επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
«Τὸν ἱερὸν νιπτῆρα ἑορτάζομεν,
τὸν μυστικὸν
δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν
καὶ τὴν
προδοσίαν αὐτήν».
Δύο ύμνοι του Ρωμανού μας εσώθησαν δια την
αγίαν και Μ. Πέμπτη. Ο πρώτος αναφέρεται εις την προδοσίαν του Ιούδα, ο δεύτερος
εις την άρνησιν του Πέτρου.
Βεβαίως πλείονα και μείζονα είναι τα γεγονότα
των οποίων μνείαν ποιείται η αγία ημών Εκκλησία: είναι ο μυστικός Δείπνος και η
καθιέρωσις της θείας Ευχαριστίας, είναι ο Νιπτήρ και η κορύφωσις της αντιθέσεως
ανθρώπου και θεού. Ο Ιησούς υπομένει, οδυνάται, ταπεινούται, αγαπά, συγχωρεί,
προσεύχεται. Ο άνθρωπος τον απολακτίζει, τον προδίδει, τον αρνείται, δεν υπομένει
ουδέ σμικράς και προσκαίρους κακουχίας.
Εις τον α’ ύμνον της προδοσίας ο Ρωμανός
ευρίσκεται εις πλήρην αμηχανίαν να κατανοήση την ψυχολογίαν του προδότου, δεν
αφίνει να φανή ουδέ ίχνος συμπαθείας δια αυτόν, ενώ εις άλλας περιπτώσεις ο
Ρωμανός είναι φιλανθρωπότατος. Μαστιγώνει την προδοσίαν με τα ποταπά ελατήρια.
Επιστρατεύει όλα τα βαρέα επίθετα με τα οποία παρουσιάζει τον προδότην, προς όν
αντιθέτει την άκραν αγάπην, την άκραν ταπείνωσιν, την άκραν φιλανθρωπίαν. Ιδού
ολίγοι στίχοι εκ των πρώτων του ύμνου αυτού:
Τις ακούσας
ουκ ενάρκησεν ή τις θεωρήσας ουκ ετρόμασε
Τον Ιησού δόλω
φιλούμενον,
Τον Χριστόν
φθόνω πωλούμενονποία γή ήνεγκε το τόλμημα;
Ποία δε θάλασσα
υπέφερεν ορώσα το ανοσιούργημα;
Πώς ουρανός
υπέστη, πώς δε αιθήρ συνέστη,
Πώς και ο κόσμος
έστη
Συμφωνουμένου,
πωλουμένου τότε, προδιδομένου του κριτού;
Ίλεως, ίλεως,
ίλεως γενού ημίν,
Ο πάντων
ανεχόμενος και πάντας εκδεχόμενος.
Διάφορος είναι η διάθεσις του ποιητού έναντι
του κορυφαίου των αποστόλων καυχηθέντος εκείνου ότι ουδέν έμελλέν να τον χωρίση
από τον Διδάσκαλο και μετ’ ού πολύ αρνηθέντος τρίς αυτόν εκ φόβου, δειλίας και
αισχύνης.
Και εδώ ο ποιητής είναι εφευρετικώτατος
εις τα δραματικά στοιχεία. Η ψυχογραφία του είναι ακριβεστάτη. Ο Ιησούς εκτιμά
την πρόθεσιν, την μετάνοιαν, συνεκτιμά την συρροήν των αντιξόων περιστάσεων και
γνωρίζων την ασθενήν φύσιν του ανθρώπου τον συγχωρεί. Δι’ αυτό ο ποιητής παρεμβάλλει
εις τον ύμνον του τρία βασικά διδάγματα:
α) Δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται εις
τας ιδίας αυτού δυνάμεις, αλλά και εις την επικουρίαν της χάριτος του θεού
β) Και οι ποιμένες (ιερείς και επίσκοποι)
είναι εξ ίσου εκτεθειμένοι εις τας αυτάς αδυναμίας και εις τους αυτούς κινδύνους
που υπόκεινται και οι λοιποί πιστοί. Δια τον λόγον αυτόν οφείλουν ου μόνον να
ζητούν την θείαν χάριν, αλλά να μην είναι σκληροί και απάνθρωποι έναντι των
αμαρτωλών.
γ) Η θεία ευσπλαχνία και η φιλανθρωπία παρέχονται
πάντοτε εις τους ειλικρινώς μετανοούντας. Αξίζει να ίδωμεν μόνον έναν οίκον και
εκ του δευτέρου τούτου ύμνου. Είναι η περιγραφή της στιγμής, καθ’ ήν ο Πέτρος
συνέρχεται μετά την φωνήν του αλέκτορος:
Ακούσας του
όρνιθος ο Πέτρος φωνήσαντος
Ευθέως εκραύγασε
Κωκυτόν μετά
δακρύων. Οίμοι, οίμοι, πού απέλθω, πού στώ
Πού δε φανώ;
Τι λέξω, τι
φράσω, τι αφήσω, τι λήψομαι;
Τι πράξω, τι
πάθω, τι υποστώ;
Ποίαν θρηνήσω
μου πληγήν, πρώτην, δευτέραν;
Τριπλή γαρ
οδύνη επήλθεν εμοί.
Τρισσώς ο
δολερός έβαλέ με τον αφελή.
Αφανώς ετοξεύθην,
φανερώς κατεβλήθην.
Πού τον νούν
νύν εμετεώρισα και ουκ έκραξα
«σπεύσον, σώσον, άγιε, την ποίμνην σου»;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου