα πρωθυπουργό, καθώς η Κύπρος ήδη από το 1878 και με απόφαση του συνεδρίου του Βερολίνου είχε επιδικαστεί στη σύμμαχο Μεγάλη Βρετανία. Επομένως, η αναφορά στην Κύπρο θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική αφενός στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο συμμαχικές στα πλαίσια της Entente δυνάμεις και αφ’ ετέρου θα απέβαινε ενδεχομένως μοιραία για τις υπόλοιπες εδαφικές βλέψεις της Ελλάδας, καθώς θα ξεσήκωνε κύμα αντιδράσεων στη Μεγάλη Βρετανία.
Για τη σύνταξη του καταλόγου των διεκδικήσεων, ο Βενιζέλος βασίστηκε αφ’ ενός στις υπηρεσίες που προσέφερε η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των νικητών συμμαχικών δυνάμεων και αφ’ ετέρου στο 12ο άρθρο των ονομαστών «14 σημείων» του αμερικανού Προέδρου Woodrow Wilson.
Στις 8 Γενάρη του 1918 ο αμερικανός Πρόεδρος Wilson είχε εκφωνήσει τον περιβόητο λόγο των δεκατεσσάρων σημείων. Μολονότι, ο λόγος του Wilson δεν αναφερόταν ρητά στο δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση, πολλά από τα σημεία του το υπονοούσαν. Το 12ο άρθρο του λόγου του αμερικανού Προέδρου, στο οποίο βασίστηκε ο Βενιζέλος στο υπόμνημά του, αναφερόταν στους αλλοεθνείς υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην εγγύηση, η οποία θα έπρεπε να τους δοθεί όσον αφορά στην αναμφισβήτητη ασφάλεια της ζωής τους και την απολύτως απρόσκοπτη δυνατότητα της αυτόνομης ανάπτυξής τους.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η διεκδίκηση των συγκεκριμένων εδαφών από τον Έλληνα πρωθυπουργό στηρίχτηκε στη «μακραίωνη παρουσία» Ελλήνων στα συγκεκριμένα εδάφη. Ο όρος Έλληνας στην προκειμένη περίπτωση παραπέμπει σε άτομα που σύμφωνα με το υπόμνημα έχουν ελληνική εθνική συνείδηση και αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, άσχετα από το αν χρησιμοποιούν ή όχι την ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας τους. Επομένως, η διεκδίκηση των συγκεκριμένων εδαφών εμφανίζεται ως δίκαιη σύμφωνα με το «δικαίωμα για αυτοδιάθεση» που προέκυψε από τον περίφημο λόγο των «14 σημείων» του Προέδρου Wilson.
Ένα δεύτερο επιχείρημα του Βενιζέλου σχετικά με την έκφραση των εδαφικών διεκδικήσεων του ελληνικού κράτους ήταν η προσφορά της Ελλάδας στον πόλεμο. Δεδομένου του γεγονότος βέβαια ότι, η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο πολύ αργά, το επιχείρημα αυτό έχανε ένα μέρος της βαρύτητας του και δικαιολογούσε αναδρομικά την εμμονή του Βενιζέλου το 1917 για ένταση και εγρήγορση της επιστράτευσης.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις παρουσιάστηκαν από το Βενιζέλο επισήμως στις 3 και 4 Φεβρουαρίου του 1918. Κατά την ομιλία του, ο Έλληνας πρωθυπουργός αρχικά αναφέρθηκε στην ελπίδα για εξεύρεση λύσης ανάμεσα σε Ιταλία και Ελλάδα. Στη συνέχεια, προέβη στην απαρίθμηση και ανάλυση των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων σύμφωνα με το υπόμνημα που είχε συντάξει ο ίδιος και το οποίο είχε διαμοιραστεί ήδη στις αντιπροσωπείες του Συνεδρίου. Η μόνη διαφορά συγκριτικά με το υπόμνημα ήταν η προφορική αναφορά και στη διεκδίκηση της Κύπρου.
Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι το υπόμνημα του Βενιζέλου ξεφεύγει από τη γνωστή εμμονή στα «ιστορικά δίκαια» του ελληνισμού στις υπό διεκδίκηση εδαφικές περιοχές. Αποκλινόμενος λοιπόν από αυτήν την κοντόθωρη και μεροληπτική οπτική, ο Βενιζέλος αντιμετωπίζει στο υπόμνημά του τις ελληνικές αξιώσεις με διπλωματία λαμβάνοντας υπ’ όψιν του ταυτόχρονα τη διεθνή συγκυρία. Το σχήμα των εδαφικών διεκδικήσεων που προβάλλει μπορεί να εντάσσεται πλήρως στο μεγαλοϊδεατικό ιδεολόγημα της εποχής του, εντούτοις αντικατοπτρίζει και τη βούληση του Έλληνα πρωθυπουργού να μην απομονωθεί η Ελλάδα από τις ραγδαίες εξελίξεις που διαδραματίζονται στο χώρο της βαλκανικής και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Πίσω από το μεγαλοϊδεατισμό ελλοχεύει ένα γεωπολιτικό παιχνίδι οικονομικών συμφερόντων. Κρίνοντας βέβαια από την αργοπορημένη έλευση της Ελλάδας στο συμμαχικό μπλοκ, η θέση της χώρας στο Συνέδριο ειρήνης υποβαθμίστηκε περισσότερο σε ρόλο επαίτη, παρά διεκδικητή.
*
Από την μεταπτυχιακή της εργασία με τίτλο
«Από την Μεγάλη Ιδέα στις εθνικές διεκδικήσεις:
τα εθνικά θέματα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο»
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, 2007
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου