διήγημα
του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
(1932) (μετά από μία εβδομάδα)
Ένας άνδρας ασχημοντυμένος, σαν ζήτουλας, με μακρυά γένια
και μαλλιά, μπήκε αλαφιασμένος μεσ’ το φτηνό πανδοχείο. Προσπαθούσε να ρυθμίση
την αναπνοή του απ’ το τρεχαλητό, εν ώ τα μάτια του κοίταζαν ερευνητικά αλλά
και μ’ ένα φόβο τον περιβάλλοντα χώρο.
«-Ορίστε ξένε μου. Τί επιθυμείς;»
Η φωνή μιας χονδρής γριάς απ’ τον πάγκο τον επανέφερε.
«-Ό,τι θένε όλοι γριά. Μιαν γυναίκα να περάσω καλά»
Ο απότομος τρόπος του και τα προφερόμενα κάπως βαριά λόγια
του αανησύχησαν κάπως την ξενοδόχα, μα συνιθισμένη σε τύπους του λιμανιού, αμέσως
μπόρεσε να μετριάση το ξάφνιασμά της και να μην δώση καν σημασία.
«-Έχουμε την καλύτερη. Και φθηνή αφέντη. Πολύ καλή…»
«-Δεν μ’ ενδιαφέρουν όσα λές γριά. Πέσ’ μου μόνο αν
την λένε Μαρία ή σινιόρα Μαρία, όπως την λένε πολλοί»
«-Νεςκε αφέντημ. Ετσά την λένε. Λεφτά έχεις;» η γριά έγινε
πιο ψυχρή.
«-Έχω. Πόσα θές;»
«-Μία λίρα»
«-Πάρ’ την. Πού είναι;»
«-Πάνω αφέντη. Στο υπερδώμα. Μόλις ανέβεις δεξιά. Χτύπα
και μπές»
Οι οδηγίες της τουρκάλας φαφούτας, ήταν απλές και σαφείς.
Τις ακολούθησε βιαστικά εν ώ ένοιωθε τα μάτια της πάνω του, να τον γδύνουν στην
κυριολεξία. Για μια στιγμή φοβήθηκε μη και καλέση τους χωροφύλακες. Αλλά δεν έδωσε
δεύτερη σημασία. Εξάλλου θα τελείωνε γρήγορα.
Πάνω, μπήκε σ’ έναν βρώμικο διάδρομο, τον οποίον φώτιζε
πενιχρά μία λάμπα πετρελαίου, που κρεμόταν στην μέση του μήκους του τοίχου,
αριστερά. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μιαν ξύλινη πόρτα. Την πλησίασε. Πρίν την
χτυπήση, η ματιά του έπεσε σε μιαν κατσαρίδα, που μόλις έβγαινε από κάτω της. Αρα
γε θα τον αναγνώριζε ύστερα από τέσσερα χρόνια; Χτύπησε. Μια απάντηση ακούστηκε
από μέσα. Δεν διέκρινε την γλώσσα. Ίσως ήταν ιταλικά. Άνοιξε και μπήκε. Δεν αντίκρυσε
τίποτα το αξιοπερίεργο. Ένα κρεβάτι σιδερένιο, μια παλια ντουλάπα κι ένας καθρέπτης
θαμπός στον τοίχο ήταν τα μόνα έπιπλα του δωματίου, το οποίο μύριζε τσιγαρίλα
και κλεισούρα. Τα μάτια του πέσαν πάνω της. Καθόταν στο κρεβάτι και κάπνιζε
τσιγάρο. Βλέποντάς τον πήδησε πάνω κι έτρεξε να του βγάλη το σακάκι.
Ήταν αυτή. Τα μαλλιά της είχαν σγουρέψει, το πρόσωπό της
ήταν βαμμένο οικτρά, μα σίγουρα ήταν αυτή. Το κορμί της λίγο πιο παχουλό, μα τα
στήθη της το ίδιο στητά. Και τα μάτια της γεμάτα σπίθες και υγρά. Δεν τα είχε
ξαναδεί έτσι.
«Θέλετε απλό ή απ’ όλα;» τον ρώτησε.
Δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του φερόταν σαν πελάτη. Έβγαλε
την ρόμπα της κι έπεσε με τα εσώρουχα στο κρεβάτι και περίμνε μπρούμητα. Έβγαλε
ένα μαχαίρι απ’ το παντελόνι του κι έπεσε πάνω της. Πρίν βγάλει άχνα της έκοψε
το λαιμό και την γύρισε ανάσκελα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να έχη τα μάτια της
έντρομα καρφωμένα πάνω του. Όλη η ζωή της πέρασε από μπροστά της. Ποιος ήταν αυτός;
Γιατί την σκότωσε; Ήθελε λίγες μέρες ακόμη για να φύγη για την Ελλάδα. Το όνειρό
της θα γινότανε πραγματικότητα. Είχε μαζέψει το ποσό που χρειαζότανε. Σε λίγες
μέρες θα πήγαινε στην Αθήνα, κοντά στα μόνα δικά της πρόσωπα, αν και χωμένα σε
κάποιον τάφο. Όλοι οι δικοί της είχαν χαθεί. Τα παιδιά της νεκρά. Ο άντρας της σε
άγνωστες φυλακές είχε χαθεί για πάντα. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας τώρα; Τι κακό
του είχε κάνει;
Η απορία αυτή, της έμεινε για πάντα ζωγραφισμένη στο
πρόσωπό, καθώς τα μάτια της μείνανε ανοιχτά και η καρδιά της έπαυε να χτυπά. Μείνανε
έτσι ν’ απορούν μ’ ένα «γιατί;»…
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι έκατσε στο πλάι με τα χέρια
να κρατάη το κεφάλι. Πώς είχε καταντήσει έτσι εκείνος ο νέος με τις μεγάλες ιδέες,
ο σπουδαγμένος, που ζηλεύανε πολλοί στην Σμύρνη; Εκείνος που έτρεχε να καταταγή
στον στρατό της πατρίδας του, γεμάτος υπερηφάνεια και γεμάτος ελπίδες για το μέλλον
του; Πώς στ’ αλήθεια είχε καταντήσει έτσι; Ελεεϊνός, τρισάθλιος, βρώμικος, αλήτης,
χυδαίος, ένα απόβρασμα φονιάς.
Κάποιες φωνές απ την σκάλα έξω και σφυρίχτες της χωροφυλακής
στον δρόμο τον έκαναν να κάνη γρήγορα την τελευταίαν πράξη του δράματος. Η γριά,
όπως είχε φοβηθεί, είχε φωνάξει τους χωροφύλακες τελικά. Το μαχαίρι μπήχτηκε με
ταίδια του τα χέρια στο σημείο της καρδιάς. Καθώς διπλώθηκε κι έπεφτε μπροστά κάτω
χαμογέλασε ελαφρά. Το αίμα της ήταν ακόμα πάνω στο μαχαίρι. Την αγαπούσε.
Οι χωροφύλακες, όταν μπήκαν στο δωμάτιο αντίκρυσαν ένα
θέαμα κοινό για την καθημερινότητα του λιμανιού της Σμύρνης. Ένας διεστραμμένος
είχε δολοφονήσει μιαν πόρνη και μετά αυτοκτόνησε. Τίποτα το ενδιαφέρον. Τίποτα
το μη κοινό.
Η Σμύρνη συνέχιζε την καθημερινή της ζωή κι ο ήλιος έξω
βασίλευε για άλλην μια φορά.
ΤΕΛΟΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου