επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
όπου και να θολώνει ο νούς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
(Οδυσσέας Ελύτης «Άξιον Εστί» ΨΑΛΜΟΣ ΙΑ΄)
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας εκ των δύο -ο άλλος είναι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας- κατ’ εξοχήν εργατών του ηθογραφικού διηγήματος. Είχε παρουσιαστεί από νωρίς (1879) με μυθιστορήματα ιστορικά και περιπετειώδη, πέρασε όμως κι αυτός υστερότερα στο ηθογραφικόν διήγημα, που το καλλιέργησε πια σχεδόν αποκλειστικά για μίαν ολόκληρην εικοσιπενταετία.
Τα διηγήματα του ζωγραφίζουν σχεδόν όλα περιστατικά και ανθρώπινους τύπους του πατρικού του νησιού, της Σκιάθου, που παίρνουν ζωή και κίνηση από την νοσταλγία του συγγραφέα. Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείον στον Παπαδιαμάντη, όντας η δύναμη και η αδυναμία του. Επ’ αφορμή της συμπληρώσεως, στις αρχές του νέου μας έτους, των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911) θα σκιαγραφήσουμε, ενθάδε, δείγμα της γραφής και των πιστεύω του μέσω του διηγήματος του «Όνειρο στο Κύμα».
«Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοχτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν που εγεύθην την ευτυχίαν ήτο το θέρος εκείνο του έτους 187… Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρίμως στρυφνόν, ηλιοκαές προσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν αναστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά. Τον χειμώνα που ήρχισ’ ευθύς κατόπιν μ’ επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης ή Σισώνης καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας και μ’ έμαθε γράμματα».
Κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία ενός νέου, όστις ενώ εζούσε ευτυχισμένος ως βοσκόπουλον εις τα όρη, έμαθε γράμματα, επροχώρησεν ες τας σπουδάς του, έφτασεν να γίνη βοηθός δικηγόρου, αλλά ο ίδιος εν τέλει συνειδητοποιεί ότι δεν ευτύχισε ποτέ, αλλά τουναντίον η ζωή του εγένετο δυστυχισμένη. Θυμάται και αναπολεί, το τελευταίον εκείνον καλοκαίρι, όπου ενώ ήτο βοσκόπουλον ακόμη, αθώο πάνω στα βουνά, πρίν μεταβή πλησίον του καλογέρου Σισώη και μάθει γράμματα, ένα περιστατικό του άλλαξε ή μάλλον του σημάδεψε την ζωή.
Συγκεκριμένα, ηυρέθη άθελα του αυτόπτης μάρτυς μίας κόρης λουομένης, κόρης που μεγάλωνε εκεί πλησίον εις τα βοσκήματά του, σε μίαν έπαυλη με τον μοναχικόν πατέραν της. Η κόρη ελέγετο Μοσχούλα και φαίνεται πως ο νέος βοσκός, εκ φύσεως ορμώμενος την είχεν ερωτευτεί εξ όψεως, δίχως και να ξέρει τι είναι ο έρως.
Στο τέλος ο ίδιος ο νεαρός δικηγορίσκος αναρωτιέται… «κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος…αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον! Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουόμενης κόρης, μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! Ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός».
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του ίδιου του Παπαδιαμάντη
«Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το ελληνικόν σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και την Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιάν, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κ’ έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας κι εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, κι εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις» έργον μου, εις τον «Νεολόγον Κων/νουπόλεως». Τω 1881 εδημοσιεύθησαν «Οι έμποροι των εθνών» εις το «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευμένα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Η ερμηνεία του έργου του Παπαδιαμάντη, που ταίριαζε και στο πνεύμα της εποχής του αλλά κυρίως στην θεώρηση που είχε για την ζωή ο ίδιος, είναι κυρίως αυτή της ηθικοθρησκευτικής σκοπιάς. Τα πάντα κινούνται στον άξονα του καλού και του κακού, της ενοχής και της αθωότητος, ενώ πάντοτε σημαίνουσα θέσιν κατέχει η θεία δύναμις. Έστω και ως ελεγκτής ανθρώπινης συνείδησις. Για το «Όνειρο στο Κύμα», κανείς μπορεί να διαβάση την ιστορίαν ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μίαν αρχικήν ιδανικήν κατάστασιν ευδαιμονίας, σε μία δυστυχισμένη ανώφελη ζωή.
«Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της μονής εις τίνα κατ’ επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την Αθήναστην Ριζάρειον. Τέλος αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα δικηγόρος. Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερα εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποιάς σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ούδε δύναμαι να ωφεληθώ από την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν τρόπον τινά ωσάν αυλικού. Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και ο τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου».
(συνεχίζεται)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου