επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
Η μετάνοια, η λύτρωση
και το νέο καθήκον
Πάνω στο κατάστρωμα που σάπιζε κι αυτό, κείτονταν νεκροί οι σύντροφοί του. Ο ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλυωνε, μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν κι η κατάρα ήταν ακόμη ζωντανή μέσα στα μάτια τους. Μα η σελήνη άρχισε να ανεβαίνη στον ουρανό. Το φώς της έπεφτε πάνω στον πνιγερόν ωκεανό. Μπόρεσε τότε να ιδή την ομορφιάν της ζωής και να νοιώση την ευτυχίαν της. Μια πηγή αγάπης, που δεν είχε νοιώσει έως τότε, ανάβρυσε από μέσα του και ασυναίσθητα τα ευλόγησε μέσα απ’ την καρδιά του, όλα εκείνα τα ωραία που έβλεπε.
Μπόρεσε επιτέλους να προσευχηθή κι αμέσως η μαγγανεία άρχισε να διαλύεται. Μια μακάρια ομάδα αγγελικών πνευμάτων, ωδήγησαν το καράβι στην σωτηρία. Μόλις ο γεροναυτικός έφτασε στην στεριά βρίσκει έναν ερημίτη και τον εκλιπαρεί να τον εξομολογήση. Είπε όλην την ιστορία του και ησύχασε. Μα από τότε, κάθε τόσο, η αγωνία του αυτή , να ειπή την ιστορία του και να εξομολογηθή τα αμαρτήματά του ξαναγυρνά κι ώσπου να αφηγηθή την φρικτήν του ιστορίαν, βασανίζεται σωματικά και ψυχικά. Γι’ αυτό ταξιδεύει από χώρα σε χώρα και σε όποιον αναγνωρίσει τον άνθρωπον εκείνον που πρέπει να τον ακούση, σ’ αυτόν διηγείται την ιστορίαν του, διδάσκοντας έτσι με το δικό του παράδειγμα σεβασμό κι αγάπη σ’ όλα όσα ο θεός έπλασε κι αγάπησε.
Μπόρεσε επιτέλους να προσευχηθή κι αμέσως η μαγγανεία άρχισε να διαλύεται. Μια μακάρια ομάδα αγγελικών πνευμάτων, ωδήγησαν το καράβι στην σωτηρία. Μόλις ο γεροναυτικός έφτασε στην στεριά βρίσκει έναν ερημίτη και τον εκλιπαρεί να τον εξομολογήση. Είπε όλην την ιστορία του και ησύχασε. Μα από τότε, κάθε τόσο, η αγωνία του αυτή , να ειπή την ιστορία του και να εξομολογηθή τα αμαρτήματά του ξαναγυρνά κι ώσπου να αφηγηθή την φρικτήν του ιστορίαν, βασανίζεται σωματικά και ψυχικά. Γι’ αυτό ταξιδεύει από χώρα σε χώρα και σε όποιον αναγνωρίσει τον άνθρωπον εκείνον που πρέπει να τον ακούση, σ’ αυτόν διηγείται την ιστορίαν του, διδάσκοντας έτσι με το δικό του παράδειγμα σεβασμό κι αγάπη σ’ όλα όσα ο θεός έπλασε κι αγάπησε.
Ο φόνος του Άλμπατρος και της πληθώρας των Τούρκων από εκδίκησι για τον Κρητικό, αποτελεί αμάρτημα κατά του θεού ή της φύσης. Οι δοκομασίες και των δυό, τόσον του γεροναυτικού όσον και του δικού μας Κρητικού, αποτελούν μιαν μορφήν καθαρτηρίας φωτιάς. Το τέλος όπου και οι δυό εξομολογούνται στους διαβάτες τα κρίματά τους και ζητούν με τον τρόπον τους απ’ αυτούς μετανοία, σημαίνει την σωτηρίαν της ψυχής και την υποδοχήν αυτής μέσα στην ιερά κοινότητα τον πιστών. Μας λέγει ο Κρητικός: «Εγώ απ’ εκείνην τη στιγμή δεν έχω πλιά το χέρι, π’ αγνάντευεν Αγαρηνόν κι εγύρευεν μαχαίρι. Χαρά δεν του’ ναι ο πόλεμος. Τ’ απλώνω του διαβάτη, ψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι. Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν, αργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν. Και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει, κι η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει. Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι κι ο νούς μου κινδυνεύει. Και βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει.»[(22)5-14].
Η θρησκευτικότης του Σολωμού.
Ο Πολυλάς γράφει χαρακτηριστικά: «Όταν η τέχνη τολμάει να εκφράση θρησκευτικούς στοχασμούς, κινδυνεύει πολύ να χάση την ανεξαρτησίαν της και να φανή μικρή σιμά εις το βάθος της αποκαλυμμένης αλήθειας. Ο Σολωμός όμως εβγήκε αξιόλογα απ’ την δύσκολη θέσι κι εδυνήθηκε πλαστικώς να παραστήση τα πλέον μυστηριώδη νοήματα του χριστιανισμού, την θείαν αγάπη του θεανθρώπου προς το πλάσμα του».
ΤΕΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πολίτης Λίνος, «γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα», Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 1985.
- Διονυσίου Σολωμού, ποίηση, εκδόσεις Ωρόρα, Αθήνα 1992.
- Σ. Κόλερητζ, «η μπαλλάντα του γέρου ναυτικού», εκδ. Χατζηνικολή 1998.
- Γ. Βελουδή, «Διονύσιος Σολωμός, ρομαντική ποίηση και ποιητική, οι γερμανικές πηγές», εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989
- Δημαράς Κ.Θ., «ελληνικός ρωμαντισμός», Ερμής, Αθήνα 1982
- Κριαράς Εμμανουήλ, Διονύσιος Σολωμός, ο βίος. Το έργο, Εστία, Αθήνα 1969.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου