Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΥΜΠΑΧ
«Χρήσιμοι ή αναγκαίαι μεταβολαί εν τη νομοθεσία ή εν τη διοικήσει των επικρατειών πρέπον είναι να πηγάζωσιν εκ της ελευθέρας θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως των θέοθεν την εξουσίαν εμπεπιστευμένων. Πάν ό,τι παρεκτρέπεται της αρχής ταύτης φέρει εξ ανάγκης τους λαούς εις αταξίαν, εις κλονισμούς και εις δεινά βαρύτερα παρ’ όσα προτίθεται να θεραπεύση. Οι άνακτες αισθανόμενοι βαθέως την αναλλοίωτον ταύτην αληθείαν, δεν εδίστασαν να κηρύξωσι παρρησία ότι σεβόμενοι τα δίκαια και την ανεξαρτησίαν όλων των νομίμων εξουσιών εθεώρησαν ως νομίμως μη υπάρχουσαν και ως μη συνάδουσαν προς τας αρχάς του δημοσίου δικαίου της Ευρώπης πάσαν λεγομένην μεταρρύθμισιν ενεργουμένην δι’ αποστασίας και δι’ όπλων. Ως τοιαύτης φύσεως εθεώρησαν όχι μόνον όσα συνέβησαν εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και Σαρδηνίας αλλά κι όσα –ήτοι τα της Ελλάδος- λαβόντα αρχήν εκ μηχανορραφίας επίσης εγκληματικής, αν και υπό πολλά διαφορετικάς περιστάσεις, κατέστησαν εσχάτως το ανατολικόν μέρος της Ευρώπης θέατρον απεράντων κακών».
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ (ΟΚΤΩΒΡΗΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1822)
Ύστερα από το συνέδριον στο Λάυμπαχ, οι ηγεμόνες της Ευρώπης και οι υπουργοί τους πίστεψαν ότι είχε τακτοποιηθεί το θέμα των εξεγέρσεων, τόσο στην Ισπανία και την Ιταλίαν, όσο και στην Ελλάδα. Είχε τότε υπογραφεί αυτοκρατορικόν διάταγμα του τσάρου που διέγραψεν τον Υψηλάντη από τας τάξεις του ρωσικού στρατού, κατεδίκαζε το κίνημά του, διαβεβαίωνε δε την Τουρκίαν δια τας αγαθάς ρώσικας διαθέσεις και τηρούσε την ουδετερότητα. Είχε όμως περάσει ένας χρόνος και το πρόβλημα παρέμενε. Μια σειρά νίκες των Ελλήνων κατά των Τούρκων το φανέρωνε πολύ πειστικά. Στα μέσα λοιπόν του 1822 απεφασίσθη να συνέλθη στην Βερόνα το συνέδριον των δυνατών της Ευρώπης, για να ξανασυζητηθούν τα φλέγοντα ζητήματα. Το πιο σπουδαίο ασφαλώς ήτο το ελληνικόν ζήτημα, με την επιπλοκή που προκάλεσε στο μεταξύ στις ρωσοτουρκικές σχέσεις ήτοι την διακοπή διπλωματικών σχέσεων ύστερα από τις βιαιοπραγίες των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων στην Κων/πολιν και άλλες πόλεις την άνοιξιν του 1821. Την σύγκλησιν του συνεδρίου της Βερόνας άκουσαν στην Ελλάδα με αισιοδοξία. Η ελληνική επαναστατική κυβέρνησις, που είχε σχηματιστεί ύστερα από την συνέλευσιν της Επιδαύρου ετοίμασε τρεις εκκλήσεις, την πρώτη δια τους αντιπροσώπους της Ευρώπης στο συνέδριον, την δεύτερη προς τον ρώσον αυτοκράτορα Αλέξανδρο και την Τρίτη προς τον Πάπα. Αντιπρόσωποι της ελληνικής επαναστατικής κυβερνήσεως ωρίσθησαν ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Μεταξάς και ο Γάλλος φιλέλλην πλοίαρχος Ζουρνταίν. Έφτασαν στην Αγκόνα στις 12 Οκτωβρίου και από το λοιμοκαθαρτήριο στείλανε στον Πάπα τις εκκλήσεις της ελληνικής κυβερνήσεως, για να τις διαβιβάση στο συνέδριον, παρακαλώντας τον να τους βοηθήση να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως σ’ αυτό δια να εκθέσουν τα δίκαια της Ελλάδος. Ο Πάπας με την ελπίδα πως ίσως κάτι θα πετύχαινε, προς ενίσχυσιν του γοήτρου της παπικής εκκλησίας, έδειξε πρόθυμος να τους εξυπηρετήση και έστειλε τα έγγραφα στο συνέδριον. Όταν όμως οι δυνατοί της Ευρώπης διάβασαν τα έγγραφα εξοργίστηκαν και τα εθεώρησαν ως «άτοπα και αυθάδη» και προσκάλεσαν τον Πάπα να διώξη τον Μεταξά από την Αγκόνα. Ύστερα απ’ αυτό οι Έλληνες αντιπρόσωποι ειδοποιήθησαν να εγκαταλείψουν την Ιταλία. Ο Μεταξάς και οι άλλοι διεμαρτυρήθησαν με έγγραφα, τόσον στο συνέδριον, όσον και στον Πάπα. Κρίθηκε τότε χρήσιμον ν’ αποσταλή στην Ιταλίαν επιφανής Έλλην ιεράρχης. Διάλεξαν γι’ αυτό τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό, για να μεταβή στον Πάπα τον Πίο Ζ’ και κάνοντας «δελεαστικάς προτάσεις περί ενώσεως της ελληνικής εκκλησίας μετά της ρωμαϊκής» να τον ενισχύση στην απόφασίν του να βοηθήση τους Έλληνες. Δυστυχώς όμως ούτε κι αυτοί οι αντιπρόσωποι κατόρθωσαν να φτάσουν στην Ρώμη. Ο Μέτερνιχ δεν θα επέτρεπε ποτέ να δεχθή ο Πάπας απεσταλμένους μιας επαναστατικής κυβερνήσεως, που δεν την αναγνώριζαν τα ανακτοβούλια της Ευρώπης. Το συνέδριον τελείωσε τις εργασίες του στις 2 Δεκεμβρίου και εξέδωσεν διακήρυξιν των αποφάσεών και των αντιλήψεών του. Σύμφωνα μ’ αυτές η ελληνική επανάστασις καταδικαζόταν ως ενέργεια ασύνετη και εγκληματική και εκπορευομένη από την ίδιαν ανατρεπτικήν πηγήν του καρμποναρισμού. Έτσι η επίσημη ευρωπαϊκή διπλωματία εθελοτυφλούσε μπροστά σε ένα πρόβλημα υπαρκτό, αλλά και παρέβλεπε με τρόπον κυνικόν τιε επίμονες διακηρύξεις των Ελλήνων, που τόνιζαν ότι ο αγώνας των είναι απελευθερωτικός και όχι κοινωνικοανατρεπτικός.
(συνεχίζεται)
-το παρόν άρθρον εδημοσιεύθη
εις δύο μέρη στην εφημερίδα «Ελεύθερος» την Παρασκευή 25 Μαρτίου
και την Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου