επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
Η
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
(πηγή:
http://www.patridamou.gr/?p=657
)
Συνθήκη
ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον Δεύτερο Ρωσοτουρκικό
πόλεμο του 1877 – 1878. Υπογράφηκε στις 3 Μαρτίου 1878 στον Άγιο Στέφανο, κώμη
της Θράκης κοντά στην Κωνσταντινούπολη.Η συνθήκη αυτή επικύρωσε, μέχρι ένα
σημείο, τις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις της 31ης Ιανουαρίου 1878 της
Αδριανούπολης. Η ηττημένη Τουρκία, για να εμποδίσει τα σχέδια των Ρώσων, που
φαίνονταν οι μεγάλοι κληρονόμοι του ασθενούς κράτους του Βοσπόρου, στράφηκε
στις Μεγάλες Δυνάμεις, με τη μεσολάβηση των οποίων, κυρίως της Αγγλίας και της
Αυστρίας, υπογράφηκε η οριστική συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Οι
σπουδαιότεροι όροι της συνθήκης ήταν οι εξής:
α)
Συγκροτείται η Μεγάλη Βουλγαρία, που ανακηρύσσεται αυτόνομη και περιλαμβάνει
όλα τα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας εκτός από τη Θεσσαλία, Ήπειρο, Αλβανία,
Χαλκιδική, Θράκη και Κωνσταντινούπολη. Με τις περιοχές αυτές η κυβέρνηση του
σουλτάνου θα έρχεται σε επικοινωνία μόνο «διά θαλάσσης».
β) Ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας εκλέγεται από το λαό και η εκλογή του επικυρώνεται από την Υψηλή Πύλη.
γ) Αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας με σημαντική παραχώρηση και άλλων τουρκικών εδαφών στις δύο πρώτες.
δ) Οι επαρχίες της Βοσνίας, Ερζεγοβίνης και Νόβι – Παζάρ γίνονται αυτόνομες κάτω από τον έλεγχο της Αυστροουγγαρίας. Οι άλλοι όροι της συνθήκης ρυθμίζουν τα της διοίκησης της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου κλπ., τα περί ελεύθερης ναυσιπλοΐας στο Δούναβη και τα Στενά, τα της καταβολής χρηματικής αποζημίωσης από το σουλτάνο στους Ρώσους, περί αμνηστίας, περί προστασίας των Ρώσων ιερωμένων κλπ.
Γενικά η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου άφηνε πραγματική κληρονόμο της διαλυόμενης Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Βαλκανική Χερσόνησο την Ρωσία και προκάλεσε για αυτό έντονη την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Αγγλίας και Αυστροουγγαρίας, που επέτυχαν την αναθεώρησή της με το συνέδριο του Βερολίνου, όχι για να προστατεύσουν την «ψυχορραγούσα» Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά για να αποκομίσουν και αυτοί ικανοποιητικά οφέλη.
β) Ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας εκλέγεται από το λαό και η εκλογή του επικυρώνεται από την Υψηλή Πύλη.
γ) Αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας με σημαντική παραχώρηση και άλλων τουρκικών εδαφών στις δύο πρώτες.
δ) Οι επαρχίες της Βοσνίας, Ερζεγοβίνης και Νόβι – Παζάρ γίνονται αυτόνομες κάτω από τον έλεγχο της Αυστροουγγαρίας. Οι άλλοι όροι της συνθήκης ρυθμίζουν τα της διοίκησης της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου κλπ., τα περί ελεύθερης ναυσιπλοΐας στο Δούναβη και τα Στενά, τα της καταβολής χρηματικής αποζημίωσης από το σουλτάνο στους Ρώσους, περί αμνηστίας, περί προστασίας των Ρώσων ιερωμένων κλπ.
Γενικά η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου άφηνε πραγματική κληρονόμο της διαλυόμενης Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Βαλκανική Χερσόνησο την Ρωσία και προκάλεσε για αυτό έντονη την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Αγγλίας και Αυστροουγγαρίας, που επέτυχαν την αναθεώρησή της με το συνέδριο του Βερολίνου, όχι για να προστατεύσουν την «ψυχορραγούσα» Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά για να αποκομίσουν και αυτοί ικανοποιητικά οφέλη.
Η
Ελλάδα, που είχε πολλά δικαιώματα ως κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
αγνοήθηκε κατά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Σύμφωνο Μολότοφ−Ρίμπεντροπ (1939)
(πηγή: http://www.ww2.gr/index.php?option=articles&id=1231
)
Γνωστό και ως Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ μεταξύ Γερμανίας και
Σοβιετικής Ένωσης, προέβλεπε οτι οι δύο χώρες ήταν υποχρεωμένες να μην επιτεθούν
η μία στην άλλη και παράλληλα να μείνουν ουδέτερες, αν η μία από αυτές εμπλακεί
σε πόλεμο. Παράλληλα, με μυστική συμφωνία (της οποίας την ύπαρξη επίσημα
αρνούνταν και οι δύο πλευρές μέχρι το 1989), προέβλεπε μια προσυμφωνημένη
διαμοίραση της Πολωνίας στις δύο αυτές δυνάμεις μετά την κατάληψή της και η
αναπροσαρμογή της σφαίρας επιρροής των δύο χωρών στις χώρες της
Βορειοανατολικής Ευρώπης
Μετά την παραβίαση της Συνθήκης του Μονάχου από την Γερμανία και την ολοκληρωτική κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας στις 14 Μαρτίου 1939, άρχισε να γίνεται φανερό και στους πιο φανατικούς υποστηρικτές της πολιτικής του «κατευνασμού» ότι δεν θα υπήρχε όριο στην κατακτητική βουλιμία του Χίτλερ και ότι η ελπίδα να στραφεί αποκλειστικά προς τα ανατολικά ήταν μια πολύ επικίνδυνη αυταπάτη. Γι αυτό τον λόγο, στα μέσα του ίδιου έτους, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις προκειμένου να έρθουν σε μια πολιτική και στρατιωτική συμφωνία. Στις 17 Απριλίου 1939 η Σοβιετική κυβέρνηση διατύπωσε και επίσημα την πρόταση δημιουργίας ενός μετώπου αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Αγγλίας,Γαλλίας και ΕΣΣΔ, υπό τον όρο να εγγυηθούν οι τρεις αυτές δυνάμεις την ακεραιότητα των κρατών εκείνων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που ήταν υπό την απειλή μιας γερμανικής επίθεσης. Παρόλα αυτά όμως οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας δίσταζαν ακόμα να δεχθούν την ιδέα του ευρύτερου αμυντικού συμφώνου των φιλειρηνικών κρατών. Την τελειωτική βολή στις διαπραγματεύσεις των ΑγγλοΓάλλων με την ΕΣΣΔ την έδωσε η άρνηση της πολωνικής κυβέρνησης να επιτρέψει τη διάβαση Σοβιετικών στρατευμάτων δια μέσου της χώρας της σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης
Παράλληλα την ίδια εποχή, Γερμανία και Σοβιετική Ένωση συζητούσαν την πιθανότητα ύπαρξης μιας οικονομικής συμφωνίας, στην οποία η οποία η Σοβιετική Ένωση θα παρείχε πρώτες ύλες για τη πολεμική παραγωγή της Γερμανίας και αντίστοιχα η Γερμανία θα παρείχε στρατιωτικό εξοπλισμό στη Σοβιετική Ένωση. Τον Μάιο, ο Στάλιν τοποθετεί στη θέση του υπουργού εξωτερικού Μαξίμ Λιτβίνοβ, τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ. Στις 19 Αυγούστου, οι δύο χώρες τελικά υπογράφουν αυτή τη Γερμανο-Σοβιετική οικονομική συμφωνία και δύο μέρες αργότερα οι Σοβιετικοί παγώνουν τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας με Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ενώ παράλληλα προσκαλούν τον Ρίμπεντροπ στη Μόσχα για το επόμενο βήμα, δηλαδή την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης
Όλα αυτά οδήγησαν στις 23 Αυγούστου 1939 τον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας και τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ υπουργό εξωτερικών της ΕΣΣΔ στη Μόσχα να υπογράψουν παρουσία του Στάλιν το Γερμανο-Σοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως. Έτσι, η Γερμανία εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Σοβιετική Ένωσης στην επερχόμενη εισβολή του Χίτλερ στη Πολωνία και η ΕΣΣΔ - η οποία προέβλεπε πιθανή σύγκρουση με τη Γερμανία - το σημαντικό πλεονεκτήματα να κερδίσει χρόνο για την προετοιμασία του στρατού της, που εκ των υστέρων αποδείχθηκε εξαιρετικής σπουδαιότητας στην εξέλιξη του πολέμου
Μία μέρα μετά την υπογραφή του συμφώνου, ανήσυχοι Βρετανοί και Γάλλοι ζητάνε εξηγήσεις από τη Σοβιετική κυβέρνηση, η οποία απαντά με οριστική παύση των διαπραγματεύσεων. Στις 25 Αυγούστου στο Λονδίνο, η Μεγάλη Βρετανία υπογράφει αμυντική συμφωνία με την Πολωνία, η οποία προέβλεπε την αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των χωρών σε περίπτωση εμπλοκής με άλλη ευρωπαϊκή δύναμή, εννοώντας φυσικά τη Γερμανία. Η συμφωνία αυτή εκπλήσσει τον Χίτλερ, ο οποίος αναβάλει την προγραμματισμένη επίθεση στη Πολωνία από τις 26 Αυγούστου, για τη 1η Σεπτεμβρίου
Η αποτυχία της προσπάθειας συνένωσης των Δυτικών κρατών και της ΕΣΣΔ απομάκρυνε προσωρινά από τον Χίτλερ τον μόνο κίνδυνο που πραγματικό φοβόταν, δηλαδή το κοινό μέτωπο των μεγάλων Δυνάμεων εναντίων της Γερμανίας ή αλλιώς τον πόλεμο σε δύο μέτωπα. Από την άλλη μεριά, οι Δυτικές δυνάμεις έχασαν έναν πολύ ισχυρό σύμμαχο, τη Σοβιετική Ένωση. Η Γερμανία παραβίασε το Σύμφωνο αυτό στις 22 Ιουνίου 1941 με την επίθεσή της στη Σοβιετική Ένωση
Μετά την παραβίαση της Συνθήκης του Μονάχου από την Γερμανία και την ολοκληρωτική κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας στις 14 Μαρτίου 1939, άρχισε να γίνεται φανερό και στους πιο φανατικούς υποστηρικτές της πολιτικής του «κατευνασμού» ότι δεν θα υπήρχε όριο στην κατακτητική βουλιμία του Χίτλερ και ότι η ελπίδα να στραφεί αποκλειστικά προς τα ανατολικά ήταν μια πολύ επικίνδυνη αυταπάτη. Γι αυτό τον λόγο, στα μέσα του ίδιου έτους, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις προκειμένου να έρθουν σε μια πολιτική και στρατιωτική συμφωνία. Στις 17 Απριλίου 1939 η Σοβιετική κυβέρνηση διατύπωσε και επίσημα την πρόταση δημιουργίας ενός μετώπου αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Αγγλίας,Γαλλίας και ΕΣΣΔ, υπό τον όρο να εγγυηθούν οι τρεις αυτές δυνάμεις την ακεραιότητα των κρατών εκείνων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που ήταν υπό την απειλή μιας γερμανικής επίθεσης. Παρόλα αυτά όμως οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας δίσταζαν ακόμα να δεχθούν την ιδέα του ευρύτερου αμυντικού συμφώνου των φιλειρηνικών κρατών. Την τελειωτική βολή στις διαπραγματεύσεις των ΑγγλοΓάλλων με την ΕΣΣΔ την έδωσε η άρνηση της πολωνικής κυβέρνησης να επιτρέψει τη διάβαση Σοβιετικών στρατευμάτων δια μέσου της χώρας της σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης
Παράλληλα την ίδια εποχή, Γερμανία και Σοβιετική Ένωση συζητούσαν την πιθανότητα ύπαρξης μιας οικονομικής συμφωνίας, στην οποία η οποία η Σοβιετική Ένωση θα παρείχε πρώτες ύλες για τη πολεμική παραγωγή της Γερμανίας και αντίστοιχα η Γερμανία θα παρείχε στρατιωτικό εξοπλισμό στη Σοβιετική Ένωση. Τον Μάιο, ο Στάλιν τοποθετεί στη θέση του υπουργού εξωτερικού Μαξίμ Λιτβίνοβ, τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ. Στις 19 Αυγούστου, οι δύο χώρες τελικά υπογράφουν αυτή τη Γερμανο-Σοβιετική οικονομική συμφωνία και δύο μέρες αργότερα οι Σοβιετικοί παγώνουν τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας με Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ενώ παράλληλα προσκαλούν τον Ρίμπεντροπ στη Μόσχα για το επόμενο βήμα, δηλαδή την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης
Όλα αυτά οδήγησαν στις 23 Αυγούστου 1939 τον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας και τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ υπουργό εξωτερικών της ΕΣΣΔ στη Μόσχα να υπογράψουν παρουσία του Στάλιν το Γερμανο-Σοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως. Έτσι, η Γερμανία εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Σοβιετική Ένωσης στην επερχόμενη εισβολή του Χίτλερ στη Πολωνία και η ΕΣΣΔ - η οποία προέβλεπε πιθανή σύγκρουση με τη Γερμανία - το σημαντικό πλεονεκτήματα να κερδίσει χρόνο για την προετοιμασία του στρατού της, που εκ των υστέρων αποδείχθηκε εξαιρετικής σπουδαιότητας στην εξέλιξη του πολέμου
Μία μέρα μετά την υπογραφή του συμφώνου, ανήσυχοι Βρετανοί και Γάλλοι ζητάνε εξηγήσεις από τη Σοβιετική κυβέρνηση, η οποία απαντά με οριστική παύση των διαπραγματεύσεων. Στις 25 Αυγούστου στο Λονδίνο, η Μεγάλη Βρετανία υπογράφει αμυντική συμφωνία με την Πολωνία, η οποία προέβλεπε την αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των χωρών σε περίπτωση εμπλοκής με άλλη ευρωπαϊκή δύναμή, εννοώντας φυσικά τη Γερμανία. Η συμφωνία αυτή εκπλήσσει τον Χίτλερ, ο οποίος αναβάλει την προγραμματισμένη επίθεση στη Πολωνία από τις 26 Αυγούστου, για τη 1η Σεπτεμβρίου
Η αποτυχία της προσπάθειας συνένωσης των Δυτικών κρατών και της ΕΣΣΔ απομάκρυνε προσωρινά από τον Χίτλερ τον μόνο κίνδυνο που πραγματικό φοβόταν, δηλαδή το κοινό μέτωπο των μεγάλων Δυνάμεων εναντίων της Γερμανίας ή αλλιώς τον πόλεμο σε δύο μέτωπα. Από την άλλη μεριά, οι Δυτικές δυνάμεις έχασαν έναν πολύ ισχυρό σύμμαχο, τη Σοβιετική Ένωση. Η Γερμανία παραβίασε το Σύμφωνο αυτό στις 22 Ιουνίου 1941 με την επίθεσή της στη Σοβιετική Ένωση
Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992)
(πηγή: http://www.apopsi.com.cy/2009/02/1303/
)
Η
συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελεί καθοριστικής σημασίας συνθήκη για την ολοκλήρωση
του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία ιδρύθηκε η
Ευρωπαϊκή Ένωση το Φεβρουάριο του 1992, είναι το αποτέλεσμα εξωτερικών και
εσωτερικών παραγόντων. Ως προς τους εξωτερικούς παράγοντες, το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διεθνής οικονομική κρίση
του 1992 δημιούργησαν νέα δεδομένα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Συγκεκριμένα, αριθμός χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ επιθυμούσαν την ένταξή
τους στο επιτυχημένο πλέον μοντέλο οικονομικής ευημερίας, αυτό της ΕΟΚ, ώστε να
πετύχουν την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και να επαναβεβαιώσουν τις
δυτικές τους καταβολές. Παράλληλα, η διεθνής οικονομική κρίση του 1992
απέδειξε, με τον πλέον εμφαντικό τρόπο, ότι το σύστημα των σταθερών
συναλλαγματικών ισοτιμιών που βρισκόταν σε ισχύ δεν ήταν ικανό να ανταποκριθεί
στις ανάγκες της ΕΟΚ για μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη και συνεργασία μεταξύ
των κρατών μελών.
Στο
εσωτερικό επίπεδο, η ενοποίηση της Γερμανίας δημιούργησε φόβους στα κράτη μέλη
και κυρίως στην Γαλλία για την ανάδυσή της ως ηγεμονικής δύναμης στην Ευρώπη
μετά την πολιτική ενοποίηση της Γερμανικής επικρατείας. Επίσης, τα κράτη μέλη
της ΕΟΚ επιθυμούσαν να συνεχίσουν την θεσμική πρόοδο που είχε επιτευχθεί με την
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ), το 1986. Η Ενιαία αγορά που συμφωνήθηκε με την
ΕΕΠ δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί όσο υπήρχαν νομισματικά εμπόδια στις
συναλλαγές, παρά την κατάργηση των τελωνειακών φραγμών και των διοικητικών και
τεχνικών εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Έτσι ανέκυψε η ανάγκη για την
δημιουργία μιας Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), με την κυκλοφορία
ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, το οποίο μάλιστα θα καθησύχαζε και τους
φόβους των δυτικών κρατών για την υπεροχή της Γερμανίας, αφού θα αντικαθιστούσε
το μάρκο και την έμμεση νομισματική και συναλλαγματική επικυριαρχία του επί των
εθνικών νομισμάτων των κρατών μελών.
Τα
παραπάνω νέα δεδομένα κατέστησαν αναγκαία την δημιουργία μιας Συνθήκης η οποία
θα προνοούσε την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της ΕΟΚ. Ωστόσο, κάποια κράτη
μέλη ήταν ιδιαίτερα επιφυλα-κτικά σε μια πολιτική ολοκλήρωση που θα τα
υποχρέωνε να εκχωρήσουν αρμοδιότητες στην Κοινότη-τα, σε θέματα ζωτικής
σημασίας για την εθνική τους κυριαρχία.
Η
συμβιβαστική λύση δόθηκε με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, με τον διαμελισμό της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε δυο συνθήκες: Την Συνθήκη την ιδρύουσα την Ευρωπαϊκή
Κοινότητα και την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Οι δύο αυτές Συνθήκες
διαχώρισαν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε τρεις πυλώνες. Η πρώτη Συνθήκη και ο
πρώτος πυλώνας αναφέρονταν στην οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση,
χρησιμοποιώντας την κοινοτική μέθοδο λήψης των αποφάσεων. Η ΣΕΕ και ο δεύτερος
και τρίτος πυλώνας αναφερόταν στην πολιτική ολοκλήρωση της ΕΕ και,
συγκεκριμένα, στην συνεργασία στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική
ασφάλειας, καθώς και στην συνεργασία σε τομείς δικαιοσύνης και αστικών
υποθέσεων, χρησιμοποιώντας την διακυβερνητική διαδικασία λήψεως αποφάσεων.
Η
συνθήκη του Μάαστριχτ έθετε επίσης τις βάσεις για την δημιουργία της ΟΝΕ.
Ουσιαστικά προέβλεπε τον οικονομικό συντονισμό των κρατών μελών πάνω σε
δημοσιονομικά και νομισματικά κριτήρια, ώστε να δημιουργηθεί μια ομοιογενής
οικονομική περιφέρεια η οποία θα έχει ένα κοινό νόμισμα, ικανό να ανταποκριθεί
στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονομικής αγοράς, στην σταθερότητα των τιμών και
στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η Συνθήκη του Μάαστριχτ
συνέβαλε, μέσω της ΟΝΕ, στον μετασχηματισμό της EE στον σημερινό «οικονομικό
γίγαντα», ενώ έθεσε και τα θεμέλια για την πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης και
για μια δυναμικότερη παρουσία στο διεθνές σκηνικό.
ΘΕΜΑ Α2
Η διαμάχη μεταξύ Υψηλάντη
και Φιλικών
Πηγή: (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%95%CE%BC%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82_1823_-_1825
)
Το
Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και
Πάνος
Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης,
Γεώργιος Σισίνης,
Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος,
Δημήτριος Πλαπούτας,
Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης,
Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του
εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν
«ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο
που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης
δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης
εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον
διορισμό του γιού του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό
του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία
αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη,
προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή
του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο
Πλαπούτα.
Αν και
στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά
ανίσχυρος. Ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού προωθούσε τα σχέδια του με
αποτέλεσμα να έρθει σε σύγκρουση με τον Κολοκοτρώνη. Οι ενέργειες του πρώτου τον
εξαγρίωσαν και τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι
και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο
Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές
του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη
που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος
έχοντας στενές επαφές με την Αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την
υπόσχεση τους για δάνειο, το οποίο σκοπό είχε να το χρησιμοποιήσει για
πολιτικούς σκοπούς. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις
στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο
και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.
Η
επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Ο Κολοκοτρώνης καταφέρνει να πείσει τα
μέλη του Εκτελεστικού να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο, το οποίο ήλεγχε ο γιος του
ενώ τα μέλη του Βουλευτικού αρνούνται να τους ακολουθήσουν παραμένοντας στο Άργος. Ο Κολοκοτρώνης παραιτείται από το
Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαιρεί πραξικοπηματικά το μέλος του
Εκτελεστικού, Μεταξά, φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη. Στις 28 Νοεμβρίου
στρατιωτικό σώμα, περίπου στα 200 άτομα, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον
Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος όπου αρχίζει
τις διαπραγματεύσεις. Οι τελευταίοι αρπάζουν εκ μέρους του εκτελεστικού τις
σφραγίδες και τα πρακτικά ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την
προστασία των Υδραίων.
Αμέσως
το Βουλευτικό αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τον πρόεδρο του
Εκτελεστικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη
καθώς και τον Σωτήρη Χαραλάμπη, απλό μέλος, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη,
Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο, Ιωάννη Κωλέττη
και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο
τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η
κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των
βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η
κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Η
κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά
κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να
προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η
κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε
χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το
πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν
συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.
Στις 17 Ιανουαρίου 1824
η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου
χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης
αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις
31 Μαρτίου οι Νοταράς,
Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από
διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή
να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει.
Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του
Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει
το Άργος και παράλληλα να λύσει
την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Σε
αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν
προσχωρήσει στην αντίπαλη παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον
Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της
παράταξης του Κολοκοτρώνη
ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη. Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις
αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του
Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο
Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.
Με το
τελευταίο αυτό γεγονός κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της
περιόδου 1823-1825.
τα τεχνολογικά μέσα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τους δύο
αντιπάλους συνασπισμούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
(πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%8C%CF%80%CE%BB%CE%BF
)
Όπως
γίνεται αντιληπτό η ιστορία του όπλου είναι παράλληλη με εκείνη των πολέμων
χάρη των οποίων και συνεχώς εξελίσσεται. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
παρατηρείται μια θεαματική παρουσία των όπλων. Στη θάλασσα έχουν ήδη εμφανισθεί
τα θωρηκτά που φαντάζουν σαν
τεράστια πλωτά πυροβολεία. Στον αέρα εμφανίζονται ιπτάμενες μηχανές όπου και
σημειώνονται οι από αέρος επιθέσεις. Τη θέση των βλημάτων
τώρα καταλαμβάνουν οι βόμβες. Πρώτη τέτοια αεροπορική επίθεση με ρίψη
βομβών έγινε από τον Έλληνα Δ. Καμπέρο κατά των Τούρκων στη Θεσσαλία στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.
Τα πυροβόλα όμως συνεχίζουν την εξέλιξη τους.
Η από
αέρος αυτή εξέλιξη αναγκάζει τον Γερμανό καθηγητή Φον Έμπερχαρντ το 1916
να σχεδιάσει το πρώτο αντιαεροπορικό όπλο τη παραγωγή του οποίου αναλαμβάνει η
Κρουπ. Το όπλο αυτό έφερε πολύ μακριά κάννη δημιουργώντας ένα βεληνεκές
πάνω από 100 χλμ.
Στο μεταξύ η μάχη του Σομμ δημιούργησε ένα στρατιωτικό αδιέξοδο που οδήγησε στο λεγόμενο πόλεμο των χαρακωμάτων. Τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα "όπλα της απελπισίας" όπως χαρακτηρίστηκαν τα χημικά όπλα που απελευθέρωναν ασφυξιογόνα και δηλητηριώδη αέρια, όπως για παράδειγμα το λεγόμενο αέριο μουστάρδας (υπερίτης) που ήταν ισχυρό τοξικό και προκαλούσε σοβαρά εγκαύματα. Τότε οι στρατιώτες έπρεπε να φέρουν και αντιασφυξιογόνες μάσκες καθώς και ειδική εξάρτιση. Παράλληλα ένας νέος μεταλλικός γίγαντας αρχίζει να εμφανίζεται στα πεδία των μαχών το άρμα μάχης. Αν και το τεθωρακισμένο αυτό όχημα έκανε τη πρώτη του εμφάνιση το 1904 στη πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Μάχη του Σομμ το 1916. Η ιδέα της "φόρτωσης" μεγάλου πυροβόλου σε θωρακισμένο ερπυστριοφόρο όχημα ικανό έτσι να κινείται σε κάθε είδους εδάφη ανήκει στον Άγγλο αντισυνταγματάρχη Έρνεστ Σουίντον.
Στο μεταξύ η μάχη του Σομμ δημιούργησε ένα στρατιωτικό αδιέξοδο που οδήγησε στο λεγόμενο πόλεμο των χαρακωμάτων. Τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα "όπλα της απελπισίας" όπως χαρακτηρίστηκαν τα χημικά όπλα που απελευθέρωναν ασφυξιογόνα και δηλητηριώδη αέρια, όπως για παράδειγμα το λεγόμενο αέριο μουστάρδας (υπερίτης) που ήταν ισχυρό τοξικό και προκαλούσε σοβαρά εγκαύματα. Τότε οι στρατιώτες έπρεπε να φέρουν και αντιασφυξιογόνες μάσκες καθώς και ειδική εξάρτιση. Παράλληλα ένας νέος μεταλλικός γίγαντας αρχίζει να εμφανίζεται στα πεδία των μαχών το άρμα μάχης. Αν και το τεθωρακισμένο αυτό όχημα έκανε τη πρώτη του εμφάνιση το 1904 στη πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Μάχη του Σομμ το 1916. Η ιδέα της "φόρτωσης" μεγάλου πυροβόλου σε θωρακισμένο ερπυστριοφόρο όχημα ικανό έτσι να κινείται σε κάθε είδους εδάφη ανήκει στον Άγγλο αντισυνταγματάρχη Έρνεστ Σουίντον.
Την
ίδια εποχή εμφανίζονται και τα πρώτα "ύπουλα όπλα". Ξηρές και
θάλασσες αρχίζουν να φιλοξενούν τα ύπουλα εκείνα τέρατα τις νάρκες. Και ενώ στη θάλασσα οι τορπίλες βρίσκονται σε
εξέλιξη, μια άλλη παρουσία, επίσης "ύπουλη", γίνεται αισθητή, το μάτι
του περισκοπίου. Τον
Φεβρουάριο του 1917 τα γερμανικά υποβρύχια παύουν πλέον να
τηρούν τον εθιμοτυπικό κώδικα της "μη βύθισης εμπορικών πλοίων"
απειλώντας ακόμη και την αμερικανική ναυτιλία στον Ατλαντικό. Έτσι και οι ΗΠΑ που μέχρι τότε εφοδίαζε με πολεμικό υλικό
τους Συμμάχους αναγκαστικά μπήκε στο πόλεμο.
Βέβαια
η άριστη απόδοση των όπλων προϋποθέτει επίσης άριστη εκπαίδευση των χειριστών
τους. Στο τομέα αυτό αξίζει ν΄ αναφερθεί για τον πόλεμο αυτόν η πολύ υψηλόβαθμη
εκπαίδευση των Γερμανών όπου στην αρχή των επιχειρήσεων όλα τ΄ άλλα στρατεύματα
των Συμμάχων συγκρινόμενη η εκπαίδευσή τους, παρουσίαζαν εικόνα αποκαρδιωτική
δίνοντας την εντύπωση ανεκπαίδευτων πολιτών, ούτε καν στρατιωτών. Η Αγγλία όπως και άλλες Χώρες
ήταν επαναπαυμένες στις δυνάμεις τους όχι όμως στην εκπαίδευση και στη μέριμνα
αποθεμάτων υλικού. Έτσι με το ξέσπασμα του πολέμου βρέθηκαν απροετοίμαστες όχι
τόσο χωρίς στρατιώτες αφού υπήρχε τεράστια ανεργία όσο από την έλλειψη υλικών
και πυρομαχικών.
Αυτό είχε ως συνέπεια ακόμη και γυναίκες να εργαστούν σε εργοστάσια και
ναυπηγεία προκειμένου να βοηθήσουν την διεξαγωγή του πολέμου.
Ένα
ακόμη ενδιαφέρον σημείο αποτελούν οι λεγόμενες μαζικές καταστροφές που
σημειώθηκαν τότε και μάλιστα ολόκληρων κοινοτήτων. Τα νέα βαρέα όπλα που
εισήλθαν στο πόλεμο με την εμβέλεια των 100 χλμ. μπορούσαν να
βομβαρδίσουν πόλεις από ασφαλέστερη πλέον απόσταση για το πεζικό. Παρά ταύτα οι
στρατηγοί όλων των εμπλεκομένων προτιμούσαν ν΄ ακολουθούν την παλιά ακόμη
τακτική της αντιτακτής (κατ' έναντι) παράταξης των στρατευμάτων τους.
Η εξωτερική πολιτική
μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης
Η διεθνής
θέση της Τουρκίας: Στα τέλη της
δεκαετίας τού 1910 η Oθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια. Η πορεία τού
«Μεγάλου Ασθενούς» τής ευρωπαϊκής διπλωματίας προς την τελική κατάρρευση είχε
ξεκινήσει λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν στην ήττα του Ιταλοτουρκικού Πολέμου
(1911-1912), ήρθε να προστεθεί η απώλεια του συνόλου σχεδόν τών ευρωπαϊκών
κτήσεων της Υψηλής Πύλης ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων. ΑΚΟΜΗ
οδυνηρότερες για την τελευταία έμελλε να αποβούν οι επιπτώσεις του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου, αφού η συστράτευσή της με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, την
έφερε στο στρατόπεδο των ηττημένων, προδιαγράφοντας έτσι τη διαδικασία του
περαιτέρω διαμελισμού της. Με δεδομένους, εξάλλου, τους επαχθείς όρους της
ανακωχής τού Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918), η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των
Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) επιβεβαίωνε αυτό που είχε ήδη με σαφήνεια διαφανεί:
η πάλαι ποτέ τριηπειρωτική αυτοκρατορία του σουλτάνου θα περιοριζόταν πλέον
ουσιαστικά μόνο στα υψίπεδα του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, χάνοντας όλες τις
υπόλοιπες επαρχίες της1. Στην πραγματικότητα, η εφαρμογή της Συνθήκης των
Σεβρών δεν θα συνεπαγόταν απλώς τον δραστικό περιορισμό των συνόρων του
οθωμανικού κράτους, αλλά θα είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της γεωπολιτικής
σημασίας του τελευταίου, το οποίο καταδικαζόταν επιπλέον σε μόνιμη οικονομική
καχεξία, δεδομένου ότι αποστερείτο των σημαντικότερων πλουτοπαραγωγικών του
πόρων. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με την προοπτική εδαφικών απωλειών ακόμη
και στην ίδια τη Μικρά Ασία, συνέβαλε αποφασιστικά στην οργάνωση ενός ολοένα
διογκούμενου εθνικιστικού κινήματος αντίστασης υπό την ηγεσία του Μουσταφά
Κεμάλ2. Οι εθνικιστές είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους ήδη από την επαύριο
της κατάληψης της περιοχής της Σμύρνης από τους Έλληνες τον Μάιο του 1919.
Λίγους μήνες αργότερα, στα Συνέδρια του Ερζερούμ (Ιούλιος-Αύγουστος 1919) και
της Σεβάστειας (Σεπτέμβριος 1919) οι οπαδοί του Κεμάλ διαδήλωσαν την απόφασή
τους να αντιταχθούν στα σχέδια διαμελισμού των περιοχών της αυτοκρατορίας που
κατοικούνταν από τουρκικούς πληθυσμούς. Η συμπερίληψη των αρχών αυτών στο
Εθνικό Συμβόλαιο που υιοθετήθηκε από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας τον
Ιανουάριο του 1920, έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής
της κεμαλικής κυβέρνησης: κατοχύρωση της εθνικής ενότητας και ανεξαρτησίας και
αποτίναξη των οικονομικών δουλειών του πρόσφατου παρελθόντος.
Η διεθνής
θέση της Ελλάδας. Στο
διπλωματικό πεδίο η Ελλάδα κατόρθωσε να αμβλύνει, με την πάροδο του χρόνου, τις
δυσβάστακτες πιέσεις που είχε αρχικά αντιμετωπίσει. Η πολιτική, πράγματι, των
εδαφικών διεκδικήσεων είχε, μετά τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάννης και
την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Βουλγαρία και την Τουρκία, οριστικά
εγκαταλειφθεί.Ακόμη και η διεκδίκηση των περιοχών όπου υπερείχε αισθητό το
ελληνικό στοιχείο -όπως τα Δωδεκάνησα, η Βόρεια Ήπειρος και η Κύπρος- δεν
προβαλλόταν δυναμικά από την επίσημη Ελλάδα, προκειμένου να μη διαταραχτούν οι
σχέσεις με την Ιταλία και τη Μ. Βρετανία. Το γεγονός της διπλωματικής αδυναμίας
μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η συνακόλουθη υποτίμηση της ως παράγοντα
της διεθνούς ζωής δε θα καταστήσει εντούτοις δυνατή την εξομάλυνση των σχέσεων
με τα γειτονικά κράτη και τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις παρά μόνο μετά την
επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, το 1928. Πράγματι, μεταξύ των
ετών 1928-1932 θα συνομολογηθούν οι σημαντικές διμερείς συμφωνίες με την Ιταλία
(23 Σεπτεμβρίου 1928), τη Γιουγκοσλαβία (27 Μαρτίου 1929) και την Τουρκία (10
Ιουνίου και 30 Οκτωβρίου 1930)• και ακόμη -έστω και χωρίς να υπογραφεί διμερής
συμφωνία- θα αποκατασταθούν οι φιλικές σχέσεις με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία,
οι οποίες, από κοινού με την Ιταλία, δέσποζαν τότε στα Βαλκάνια και την
Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι από τις ελάχιστες
που θα υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα το πρόδρομο σχέδιο Μπριάν για την ευρωπαϊκή
ενοποίηση. Σε εποχή διεθνούς, ακόμη, αισιοδοξίας η Ελλάδα είχε κατορθώσει να
ενισχύσει το διπλωματικό κύρος της.
Ρυθμίσεις των
συμμάχων – νικητών του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου
(πηγή: http://www.neo.gr/website/ergasiamathiti/13.htm
)
Πολιτικές συμφωνίες κατά τη διάρκεια
του πολέμου. Η κήρυξη του πολέμου από τις χώρες του Άξονα δημιούργησε για τις
συμμαχικές δυνάμεις ένα σύνολο από προβλήματα, που αφορούσαν όχι μόνο τη
διεξαγωγή του πολέμου, αλλά και τον καθορισμό μιας κοινής πολιτικής κατά τη
διάρκειά του και μετά απ αυτόν. Π.χ. μια συμμαχία βασίζεται στην απλή αρχή ότι
δεν επιτρέπεται σε καθένα από τα μέλη της να κάνει χωριστές συνθήκες, δίνοντας
στον αντίπαλο τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του εναντίον των
άλλων. Για να λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα οι ηγέτες των συμμαχικών χωρών
αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν μια σειρά από συναντήσεις, στις οποίες πήραν
πολλές σημαντικές αποφάσεις. Ορισμένες από τις συμφωνίες και τις αποφάσεις των
Συμμάχων επέδρασαν στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής διεθνούς πολιτικής, ή και
επιδρούν ακόμα.
Διάσκεψη της Αρκάντια. Έγινε στην Αμερική μεταξύ του Τσόρτσιλ και του Ρούζβελτ από τις 22- 12- 1941 ως τις 14- 1 - 1942, δηλ. λίγο μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Ήταν μια ευκαιρία που ζητούσε από καιρό ο έμπειρος Άγγλος πολιτικός για να δεσμεύσει τις ΗΠΑ με συμφωνίες. Ο Ρούζβελτ με τη σειρά του δε δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει στο σχέδιο που του παρουσίασε. Υπογράφτηκαν αρκετές οικονομικές συμφωνίες, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος φάνηκε επιφυλακτικός στην πρόταση του Τσόρτσιλ να γίνει η τελική επίθεση στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, επειδή δεν ήθελε να δεσμευτεί με την αγγλική πολιτική στο τμήμα αυτό της υδρογείου. Δέχτηκε επίσης να στείλει συμβολικά δύο αμερικανικές μεραρχίες στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο Στάλιν προσκλήθηκε στη συνάντηση αυτή, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει. Πληροφορήθηκε πάντως τις λεπτομέρειες με την επίσκεψη του σοβιετικού υπουργού των Εξωτερικών Μολότοφ στο Λονδίνο και στην Ουάσιγκτον.
Διάσκεψη της Άνφα. Έγινε στην Άνφα κοντά στην Καζαμπλάνκα μεταξύ 14 και 24 - 1 - 1943, δηλ. μετά την αμερικανική απόβαση στη βόρεια Αφρική. Και πάλι προσκλήθηκε ο Στάλιν, αλλά αρνήθηκε συμμετοχή. Στη διάσκεψη αυτή ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ αποφάσισαν την απόβαση στη Σικελία, έφεραν σε συνεννοήσεις τους Ντε Γκωλ και Ζιρό και αποφάσισαν ότι οι δυνάμεις του Άξονα θα μπορούσαν να παραδοθούν μόνον άνευ όρων. Η απόφαση αυτή κατακρίθηκε αργότερα, γιατί κατά τη γνώμη ορισμένων πολιτικών εμπόδιζε κάθε δυνατότητα υποχώρησης της Γερμανίας.
Διάσκεψη Τριντέντ. Έγινε και πάλι μεταξύ των δύο πολιτικών, στην Ουάσιγκτον μεταξύ 11 και 25 Μαΐου 1943. Αιτία ήταν ο φόβος του Τσόρτσιλ ότι τα αμερικάνικα συμφέροντα στον Ειρηνικό θα τοποθετούσαν την Ευρώπη σε δεύτερη μοίρα. Επίσης ήθελε να αποφύγει ή τουλάχιστο να καθυστερήσει την προτεραιότητα της απόβασης στη Γαλλία, γιατί τον ενδιέφεραν κυρίως τα Βαλκάνια. Πέτυχε στο πρώτο, αλλά απέτυχε στο δεύτερο. Η απόβαση στην Ευρώπη θα γινόταν στη Γαλλία.
Διάσκεψη Κεμπέκ. Έγινε μεταξύ των ίδιων, τον Αύγουστο του 1943, και επικύρωσε τις αποφάσεις της προηγούμενης διάσκεψης Το μόνο νέο στοιχείο ήταν ότι η θέση του Άγγλου πολιτικού είχε πια γίνει μειονεκτική απέναντι σ' έναν Αμερικανό πρόεδρο που είχε αποκτήσει πλήρη συνείδηση της συνεχώς αυξανόμενης δύναμης της χώρας του.
Διάσκεψη της Μόσχας. Έγινε τον Οκτώβριο του 1943 και είχε σκοπό να προετοιμάσει τη συνάντηση των μεγάλων ηγετών. Σ' αυτήν πήραν μέρος οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Σοβιετικής Ένωσης.
Διάσκεψη της Τεχεράνης. Έγινε μεταξύ Στάλιν, Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ από τις 28 - 11 - 1943 ως την 1 - 12 - 1943. Στην πραγματικότητα οι αντιπροσωπείες που πήραν μέρος ήταν πολυμελείς, τουλάχιστον από την πλευρά της Αγγλίας και των ΗΠΑ, ενώ η σοβιετική αντιπροσωπεία είχε 4 μέλη. Τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν πολύ πλατύτερα απ' ό,τι στις προηγούμενες διασκέψεις και θίχτηκαν ζητήματα που αφορούσαν τις διακρατικές σχέσεις με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Συζητήθηκαν επίσης τα όρια μερικών κρατών μετά το τέλος του πολέμου. Στο τέλος υπογράφτηκε διακήρυξη με τις υπογραφές των τριών ηγετών, όπου γινόταν λόγος για τους στενούς δεσμούς των συμμάχων και την προσπάθεια για την επίτευξη ειρήνης σε μόνιμη βάση μετά την τελική νίκη.
Διάσκεψη του Καΐρου. Έγινε λίγες μέρες πριν από τη διάσκεψη της Τεχεράνης (από 22 ως 26 - 11 - 1943) μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Τσάνγκ-Κάι-Σεκ, και οι αποφάσεις που πάρθηκαν αφορούσαν τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ιαπωνίας.
Διάσκεψη της Γιάλτας. Έγινε μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν, το Φεβρουάριο του 1945, και είχε σκοπό να ρυθμίσει τελικά τα θέματα της διεθνούς πολιτικής (το τέλος του ναζισμού ήταν φανερό ότι πλησίαζε). Ο κεντρικός άξονας των αποφάσεων που πάρθηκαν είναι ότι οι 3 μεγάλες δυνάμεις είχαν το δικαίωμα να ρυθμίσουν από κοινού και ύστερα από συμφωνία τα ευρωπαϊκά θέματα. Επίσης καθόρισαν τις "ζώνες επιρροής" της καθεμιάς και τα σύνορα ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Πολωνίας). Αργότερα, οι δυτικοί πολιτικοί επέκριναν την υποχωρητικότητα του Ρούζβελτ, με την έννοια ότι έδωσε στη Σοβιετική Ένωση πολλά δικαιώματα επέμβασης στην Ευρώπη.
Διάσκεψη του Πότσνταμ. Έγινε από τις 17 - 7 - 1945 ως τις 2 - 8 του ίδιου χρόνου μεταξύ του Στάλιν, του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τρούμαν και του πρωθυπουργού της Αγγλίας. Αρχικά πρωθυπουργός ήταν ο Τσόρτσιλ, αλλά μετά την ήττα του στις εκλογές αντικαταστάθηκε από τον Κλέμενς Άτλι. Το θέμα της Διάσκεψης ήταν ο καθορισμός των προϋποθέσεων για την παγίωση της ειρήνης μετά τη συμμαχική νίκη (η νίκη είχε δημιουργήσει πολλά ερωτήματα γύρω από τη μελλοντική πολιτική, όπως π.χ. το ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων, τον καθορισμό των νέων συνόρων κ.λπ.). Κατά τη διάρκεια αυτής της Διάσκεψης πάρθηκε από τους Αμερικανούς η απόφαση της χρησιμοποίησης της ατομικής βόμβας κατά της Ιαπωνίας.
Διάσκεψη της Αρκάντια. Έγινε στην Αμερική μεταξύ του Τσόρτσιλ και του Ρούζβελτ από τις 22- 12- 1941 ως τις 14- 1 - 1942, δηλ. λίγο μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Ήταν μια ευκαιρία που ζητούσε από καιρό ο έμπειρος Άγγλος πολιτικός για να δεσμεύσει τις ΗΠΑ με συμφωνίες. Ο Ρούζβελτ με τη σειρά του δε δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει στο σχέδιο που του παρουσίασε. Υπογράφτηκαν αρκετές οικονομικές συμφωνίες, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος φάνηκε επιφυλακτικός στην πρόταση του Τσόρτσιλ να γίνει η τελική επίθεση στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, επειδή δεν ήθελε να δεσμευτεί με την αγγλική πολιτική στο τμήμα αυτό της υδρογείου. Δέχτηκε επίσης να στείλει συμβολικά δύο αμερικανικές μεραρχίες στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο Στάλιν προσκλήθηκε στη συνάντηση αυτή, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει. Πληροφορήθηκε πάντως τις λεπτομέρειες με την επίσκεψη του σοβιετικού υπουργού των Εξωτερικών Μολότοφ στο Λονδίνο και στην Ουάσιγκτον.
Διάσκεψη της Άνφα. Έγινε στην Άνφα κοντά στην Καζαμπλάνκα μεταξύ 14 και 24 - 1 - 1943, δηλ. μετά την αμερικανική απόβαση στη βόρεια Αφρική. Και πάλι προσκλήθηκε ο Στάλιν, αλλά αρνήθηκε συμμετοχή. Στη διάσκεψη αυτή ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ αποφάσισαν την απόβαση στη Σικελία, έφεραν σε συνεννοήσεις τους Ντε Γκωλ και Ζιρό και αποφάσισαν ότι οι δυνάμεις του Άξονα θα μπορούσαν να παραδοθούν μόνον άνευ όρων. Η απόφαση αυτή κατακρίθηκε αργότερα, γιατί κατά τη γνώμη ορισμένων πολιτικών εμπόδιζε κάθε δυνατότητα υποχώρησης της Γερμανίας.
Διάσκεψη Τριντέντ. Έγινε και πάλι μεταξύ των δύο πολιτικών, στην Ουάσιγκτον μεταξύ 11 και 25 Μαΐου 1943. Αιτία ήταν ο φόβος του Τσόρτσιλ ότι τα αμερικάνικα συμφέροντα στον Ειρηνικό θα τοποθετούσαν την Ευρώπη σε δεύτερη μοίρα. Επίσης ήθελε να αποφύγει ή τουλάχιστο να καθυστερήσει την προτεραιότητα της απόβασης στη Γαλλία, γιατί τον ενδιέφεραν κυρίως τα Βαλκάνια. Πέτυχε στο πρώτο, αλλά απέτυχε στο δεύτερο. Η απόβαση στην Ευρώπη θα γινόταν στη Γαλλία.
Διάσκεψη Κεμπέκ. Έγινε μεταξύ των ίδιων, τον Αύγουστο του 1943, και επικύρωσε τις αποφάσεις της προηγούμενης διάσκεψης Το μόνο νέο στοιχείο ήταν ότι η θέση του Άγγλου πολιτικού είχε πια γίνει μειονεκτική απέναντι σ' έναν Αμερικανό πρόεδρο που είχε αποκτήσει πλήρη συνείδηση της συνεχώς αυξανόμενης δύναμης της χώρας του.
Διάσκεψη της Μόσχας. Έγινε τον Οκτώβριο του 1943 και είχε σκοπό να προετοιμάσει τη συνάντηση των μεγάλων ηγετών. Σ' αυτήν πήραν μέρος οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Σοβιετικής Ένωσης.
Διάσκεψη της Τεχεράνης. Έγινε μεταξύ Στάλιν, Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ από τις 28 - 11 - 1943 ως την 1 - 12 - 1943. Στην πραγματικότητα οι αντιπροσωπείες που πήραν μέρος ήταν πολυμελείς, τουλάχιστον από την πλευρά της Αγγλίας και των ΗΠΑ, ενώ η σοβιετική αντιπροσωπεία είχε 4 μέλη. Τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν πολύ πλατύτερα απ' ό,τι στις προηγούμενες διασκέψεις και θίχτηκαν ζητήματα που αφορούσαν τις διακρατικές σχέσεις με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Συζητήθηκαν επίσης τα όρια μερικών κρατών μετά το τέλος του πολέμου. Στο τέλος υπογράφτηκε διακήρυξη με τις υπογραφές των τριών ηγετών, όπου γινόταν λόγος για τους στενούς δεσμούς των συμμάχων και την προσπάθεια για την επίτευξη ειρήνης σε μόνιμη βάση μετά την τελική νίκη.
Διάσκεψη του Καΐρου. Έγινε λίγες μέρες πριν από τη διάσκεψη της Τεχεράνης (από 22 ως 26 - 11 - 1943) μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Τσάνγκ-Κάι-Σεκ, και οι αποφάσεις που πάρθηκαν αφορούσαν τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ιαπωνίας.
Διάσκεψη της Γιάλτας. Έγινε μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν, το Φεβρουάριο του 1945, και είχε σκοπό να ρυθμίσει τελικά τα θέματα της διεθνούς πολιτικής (το τέλος του ναζισμού ήταν φανερό ότι πλησίαζε). Ο κεντρικός άξονας των αποφάσεων που πάρθηκαν είναι ότι οι 3 μεγάλες δυνάμεις είχαν το δικαίωμα να ρυθμίσουν από κοινού και ύστερα από συμφωνία τα ευρωπαϊκά θέματα. Επίσης καθόρισαν τις "ζώνες επιρροής" της καθεμιάς και τα σύνορα ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Πολωνίας). Αργότερα, οι δυτικοί πολιτικοί επέκριναν την υποχωρητικότητα του Ρούζβελτ, με την έννοια ότι έδωσε στη Σοβιετική Ένωση πολλά δικαιώματα επέμβασης στην Ευρώπη.
Διάσκεψη του Πότσνταμ. Έγινε από τις 17 - 7 - 1945 ως τις 2 - 8 του ίδιου χρόνου μεταξύ του Στάλιν, του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τρούμαν και του πρωθυπουργού της Αγγλίας. Αρχικά πρωθυπουργός ήταν ο Τσόρτσιλ, αλλά μετά την ήττα του στις εκλογές αντικαταστάθηκε από τον Κλέμενς Άτλι. Το θέμα της Διάσκεψης ήταν ο καθορισμός των προϋποθέσεων για την παγίωση της ειρήνης μετά τη συμμαχική νίκη (η νίκη είχε δημιουργήσει πολλά ερωτήματα γύρω από τη μελλοντική πολιτική, όπως π.χ. το ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων, τον καθορισμό των νέων συνόρων κ.λπ.). Κατά τη διάρκεια αυτής της Διάσκεψης πάρθηκε από τους Αμερικανούς η απόφαση της χρησιμοποίησης της ατομικής βόμβας κατά της Ιαπωνίας.
3 σχόλια:
ΘΕΜΑ Α2:
ΛΑΘΟΣ
ΣΩΣΤΟ
ΛΑΘΟΣ
ΛΑΘΟΣ
ΣΩΣΤΟ
Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων: Σχετικά με τα θέματα Ιστορίας Γενικής Παιδείας
Τα θέματα των εξετάσεων της Ιστορίας Γενικής Παιδείας είναι διατυπωμένα με σαφήνεια, παρουσιάζουν αυξημένο βαθμό δυσκολίας με ιδιαίτερη έμφαση στα μεταπολεμικά γεγονότα.
Στην Πρώτη Ομάδα, και ειδικά για το θέμα Α1, οι απαντήσεις βρίσκονται στις αντίστοιχες σελίδες του σχολικού εγχειριδίου: α. Συνθήκη Αγίου Στεφάνου, σελ. 63-65, β. Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, σ. 113 και γ. Συνθήκη του Μάαστριχτ, σ. 156.
Στο θέμα Α2 οι προτάσεις β., δ. και ε. είναι σωστές και οι α., γ. είναι λανθασμένες.
Στο θέμα Β1 η απάντηση περιέχεται στη σελ. 30. Το θέμα Β2 είναι αυξημένης δυσκολίας και η απάντησή του βρίσκεται στη σελ. 79.
Από τα θέματα της Δεύτερης Ομάδας, το Γ1 βασίζεται σε πληροφορίες που βρίσκονται στις σελ. 102 και 103 του βιβλίου. Οι πηγές επιλέγονται με πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια, με αποτέλεσμα οι πρόσθετες πληροφορίες, με σκοπό τη σύνθεση, να έχουν μια συγκεκριμένη διάσταση.
Το θέμα Δ1 βασίζεται σε ιστορικές πληροφορίες, που βρίσκονται στη σελ. 143, αλλά η επιλογή των κειμένων γίνεται από δευτερογενείς πηγές και η εξαγωγή των συμπερασμάτων έχει ιδεολογική απόχρωση, χωρίς να υπάρχει ισχυρή τεκμηρίωση από πρωτογενείς πηγές.
Τέλος, επισημαίνουμε ότι τα θέματα παρουσιάζουν δυσκολίες στο περιεχόμενό τους και περιορίζουν τη σκέψη του μαθητή, χωρίς να αφήνουν περιθώρια στον υποψήφιο, για καλύτερη επεξεργασία του θέματος, κριτικά και δημιουργικά.
Από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων
Την αντίδραση του ΚΚΕ προκάλεσαν τα θέματα που επέλεξε η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων στο μάθημα της Ιστορίας Γενικής Παιδείας , το οποίο μέσω του δημοσιογραφικού του οργάνου, τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, υποστηρίζει τα εξής:
«Τον τρόπο και το στόχο της διδασκαλίας της Ιστορίας στο σχολείο, ήρθαν να θυμίσουν τα θέματα στα οποία εξετάστηκαν χτες οι υποψήφιοι Ιστορίας γενικής παιδείας στις πανελλαδικές εξετάσεις. Ανάμεσα στα άλλα ζητήματα, οι υποψήφιοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις για διεργασίες μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, με διατυπώσεις που ξεδιάντροπα παραχαράσσουν την Ιστορία, συκοφαντούν την Σοβιετική Ενωση, αναπαράγουν το ξαναγράψιμο της Ιστορίας στα μέτρα των εχθρών του σοσιαλισμού και οποιασδήποτε άλλης λαϊκής κατάκτησης.
Ανάμεσα σε άλλα, στο Δ' θέμα των εξετάσεων οι υποψήφιοι κλήθηκαν: «Αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται και με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε στις διαφωνίες και τις ρυθμίσεις των συμμάχων - νικητών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από το 1945 ως το 1949 σχετικά με το μέλλον της Ανατολικής Ευρώπης (μονάδες 10) και της Γερμανίας (μονάδες 15)».
Σε ό,τι αφορά το πρώτο από τα τρία κείμενα, ο τίτλος μιλά από μόνος του: «Εγκαθίδρυση φιλοσοβιετικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη» του Ε. Χατζηβασιλείου. Οπως γίνεται και με το βιβλίο Ιστορίας της Γ' Λυκείου, αυτό που «μένει» στο μαθητή είναι ότι τα σοσιαλιστικά καθεστώτα «επιβλήθηκαν», παρά τη θέληση των λαών. Δεν υπονοείται καν το γεγονός ότι επέλεξαν το σοσιαλιστικό τρόπο ανάπτυξης.
Πιο προκλητικό είναι το τρίτο κείμενο με τίτλο: «Διενέξεις των Συμμάχων για το μέλλον της Γερμανίας» και προέρχεται από την «Ιστορία της Ευρώπης» των Bernstein και R. Milza: «Η ΕΣΣΔ, που είχε υποστεί τα πάνδεινα από τη γερμανική εισβολή και φοβόταν μήπως οι Αμερικανοί αξιοποιήσουν την στρατιωτική υπεροχή που τους πρόσφερε η αποκλειστική κατοχή ατομικών όπλων με σκοπό να διαλύσουν το "προλεταριακό κράτος" (κάτι που κανένας δεν σκεφτόταν σοβαρά στις Ηνωμένες Πολιτείες), επιδόθηκε συστηματικά στη διάλυση των εργοστασίων της ζώνης που έλεγχε, για να ενισχύσει τη δική της οικονομική ανόρθωση και να πετύχει τη μακρόχρονη εξασθένηση του παλιού της εχθρού. Απεναντίας, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, που πίστευαν ότι μια Γερμανία φτωχή, δυσαρεστημένη και απογυμνωμένη από ηγετικά στελέχη θα πιανόταν πιο εύκολα στο δόκανο του κομμουνισμού, έδωσαν γρήγορα τέλος στην πολιτική της αποβιομηχάνισης και των αντιναζιστικών εκκαθαρίσεων»...! Στο κείμενο αμφισβητούνται ακόμα και τα σχέδια για διάλυση του προλεταριακού κράτους και εμφανίζονται σαν αποκύημα της φαντασίας της ΕΣΣΔ, τη στιγμή που αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία, αποδεικνύουν τον βρώμικο ρόλο όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών ενάντια στην Σοβιετική Ενωση.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και το δεύτερο κείμενο που δόθηκε, του καθηγητή Θ. Βερέμη με τίτλο: «Το συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου στη Γερμανία».
«Ιδεολογική απόχρωση χωρίς ισχυρή τεκμηρίωση»
Την - τουλάχιστον - ιδεολογική μονομέρεια των θεμάτων επισημαίνει και η Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων, στο καθιερωμένο σχόλιό της για τις εξετάσεις στα Φιλολογικά μαθήματα. Ειδικά για το θέμα Δ1 σχολιάζει ότι «βασίζεται σε ιστορικές πληροφορίες, που βρίσκονται στη σελ. 143, αλλά η επιλογή των κειμένων γίνεται από δευτερογενείς πηγές και η εξαγωγή των συμπερασμάτων έχει ιδεολογική απόχρωση, χωρίς να υπάρχει ισχυρή τεκμηρίωση από πρωτογενείς πηγές. Τέλος, επισημαίνουμε ότι τα θέματα παρουσιάζουν δυσκολίες στο περιεχόμενό τους και περιορίζουν τη σκέψη του μαθητή, χωρίς να αφήνουν περιθώρια στον υποψήφιο, για καλύτερη επεξεργασία του θέματος, κριτικά και δημιουργικά», αναφέρει η ΠΕΦ.
Πάντως, σε ανάλογο πνεύμα κινείται και το βιβλίο Ιστορίας της Γ' Λυκείου, που χαρακτηρίζεται από την εχθρότητα προς τα λαϊκά κινήματα, έχει ευρωπαϊκό προσανατολισμό υμνώντας την ΕΕ και δεν χάνει ευκαιρία να συκοφαντήσει το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε».
Δημοσίευση σχολίου