επιμελεία
του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού
φιλολόγου-
Ξεκινάς,
και για καιρό θαρρείς πως ταξιδεύεις μέσα στα σύννεφα. Έτσι, προχωρώντας
σιγά-σιγά στη μελέτη, αγωνίζεται κανείς να συλλάβει την αινιγματική κατά βάθος
μορφή τού Ντεκάρτ, μέσα στο πλαίσιο της εποχής του. Για να το καταφέρει, πρέπει
να καταλάβει καλά πως ο Ντεκάρτ είταν ταυτόχρονα ο άνθρωπος μιας εποχής που
ξεψυχούσε κι ο άνθρω-πος μιας άλλης που θαμποχάραζε. Αυτό είναι μια κοινοτοπία
χιλιοειπωμένη για τους ανθρώπους όλων τών εποχών, αλλά στην περίπτωση του
Ντεκάρτ η κοινοτοπία έχει περισσότερο νόημα από κάθε άλλη σχεδόν φορά. Ο
Ντεκάρτείταν ο άνθρωπος δυό εποχών, που, πολεμώντας κάποτε και μ ένα μέρος τού
ίδιου τού εαυτού του, βοήθησε στο να θαφτεί η μια και ν ανατείλει η άλλη. Αλλά
νά, που σιγά - σιγά η αδιαπέραστη θολούρα αρχίζει να σκίζεται, χιάσματα
ανοίγουν, αφίνοντας να διαφανούν εικόνες ζωηρές, που πληθαίνουν και πλαταίνουν.
Στην αρχή, μοιάζουν σαν πίνακες παράταιροι, αραδιασμένοι στους τοίχους
ακατάστατης πινακοθήκης. Κατόπι, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως όλα αυτά είναι
ένα, πως αποτελούν όλα μαζί μια πελώρια τοιχογραφία, που τη δούλεψαν ίσως
πολλοί τεχνίτες, με διαφορετικές τεχνοτροπίες, αλλά που διατηρεί κάποια
βαθύτερη ενότητα και συνοχή.' Οχι, δεν είναι ασυνάρτητοι, χωριστοί πίνακες :
Εκείνη η αγροτική εικόνα τού αρρωστιάρικου ορφανού, που μεγαλώνει μέσα στις
πρασινάδες της εξοχής, θρεμμένο με χίλιες χτυπητές εντυπώσεις από την ελεύθερη
Φύση, και με στοργή, δεισιδαιμονίες και θρησκευτικότητα από μια γριά γιαγιά και
μιαν αγαπημένη παραμάννα, δεν είναι αυτοτελής εικόνα. Αποτελεί κάπως συνέχεια
κείνου τού πελώριου πίνακα, όπου εικονίζονται οι φρικαλεότητες εμφύλιων
πολέμων, κι όπου σφάζονται άνθρωποι, επισήμως για λόγους ύψιστα δογματικούς,
πραγματικά όμως και για χίλιους ταπεινότατα εγκόσμιους.
Κι
ο πίνακας αυτός συνεχίζει την άλλη σκοτεινή εικόνα με τους σιωπηλούς
Συννεφιασμένους
καλογέρους. Τους Θεολόγους. Αυτούς που, βγαίνοντας από τα κελλιά τών
μοναστηριών τους, περνούν μέσα από τις θολωτές αίθουσες θρησκευτικών
δικαστηρίων και φημισμένων σχολών, όπου ρασοφορεμένοι σοφοί
Κλωθοπλέκουν
επιχειρήματα εμπνευσμένα από έναν Αριστοτέλη φραγκεμένο, που δεν θ’ αναγνώριζε
τον εαυτό του. Κι ύστερα διασχίζοντας πανηγυρικές πλατείες, όπου αλαλάζουν τα
φιλοθεάμονα πλήθη τών πιστών, ρουφώντας σα λιβάνι την κνίσσα ανθρώπων που καίγονται
πάνω στις πυρές, επειδή είναι αιρετικοί ή μάγοι, ίσως επειδή είναι πρωτοπόροι
οι καλόγεροι καταλήγουν, εκστατικοί προσκυνητές, πεσμένοι μπρος στο 'Αγιο Βήμα των
βαθύσκιωτων γοτθικών ναών τους.
Είναι
απλό κομμάτι τής τοιχογραφίας κι αυτός.
Κι
οι μάχες που εικονίζονται παραπέρα και μοιάζουν να ζώνουν με τις φλόγες τους
όλη την Ευρώπη και να τη ματοκυλούν
ενώ
τα πρώτα σκιρτήματα των εθνικισμών ξυπνούν και πάνε να ξεπετάξουν από πάνω τους
τη μεσαιωνική Διεθνή τού Καθολικισμού ούτε αυτές οι μάχες δεν αποτελούν εικόνες
πολεμικές ξέχωρες. Περιβάλλουν, σαν πλατύτατο πλαίσιο, τον άλλοκείνο πίνακα που
δείχνει ένα «εσωτερικό» γεμάτο αντιθετικές φωτοσκιάσεις : Στον σκοτεινό κοιτώνα
ενός Κολλέγίου Ιησουϊτών, ένας χλωμός έφηβος ξαπλωμένος, ρεμβάζει σιωπηλός, ενώ
γύρω του, στο τραπέζι, στο άφτιαστο κρεββάτι και χαμοί στο πάτωμα σέρνονται
σκόρπια βιβλία μικρά και μεγάλα: Τα βιβλία που κλείνουν όλη τη σοφία τού καιρού
του. Ο χλωμός έφηβος τα μελέτησε όλα. Χωρίς να βρει τις απαντήσεις που γύρευε. 'Ολες
αυτές οι εικόνες, και τόσες άλλες— χάρμα και φρίκη τών ματιών— δεν είναι παρά
μια απέραντη τοιχογραφία, που ζωντανεύει την παρδαλόχρωμη γραφικότητα μιας
περασμένης περιόδου, και που επιγράφεται :«Ο Στοχαστής κι η Εποχή του».
Ο
Ντεκάρτ μέσα στην Ευρώπη τού τέλους τού 16ου και των αρχών τού 17ου αιώνα.
Κυριολεκτικότερα, το είπαμε ήδη, στα σύνορα δυό εποχών, που η δεύτερή τους,
εκείνη που αρχίζει, θα φέρνει για πάντα τη σφραγίδα τών τολμηρότατων στοχασμοί
τού μικροκαμωμένου δειλού νέου. Και τώρα, τί επιτέλους είναι αυτό που ανάδειξε
τον Ντεκάρτ αναμορφωτή τής φιλοσοφίας και της επιστήμης; Πριν προχωρήσουμε, ας
θυμηθούμε μια στιγμή το αίνιγμα της Σφίγγας. Πόσοι και πόσοι θνητοί, ανίκανοι
να της δώσουν την απόκριση που θα τους έσωζε, φαγώθηκαν από το τέρας, ώς τη μέρα
που στάθηκε μπροστά της ένας αληθινά μεγάλος, και βρήκε τη λύση Υστερα από τον
Οιδίποδα, ένα από τα πρώτα πράματα που μαθαίνουν τα
παιδάκια
είναι κι η λύση τού αινίγματος της Σφίγγας : «Την πρωΐαν τετράπους, την
μεσημβρίαν δίπους. . .Υπάρχει τάχα ευκολότερο αίνιγμα;. . .Έτσι είναι και με τα
περισσότερα αινίγματα της αληθινής Σφίγγας της Φύσης. Κι αυτό από μια μεριά είναι άδικη μοίρα τών
μεγάλων των πρωτομαστόρων τής ανθρώπινης προόδου. Οι μεταγενέστεροι τους, που
επωφελούνται από τους άθλους εκείνων, δεν μπορούν να νοιώσουν αληθινά ολόκληρη
την αξία τής προσπάθειας ή της μεγαλοφυίας που χρειάστηκε για να πραγματοποιηθεί
αυτό που γίνεται πια κοινόχρηστο χτήμα τής ανθρωπότητας. Τέτοια, ώς ένα βαθμό,
κι η μοίρα τού Ντεκάρτ. Δεν θ’ ασχοληθούμε εδώ με τη συμβολή τού μαθηματικού
Ντεκάρτ στην πρόοδο της μαθηματικής επιστήμης ειδικά. Όσο σπουδαιότατη κι αν
είναι η επινόησή του της Αναλυτικής Γεωμετρίας, η εισφορά του στην 'Αλγεβρα, κι
οι λύσεις πον έδωσε σε παμπάλαια άλυτα προβλήματα, δεν λείπουν οι μεγάλοι
μαθηματικοί, στους οποίους η ανθρωπότητα χρωστά ισάξιες πραγματοποιήσεις. Αλλά
ο φιλόσοφος Ντεκάρτ έκανε ένα βήμα πιο πέρα, που άλλαξε την πορεία τού
πνευματικού κόσμου. Διαπιστώνοντας πως μόνο τα μαθηματικά τού έδιναν την
απόλυτη βεβαιότητα, γιατί μονάχα οι μαθηματικές αποδείξεις είταν ακλόνητες,
αναζήτησε ποιά είταν τα βασικά γνωρίσματα των μαθηματικών αυτών αποδείξεων, που
ανάγκαζαν το πνεύμα του να υποτάσσεται σε τούτες ανεπιφύλακτα, χωρίς αμφιβολίες
και δισταγμούς. Κι όταν απομόνωσε τα χαρακτηριστικά που τις έκαναν να
ξεχωρίζουν απ’όλες τις άλλες, ο Ντεκάρτ έκανε το μεγάλο βήμα. Αποφάσισε να
εφαρμόσει τις μαθηματικές μεθόδους σε όλους τούς άλλους τομείς τών πνευματικών
αναζητήσεων του ανθρώπου.
Αυτή
είναι η βάση κι η αφετηρία τής Μεθόδου του.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Από την μετάφραση
του ΧΡ. ΧΡΗΣΤΙΔΗ
«ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ»
Εκδόσεις Β. Παπαζήση
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου