Άρθρον
του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
“quae
gignuntur statim
Vieta
et mollia, non
Matura
mox fiunt sed putria”
Ο
Ρωμαίος τραγικός ποιητής Πακούβιος (220-130 π.Χ) απεσύρθη σε μεγάλη ηλικίαν
στον Τάραντα. Εκεί τον επεσκέφθη ο κατά 50 χρόνια νεώτερός του ποιητής Άκκιος,
ο νέος αστήρ της τραγικής ποιήσεως της εποχής του και του διάβασε την τραγωδίαν
του «Ατρέας», πολύ φημισμένη στην αρχαιότητα. Στην παρατήρησι του γέρου
Πακούβιου, ότι του φαινόταν «κάπως τραχιά και στυφά» τα λόγια του έργου, δηλαδή
σκληρά και ξινά, ώστε να δημιουργούν αποστροφή κι όχι γλυκύτητα κι εσωτερική
αγαλλίασι, εκείνος γεμάτος έπαρσι και αλαζονεία του απήντησε, ότι «τα φρούτα που είναι μαλακά απ’ την αρχή,
αργότερα σαπίζουν».
“Ita
est” inquit Accius, “ut dicis”. «Έτσι
είναι, είπε ο Άκκιος, όπως τα λές». “Neque id me sane paenitet”. «Ούτε
γι’ αυτό βέβαια εγώ μετανοώ». “Quae
dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda”. «Αυτοί που γεννιούνται σκληροί και στυφοί, ύστερα
γίνονται γλυκοί και ευχάριστοι». Ιδού η αιτία της όποιας ανθρώπινης
σκληρότητος. Θεωρεί ο άνθρωπος, ότι δίχως ν’ αγαπά, με το να είναι αδίστακτος
και αποτρόπαιος, σκληρόκαρδος και μισητός στους πάντες, κερδίζει. Λέγει ο ανόητος
μέσα στην ψυχή του: «ας μείνω σκληρός, να μην πονέσω εγώ κι ας πονώ με την
συμπεριφορά μου τους άλλους. Σημασία έχει, να χαλυβδώσω εμαυτόν ούτως, ώστε ουδέποτε
να μην κλάψω, να μην δακρύσω». Για να το κατορθώση αυτό καθιστά τον εαυτόν του
τέρας σκληράδας. Πρίν συμβή ο,τιδήποτε, έχει προνοήσει να συμβαίνη το κακό στους
άλλους, ώστε αυτός να μένη αλώβητος.
Αυτό
όμως δεν λέγεται ανθρώπινη φύσις. Ο άνθρωπος έχει και καρδιά, συναίσθημα. Δεν
μπορεί αυτήν την καρδιά, να την αφήση να σκληρύνη τόσο, ώστε σαν πέτρα πια να
μην χτυπά. Μ ε την σκέτη λογική και ορθοφροσύνη, δίχως ίχνος συναισθήματος δεν
οδηγούμεθα πουθενά. Όταν ήταν φοιτητής ο Σολωμός στην Ιταλία, νεαρός και άπειρος,
έδιδε έμφασιν στην επεξεργασία από την λογική ακόμη και των πιο συναισθηματικών
στίχων του Δάντη. Τούτο ηνάγκασε τον γέρο δάσκαλό του Μόντι να ειπή εις τον
εικοσάχρονον Ζακυθινόν σχεδόν οργισμένος: «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσον, πρέπει
και να αισθάνεται, να αισθάνεται, ακούς;»
Η
φωνή του εχάθη. Όλες οι παλιές φωνές, που μετέδιδαν την θέρμη της αγάπης, την
φωτιά της γλυκύτητος, το μειδίαμα της ψυχής εχάθησαν. Η εποχή έγινε σκληρή, διότι
σκλήρυναν οι άνθρωποι. Το σπουδαιότερον δε και σημαντικότερον και συνάμα
απελπιστικόν, αυτό που αναίσχυντα λένε. «Ούτε βεβαίως μετανοιώνω γι’ αυτό».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου