επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
Α1.
Ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο.
Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, μα σκοπός του δεν είναι να
αυτοβιογραφηθεί και να αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και αυτά της οικογενείας
του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρωπίνου δράματος,
όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα κινούνται και συμπλέκονται με την δύναμη
του μοιραίου. Το
διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «ψυχογραφικός
και δραματικός πεζογράφος», καθώς ο Βιζυηνός, έχοντας σπουδάσει ψυχολογία,
διεισδύει στα μύχια της ψυχής των ηρώων του, αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες
τους, αποδίδει τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους και τα συναισθήματά τους, τις
εσωτερικές συγκρούσεις του καθενός. Ο Βιζυηνός εντοπίζει όλα τα δραματικά
στοιχεία των καταστάσεων και μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον γίνεται η
ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν είναι άτομα μοναχικά, αντικοινωνικά.
Αντίθετα, βρίσκονται σε στενή επαφή με τον περίγυρό τους. Ιδίως οι
πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται σφαιρικοί, με πολυσύνθετη ψυχοσύνθεση
και περίπλοκα κίνητρα στις πράξεις τους. Έχει ο καθένας από αυτούς τις δικές
του ατομικές ιδιαιτερότητες, κι είναι τόσο δύσκολο να περιγραφούν όπως ακριβώς
ένας ζωντανός άνθρωπος.
Το πρώτο βράδυ παραμονής στην εκκλησία πρέπει να έμεινε ανεξίτηλα
χαραγμένο στην μνήμη του και στην ψυχή του αφηγητή. Η υποβλητική ατμόσφαιρα του
ιερού ναού, το μισοσκόταδο και ο φόβος συνιστούν την ιδανική συνταγή, για να
γνωρίσει το νεαρό αγόρι κάποιες φρικιαστικές στιγμές, που μας μεταφέρονται από
τον Βιζυηνό με δυό σύντομες και λιτές αλλά παραστατικότατες και συγκλονιστικές
εικόνες κάνοντάς μας κοινωνούς της συγκλονιστικής εμπειρίας που βίωσε εκείνη
την νύχτα.
Η πρώτη είναι η εξής:
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου
φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις. Τό ἀμυδρόν φῶς τῶν ἔμπροσθεν
τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν1 νά φωτίζῃ αὐτό καί τάς πρό αὐτοῦ
βαθμίδας2, καθίστα τό περί ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά
ἐάν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τά σκοτεινά. Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας
ἔτρεμε, μοί ἐφαίνετο, πώς ὁ Ἅγιος ἐπί τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νά ζωντανεύῃ,
καί ἐσάλευε, προσπαθῶν ν’ ἀποσπασθῇ ἀπό τάς σανίδας, και καταβῇ ἐπί τοῦ
εδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν,
καί μέ τους ἀτενεῖς3 ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.
Η δεύτερη είναι η εξής:
Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρός ἄνεμος ἐσύριζε διά τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων
θορυβωδῶς τάς μικράς αὐτῶν ὑέλους4, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περί τήν ἐκκλησίαν νεκροί
ἀνερριχῶντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Και τρέμων ἐκ
φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἕνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νά θερμάνῃ τάς
ἀσάρκους του χεῖρας ἐπί τοῦ «μαγκαλίου»5, τό ὁποῖον ἔκαιε πρό ἡμῶν.
Η Τρίτη δείχνει την έντονη εσωτερική οδύνη με περιγραφή δε
αμιγώς ψυχιατρική, ανθρώπου που έχει υποστεί σοκ
Ὅταν ἤκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεῦρά
μου καί ἤρχισαν τά αὐτία μου να βοΐζουν. Δέν ἠδυνήθην ν’ ἀκούσω περιπλέον. Καθ’
ἥν δέ στιγμήν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπό φοβερᾶς ἀγωνίας, ἔπιπτεν
ἀδρανής ἐπί τῶν μαρμάρων, ἐγώ ἀντί νά δράμω7 πρός βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τήν
εὐκαιρίαν νά φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καί ἐκβάλλων κραυγάς, ὡς
ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ ὁρατός αὐτός8 ὁ Θάνατος. Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο
ὑπό τοῦ τρόμου, καί ἐγώ ἔτρεχον, καί ἀκόμη ἔτρεχον. Καί χωρίς νά τό ἐννοήσω,
εὑρέθην ἔξαφνα μακράν, πολύ μακράν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νά πάρω τήν
ἀναπνοήν μου, κ’ ἐτόλμησα νά γυρίσω να ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανείς δέν μ’ ἐκυνήγει.
Β1.α)
Ας δούμε κατ’ αρχάς τι γράφει ο Π. Μουλλάς στην εισαγωγή της
έκδοσης των διηγημάτων του Βιζυηνού για τις περιγραφές: «... δεν είναι δύσκολο
να καταλάβουμε γιατί, κατά τον Άλκη Θρύλο, ο Βιζυηνός «περιόριζε τίς περιγραφές
που δεν τις αγαπούσε κι όπου αποτύγχανε». Δε συμφωνώ ότι αποτυγχάνει, και το
ζήτημα δεν είναι αν τις αγαπούσε ή όχι, αλλά μόνο γιατί και πώς τις
χρησιμοποιούσε ή τις περιόριζε. Με άλλα λόγια, το ερώτημα τίθεται ως εξής: τι
λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού;
Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή,
τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την
αφήγηση. Η ομολογία του συγγραφέα μας φαίνεται να είναι πειστική: «Δέν ἀγαπῶ τάς
παρεκβολάς ἐν τοῖς διηγήμασιν». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα
“ξένα σώματα”, αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος
τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώσουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να
εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους
ανθρώπους και στα πράγματα. Μακριά από τον κόσμο της νατουραλιστικής
τεκμηρίωσης, όπου η περιγραφή αναχαιτίζει τη δράση, δίνει ουσιαστικό ρόλο στα
αντικείμενα και ανάγει συχνά το περιβάλλον σε μετωνυμική έκφραση των προσώπων,
ο Βιζυηνός προτιμά το χώρο της ρομαντικής μεταφοράς και αντίθεσης. Αθεράπευτα
ανθρωποκεντρικός και ανθρωπομορφικός, δε λέει ν’ αφήσει από τα μάτια του τους
ήρωές του. Όταν επιλέγει μια περιγραφή (πράγμα που δε γίνεται συχνά) είναι γιατί
λειτουργεί πολυσήμαντα∙ συνήθως γιατί βρίσκεται σε ανταπόκριση ή αντίθεση με
ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις...»
Στο αμάρτημα της μητρός μου οι περιγραφές είναι ελάχιστες και πολύ σύντομες, μιας και βασική επιδίωξη του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων του. Οι περιγραφές που συναντάμε είτε προσώπων είτε χώρων εξυπηρετούν την εξέλιξη του διηγήματος με το να φωτίζουν καλύτερα τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων ή με το να προσφέρουν τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το χώρο και τις ειδικές συνθήκες που πλαισιώνουν την εμπειρία κάποιου ήρωα. Οι περιγραφές των Αγίων που δίνονται όταν ο αφηγητής μας μιλά για την πρώτη νύχτα που πέρασε μαζί με την Αννιώ και τη μητέρα του στην εκκλησία «... μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.» έρχονται να τονίσουν τον έντονο φόβο που βίωσε εκείνη τη νύχτα και να δώσουν με έμφαση τη μεγάλη αγάπη που είχε για τη μικρή του αδερφή για την οποία ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ακόμη και τους μεγαλύτερους φόβους του.
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι οι σύντομες περιγραφές που υπάρχουν στο διήγημα αυτό στηρίζουν την αφήγηση της ιστορίας και συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που χρησιμοποιούν εκτενείς περιγραφές για να επιβραδύνουν την αφήγηση ή για να εντάξουν με μεγαλύτερη πληρότητα το χώρο στην αφηγηματική διαδικασία, ο Βιζυηνός καταφεύγει σε σύντομες περιγραφές, μόνο όταν πιστεύει ότι μ’ αυτές θα καταστήσει σαφέστερο τον τρόπο αντίδρασης των ηρώων του και θα φωτίσει καλύτερα τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.
Στο αμάρτημα της μητρός μου οι περιγραφές είναι ελάχιστες και πολύ σύντομες, μιας και βασική επιδίωξη του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων του. Οι περιγραφές που συναντάμε είτε προσώπων είτε χώρων εξυπηρετούν την εξέλιξη του διηγήματος με το να φωτίζουν καλύτερα τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων ή με το να προσφέρουν τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το χώρο και τις ειδικές συνθήκες που πλαισιώνουν την εμπειρία κάποιου ήρωα. Οι περιγραφές των Αγίων που δίνονται όταν ο αφηγητής μας μιλά για την πρώτη νύχτα που πέρασε μαζί με την Αννιώ και τη μητέρα του στην εκκλησία «... μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.» έρχονται να τονίσουν τον έντονο φόβο που βίωσε εκείνη τη νύχτα και να δώσουν με έμφαση τη μεγάλη αγάπη που είχε για τη μικρή του αδερφή για την οποία ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ακόμη και τους μεγαλύτερους φόβους του.
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι οι σύντομες περιγραφές που υπάρχουν στο διήγημα αυτό στηρίζουν την αφήγηση της ιστορίας και συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που χρησιμοποιούν εκτενείς περιγραφές για να επιβραδύνουν την αφήγηση ή για να εντάξουν με μεγαλύτερη πληρότητα το χώρο στην αφηγηματική διαδικασία, ο Βιζυηνός καταφεύγει σε σύντομες περιγραφές, μόνο όταν πιστεύει ότι μ’ αυτές θα καταστήσει σαφέστερο τον τρόπο αντίδρασης των ηρώων του και θα φωτίσει καλύτερα τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.
β)
Συχνά ο αφηγητής παραβιάζει την ομαλή χρονική πορεία για να
γυρίσει προσωρινά στο παρελθόν ή αφηγείται ένα γεγονός που πρόκειται να
διαδραματιστεί αργότερα. Τις παραβιάσεις αυτές τις ονομάζουμε αναχρονίες και
τις διακρίνουμε σε: Αναδρομικές αφηγήσεις / αναδρομές ή αναλήψεις και Πρόδρομες
αφηγήσεις ή προλήψεις. Αναδρομή είναι η τεχνική κατά την οποία διακόπτεται η
κανονική χρονική σειρά των συμβάντων για να εξιστορηθούν γεγονότα του
παρελθόντος, ενώ στην πρόληψη ο αφηγητής κάνει λόγο εκ των προτέρων για
γεγονότα που θα γίνουν αργότερα. Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η
ομαλή, φυσική χρονική σειρά:
• Ιn medias res: η λατινική αυτή φράση σημαίνει «στο μέσο των
πραγμάτων
», δηλαδή στη μέση της υπόθεσης, και αποτελεί μια τεχνική της
αφήγησης σύμφωνα με την οποία το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την
αρχή, αλλά ο αφηγητής αρχίζει την ιστορία από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής
και, έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του
σημείου αυτού. Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και
η αφήγηση δεν γίνεται
κουραστική.
• Εγκιβωτισμός: σε κάθε αφηγηματικό κείμενο υπάρχει μια κύρια
αφήγηση
που αποτελεί την αρχική ιστορία και υπάρχουν και μικρότερες,
δευτερεύουσες αφηγήσεις μέσα στην κύρια αφήγηση που διακόπτουν την ομαλή ροή
του χρόνου. Αυτή η «αφήγηση μέσα στην αφήγηση» ονομάζεται εγκιβωτισμένη αφήγηση
ή εγκιβωτισμός.
• Παρέκβαση/παρέμβλητη (εμβόλιμη) αφήγηση: είναι η προσωρινή
διακοπή
της φυσικής ροής των γεγονότων και η αναφορά σε άλλο θέμα που δεν
σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του έργου.
• Προϊδεασμός/προσήμανση: είναι η ψυχολογική προετοιμασία του
αναγνώστη
από τον αφηγητή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
• Προοικονομία: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διευθετεί
τα
γεγονότα και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η
εξέλιξη
της πλοκής να είναι για τον αναγνώστη φυσική και λογική.
Η ενότητα ξεκινά με βασικό χαρακτηριστικό την αντικατάσταση του
παρατατικού από αόριστο. Ο χρόνος επιλέγεται μιας και στο προσκήνιο της
αφήγησης έρχεται ένα συγκεκριμένο γεγονός ιδιαιτέρας σημασίας για την εξέλιξη
της πλοκής του διηγήματος…η μεταφορά της Αννιώς στην εκκλησία.
Αναδρομική αφήγηση έχουμε όταν προσπαθεί, ψάχνοντας εντός του
ακόμη και το παραμικρό που θα μπορούσε να είχε ενοχλήσει την μητέρα του
Ἤρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, και ἤρχισα νά
συλλογίζωμαι. Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ὅλας τάς πρός τήν μητέρα
τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ἐνθυμηθῶ μήπως τῆς ἔπταισά ποτε,
μήπως τήν ἀδίκησα, ἀλλά δεν ἠδυνήθην
Η μικρή αυτή αναδρομή που διακόπτει το χρόνο της αφήγησης των
γεγονότων τα οποία διαδραματίστηκαν μέσα στην εκκλησία, αναφέρεται στην έλλειψη
αγάπης προς το Γιωργή από μέρους της μητέρας του. Ξεκινώντας από μια διάθεση αυτοκριτικής
ο αφηγητής καταλήγει σε κριτική εναντίον της μητέρας του× ρόλος της αναδρομής αυτής, λοιπόν, είναι να αιτιολογήσει το
περιεχόμενο της προσευχής της μητέρας.
Β2. εκφραστικά μέσα
· παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεῦρά μου=
μεταφορά ίνα δηλώσει ότι πάγωσε.(ψυχογράφημα γαρ)
·
ὡς ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ
ὁρατός αὐτός ὁ Θάνατος = παρομοίωση, ο θάνατος ο ίδιος φαίνεται να τον κυνηγά
·
ύφος
υποβλητικό, απλό, λόγος ρεαλιστικός με στόχευση την απόδοση ψυχικών καταστάσεων
·
γλώσσα
καθαρεύουσα, πολλές εκκλησιαστικές φράσεις, δια αρμονία με το περιβάλλον
Γ1.
Ο Γιωργής ακούει με φρίκη τη μακάβρια προσφορά της μητέρας του
προς το Θεό. Η πρώτη συναισθηματική του ανταπόκριση είναι ο πανικός, ο οποίος
προκαλεί ανατριχίλα («παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχισαν τα αυτία
μου να βοΐζουν») και συνοδεύεται από συγκεκριμένες σωματικές αντιδράσεις,
όπως για παράδειγμα το τρίξιμο των δοντιών («οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου»). Οι κινήσεις
του είναι σπασμωδικές. Αν και βλέπει τη μητέρα του να σωριάζεται «αδρανής επί των
μαρμάρων», εκείνος σπεύδει σε θορυβώδη φυγή («τρέχων ως
έξαλλος και εκβαλλών κραυγάς»). Ύστερα από μία πρόσκαιρη ανάκτηση της
ψυχραιμίας του, προσπαθεί να
εξηγήσει στον εαυτό του τα συναισθήματά της μητέρας του για τον
ίδιο. Στο σημείο αυτό και μέσα από μία απόπειρα αυτοκριτικής, η οποία θα
καταλήξει σε κλάματα, εκδηλώνεται για πρώτη φορά το αίσθημα ζήλειας του Γιωργή,
που ως εκείνη τη στιγμή είχε αποκρύψει («εύρισκον, ότι αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η
αδερφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τουτ’ αυτό
παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερο. [...] Και με πήρε το παράπονον και ήρχισα να
κλαίω»).
Η προσευχή αυτή
ηχεί στα αυτιά του μικρού αφηγητή ως ακλόνητη απόδειξη ότι η μητέρα του δεν τον
αγαπά και πως είναι έτοιμη να τον θυσιάσει προκειμένου να σώσει την αγαπημένη
της κόρη. Στην πραγματικότητα η ευχή αυτή δεν είναι παρά η έκφραση του πόνου
και της απελπισίας που αισθάνεται η μητέρα, η οποία προσπαθώντας να σώσει το
παιδί της έκανε ό,τι μπορούσε, δοκίμασε κάθε πιθανή θεραπεία, κάθε πιθανό
γιατροσόφι, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με το αναπότρεπτο του χαμού
της μικρής της κόρης. Η μητέρα δεν ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι,
πιστεύοντας ότι υπάρχει περίπτωση να εισακουστεί η προσευχή της, εκφράζει απλώς
την απόγνωσή της και δηλώνει πως δεν έχει μείνει τίποτε άλλο που να μπορεί να
κάνει για τη σωτηρία του παιδιού της, παρά μόνο να προσφέρει σε αντάλλαγμα τη
ζωή του αγοριού της. Η προσευχή αυτή αποτελεί την ύστατη κραυγή απελπισίας,
μιας μητέρας που πολύ σύντομα θα αποδεχτεί τη σκληρή μοίρα του κοριτσιού της
και θα αφήσει τα πράγματα να πάρουν τη φυσική τους πορεία.
Η μητέρα του μικρού αφηγητή σαφώς και δεν είχε καμία πρόθεση να θυσιάσει τη ζωή του παιδιού της κι αυτό άλλωστε μας το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο αφηγητής παραθέτοντας τη σκηνή της διάσωσής του από τη μητέρα του, όταν τον παρέσυρε ο χείμαρρος.
Η μητέρα του μικρού αφηγητή σαφώς και δεν είχε καμία πρόθεση να θυσιάσει τη ζωή του παιδιού της κι αυτό άλλωστε μας το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο αφηγητής παραθέτοντας τη σκηνή της διάσωσής του από τη μητέρα του, όταν τον παρέσυρε ο χείμαρρος.
Δ1.
Μετά το 1880 σημειώνεται αλλαγή στην θεματολογία και στον τρόπο
πραγμάτευσης του υλικού από τους πεζογράφους. Ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια
επικρατούσαν τα ρομαντικά-ερωτικά ή τα ιστορικά μυθιστορήματα, οι συγγραφείς
μετά το 1880 καλλιέργησαν κυρίως το διήγημα και στράφηκαν σε θέματα από την
καθημερινή ζωή της επαρχίας αρχικά και αργότερα των μεγαλουπόλεων. Η
πεζογραφική παραγωγή της περιόδου χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο ηθογραφία,
που αναφέρεται στην πιστή αναπαράσταση των ηθών και του τρόπου ζωής μιας
κοινότητας.Χρονολογία-σταθμός θεωρείται το έτος 1883, όταν δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Εστία το πρώτο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού, Το αμάρτημα
της μητρός μου, ενώ ένα μήνα αργότερα προκηρύχθηκε από το ίδιο περιοδικό
διαγωνισμός για συγγραφή διηγήματος. Η προκήρυξη παρότρυνε τους συγγραφείς να
αξιοποιήσουν θέματα από την παραδοσιακή ζωή του λαού ή την ελληνική ιστορία
και, παρόλο που τα διηγήματα που γράφτηκαν με αφορμή των διαγωνισμό δεν ήταν
όλα επιτυχημένα, ή αρκετά από αυτά δεν ήταν τόσο διηγήματα όσο συλλογή
λαογραφικού υλικού, η συγκεκριμένη θεματολογία επικράτησε κατά τις επόμενες
δεκαετίες, με δύο γενικές κατευθύνσεις στον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος:
αφ’ ενός την ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή απεικόνιση του αγροτικού τρόπου ζωής,
με συχνή την πληθώρα λαογραφικών στοιχείων (όπως τα έργα των Γ. Δροσίνη, Κ. Κρυστάλλη
κ.α.) και αφ’ ετέρου τις ποικιλότερες προοπτικές, όπως η ψυχογραφία (Γ.
Βιζυηνός) ή ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας
Καρκαβίτσας). Αυτοί οι τρεις συγγραφείς θεωρούνται οι κορυφαίοι αυτής της
κατεύθυνσης. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι έμειναν πιστοί στην καθαρεύουσα, ενώ ο
Καρκαβίτσας στράφηκε γρήγορα προς την δημοτική, για την χρήση της οποίας στην
πεζογραφία άνοιγαν νέοι ορίζοντες με Το Ταξίδι μου του Ψυχάρη και την
σημαντικότερη απόπειρα του Παλαμά να γράψει πεζό κείμενο, το διήγημά του Θάνατος
Παλληκαριού.Το αφήγημα «Θάνατος παλληκαριού» ανήκει στην ηθογραφία και
εκφράζει το κλίμα μιας εποχής (στα τέλη του περασμένου αιώνα) που επιδιώκει την
καλλιέργεια της πεζογραφίας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της «Ελληνικότητας». Η
ελληνικότητα στο αφήγημα αποδίδεται με χαρακτηριστικές πινελιές από τη ζωή του
χωριού, μυθοποιημένη βέβαια και εξωραϊσμένη. Παράλληλα και κυρίως, το αφήγημα
αποτελεί έναν ύμνο στη λεβεντιά, στην παλικαριά, που τη ζηλεύει η τύχη και τη
φθονεί ο χάρος, όπως στα ακριτικά του Διγενή.
Διαφορές:
·
μητέρα στο
προσκεφάλι του γιού (Παλαμάς) # μητέρα στο προσκεφάλι της κόρης (Βιζυηνός)
·
φαίνεται έμπρακτη
η μεταφυσική έλευση (Παλαμάς) # η μεταφυσική παρουσία είναι φαντασίωση του
μικρού παιδιού (Βιζυηνός)
·
μπορούμε να πούμε
και για την γλώσσα (η δημοτική και η καθαρεύουσα από την άλλη
Ομοιότητες:
·
και στις δυο
περιπτώσεις υπάρχει ασθενής εις κρίσιμον κατάστασην
·
και στις δύο
περιπτώσεις η μάνα αγωνιά δια το παιδί της και την έκβαση που θα έχει ηασθένεια
·
και στις δυο
περιπτώσεις το θείο θα κρίνει την έκβαση αυτήν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου