διήγημα
του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
«-Εφές
μπέη! Θα κάψουμε κι αυτόν τον μαχαλά;»
«-Γιατί
ρωτάς μπρε; Ιτσά κι εδώ» είπε ο αγάς. «-Δές μπας κι ίσα υπάρχουν ασημικά, αλλοιώς
κάψτε τα όλα»
Ο
διάλογος ήλθε στ’ αυτιά του Ευγένη, ο οποίος μέσα στο σπίτι, κρυμμένος πίσω απ’
τα παραθυρόφυλλα είχε στήσει αυτί, ν’ ακούη τι γίνεται στον δρόμο. Στον διάλογο
ανασκίρτησε. Στην απάντησι εκείνου, τον οποίον ο άλλος είχε προσφωνήσει «μπέη»,
αναγνώρισε την φωνή του τούρκου μαγαζάτορα και παντοπώλου, δίπλα στο προξενείο
των Γάλλων, του Μουσταφά Γκερές. Ο Μουσταφά ήταν άλλοτε γνωστός του, όταν ο Ευγένης
σύχναζε στο κατάστημά του για ν’ αγοράση τυρί κυρίως και άλλα διάφορα. Είχε το
καλύτερο γιδοτύρι της Μ. Ασίας. Ο τούρκος διατηρούσε πριν το 1919 ένα φημισμένο
κατάστημα σ’ όλους τους δυτικούς μαχαλάδες. Είχε όμως ξαφνικά χαθεί με την αποβίβαση
του ελληνικού στρατού. Να λοιπόν που είχε πάει. Στους ομόφυλούς του, και φαίνεται
μάλιστα είχε λάβει και αξίωμα. Μάλιστα! Ο κος Μουσταφά ήταν πάντοτε
αναψοκοκκινισμένος σαν μιλούσε για τους νεοτούρκους. Η τύχη μάλλον χαμογελούσε
στον Ευγένη. Εάν έβγαινε να του μιλήση, ασφαλώς θα τον αναγνώριζε και τότε ίσως
και με κάποιο ποσόν…ίσως
«-Γυναίκα,
τα παιδιά το νού σου» ήσαν οι τελευταίες λέξεις του και δίχως να περιμένη απάντησι
χύθηκε στον δρόμον έξω. Η Μαρία δεν πρόλαβε να τον συγκρατήση, να του μιλήση.
Πού πήγαινε μεσ’ την κοσμοχαλασιά; Πού τους άφηνε;
Στον δρόμο εξελίσσονταν σκηνές φρίκης. Στρατιώτες
άτακτοι, τσέτες βρωμεροί κι απαίσιοι στην όψι τράβαγαν με την βία ανθρώπους, όσους
έβρισκαν, έξω απ’ τα σπίτια τους κι αλλού έβαζαν φωτιά. Φλόγες ξεπηδούσαν ως
τον ουρανό απ τα δεξιά, εκεί στον μαχαλά της Αγιά Τριάδος. Άλλοι απ’ αυτούς τους
σιχαμερούς εκράδαιναν κοσμήματα στα χέρια, κολλιέδες κι έτρεχαν με σατανικά χαμόγελα
βγαλμένα απ’ την κόλασι, εν ώ άλλοι αλαφιασμένοι κρατώντας χατζάρες και με τις βράκες
τους να ξεχειλίζουν από χρυσές λίρες που σκορπίζονταν στους δρόμους έτρεχαν εδώ
κι εκεί. Κάπου εκεί, στην άκρη του δρόμου, δέκα βήματα απ’ το σπίτι του Ευγένη
και της Μαρίας ο Γκερές Μουσταφά επέβλεπεν την καταστροφή με μιάν λάμψιν ηδονής
στα μάτια, την οποίαν ο Ευγένης πλησιάζοντας δεν πρόφτασε να δή. Είχε και δύο
τσιράκια μαζύ του.
«-Κύριε
Γκερές…κύριε Γκερές…..»
Στο
άκουσμα του ξεχασμένου ονόματός του ο τούρκος αλάφιασε. Γύρισε πίσω να κοιτάξη
κι ανεπαίσθητα το χέρι του χούφτωσε την λαβή του πιστολιού του, ενός γαλλικού
ρεβόλβερ, δώρο των Γάλλων συμμάχων στον κεμαλικό στρατό. Στην θέα του Ευγένη ησύχασε.
Κάθησε και περίμενε να δή τι τον ήθελε αυτός ο ελεεινός. Το θρασίμι! Από πού
ξεφύτρωσε μεσ’ την κοσμοχαλασιά! Φυσικά θα τον σκότωνε επι τόπου. Σαν το σκυλί.
Ήθελε μόνον ν’ ακούση πως εγνώριζεν το όνομά του.
Στο
μεταξύ η Μαρία γεμάτη αγωνία πλησίασε το παράθυρο κι έβλεπε απ τις γρύλλιες, εν
ώ η καρδιά της ετυμπάνιζε με δύναμι. Τα μικρά παιδιά, τα οποία μόλις και είχαν
μάθει να περπατούν, της τραβούσαν το φουστάνι. Ξαφνικά είδε τον Ευγένη να δείχνη
το σπίτι τους στον τούρκο κι αυτός να κάνη νόημα στους δυό δικούς του και να
κατευθύνονται όλοι μαζί προς το σπίτι.
«-Τους
φέρνει μέσα! Τους φέρνει μέσα!» είπε στον εαυτό της και τρέχοντας προς την
εσωτερική σκάλα με τα παιδιά, γύρισε προς την πόρτα και περίμενε.
(συνεχίζεται)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου