επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
Γ. Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια»
(πηγή)
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε Νομικά και ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του «Πυργιώτικου Παρνασσού», ενός συλλόγου που βοήθησε την πολιτιστική παραγωγή κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η γραφή του Παυλόπουλου διακρίνεται για τη φιλοσοφική της διάθεση και τα συμβολιστικά της στοιχεία. Συγχρόνως είναι σαφής στη διατύπωση των νοημάτων, με λιτό ύφος, ώστε να οδηγήσει τον αναγνώστη βήμα βήμα σε κάποιο φιλοσοφικό ή κοινωνικό συμπέρασμα. Από τα ποιήματά του ξεχωρίζουν τα «ποιήματα ποιητικής».
Ανάλυση του ποιήματος
Το ποίημα «Τα Αντικλείδια» αποτελεί μια φιλοσοφική θεώρηση της λειτουργίας της ποίησης. Στον πρώτο στίχο, η λέξη Ποίηση γράφεται με κεφαλαίο το αρχικό της γράμμα, για να υποδηλωθεί η σημασία και η αξία της, ενώ παράλληλα επιχειρείται να δοθεί κι ένας ορισμός της ποίησης. Η παρομοίωσή της με πόρτα συμβολίζει την είσοδο σε κάτι που δεν γνωρίζουμε. Έτσι, δημιουργείται μια μυστηριώδης ατμόσφαιρα. Ο δεύτερος στίχος αρχίζει να προσδιορίζει κάπως το περιεχόμενο της ποίησης, να άρει το μυστήριο και να δημιουργεί μια άγνοια. Η ποίηση δεν απευθύνεται σε όλους. Πολλοί προσπαθούν να την προσεγγίσουν αλλά δεν την καταλαβαίνουν. Αυτοί είναι οι αμύητοι, που δεν έχουν ιδέα από ποίηση. Υπάρχει επίσης μια κατηγορία ανθρώπων που παίρνουν κάποια γεύση από την ποίηση. Οι άνθρωποι αυτοί κατορθώνουν να περάσουν την πόρτα της ποίησης, όμως απογοητεύονται γιατί βρίσκουν κλειστή την έξοδο και δεν μπορούν να βρούν το «κλειδί».
Η προσπάθεια του ανθρώπου να ανοίξει τη πόρτα της ποίησης αποκτά δραματικές διαστάσεις, αφού μπαίνει τόσο εύκολα αλλά δεν μπορεί να βγεί όταν δει σε βάθος, όταν εισχωρήσει στα πιο μεγάλα μυστικά. Καμιά φορά, όπως λέει ο ποιητής, οι άνθρωποι καταστρέφουν και τη ζωή τους ψάχνοντας μάταια να βρούν κάπου το μυστικό, κι όσο περισσότερο το ψάχνουν φτιάχνοντας αντικλείδια, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από τη λύση. Αντικλείδια είναι τα ποιήματα που φτιάχνουν όσοι έχουν λίγες ποιητικές γνώσεις. Από τα ημιτελή αυτά ποιήματα επιδιώκεται να γίνει το πέρασμα στο ολοκληρωμένο ποίημα. Φυσικά από την προσπάθεια αυτή δεν εξαιρεί τον εαυτό του. Έτσι, χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο («ανοίξουμε») για να δείξει ότι είναι κι ο ίδιος ένας ποιητής που προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα της ποίησης.
Το ποίημα τελειώνει με τον ίδιο στίχο που άρχισε, σχηματίζοντας κύκλο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο.
Συσχέτιση και με τον Καβάφη
Πηγή: http://www.searchuu.com/
1. Το ποίημα Τα αντικλείδια είναι ένας ποιητικός μύθος, μια αλληγορική αφήγηση, με θέμα την υφή, την ουσία της Ποίησης, τους ποιητές και τα ποιήματα-το μαγικό και απρόσιτο κόσμο της Ποίησης. Εμφανίζει την Ποίηση σαν μια πόρτα ανοιχτή. Κάποιοι, και αυτοί είναι οι περισσότεροι, την προσπερνούν, γιατί με μια ματιά που ρίχνουν δε βλέπουν τίποτα ενδιαφέρον γι΄ αυτούς. Κάποιοι άλλοι όμως –και αυτοί είναι ποιητές- βλέπουν κάτι μαγικό, που τους μαγνητίζει και προσπαθούν να μπουν από την πόρτα, για να το δουν καλύτερα ή για να το πάρουν. Όμως η πόρτα κλείνει. Και αυτοί αρχίζουν τις προσπάθειες να την ανοίξουν φτιάχνοντας αντικλείδια (ποιήματα). Όμως την πόρτα της Ποίησης κανένα αντικλείδι-ποίημα δεν μπόρεσε ως τώρα να την ανοίξει. Και συνεχίζονται να γράφονται ποίηματα στο παρόν, όπως γράφονταν στο παρελθόν και όπως θα γράφονται στο μέλλον. όμως η Ποίηση στην ουσία της θα παραμένει απροσπέλαστη, ένα άπιαστο είδωλο. Ωστόσο, πάντα η πόρτα της θα είναι ανοιχτή για όποιον θέλει να δει τι κρύβεται πίσω από αυτήν. Έτσι, συνεχίζεται αιώνες τώρα η απόπειρα να παραβιαστεί μια φαινομενικά ανοιχτή πόρτα.
2. Το πρόσωπο που αφηγείται τον ποιητικό μύθο για την Ποίηση δεν είναι ο ποιητής, γιατί αυτός γνωρίζει μόνο τη δική του απόπειρα να παραβιάσει την πόρτα της Ποίησης και μπορεί να εκτιμήσει το αποτέλεσμα μόνο των δικών του προσπαθειών. Ο ποιητής θα μπορούσε να περιγράψει μόνο την προσωπική του εμπειρία στο χώρο της Ποίησης. και επειδή θα ήταν φορέας μιας μεμονωμένης εμπειρίας, ο λόγος του δε θα είχε κύρος καθολικό. Γι΄ αυτό επιλέγεται ένας αφηγητής που δείχνει να γνωρίζει τα πάντα σχετικά με τις άπειρες προσπάθειες άπειρων ποιητών σ΄ ὀλο τον κόσμο από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Το γεγονός ότι ο αφηγητής έχει αυτή τη συνολική εποπτεία τόσο του χώρου όσο και του χρόνου, του δίνει το δικαίωμα να μιλάει σαν αντικειμενικός έξωθεν παρατηρητής και σαν «παντογνώστης αφηγητής», του οποίου ωστόσο η τριτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται σε ένα σημείο πρωτοπρόσωπη, για να ενταχθεί και ο ίδιος στη χορεία των ποιητών. Ωστόσο υπάρχει και η άποψη ότι ο αφηγητής είναι το προσωπείο του ποιητή.
3. Διαφορετικό είναι αυτό που μπορεί να δει ο καθένας και να αποτελέσει ερέθισμα που θα τον ωθήσει να μπει στην ανοιχτή πόρτα. Και αυτό γιατί οι ποιητές μαγεύονται ο καθένας από διαφορετικά πράγματα και με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονται την Ποίηση : άλλοι αναζητούν τη χαρά της ζωής, άλλοι την ομορφιά της, άλλοι την ευτυχία, τα πνευματικά αγαθά, το όνειρο, την ελπίδα, την ελεθερία, τη λύτρωση, τη ματαρσίωση. Για άλλους η Ποίηση είναι καταφύγιο για άλλους φυγή από την πραγματικότητα, για άλλους παρηγοριά για το θάνοτο, για άλλους το μέσο της επικοινωνίας με το Θεό κ.α.
Οι πρώτες και εύκολες απόπειρες δε φέρνουν αποτέλεσμα και η ελπίδα αναζητείται όχι έξω από τον άνθρωπο αλλά μέσα σ΄ αυτόν. Γι΄ αυτό αρχίζει από αυτούς τους λίγους ένας εσωτερικός αγώνας, ένας αγώνας δημιουργικός, δύσκολος, που απαιτεί μόχθο και κατάθεση ψυχής, πολλές φορές κατάθεση κατάθεση μιας ολόκληρης ζωής, για να βρουν το κλειδί της πόρτας ή ένα μυστικό τρόπο και να ανοίξουν την πόρτα. Αυτή μάλιστα η αναζήτηση παίρνει μερικές φορές δραματικές διαστάσεις, αφού ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν (το δράμα είναι κυρίως η ματαιοπονία : μάταια). Όμως δε βρίσκουν τίποτε και κατασκευάζουν οι ίδιοι αντικλείδια (=συνθέτουν ποιήματα), με τα οποία προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα και να διεισδύσουν στο χώρο της Ποίησης. Αλλά και αυτές οι προσπάθειες είναι άκαρπες : η πόρτα μπορεί να ανοίξει μόνο με το κανονικό, με το ένα και μοναδικό –και άφαντο- κλειδί της, που δεν είναι δυνατό να το αντικαταστήσει κανένα αντικλείδι. Και αφού δεν έχει βρεθεί το κλειδί (και δε θα βρεθεί ποτέ), αυτή δεν άνοιξε ποτέ. Ωστόσο, όσοι μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος συνεχίζουν ακόμη να κάνουν αντικλείδια. Και αυτά είναι πολλά –πολλές είναι οι απόπειρες για το άνοιγμα της πόρτας.
4. Οι πολλοί και οι λίγοι
Το παιχνίδι ανάμεσα στις συνώνυμες (αλλά όχι ταυτόσημες) λέξεις κοιτάζω (=στρέφω το βλέμμα μου κάπου αδιάφορα) και βλέπω (=αντιλαμβάνομαι κάτι συνειδητά μέσο της όρασης και σχηματίζω αντίστοιχες παραστάσεις) χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: α) σ΄αυτούς που στρέφουν το βλέμμα τους και ρίχνουν μια επιπόλαιη και αδιάφορη ματιά στο χώρο μέσς από τη πόρτα, στο χώρο της Ποίησης, δεν αντιλαμβάνονται τίποτα και απομακρύνονται, και β) σε όσους διακρίνουν και αντιλαμβάνονται κάτι, που προσελκύει το βλέμμα τους, θέλγονται από αυτό και τους δημιουργείται η επιθυμία να περάσουν από την ανοιχτή πόρτα και να κατακτήσουν το χώρο της Ποίησης. Οι πρώτοι είναι οι πολλοί , το πλήθος, ενώ στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μερικοί ευαίσθητοι (είναι οι λίγοι, εννοείται : και εκλεκτοί). Ο μύθος προσπερνάει την πρώτη κατηγορία και περιορίζεται στη δεύτερη : η επόμενη κίνηση αυτών των ανθρώπων είναι να επιχειρήσουν να μπούν στο μαγικό χώρο που τους έχει μαγνητίσει και τους προσελκύει, να τον ανιχνεύσουν, να δούν καλύτερα ή να πάρουν αυτό που τους γοήτευσε.
Ύστερα από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η Ποίηση δεν είναι η πόρτα αλλά αυτό που υπάρχει μέσα από τη πόρτα, στο βάθος.
( οι απαντήσεις στηρίχθηκαν στο βιβλίο «Νεοελληνική Λογοτεχνία» του Π. κ .Ε.Εμμανουηλίδη εκδόσεις «Μεταίχμιο» )
5. Το ποιήμα του Καβάφη, όπως και αυτό του Παυλόπουλου ανήκουν στα ποιήματα της «ποιητικής», γιατί το πρώτο αναφέρεται στη προσπάθεια κατάκτησης της ποιητικής δημιουργίας ενώ το δεύτερο, προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό της ποιήσης, οδηγεί ακριβώς στο ίδιο θέμα της ποιητικής απόπειρας.
Οι θεματικές ομοιότητες των δύο ποιημάτων είναι:
· πως και τα δύο ποιήματα αποτελούν μία απόπειρα κατάκτησης του χώρου της ποίησης,άρα και της ποιητικής δημιουργίας
επίσης εν γένει, παρουσιάζεται το δύσκολο έργο της προσέγγισης της ποίησης ως σύνολο, καθώς στον Παυλόπουλο η «πόρτα της κλείνει» ενώ για τον Ευμένη φαντάζει άπιαστο όνειρο ν΄ανεβεί στην σκάλα της ποίησης.
· δηλώνεται με τον ίδιο τρόπο και στα δύο ποιήματα το σημαντικό έργο της, έστω και μικρής, ποιητικής δημιουργίας γιατί στον Παυλόπουλο παρομοιάζεται με αντικλείδια ενώ για τον Καβάφη θεωρείται κατόρθωμα το να πατήσει κάποιος στη σκάλα της ποίησης.
Οι θεματικές διαφορές τους είναι:
· στο μεν ποίημα του Παυλόπουλου η ποίηση προετοιμάζεται με πόρτα ανοιχτή η οποία κλείνει όταν οι ποιητές προσπαθούν να την ανοίξουν, ενώ στο ποίημα του Καβάφη η ποίηση είναι μια πολιτεία που χρειάζεται κόπο για να την κατακτήσει κάποιος.
· στον Καβάφη η προσπάθεια της δημιουργίας προετοιμάζεται με το ανέβασμα μιας σκάλας, σκαλί το σκαλί που το καθένα συμβολίζει και ένα ποίημα, ενώ στον Παυλόπουλο η προσπάθεια αυτή παρομοιάζεται με ένα αντικλείδι που προσπαθεί ν΄ανοίξει την πόρτα της ποίησης.
Ν. Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948» -Μ. Αναγνωστάκης , «Στο Νίκο Ε. …1949»
Α] Ν. Εγγονόπουλος- «Ποίηση 1948»
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε το 1910 και πέθανε το 1986. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στο Παρίσι και στην Αθήνα. Στην ποίησή του συνδυάζει παραδοσιακά στοιχεία (ομοιακαταληξία, μέτρο, ρυθμό) και ελεύθερο στίχο. Είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Ανάλυση του ποιήματος
Το έτος γραφής του συγκεκριμένου ποιήματος είναι το 1948, στο αποκορύφωμα δηλαδή του εμφυλίου πολέμου. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εποχής είναι ο σπαραγμός κι ο θάνατος. Είναι δηλαδή μια εποχή αντιποιητική, η ποίηση είναι πλέον μια μάταιη πολυτέλεια. Η σιωπή έχει σ’αυτήν την εποχή μεγαλύτερο νόημα από τους στίχους, αφού μπορεί να αποδώσει την τραγικότητα με έναν τρόπο απόλυτο. Ωστόσο, ο ποιητής επισημαίνει όλα τα παραπάνω επιλέγοντας να γράψει ποίηση. Εξαιτίας όμως της τραγικής κατάστασης τα ποιήματά του είναι πικρά και λίγα. Εξάλλου, πάντοτε η ποίησή του εξέραζε την πίκρα και την θλίψη του για την ιστορική πραγματικότητα που βίωσε (μικρασιατική καταστροφή, προσφυγικό, πόλεμος ’40, κατοχή, εμφύλιος).
Στο ποίημα δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία ρητορείας, μελοδραματισμού ή εξάρσεων. Απουσιάζουν παντελώς λυρικές εικόνες και εκφράσεις. Αντίθετα, κυριαρχεί παντού ο θάνατος. Η ποίηση υποχωρεί από σεβασμό προς το θέμα των νεκρών, και χρειάζεται μόνο για να εκφράσει τον πόνο του ποιητή. Οι εικόνες είναι απροσδόκητες και χωρίς λογική συνοχή, σαν να βρίσκονται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου (στοιχείο υπερρεαλισμού). Ο λόγος είναι τεμαχισμένος και η διατύπωση ελλειπτική. Αυτή η μορφή του λόγου σχετίζεται άμεσα με την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Όπως ακριβώς η εποχή, έτσι κι ο λόγος σπαράχτηκε από το μακελειό. Έτσι το ποίημα, με τον χαμηλόφωνο και εξομολογητικό τόνο, παίρνει τη θέση μιας πένθιμης κραυγής για το ρόλο του ποιητή και της ποίησης.
Β] Μ. Αναγνωστάκης- «Στο Νίκο Ε. …1949»
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και πέθανε το 2005. Σπούδασε Ιατρική και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Για τη γενιά του ποιητή η πολιτική και κοινωνική στράτευση ήταν από τα ουσιώδη γνωρίσματά της, και διεκδίκησαν ζωτικές αξίες όπως η ελευθερία και οι κοινωνική δικαιοσύνη.
Ανάλυση του ποιήματος
Στο ποίημα είναι έντονο το κλίμα του θανάτου. Όλες οι εικόνες μεταφέρουν το σκηνικό του εμφυλίου πολέμου: οι νεκροί σύντροφοι, οι φωνές αγωνίας, η απουσία προστασίας και ασφάλειας, η ερημιά κι η εγκατάλειψη. Η εικόνα της σημαίας που έχει τρυπήσει και σαπίσει, δίνει τη αιτία του εμφύλιου σπαραγμού: ο πόλεμος ήταν ιδεολογικός. Ωστόσο, παρά τη φρίκη και τον πόνο που ξεχειλίζουν στους στίχους του ποιήματος, ο ποιητής καταφέρνει και κρατά το μέτρο, αποφεύγοντας υπερβολές και εξεζητημένους μελοδραματισμούς. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν αυτό το κλίμα είναι καθημερινές λέξεις του προφορικού λόγου, με απλό και εξομολογητικό τόνο. Οι στίχοι, όπως και στο ποίημα του Εγγονόπουλου είναι ελλειπτικοί και απουσιάζει κάθε στοιχείο λυρισμού. Στο συγκεκριμένο ποίημα σκούγεται καθαρή η φωνή του ποιητή Αναγνωστάκη. Μιλάει για το χρέος των ποιητών, οι οποίοι πρέπει να συντηρήσουν τις ιστορικές στιγμές για να μην περάσουν στη λήθη.
Γ] Παραλληλισμός των δύο κειμένων
Το ποίημα του Αναγνωστάκη είναι «απάντηση» στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται κυρίως από τον τίτλο («Στο Νίκο Ε.») και την χρονολογία (1949), αλλά και από τη θεματική σχέση την δύο ποιημάτων, δηλαδή η ποίηση σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Το ιστορικό πλαίσιο των δύο ποιημάτων ταυτίζεται (εμφύλιος πόλεμος) και η μορφή τους είναι επίσης όμοια. Και στα δύο συναντάμε ακρωτηρισμένο λόγο, με μικρούς στίχους, χωρίς στίξη, χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία, για να αποδοθεί η ακρωτηριασμένη εποχή.
Ωστόσο η στάση των δύο ποιητών απέναντι στο χρέος της ποίησης ως προς την ιστορική πραγματικότητα διαφέρει. Ο Εγγονόπουλος θεωρεί την ποίηση αδύναμη να αρθρώσει το λόγο της μέσα στις αιματηρές συνθήκες του διχασμού από τον εμφύλιο σπαραγμό. Θεωρεί την ποίηση μάταιη πολυτέλεια σε τέτοιες εποχές, όπου το μόνο που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι η επιβίωση. Θεωρεί τη σιωπή προτιμώτερη. Για αυτό και τα ποιήματά του είναι τόσο πικραμένα και τόσο λίγα, ίσα ίσα για να εκφράσουν αυτή την αδυναμία.
Αντίθετα, ο Αναγνωστάκης δε συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης του Εγγονόπουλου. Πιο αγωνιστικός, κοντά στην «στρατευμένη» ποίηση, πιστεύει ότι η τέχνη είναι καθρέφτης της πραγματικότητας. Πιστεύει στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, οπότε, κατά την άποψή του, ο ποιητής πρέπει να συμμετέχει ενεργά και να καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν στην εποχή του. Για τον Αναγνωστάκη η ποιητική παραίτηση ισοδυναμεί με λιποταξία. Πιστεύει πως μόνο ο ποιητής θα μιλήσει για το θάνατο, τα ερείπια και τους εφιάλτες. Η ευαισθησία του είναι η μόνη εγγύηση για τη σωστή καταγραφή.
«ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕΣ»
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Ερμηνευτική προσέγγιση
Η Μαρία Πολυδούρη έζησε στις αρχές του 20ου αιώνα . Ιστορικά την περίοδο (1902 -1930) τη χαρακτήρισε η φυσιογνωμία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μια εποχή αντιφατική, αφενός οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 - 1913, που επέκτειναν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και της διασφάλισαν την Κρήτη και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και αφετέρου ο εθνικός διχασμός και η Μικρασιατική καταστροφή, που έθεσαν σε νέα βάση κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική τη ζωή της Ελλάδας.
Μετά το 1922 διάχυτος είναι ο πεσιμισμός και ο αποπροσανατολισμός στην ελληνική κοινωνία καθώς η ζωή φαίνεται να έχει απογυμνωθεί από ιδανικά. Σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία έρχεται η λογοτεχνία να θρηνήσει την κάθε είδους απώλεια, άλλοτε κατηγορώντας την κοινωνία , ότι κατέλυσε τα ιδανικά με την καταστροφική πεζότητά της ( Κ. Ουράνης, Ν. Λαπαθιώτης, Ρ. Φιλύρας ) και άλλοτε σαρκάζοντάς την γιατί εξόρισε τα ιδανικά. ( Κ Καρυωτάκης).
Η ηττοπάθεια, η απογοήτευση, η μελαγχολία, η αίσθηση του αδιέξοδου κι ανικανοποίητου, η αναζήτηση μιας μάταιης πολλές φορές αγάπης και τρυφερότητας, η παραίτηση από την ελπίδα, η απομόνωση στον προσωπικό χώρο, η επιθυμία ενός ανέφικτου ονείρου ως χαρακτηριστικά μιας εποχής εκφράζονται στην ποίηση με το ΝΕΟΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ - ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ, υπογραμμίζοντας έτσι τη θεμελιώδη αρχή των νεορομαντικών ότι η αλληλεπίδραση ζωής και έργου μπορεί να φτάσει έως και την ταύτιση ζωής και έργου.
...
«Φύσει» και «θέσει» ρομαντική η Μαρία Πολυδούρη θεωρείται γνήσια εκπρόσωπος της εποχής της . Αυτό που την διακρίνει από τους συνοδοιπόρους της ποιητές είναι ότι τα συναισθήματά της ατόφια τα μετέφερε αυτόματα στην ποίησή της. Έγραφε με στόχο τη λύτρωση, για να συνεχίσει να ζει. Το έργο της υπηρέτησε τη ζωή της.
...
Η γνωριμία της με τον Κώστα Καρυωτάκη ήταν καθοριστική. «Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα..Γεννήθηκα για ν ' αγαπώ είν ' αλήθεια και δεν μ' αρκεί να μ' αγαπούν. Είναι η ζωή η ίδια , η αγάπη είναι μια δύναμη , όπως μια δύναμη είναι κι ο θάνατος και πόσο ευχάριστα δεχόμαστε και το θάνατο αυτό όταν μας τον δίνει η αγάπη..».
Σημάδεψε τη Μαρία Πολυδούρη ο Κ. Καρυωτάκης κι ας ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί. Γεμάτη ζωή η Μαρία Πολυδούρη, πλήρης θανάτου ο Καρυωτάκης. Κοινό τους σημείο η μοναξιά και η ποίηση. Εκείνη τον αγαπά με έναν έρωτα εξιδανικευμένο, ανέφικτο όνειρο αφού εκείνος την απομακρύνει.
...
«Μόνο γιατί μ' αγάπησες»
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» που εκδίδεται το 1928, όταν η Μαρία Πολυδούρη έχει επιστρέψει από το Παρίσι και συνεχίζει τη νοσηλεία της, από το νοσοκομείο Charite στο νοσοκομείο «Σωτηρία» της Αθήνας.
Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες ποιημάτων : «Χαμόγελα», «Ξεφάντωμα», «Ο μοιραίος δρόμος», «Οι τρίλιες που σβήνουν».
Το «Μόνο γιατί μ' αγάπησες» ανήκει στην ενότητα, που χάρισε και τον τίτλο σ' όλη τη συλλογή, «Οι τρίλιες που σβήνουν».
«Τρίλια» στη μουσική σημαίνει την πολύ γρήγορή επανάληψη δύο συνεχόμενων φθόγγων που βρίσκονται σε απόσταση τόνου ή ημίτονου. Σημαίνει ακόμα τον τρόπο κελαηδήματος, που μοιάζει με τη μουσική τρίλια. Άρα και ο τίτλος προϊδεάζει για την ποιητική που δημιούργησε η Μαρία Πολυδούρη. Μία ποιητική, που διακρίνονταν από τους ελάσσονες τόνους, την ατμοσφαιρικότητα, την υποβλητική μουσικότητα, στοιχεία που εξέφραζαν τη θλίψη, τη μελαγχολία, τη νοσταλγία, την απόγνωση.
Ανήκει η Μαρία Πολυδούρη στη νεορομαντική σχολή, η οποία στηρίχθηκε σε ρομαντικές και συμβολιστικές καταβολές και επεδίωξε την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της παραδοσιακής ποίησης τονίζοντας ιδιαίτερα το λυρικό στοιχείο του στίχου.
«Ολόκληρη η ποιητική της, ορμεμφυτική και αναδιοργάνωτη κατά τα άλλα, στηρίζεται στους εκφραστικούς τονισμούς και γενικότερα στην ηχητική εκφραστικότητα του στίχου. Οι τονισμοί διαγράφουν τις διακυμάνσεις και τις αποχρώσεις του αισθήματος, και το αίσθημα δίνει τον προσωπικό χαρακτήρα στη φωνή της και απηχεί το συναισθηματικό κλίμα της εποχής.» (Κ. Στεργιόπουλος, «Περιδιαβάζοντας» Τόμος Α, σελ 161, εκδόσεις Κέδρος, Αθ. 1982)
Η Μαρία Πολυδούρη «έζησε σύμφωνα με τις αρχές της και στην ποίηση της άφησε να περάσει μόνον ό,τι επέτρεπε η ποιητική συνταγή : του νεορομαντισμού το πάθος για ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, τη φθαρτότητα, τη σκιά θανάτου, τον ίδιο το θάνατο. Οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν αντιποιητικό..». (Μ. Πολυδούρη, Άπαντα, Τ. Μενδράκος, Εισαγωγή, σελ. 14, Αστέρι, Αθήνα 1982)
Τίτλος του ποιήματος
«Μόνο γιατί μ'αγάπησες» (Σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο το οποίο παραθέτει το κείμενο, από την ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Η χαμηλή φωνή», Νεφέλη, 1990)
Στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη, εκδόσεις Αστέρι 1982, το ποίημα παρατίθεται με τον τίτλο «Γιατί μ'αγάπησες»
Ο τίτλος παρουσιάζει τα πρόσωπα : β΄ ενικό και α΄ πρόσωπο ενικό και το ρήμα δίδει τη σχέση των δύο προσώπων: «αγάπησες» η αγάπη του εσύ για το με είναι η αιτία του διαλόγου, που θα ανοίξει μεταξύ των δύο προσώπων, και εμείς ως αναγνώστες θα τον γνωρίσουμε μέσα από τους στίχους που ακολουθούν.
Αν θεωρήσουμε ότι το α΄πρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο είναι η ποιήτρια, τότε η ποιήτρια συνδιαλέγεται με το εσύ, συνδιαλέγονται η Ποίηση και η Ζωή με λυρισμό και πάθος γιατί υπάρχει η αγάπη, που αναδεικνύει τη σχέση εξάρτησης μεταξύ τους και την αλλήλοαναφορά τους.
Η ύπαρξη, κυριαρχική και βαρύνουσα, του «μόνο», μοναδική αιτία του διαλόγου η αγάπη, επιβεβαιώνει ότι το ποίημα έχει άξονα αναφοράς τον Έρωτα, ένα ποιητικό, ερωτικό κείμενο με συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις, ενταγμένο στο νεορομαντισμό, εκεί που η Μαρία Πολυδούρη εναπόθεσε τα συναισθήματά της με «όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές».
Το ποίημα αποτελείται από εννέα (9) πεντάστιχες στροφές.
Στο σχολικό βιβλίο οι στροφές 4,5,6,8 παραλείπονται.
Ανάλυση
Στην α΄ στροφή :
Το ποιητικό εγώ εξομολογείται :
«δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.»
Δύο ρήματα : «τραγουδώ», ενεστώτας, παρόν και «αγάπησες», αόριστος, παρελθόν, που υπογραμμίζεται κι από τον χρονικό προσδιορισμό «στα περασμένα χρόνια». Το τώρα ένα τραγούδι αποτέλεσμα της αγάπης του τότε. Το ποιητικό εγώ εξομολογείται ότι τώρα γράφει ένα τραγούδι γιατί κάποτε στο παρελθόν αγαπήθηκε. Η αγάπη ως συναίσθημα που βιώθηκε τότε, βιώνεται και τώρα πολύ έντονα αλλά και ως κίνητρο με αποτέλεσμα το τραγούδι (τραγωδώ - η σύγκρουση των συναισθημάτων). Ο Έρωτας, η Αγάπη που γίνεται Ποίηση.
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το ποίημα ανήκει στην ενότητα «ποιήματα για την ποίηση» του σχολικού βιβλίου, η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στο διάλογό της με την ποίησή της θεωρεί αυτή ως «μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικό της κόσμου» (Κ. Στεργιόπουλος, όπ.π. σελ. 164)
Ο 3ος και 4ος στίχος αναφέρονται στη φύση : βροχή, χιόνια, καλοκαίρι, στοιχεία αιώνια που υπογραμμίζουν αφ' ενός τη συνέχεια της αγάπης μέσα στο χρόνο κι αφετέρου τις συναισθηματικές εξάρσεις μιας τέτοιας αγάπης.
Άνθρωπος του μεσοπολέμου η Μαρία Πολυδούρη χρησιμοποιώντας καθημερινές, απλές λέξεις εκφράζει μια «περιπάθεια απόλυτα προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή» (Κ. Στεργιόπουλος, όπ.π. σελ. 160 )τονίζοντας ότι το ποιητικό της εγώ πληρώνεται από τον έρωτα του «εσύ». Όμως τίθεται ο προβληματισμός : μήπως είναι η ποίηση αυτή καθεαυτή, η ποιητική δηλαδή μεταγραφή του ερωτικού στοιχείου, που δικαιώνει την ύπαρξή της;
Η στροφή θα κλείσει με την επανάληψη του 1ου στίχου. Επωδός που δίδει τη βεβαιότητα των συναισθημάτων της ποιήτριας καθώς αφαιρείται το κόμμα που υπάρχει στον πρώτο στίχο. Στον α΄ στίχο το κόμμα, μικρό σημείο παύσης πριν την αιτιολόγηση, αφήνει ένα περιθώριο έστω και μικρό, δισταγμού. Στον τελευταίο στίχο η αφαίρεσή του προσθέτει την απόλυτη βεβαιότητα.
Η δομή των στροφών που ακολουθούν στηρίζεται στο σχήμα: ο Έρωτας ως αιτία και αποτέλεσμα αυτού του ερωτικού βιώματος. Θα υπογραμμίζαμε ότι από τη β΄ στροφή αρχίζει ένας κλιμακωτός ρυθμός ανάβασης του ερωτικού συναισθήματος και των αποτελεσμάτων του, ένα ερωτικό κρεσέντο μέχρι την τελευταία στροφή, που πληροφορούμαστε το θάνατο του προσώπου, που τόσο πολύ αγάπησε την ποιήτρια, ώστε της χάρισε ζωή (έζησα) αλλά και γλυκό θάνατο.
Στη β΄ στροφή
κυριαρχεί η επανάληψη «μόνο. μόνο.», που σε συνδυασμό με τη χρήση του αορίστου χρόνου, υπογραμμίζει τη μοναδικότητα των ερωτικών στιγμών, που βίωσε η ποιήτρια στο παρελθόν, γεγονός που ολοκλήρωσε την ύπαρξή της «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου./ και με φίλησες στο στόμα.». Ιδιαίτερα προσέχουμε ότι αναφέρονται τα κατ' εξοχήν ερωτικά σημεία του σώματος : τα χέρια και το στόμα. Το αποτέλεσμα αυτού του αισθησιακού - ερωτικού, μοναδικού βιώματος είναι διπλό και αναφέρεται στο παρόν : «μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο/ κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα.».
«Είμαι ωραία.» η ομορφιά ως αποτέλεσμα του έρωτα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την αγνότητα, όπως αυτή δίδεται με μια παρομοίωση από τη φύση , «σαν κρίνο ολάνοιχτο». Ο έρωτας δρα εξαγνιστικά και δίδει ομορφιά στην ποιήτρια.
«Έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα.» Τρεμουλιάζει το ποιητικό εγώ μπροστά στο μεγαλείο και στη δύναμη του έρωτα ή μήπως το ρίγος γεννιέται από το φόβο ενός πιθανού θανάτου αυτού του ίδιου του έρωτα;. Προοικονομείται ο θάνατος του έρωτα. Αισθήματα συγκρουόμενα τώρα στην ψυχή της ποιήτριας και η βεβαιότητα ότι τώρα ο έρωτας είναι πιο δυνατός, αφού περνά στην ψυχή και οι στίχοι, από δω και στο εξής, θα γίνουν πιο λυρικοί, αφού θα εκφράζουν εντονότερα συναισθήματα.
Στη γ΄ στροφή
η ποιήτρια επικεντρώνει την προσοχή της στα μάτια του προσώπου που την αγάπησε «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν / με την ψυχή στο βλέμμα.». Τα μάτια εκφράζουν την ψυχή, εξομολογούνται βαθύτερα συναισθήματα, την αλήθεια, παρουσιάζουν την ουσία, το είναι του καθενός. Τα μάτια του «εσύ», μάτια ερωτευμένου, αισθητοποίησαν τον έρωτα στο βλέμμα του και η ποιήτρια μέσα από το ερωτικό βλέμμα ένιωσε τη δικαίωση της ύπαρξής της.
Η συνεκδοχή «τα μάτια σου με κύτταξαν» είναι η αιτία και το αποτέλεσμα δηλώνεται με τους μεταφορικούς στίχους «περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο/ της ύπαρξής μου στέμμα.». Η ποιήτρια παρουσιάζει τον εαυτό της ως βασίλισσα επιβεβαιώνοντας αυτόν τον τίτλο με την αναφορά στο «στέμμα», που δεν είναι άλλο από τον Έρωτα. Η ιδιότυπη αυτή βασίλισσα υπάρχει γιατί η εξουσία της απορρέει από τον Έρωτα, που ένιωσε το «εσύ», ο Άλλος για την ίδια. Η ύπαρξη της ως γυναίκα και άνθρωπος ταυτίζεται με αυτόν τον Έρωτα. Γράφει «η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα.» (Κ. Γκιμοσούλης "Βρέχει φως", εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2002, σελ. 92)
Η δ΄ στροφή
αρχίζει με μια υπερβολή, που στηρίζεται και πάλι στο σχήμα αιτία - αποτέλεσμα. «Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.»: υπερβολή που οδηγεί στην κορύφωση του Έρωτα, καθώς αποκτάει μια άλλη διάσταση με την ομολογία της ποιήτριας ότι η αγάπη την γέννησε ουσιαστικά. Η ζωή της «εδόθη» χάρη σ' αυτή την αγάπη. Το δόσιμο της ζωής. Το εσύ με την αγάπη του έδωσε ζωή από τη ζωή του στην ποιήτρια και έτσι η ζωή της απέκτησε περιεχόμενο και σκοπό.
Μέσα από την αντίθεση «άχαρη, ανεκπλήρωτη ζωή vs ζωή πληρώθη» η ποιήτρια ομολογεί : η Αγάπη με οδήγησε στην ψυχική ολοκλήρωση, στη συναισθηματική πλήρωση, στην ηθική τελείωση.
Η τριπλή επανάληψη «ζωή.ζωή.ζωή.» ολοκληρώνει την ομολογία υπογραμμίζοντας : Ζωή χωρίς αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει κι αν υπάρχει δεν είναι αληθινή, γιατί αληθινός είναι ο άνθρωπος που είχε την τύχη ν' αγαπηθεί αλλά και ν' αγαπήσει μέσα από το βίωμα της αγάπης του άλλου.
Στην ε΄ στροφή
το «μόνο» τρέπεται σε «μονάχα» και το σχήμα αιτία - αποτέλεσμα διαμορφώνεται ως εξής : «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες έζησα. κι έτσι γλυκά πεθαίνω.». Η αγάπη-αιτία και το αποτέλεσμα διπλό : ζωή και γλυκός θάνατος. Έζησε πραγματικά μέσα από την αγάπη, που πλούσια της χάρισε το «εσύ» και με το οξύμωρο «γλυκά πεθαίνω», επισημαίνει τη γλύκα, που αποκτά ο θάνατος για δύο λόγους : και γιατί αξιώθηκε να ζήσει την αληθινή ζωή, που προσφέρει η αγάπη αλλά και γιατί τώρα ο θάνατός της θα τη φέρει κοντά στο «εσύ» που «βασίλεψε».
Η τραγική κατάληξη του έρωτα. Το «εσύ» που βασίλεψε, δίνεται εδώ με την προσφώνηση «ωραίε». Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου είναι γεγονός και έτσι δικαιολογείται και ο αόριστος χρόνος «μ'αγάπησες» που συνέχει ως αιτία όλο το κείμενο.
«έζησα, να πληθαίνω/ τα ονείρατά σου.». Η αληθινή ζωή που αξιώθηκε να ζήσει η ποιήτρια, όπως ανάφερα και παραπάνω, είχε αρχή και τέλος τον έρωτα. «Όταν βεβαιώνεται πως χάνει οριστικά τον έρωτα, ερωτεύεται τη θλίψη της για την απώλειά του.Το πάθος της αυτό θα της εμπνεύσει μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί. κι ο έρωτας η μοναδική δικαίωση της ζωής της.» (Λ. Ζωγράφου "Καρυωτάκης-Πολυδούρη, και η αρχή της αμφισβήτησης", εκδ. Γνωση, Αθήνα 1981, σελ.110)
«.Σ' όλα της τα ποιήματα υπήρχε απαραίτητα ο Εκείνος, η Εκείνη, συγκλονιστικό ερωτικό πάθος και μόνιμο φινάλε ο θάνατος. Κάποτε η μητέρα της τη ρώτησε: - Δεν θα 'τανε πιο όμορφο το τραγούδι σου Μαρία, αν άφηνες τους ήρωές σου να ζήσουνε και να χαρούνε την τόση αγάπη τους;
Για να γίνει το τραγούδι, απαντούσε, πρέπει να πεθάνουνε..» (Λ. Ζωγράφου "Καρυωτάκης-Πολυδούρη, και η αρχή της αμφισβήτησης", εκδ. Γνωση, Αθήνα 1981, σελ.76-77)
Και σημειώνει στο ημερολόγιό της «Είναι η ζωή η ίδια, η αγάπη είναι μια δύναμη, όπως μια δύναμη είναι και ο θάνατος, και πόσο ευχάριστα δεχόμαστε και το θάνατο αυτό όταν μας τον δίνει η αγάπη.». Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο νομίζω βρίσκεται η ανατρεπτική ματιά της Πολυδούρη. Αν και η ποίησή της κινείται γύρω από τα δύο βασικά μοτίβα του Έρωτα και του Θανάτου κι εύκολα θα μπορούσε να διολισθήσει - και ίσως σε ορισμένα ποιήματά της να διολίσθησε - στον «εύκολο ρομαντισμό» εν τούτοις η ποιήτρια πραγματοποιεί και με την ποίησή της την ανήσυχη ματιά της. Κι όπως έζησε έτσι κι έγραψε. Γιατί είναι ανατροπή όταν δίπλα στον έρωτα, έστω και σ' ένα β΄ επίπεδο τοποθετείς το θάνατο του έρωτα. Αποκτά τότε το ερωτικό συναίσθημα μια άλλη δυναμική.
Στο κείμενο «Εκείνη» μιλάει για την αγάπη «Εκείνου» και μάλιστα όπως η τελευταία στροφή φανερώνει όταν «Εκείνος» έχει χαθεί. Δεν είναι λοιπόν μια ανατροπή όταν έχουμε μπροστά μας μια έμμεση ερωτική εξομολόγηση σε ένα εσύ που «βασίλεψε»; Δεν είναι ανατροπή η πραγματικότητα που διαμορφώνεται: η ποιήτρια να εξομολογείται στον ίδιο της τον εαυτό και η εξομολόγησή της να τρέπεται σε ποίηση «βιώνοντας η ίδια με περισσότερη ένταση και με περισσότερη ποιότητα το ερωτικό της συναίσθημα.»
.
Ανακεφαλαιώνοντας
1. Ως προς την τεχνική του ποιήματος :
α) ιδιαίτερη σημασία έχουν κάποιες παρατηρήσεις μετρικής:
το ποίημα αποτελείται από εννέα στροφές - στο σχολικό βιβλίο παραλείπονται οι 4η, 5η, 6η, και 8η - 5στιχες, με στίχους ιαμβικούς 12σύλλαβους που εναλλάσσονται με ιαμβικούς 7σύλλαβους, χωρίς αυτό να τηρείται απόλυτα, ενώ ο 1ος στίχος της γ΄ στροφής έχει μέτρο τροχαϊκό. Σε κάθε στροφή ομοιοκαταληκτούν ο 1ος με τον 5ο στίχο, ο 2ος με τον 4ο στίχο ενώ ο 3ος είναι ελεύθερος.
Παρατηρούνται επίσης αρκετοί διασκελισμοί π.χ. «.γιατί μ' αγάπησες / στα περασμένα χρόνια.», «.με κράτησες στα χέρια σου/ μια νύχτα.», «με κύτταξαν/ με την ψυχή στο βλέμμα.», «στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα» κ.α.
Η μετρική συμβάλλει με τον τρόπο της στη μουσικότητα και την υποβλητικότητα των συναισθημάτων του κειμένου υπογραμμίζοντας τη συγκίνηση, γεγονός που έκανε τον Τέλλο Άγρα να μιλήσει για λυρική ποίηση που «απαρτίζεται εξ ελεγειών».
β) Τα σχήματα λόγου και ιδιαίτερα οι επαναλήψεις λέξεων π.χ. μόνο, ζωή, ωραία., το σχήμα κύκλου ο 1ος με τον 5ο στίχο σε κάθε στροφή, οι μεταφορές π.χ. «.έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα.», «.ωραίε, που βασίλεψες.» κ.α., η παρομοίωση «.είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο.», οι εικόνες, η εναλλαγή των χρόνων ενεστώτας, αόριστος και των προσώπων α΄ και β΄, η υπερβολή «μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.» δημιουργούν μια τρυφερή, αυθόρμητη ατμόσφαιρα κι αποδεικνύουν ότι η Πολυδούρη τεχνοτροπικά ακολούθησε το νεορομαντισμό και το νεοσυμβολισμό.
2. Ως προς το περιεχόμενο του ποιήματος:
Το «εσύ» δεν κατονομάζεται μπορεί να είναι οιοσδήποτε. Όμως με την αγάπη του «εσύ» προς το «εγώ» η Πολυδούρη, συνδιαλεγόμενη με την ποίηση έγραψε έναν ύμνο στον έρωτα.
«.Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτα της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό λέγεται «Γιατί μ' αγάπησες» και πούφτανε για την ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία φωνή της ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψώνονταν κυρίαρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ' όλα της τα σκότη, αλλά και μ' όλα της τ'αστέρια ακόμα.» (Μ. Πολυδούρη, Άπαντα, Τ. Μενδράκος, Εισαγωγή, σελ. 14, Αστέρι, Αθήνα 1982)
της Καλλιόπης Κωτσάκη
1 σχόλια:
Διαδίδεται πολύ και η Πολυδούρη.
Αλλά εγώ επιμένω στο "όνειρο" ότι είναι πολύ επικίνδυνο.
Δημοσίευση σχολίου