Η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή από τις στάσεις της Α’ Δυναστείας, η οποία τερματίστηκε με εκστρατεία και τακτική πολιορκία του Ναυπλίου. Χίλιοι στρατιώτες υπό τους , Αρτέμιο Μίχο, Πάνο Κορωναίο και τον δικαστικό Γεώργιο Πετιμεζά, μαζί με τους περίπου χίλιους πολιτικούς κρατούμενους στην Ακροναυπλία που απελευθερώθηκαν και μερικές εκατοντάδες νέους εθελοντές, ξεκίνησαν αντιδυναστικό αγώνα. Η βασιλική κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη έστειλε εναντίον τους στρατό περίπου 7.000 ανδρών. Μέσα Μαρτίου του 1862, η επανάσταση είχε κατασταλεί. Πολλοί από τους επαναστάτες αμνηστεύτηκαν.
Στο
Ναύπλιο, λόγω του αντιδυναστικού πνεύματος που επικρατούσε και που ήταν
διαδεδομένο στο στρατό από το 1861, η κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη είχε εκτοπίσει
αξιωματικούς όλων των όπλων για πειθαρχικά παραπτώματα. Τον Δεκέμβριο
του 1861 βρέθηκαν στο Ναύπλιο όσοι υπηρετούσαν στη φρουρά ή στις φυλακές του
Ιτς-Καλέ, γύρω στους έντεκα αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων οι ανώτεροι Αρτέμιος
Μίχος, Πάνος
Κορωναίος, Δ. Μπότσαρης και Χ. Ζυμπρακάκης και οι κατώτεροι Δ.
Γρίβας, γιος του Θ. Γρίβα, ο Παραμυθιώτης, ο Σμόλενιτς, ο Πραΐδης, ο Μάνος, ο Κατσικογιάννης, ο Παγένος και ο
Δημόπουλος.
Οι
αξιωματικοί αυτοί άρχισαν τις συνομωσίες για την ανατροπή του Όθωνα και πέτυχαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα
να μυήσουν ένα μεγάλο μέρος των αξιωματικών και των υπαξιωματικών της φρουράς
του Ναυπλίου, του
Ιτς-Καλέ και του Παλαμηδίου προς επίμετρο δε συνεννοήθηκαν
με τους πολιτικούς Γεώργιο Πετιμεζά και Πέτρο Μαυρομιχάλη και παρέσυραν στη
συνομωσία ικανούς ιθύνοντες του Ναυπλίου, όπως τον Δήμαρχο, την πλειονότητα του
Δημοτικού Συμβουλίου, τον πρόξενο Ζαβιτσιάνο, μέσω του οποίου είχαν ασφαλή
αλληλογραφία με άλλους Αθηναίους πολιτικούς, στρατιωτικούς συνωμότες και ικανή
μερίδα επιστημόνων και προυχόντων.
Η
στάση και η κατάληψη των φρουρίων είχε ορισθεί για τη νύχτα της 3ης
προς 4η Φεβρουαρίου, αλλά εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού οι
συνωμότες στασίασαν τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η
Φεβρουαρίου. Με συνθηματικούς πυροβολισμούς από τους διάφορους προμαχώνες του
φρουρίου και των στρατώνων επιτέθηκαν κατά των πιστών ή αμύητων αξιωματικών και
συλλαμβάνοντάς τους έγιναν κύριοι των φρουρίων και της πόλης. Συνέλαβαν και
φυλάκισαν τον νομάρχη, τον φρούραρχο συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο, τον
αντισυνταγματάρχη Ζορμπά και τους ταγματάρχες Στέλβαχ και Γιάνναρη, έως και
κάποιους κατώτερους, διέρρηξαν τις φυλακές, αποφυλάκισαν όλους τους
φυλακισμένους και συνέστησαν προσωρινή κυβερνητική επιτροπή
αποτελούμενη από στρατιωτικά και πολιτικά πρόσωπα, απηύθυναν δε διάγγελμα προς
τον λαό και τον στρατό ζητώντας: α) τη μεταβολή του
κυβερνητικού συστήματος, β) τη διάλυση της Βουλής και γ) τη συγκρότηση
Εθνοσυνέλευσης «για την ανάκτηση των καταπατημένων ελευθεριών».
Οι
στρατιωτικοί από την επόμενη ημέρα άρχισαν να προετοιμάζουν την άμυνά τους. Ανώτερος
αρχηγός ανακηρύχθηκε ο Αρτέμιος Μίχος, αρχηγός των γενικών επιτελών ο
Πάνος Κορωναίος με επιτελείς τους Ιωάννη Μανωλάκη, Θ. Κυδωνάκη, Θ. Πετιμεζά και
Μ. Μοσχόπουλο. Ο ταγματάρχης Δ. Μπότσαρης
διορίσθηκε φρούραρχος Παλαμηδίου. Το Άργος και η Τρίπολη πραγματοποίησαν
στάση την επόμενη και μεγάλο μέρος της δεύτερης φρουράς και ολόκληρη η πρώτη
φρουρά έσπευσαν στο Ναύπλιο και ενώθηκαν με τους επαναστάτες. Οι γνώμες ωστόσο
των επαναστατών διχάσθηκαν. Στο συμβούλιο που έγινε τη 2η ημέρα του
Φεβρουαρίου ο Κορωναίος πρότεινε την άμεση εκστρατεία κατά της Αθήνας, αλλά ο
αρχηγός Μίχος υποστήριξε ότι όφειλαν να παραμείνουν στο Ναύπλιο και να
κρατήσουν την πόλη και τα φρούρια, εν αναμονή της στάσης της πρωτεύουσας και
άλλων πόλεων.
Η κυβέρνηση
της Αθήνας, παρότι θορυβήθηκε από την πρώτη είδηση, διευθυνόταν από
έναν άνδρα που διέθετε ψυχραιμία και θέληση, τον Αθανάσιο Μιαούλη, πέτυχε να
συγκεντρώσει σε διάστημα 58 ωρών δύναμη 4.000 ανδρών στην Κόρινθο, ενώ μέσα σε
δύο ημέρες ανέβασε τη δύναμή της σε 6.000 άνδρες με πυροβολικό, ιππείς και
εθελοντικές ομάδες, διόρισε δε αρχηγό τον φιλέλληνα υποστράτηγο Χαν
(Hahn), και απηύθυνε διάγγελμα μέσω του υπουργού των Στρατιωτικών, που
άρχιζε με τις φράσεις: «Συστρατιώτες, στυγερό έγκλημα διαπράχθηκε από εκείνους,
στα χέρια των οποίων η πατρίδα εμπιστεύθηκε το ξίφος για τη διατήρηση της
ισχύος και της τάξης», και αφού δούλεψε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, έριξε
μέσα σε πέντε μέρες κατά του Ναυπλίου ισχυρή δύναμη πιστού κυβερνητικού
στρατού.
Το
πρωί της 4ης Φεβρουαρίου ο βασιλιάς Όθωνας
επιθεώρησε τον στρατό που είχε συγκεντρωθεί στην Κόρινθο και προσφώνησε τους
αξιωματικούς και τους στρατιώτες, οι οποίοι ορκίσθηκαν πίστη και επευφήμησαν
τον βασιλιά. Μετά την επιθεώρηση ο Χαν διέταξε την κάθοδο της φάλαγγας προς την
αργολική πεδιάδα. Οι πρώτες αψιμαχίες και συγκρούσεις μεταξύ
στασιαστών και κυβερνητικού στρατού άρχισαν από τα Δερβένια Κορινθίας, όπου ο
αξιωματικός του ιππικού των στασιαστών Τριτάκης, αρχηγός των ιππέων, προσπάθησε
να αναστείλει την κάθοδο των κυβερνητικών.
Οι
επαναστάτες έστειλαν ως ενίσχυση δύο λόχους πεζικού, μία ίλη ιππέων, 4 πυροβόλα
και γύρω στους 100 εθελοντές, ως επί το πλείστον Αργείτες, υπό
τις εντολές των αξιωματικών Σμόλετς, Πραΐδη, Παγώνη και Δημόπουλου και αρχηγό
της μικρής φάλαγγας τον Ζυμπρακάκη. Όμως ο Ζυμπρακάκης υποχώρησε από τις
ανώτερες κυβερνητικές δυνάμεις, αφού ακροβολίστηκε στο Άργος. Την επόμενη ημέρα
εγκατέλειψε την πόλη και κλείστηκε στο Ναύπλιο. Οι κυβερνητικοί, όταν κατέλαβαν
το Άργος, άρχισαν από τη μεθεπόμενη της 8ης
Φεβρουαρίου να προετοιμάζονται για κατάληψη του Ναυπλίου μετά
από την πολιορκία, οι δε επαναστάτες για την άμυνά του. Οι τελευταίοι κατέλαβαν
την ανατολική πλευρά του Ναυπλίου, την Άρια, από όπου προερχόταν η ύδρευση της
πόλης, τοποθετώντας 300 άνδρες υπό τους αξιωματικούς Κατσικογιάννη, Σμόλενς και
Δημόπουλο, οχύρωσαν τους προς τη βορειοδυτική πλευρά λοφίσκους του Προφήτη
Ηλία, στους οποίους τοποθετήθηκε ο Γρίβας με τους ανθυπολοχαγούς Μάνο, Πραΐδη
και τον ανθυπολοχαγό Παγώνη με 200 άνδρες. Επίσης κατέλαβαν και οχύρωσαν στη
θέση «Μύλοι Ταμπακόπουλου», όπου τοποθετήθηκαν οι αξιωματικοί Νικηταράς, Λώρης
και Κακλαμάνος με λόχο πεζικού.
Ο Κορωναίος,
που ανέλαβε τη γενική διοίκηση της εφεδρείας, οχυρώθηκε στην Πρόνοια,
επιβλέποντας την άμυνα γενικότερα. Ο κυβερνητικός στρατός, που στρατοπέδευσε
στην Τίρυνθα, επιτέθηκε το πρωί της 9ης Φεβρουαρίου
κατά των τριών θέσεων της άμυνας των στασιαστών ταυτόχρονα. Σφοδρή μάχη
πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις δυνάμεις του πυροβολικού, η οποία διήρκεσε έως το
βράδυ. Οι επαναστάτες παρέμειναν κύριοι των θέσεών τους, αλλά έχασαν στη μάχη
δύο αξιωματικούς, τον Παγώνη και τον Δημόπουλο και 27 άνδρες, είχαν δε
τριπλάσιους τραυματίες. Από τους κυβερνητικούς σκοτώθηκε ο λοχαγός του πεζικού
Κουμουνδουράκης και 31 άνδρες, τραυματίστηκαν τέσσερις αξιωματικοί και 170
στρατιώτες. Το αίμα που χύθηκε ερέθισε τους αντιμαχόμενους και η αδελφοκτόνος
πάλη είχε πιο αιματηρές συνέπειες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Φεβρουαρίου
γίνονταν πεισματώδεις και αιματηρές συρράξεις στα χωριά Κατσίγκρι, Τολό,
Χαϊδάρι, Τζαφέραγα,
περιβόλι Ροδίου και Παπαφωνά. Ο Χαν, που προετοίμαζε
αποφασιστική επίθεση, για να αποκλείσει τους στασιαστές μέσα στο φρούριο, τους
καταπονούσε με συνεχείς αιφνιδιασμούς. Η αποφασιστική επίθεση έγινε την 1η
Μαρτίου. Κυβερνητικά στρατεύματα, δύναμη 4.000 ανδρών με πυροβολικό, επιτέθηκαν
ταυτόχρονα εναντίον όλων των θέσεων των επαναστατών και μετά από ολοήμερη μάχη
να τους εκτοπίσουν από τις οχυρωμένες θέσεις τους, τους ανάγκασαν να κλειστούν
εντός των τειχών του Ναυπλίου. Κατά τη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και από τις δύο
πλευρές πέντε αξιωματικοί και 103 στρατιώτες, μεγάλος δε ήταν ο αριθμός των
τραυματισμένων.
Στις
πύλες του Ναυπλίου τραυματίστηκε και ο αντισυνταγματάρχης Κορωναίος,
ο οποίος συνελήφθη ως αιχμάλωτος από τους κυβερνητικούς, σκοτώθηκαν οι
αξιωματικοί Δυοβουνιώτης, Φανδρίδης και Οικονομίδης. Την επόμενη της αιματηρής
μάχης, ο Χαν απέκλεισε το Ναύπλιο και έστησε προ των πυλών του πυροβόλα, ενώ
απέστειλε προς τον αρχηγό Αρτ. Μίχο επιτακτικό έγγραφο, δηλώνοντας ότι εάν η
φρουρά και οι πολίτες δεν παραδοθούν άνευ όρων, θα βομβαρδίσει την πόλη. Οι
επαναστάτες, που συνήλθαν σε συμβούλιο, διαφώνησαν. Οι μεν έκριναν περιττό να
χυθεί επιπλέον αδελφικό αίμα και πρότειναν την κατάπαυση του αγώνα και την
παροχή αμνηστίας, οι δε αδιάλλακτοι επέμειναν στην άμυνα. Οι τελευταίοι ήταν οι
Δ. Γρίβας, Γαρδικιώτης, Γρίβας, Μάνος, Κατσικογιάννης, Σμόλεντς, Πραΐδης και
Σουλιώτης. Μεταξύ των αδιάλλακτων τάχθηκε και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, επαναστάτισσα από τις σφοδρότερες, της
οποίας το σπίτι αργότερα έγινε το έδρα των αδιάλλακτων επαναστατικών ενεργειών
κατά του Όθωνα.
Οι
διαλλακτικοί με αρχηγό τον Μίχο απέστειλαν την επόμενη ημέρα την απόφαση περί
αμνηστίας του Χαν. Ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας αποδέχτηκε την αμνηστία,
εξαιρώντας από αυτήν δώδεκα στρατιωτικούς και επτά πολιτικούς. Στο Ναύπλιο
επικράτησαν οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα, οι οποίοι,
παρά τη σιωπηλή εκεχειρία, υπό την οποία τελούσαν οι αντίπαλοι, άρχισαν
αιφνιδίως σφοδρό κανονιοβολισμό κατά των πολιορκητών. Οι πολιορκητές με
πυροβολισμούς κατά της πόλης, προκάλεσαν σύγχυση και ταραχή χωρίς θύματα,
πέτυχαν όμως με αυτόν τον τρόπο την επικράτηση των φιλειρηνικών, με συνέπεια να
παραδοθεί το Ναύπλιο την 7η Απριλίου, να εισέλθει
και να καταλάβει την πόλη ο κυβερνητικός στρατός το πρωί της επόμενης ημέρας.
Με
το διάγγελμα της αμνηστίας, που υπογράφηκε στην Αθήνα την 24η Μαρτίου,
εξαιρέθηκαν από αυτή οι εξής αξιωματικοί: Δημ. Τσόκρης,
Αρτέμης Μίχος, Λουδοβίκος Στέλβαχ, Δημ. Μπότσαρης, Χαρ.
Ζυμπρακάκης, Δημ. Γρίβας, Χρ. Κατσικογιάννης, Διον. Τριτάκης,
Χρ. Γρίβας. Θρ. Μάνος, Αλέξ. Πραΐδης, Νικ. Σμόλεντς. Επίσης εξαιρέθηκαν από την
αμνηστία και οι εξής πολιτικοί επαναστάτες: Γ.
Α. Πετιμεζάς, Π. Μαυρομιχάλης, Κων. Αντωνόπουλος, Γρ.
Δημητριάδης, Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος, Σπ. Ζαβιτσάνος, Γ.
Φραγκιάς. Με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης, όσοι εξαιρέθηκαν της αμνηστίας,
επέβησαν σε γαλλικό και αγγλικό ατμόπλοιο και έφυγαν από το Ναύπλιο για την
Αίγυπτο, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη. Ο Όθωνας εκθρονίστηκε τον επόμενο
Οκτώβριο (12/10/1862).
Πηγή
Μεγάλη Στρατιωτική
και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια,
Τόμος 5ς, Αθήνα, 1930.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου