Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
«έρως ποτ’ εν ρόδοισι
κοιμωμένη μέλιτταν
ουκ είδεν, αλλ’ ετρώθη
και ωλόλυξε»
(Ανακρεόντεια, 3ος π.Χ αι)
Ήταν κάποια στιγμή, όταν είχε
παρέλθει το μεγαλείον της κλασσικής εποχής, όπου εβασίλευεν η παρακμή. Οι άνθρωποι
αυτής της δυσώδους εποχής δεν είχαν στο νού τους τίποτα άλλο παρά τα συμπόσια,
τα γλέντια και τα μεθύσια. Ένας παρατεταμένος καιρός μέσα στην παράλυσι, το όνειρο,
την παραζάλη, την αμεριμνησιά και την έλλειψι κάθε είδους προβληματισμού. Σε
μια τέτοια κατάστασι τέλματος, το πνεύμα ζεί μιμούμενο τις δάφνες των προγόνων
και επαναπαύεται σ’ αυτές και αν και δεν δρά και δεν παράγη τίποτα, ζεί με την
αυταπάτη, ότι τα θέλγητρα της ζωής ανήκουν αποκλειστικά σ’ αυτούς που έχουν
προγονικούς θριάμβους να επιδείξουν. Η ζωή στην παρακμή είναι μια ζωή μέσα σε
ροδοπέταλα. Αλλά εκεί τότε μέσα στα τριαντάφυλλα, συμβαίνει το απροσδόκητο.
«Ο Έρως κάποτε μέσα σε τριαντάφυλλα, μιαν μέλισσα
που κοιμόταν δεν είδε και πληγώθηκε απ’ το κεντί της κι επειδή τρυπήθηκε στο δάκτυλο
του χεριού, έβαλε τις φωνές». Αυτός
ο μικρός, ο κατεργάρης, που ζούσε ωραία κι ένοιθε θεός, δεν είχε ξανανοιώσει τόσον
δυνατό πόνο. Δεν γνώριζε, ότι η ζωή δεν έχει χαρές μόνον αλλά και δάκρυα. Ποιος
του δίδαξε την θλίψι; Κάτι ασήμαντο, κάτι που ούτε τι ήταν δεν ήξερε. Το κεντρί
μιας μικρής μέλισσας. Πέταξε ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο προς την μητέρα του την
Αφροδίτη κι εκεί της είπε με δάκρυα στα μάτια: «Χάθηκα μητέρα. Χάθηκα και πεθαίνω. Φίδι με δάγκωσε
μικρό φτερωτό, που το ονομάζουν μέλισσα οι γεωργοί».
Αυτό που τον δάγκωσε και δεν ήξερε
τι είναι, θεώρησε ότι ήταν κάτι τρομερό, ένα φίδι που το δάγκωμά του θα του επέφερε
τον θάνατον. Ο αμάθητος στους πόνους, στην πρώτη θλίψι, θεωρεί ότι αυτή είναι
αξεπέραστη και ότι χάνεται, ότι ήρθε το τέλος του και αμέσως βαρυγκομά και
δυσανασχετεί. Αυτός που μέχρι εκείνην την στιγμή ήταν ανέμελος και ωραίος θα έπρεπε
τώρα να πεθάνη; Ήταν δυνατό να γίνη αυτό; Αλλά και πάλι δεν έφθανε η δύναμι του
νού του να κατανοήση ότι το δάγκωμα δεν ήταν θανατηφόρο, ότι απλώς ήταν ένα
ταρακούνημα δια να βγή απ’ τον λήθαργο της ξεγνοιασιάς. Ήρθε η μητέρα του, να
του το διδάξη.
«Παιδί μου» του είπε «αν το κεντρί μιας μέλισσας σου προξενεί τόσον μεγάλον πόνο,
φαντάσου πόσο πολύ πονάει το κεντρί που εσύ μπήγεις στους ανθρώπους». Οι άμυαλοι εμείς! Αλλά κι αυτοί που διαλέξαμε να μας
κυβερνούν. Κοιτούσαμε τις χαρές μας και ο πόνος των διπλανών μας δεν μας ένοιαζε.
Για μας η ζωή ήταν χαρά, αλλά τα δάκρυα των άλλων δεν τα βλέπαμε. Και οι ήγέτες
μας δεν είχαν ιδέα για το ποια είναι η αληθινή ζωή. Για αυτά που λένε οι «γεωργοί»
θα νοιαζόντουσαν; Την γλώσσα του λαού τους και δεν την γνώριζαν. Αυτοί είχαν μάθει
σε μια ζωή στρωμένη με άνθη.
Τώρα όμως που κάτι μας κέντρισε,
ήρθε η στιγμή κι εμείς να συναισθανθούμε, ότι πονάμε, όπως όλοι οι θνητοί, αλλά
και οι δυνατοί, οι ηγεμόνες να αισθανθούν τι σημαίνει ο πόνος που τόσον καιρό έμπηγαν
στους ανθρώπους, στον λαό τους, αυτόν που απαξιωτικά αποκαλούν «γεωργό», ταπεινό,
όχλο, μάζα. Διότι και έμεις ξυπνήσαμε και είδαμε ποια είναι η αληθινή πλευρά της
ζωής αλλά και οι υψηλά στάντες τώρα ζούν με τον φόβο, ότι θα εκδικηθούν εκείνοι,
που τόσον καιρό τώρα τους αδικούσαν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου