Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
«Αλλότριον των ανόμων
η ευνομία
Και ξένον τοις απίστοις
Η θεογνωσία, Ιουδαίοι
δε
Ταύτα απώσαντο δι’
ανομίαν»
Ποιος
άραγε είναι ο άνομος, αυτός ο δίχως νόμους εντός του; Ασφαλώς αυτός ο μη εύνομος,
ο μη έχων νόμους αγαθούς μέσα του, νόμους οι οποίοι και τον οδηγούν εις την κατάκτησιν
του αγαθού, του ευδαίμονος. Η απουσία νόμων δίδει μιαν δυσμορφίαν, μιαν ασχήμιαν,
το έρεβος και το σκότος, εν ώ η ευνομία είναι αποτέλεσμα που συνεπιφέρει και το
εύμορφον, την ομορφιά και την παρουσίαν του εκθαμβωτικού φωτός. Διότι η απουσία
καταστατικού χάρτου εντός μας, συντεταγμένων οι οποίες οδηγούν εις την χώραν
του αγαθού, ουδέν άλλο επιφέρει παρά την παραπλάνησιν μακράν της νήσου των μακάρων,
εις τους Λαιστρυγόνες ήτοι, τους Κύκλωπες, την Σκύλα και την Χάρυβδην.
Αλλά
ποιος είναι ο θεμελιώδης, ο μέγιστος νόμος, εφ’ ού οικοδομείται το εύμορφον και
του άπαντος των νόμων κατασκευάσματος, των κατευθυντηρίων αρχών και κανόνων του
βίου; Ο θεμελιώδης νόμος ούτος είναι «η θεία μοίρα», το θείον μερίδιον, η πίστις,
η θεογνωσία, η γνώσις ότι υπάρχει θείον, ον αγαθόν, το οποίον τα πάντα καθορά
και οδηγεί αυτά εις πέρας τι τέλειον κατά την αγαθήν βούλησιν αυτού.
Νόμος,
ως η ιδία η λέξις λέγει, είναι τι το μεμοιρασμένον, τι όπερ έχει νεμηθεί, ως μέρος,
απ’ το όλον του αγαθού, εις ισόποσον αναλογίαν εντός εκάστου ανθρώπου. Κάτι έχει
μοιρασθεί εις ημάς εξ αρχής, από την εποχήν της δημιουργία, τι το όντως θεϊκόν.
Ο Πρωταγόρας λέγει τα εξής: «Ο Προμηθέας τότε αποφασίζει να κλέψη την τέχνην του Ηφαίστου
και της Αθηνάς και έτσι τις χαρίζει στον άνθρωπον. Την σοφίαν του λοιπόν δια να
επιζήση έτσι την απέκτησεν ο άνθρωπος». Η έντεχνος αυτή σοφία είναι η υποδομή του υλικού πολιτισμού. Λαμβάνοντας
ο άνθρωπος μέρος στον θεϊκόν κλήρον, συγγένεψεν τρόπον τινά πνευματικώς με τους
θεούς, μόνον αυτός απ’ όλα τα ζώα. «Και επειδή ο άνθρωπος είχεν συμμετοχή στον θεϊκόν κλήρον,
πρώτα πρώτα μόνος απ’ τα ζώα πίστεψεν σε θεούς εξαιτίας της συγγένειας με τον
θεό και προσπάθησε εξ αρχής να φτιάξη και βωμούς και αγάλματα θεών».
Η
θεογνωσία είναι εκ φύσεως, ο πρωταρχικός νόμος, δοσμένος εκ του θεού εντός μας.
Ο άπιστος, ο μη πιστεύων εις τι το θεϊκόν, τι έχει πράξει; Έχει την ψευδαίσθησιν
ότι έχει εκριζώσει από μέσαν του τον πρωταρχικόν λίθον, τον φυσικόν νόμον, εφ’
ού στηρίζονται οι άλλοι νόμοι. Ούτως κατήντησεν ο δυστυχής, πέραν από άσχημος
εσωτερικώς και άνομος, αφ’ ού ουδείς νόμος εν τέλει εθεμελιώθη εντός αυτού. Οι
Ιουδαίοι λέγει ο υμνογράφος χάριν αυτής της ανομίας των που εδημιουργήθη δια της
μη πίστεως εις τον θεόν απώθησαν στο τέλος και την ευνομίαν και την θεογνωσίαν.
Δια
τούτο και έμεινον εις το διηνεκές με την κατάραν του θεανθρώπου, την οποίαν και
εκστόμισεν Αυτός προς την συκήν.[1] Διότι
οι τέτοιου είδους άνομοι εις το πέρασμα των αιώνων χαρακτηρίζονται δια την
ακαρπίαν των νόμων των, των όσων εμπράκτος απορρέουν ως πράξεις εξ αυτών. Έχουν
την γνώσιν των νόμων, του γράμματος αυτών, της επιφανείας και επιπλάστως τηρούν
αυτούς, εμφαίνονται να τηρούν πολλούς νόμους κοινωνικούς και ανθρώπινους και
πολλοί είναι εκείνοι που τους θεωρούν υπόδειγμα ανθρώπου, όμως δια της ανομίας,
της προερχομένης εκ της απιστίας των προς τον θεόν, δεν έχουν καρπόν εις τα έργα
των, δεν αποδίδουν αι πράξεις των. Εις την ουσίαν είναι άσεμνοι και παράνομοι.
Και ηθικώς παρεκτρέπονται καθώς ελλείψει του θείου φόβου έχουν παντελήν άγνοια
ηθικών φραγμών και καταπατητές των αγράφων νόμων είναι αφ’ ού αυτών η καταπάτησις
δεν κολάζεται από τους ανθρώπους, πόσον μάλλον όταν δεν γίνεται φανερώς αλλά
κρυφίως ενώ πολλάκις προβάλλεται ως παραπέτασμα η τήρησις των ανθρωπίνων γραπτών
νόμων.
Αυτήν
την διαφθοράν δέον είναι να την αποβάλη ο σύγχρονος άνθρωπος δια της πίστεως
εις τον έναν και μοναδικόν θεόν, τον τριαδικόν. Οφείλει να κοσμήση τον βίον του
με σωφροσύνην, με φρένας δηλαδή σώους, αγνούς, άσπιλους, αμόλυντο νούν απ’ τον
βόρβορον της ανομίας. Η πίστις επιφέρει δικαιοσύνην εις όλους τους τρόπους του
βίου και τούτο με την σειράν του ανδρείαν. Διότι απαιτεί αληθινήν γενναιότητα, η
αληθινή αυτοσυγκράτησις, η εσωτερική αυτοδέσμευσις, η δέσμευσις του εαυτού μας με
δεσμά αδαμάντινα, ώστε αν και του είναι δυνατόν να γευθή την ανοσιότητα, ισχυρά
και δελεαστική τω όντι, να φερθή ακέραια και να την αρνηθή.
Τότε ουδέποτε θα νοιώση γυμνός και κατησχυμμένος,
ώστε να τρέξη να περιζωθή με φύλλα συκής για να κρύψη αυτήν την εσωτερικήν γύμνια
του, ως έκανε ο προπάτορας του Αδάμ.[2] Η
εσωτερική πανοπλία του θα είναι τόσον ισχυρά, ώστε λόγω της σωφροσύνης του να
βλέπη την όποιαν αμαρτίαν, το όποιο σφάλμα της αθρώπινής του αδυναμίας, ως κάτι
το ευκόλως προσπελάσιμον και περαστικόν.[3]
Ας
γίνωμεν κατ’ εικόνα και τύπον Χριστού, ως και ο πάγκαλος Ιωσήφ το παράδειγμά μας.[4]
[1] Διο και μόνοι επληρώσαντο
καθάπερ η συκή τη αράν. Την νομικήν ακαρπίαν προκατήρασω, ως φύλλα εξανθούσαν,
του γράμματος την γνώσιν, τους καρπούς δε των έργων ουκ έχουσαν δι’ ανομίαν, ημάς
δε πάντας τους της χάριτος υιούς Σωτήρ ευλόγησον
[2] Ο προπάτωρ γευσάμενος ως
εγνώσθη γυμνός κατησχυμμένος φύλλα συκής λαβών περιεζώσατο την συναγωγήν γαρ
απογυμνωθείσαν Χριστού προδιετύπου.
[3] Ουκ εκλάπη ει και ηύρεν άλλην
Εύαν προς ανοσιουργίαν αλλ’ έστηκεν ώσπερ αδάμας υπό των μαθών μη αλούς της αμαρτίας.
[4] Αλλότριον των ασέμνων η
σωφροσύνη και ξένον τοις δικαίοις η παρανομία. Ιωσήφ εξέκλινε την αμαρτίαν και
σωφροσύνην εχρημάτισεν εικών και τύπος όντως Χριστού
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου