ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
-το παρόν αφιερούται
εις όλους εκείνους
τους αυτόχειρες της πατρίδας
μας, που
απονενοημένοι, προτίμησαν
να
αναλάβουν το κόστος της
αμαρτίας αυτής,
λόγω του ότι δεν αντέξαν
να βλέπουν τον
αργό θάνατό τους, που
κάποιοι τους
επιδαψιλεύσαν στανικώς.
Σαν
βούτηξε εκεί στα καθαρά νερά
με
μια πέτρα στο λαιμό του,
έκλεισε
επώδυνα τα μάτια του
κι
άρχισε να ζή το όνειρό του.
Νεράιδες
της θάλασσας πολλές
αμέσως
γλυκά τον εσηκώσαν
και
τραγουδιστά, ονειρικά
μ’
ένα μαγικό φιλί τον εσώσαν.
Κι
όλες μαζί μεσ’ τα μπουγάζια
άρχίσαν
να τον οδηγουν στον Πρωτέα,
στα
παλάτια του εκεί στα βάθη,
στων
ωκεανών των, τον αρχιερέα.
Κολώνες
αρχαίων ολυμπίων ρυθμών
και
γυμνόστηθες σειρήνες,
με
χαμόγελα εσώτερα τον σπρώχναν,
στου
παλατιού των τους πυρήνες.
Ο Πρωτέας
σαν εκείνον είδε,
τον
έβαλε να καθίση δίπλα του,
φωνάζοντας
πλάσματα του βυθού
να
υπακούν σε κάθε ρήτρα του.
Και
καθότανε και χαιρότανε εκεί
δίχως
έγνοια του τον ανύπαρκτο χρόνο
σαν
άλλοτε ο βασιλιάς Δυσσέας
στου
Φαίακ’ Αλκινόου το θρόνο.
Και
μέσ’ την απέραντη παραζάλη
και
τα ονειρικά τοπία του βυθού
ένοιωθε
πως εκεί του ήρμοζε
να ζή κάλλιο από γεννησιμιού
Το
τραγούδι:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου