επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
Μη καυχάσθω ο σοφός εν
τη σοφία αυτού
και μη καυχάσθω ο
ισχυρός εν τη ισχύι αυτού
και μη καυχάσθω ο
πλούσιος εν τω πλούτω αυτού,
αλλ’ ή εν τούτω
καυχάσθω ο καυχώμενος συνίειν
και γινώσκειν ότι εγώ ειμί Κύριος
ο ποιών έλεος και
κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης,
ότι εν τούτοις το θέλημά μου, λέγει Κύριος
[Παλαιά Διαθήκη –
Ιερεμίας XE "Ιερεμίας
προφήτης" θ’23-24]
«Κροίσος»
ήταν το όνομα ενός βασιλέως της Λυδίας της Μ. Ασίας. Αμέτρητοι ήσαν οι θησαυροί
του και τ’ αγαθά του κι άπαντες τον εθεώρουν δια τον πιο ευτυχισμένον άνθρωπον
του κόσμου. Όλοι εκτός απ’ έναν. Τούτος ήτο ο Σόλων, ο σοφός νομοθέτης των
Αθηναίων.
Ήτο
μια φορά καλεσμένος του Κροίσου και αυτός ίνα τον καταπλήξη, του έδειξε όλους τους
θησαυρούς του. Αφού λοιπίν του έκανε αυτήν την επίεδειξι, τον ερώτησε με ξιπασιά
μεγάλη:
-Πές
μου, Σόλων! Εγνώρισες άνθρωπον πιο ευτυχισμένον από μένα;
-Ναι
απήντησε εκείνος ήρεμα! Εγνώρισα τον Αθηναίον Τέλλο, που ήτο άνθρωπος έυπορος. Μεγάλωσε
τα παιδιά του καλά κι ύστερα πέθανε δοξασμένα δια την πατρίδα.
Δυσαρεστημένος
ο Κροίσος, που ο Σόλων δεν μετρούσε την ευτυχία με τα πλούτη, τον ρώτησε αν εγνώρισε
άλλον πιο ευτυχισμένον απ’ αυτόν μετά τον Τέλλο.
-Ναι
απήντησε πάλι ο Σόλων. Δύο κιόλας! Τον Κλέοβι και τον Βίωνα, δυο αδέλφια από το
Άργος. Ήσαν τόσο αγαπημένοι μεταξύ των και ηγάπουν την μητέρα των τόσο πολύ,
που όλοι τους εθαύμαζαν δια τα ευγενικά των αισθήματα και απέθανον ήσυχα μέσα
στον γενικόν σεβασμόν και την αγάπη των συμπολιτών των!
-Έτσι
λοιπόν έ; Φώναξε ο Κροίσος ωργισμένος! Κι εμένα; Εμένα δεν με λογαριάζεις ανάμεσα
στους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους;
-Εσύ,
απήντησε ήσυχα ο Σόλων, δεν ετελείωσες ακόμη τις ημέρες σου και δεν ξαίρουμε ακόμα
τι μπορεί να σου τύχη. Μην ξεχνάς πως ο βίος μοιάζει με τους αγώνες. Κι όπως δεν
μπορούμε κανένα να τον ανακηρύξουμε νικητή πριν τελειώση ο αγώνας, έτσι και για
τον άνθρωπον, δεν μπορούμε να πούμε πώς έζησ’ ευτυχισμένος, αν δεν ξαίρουμε πώς
τελείωσε ευτυχισμένα την ζωή του. Ουδένα πρό του τέλους μακάριζε!
Ο
βασιλεύς τοσούτως εθύμωσε με την απάντησιν αυτήν του σοφού Αθηναίου, ώστε τον έδιωξε
απ’ την αυλή του. Μα ήρθε καιρός, που τον θυμήθηκε. Και ιδού πώς. Με την
ξιππασιά που είχε, ήρθε σε πόλεμο με τον βασιλέαν των Περσών, τον Κύρο, πόλεμον
που του εστοίχισεν το βασίλειό του, τους θησαυρούς του όλους και στο τέλος είδε
εξ αιτίας αυτού και τον Χάρο με τα μάτια του. Γιατί ο Κύρος, που τον έπιασε
αιχμάλωτο, πρόσταξε να τον κάψουν ζωντανόν μπροστά του. Την ύστερην αυτήν ώρα, όταν
οι Πέρσες στρατιώτες άναβαν την φωτιά και ο παλιός πανίσχυρος και πλουσιώτατος
Κροίσος πήγαινε δεμένος για τον θάνατον, θυμήθηκε τον Αθηναίον σοφό και αναστενάζοντας,
φώναξε τ’ όνομά του τρείς φορές:
-Ω
Σόλων! Σόλων! Σόλων!
Κατά
τύχην αυτές οι φωνές της απελπισίας του τον έσωσαν. Γιατί ο Κύρος ενδιαφέρθηκε
να μάθη ποίος ήτο αυτός, που φώναζε, κί όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε την ιστορία,
εκείνος την καλοσκέφθηκε, κι από φόβο μην καταντήση κι ο ίδιος καμμιά φορά σαν
τον αντίπαλόν του, του εχάρισεν την ζωή. Ωστόσο ο Κροίσος τελείωσε τις μέρες
του πτωχός και δυστυχισμένος.
ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου