επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
Όταν στα 1823-24, η επανάσταση στην Κρήτη κατεπνίγη από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα, χιλιάδες χριστιανοί κατέφυγαν με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο. Ένας Κρητικός πολεμιστής, βρίσκεται με την μνηστή του στην θάλασσα σε ώρα τρικυμίας τη νύχτα. Το καράβι στο οποίο ευρίσκονταν έχει ναυαγήσει και ο Κρητικός προσπαθεί να φθάση στην ακτή. Κολυμπά κρατώντας αγκαλιά με το ένα χέρι την νέα. Κεραυνοί πέφτουν και στο φώς τους προσπαθεί να διακρίνη την ακρογυαλιά. Τα βουνά της στεριάς, προς την οποίαν κατευθύνονται, αντιλαλούν από τους κεραυνούς.
Ο Κρητικός, που αφηγείται όλην αυτήν την περιπέτεια ύστερα από χρόνια, ορκίζεται ότι όσα θα πή είναι απολύτως αληθινά. Μεταφέρεται νοερά στο απώτατο μέλλον και φαντάζεται ότι περιμένει νεκρός να ηχήση η σάλπιγγα και να βγή από τον τάφο. Βγαίνει, συναντά άλλους αναστημένους και τους ρωτά αν είδαν την αγαπημένη του. Λέει ο Κρητικός: «νέος ουρανός έχει δημιουργηθεί, κι όμως αγαπώ ακόμη, όσο κι όταν ζούσα την αγάπη μου και θέλω να την συναντήσω, για να παρουσιαστούμε μαζί στον ουράνιο κριτή». Οι αναστημένοι απαντούν ότι πράγματι είδαν την ψυχή της. «Κοιτάζει εδώ κι εκεί προσπαθώντας να βρή κάποιον». Όπως ο καλός της έτσι κι αυτή ζητά να τον συναντήση. Αλλά αυτά ανήκουν στο τώρα. Επιστρέφει σ’ εκείνην την νύχτα για να μας αφηγηθή το περιστατικόν που άλλαξε την ζωήν του.
Κάποια στιγμή η τρικυμία έπαψε. Η θάλασσα που λίγο πρίν ήταν ανάστατη, ησύχασε, έγινε διαυγής κι ευωδίασε σαν περιβόλι ανθισμένο. Τ’ άστρα ξαναφάνηκαν στον ουρανό και καθρεπτίστηκαν στην επίπεδην επιφάνεια των νερών. Κάποιο μυστήριον είχε αναγκάσει τη φύσι να μην είναι πια οργισμένη και να φανή ξανά όμορφη. Αίφνης πρόβαλε κάτι ακαθόριστον κι εμπρός στον Κρητικό παρουσιάστηκε μια κοπέλα ορθή πάνω στα νερά, ντυμένη με το φώς του φεγγαριού. Τότε η νύχτα γέμισε φώς και η φύσις μεταμορφώθηκε σε λαμπερόν ναό. «Προς εμένα» λέει ο Κρητικός «που ήμουν στραμμένος σ’ αυτήν, όπως η μαγνητική βελόνη προς τον Βοριά, προς εμένα έγειρε το κεφάλι της κι όχι προς την κόρη. Την κοίταζα ο δυστυχής, με εκοίταζε κι εκείνη».
«Έκλαια μετά και για ένα διάστημα δεν έβλεπα πια αυτό το θείο πρόσωπο. Ένιωσα τα μάτια της μέσα στην ψυχή μου. Ωστόσο, η μορφή αυτή, όπως όλα τα θεία όντα, που από ψηλά βλέπουν στην άβυσσο και στην ανθρώπινη καρδιά, διάβαζε την σκέψι μου καλύτερα παρά αν της έλεγα:
-Ξέρω, ω θεά, πως η ζωή είναι δοκιμασία, αλλά η ψυχή μου γέμισε πόνο και δεν αντέχω πια. Οι τούρκοι άρπαξαν τα’ αδέρφια μου, βίασαν και έσφαξαν την αδερφή μου, έκαψαν τον πατέρα μου, έριξαν την μάνα μου στο πηγάδι. Εγώ πήρα δυο χούφτες χώμα κι έφυγα. Βοήθησέ με θεά, να σώσω και να έχω μαζί μου αυτό το τρυφερό κλωνάρι, την αγαπημένη μου. Κρέμομαι σε βάραθρο και κρατιέμαι μονάχα απ’ αυτήν».
Η συγχώρεσι απ’ τον θεό
«Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου, κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου. Εχάθη, αλιά μου! Αλλά άκουσα του δάκρυού της ραντίδα, στο χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα» [(22)1-4]. Στον ψυχικό πόνο του Κρητικού, στην ειλικρινή μετάνοιά του, το θείον εδάκρυσεν μ’ ένα πικρό χαμόγελον. Το δάκρυ, ως έλεος έπεσεν επι του ελεηθέντος Κρητικού. Η χάριν, την οποίαν είχε ζητήσει εξεπληρώθη, όχι βέβαια στα ανθρώπινα μέτρα. Ο Κρητικός έφτασε κολυμπώντας στην ακρογυαλιά, ακούμπησε εκεί την αρραβωνιαστικιά του, μα αυτή ήταν νεκρή. «Και τέλος φθάνω στον γυαλό την αρραβωνιασμένη, την απιθώνω με χαρά, μα ήταν πεθαμένη» [(22)58].
Στον πόνο της ζωής που εξέλαβε χωρίς να φταίη, η οικογενειακή του τραγωδία, το αποτέλεσμα του αιμοσταγούς πολέμου και της θηριωδίας των εχθρών, επληρώθη κατά το ίσον απ’ αυτόν εν όσω ήτο πολεμιστής στην Κρήτη κι ο θεός άφησε αυτός ο πόνος να ξεπληρωθή με νέον πόνον, με νέον αίμα. Ο Κρητικός εκδικήθηκε. «Στον Ψηλορείτη, όσου συχνά μ’ ετράβουνε ο πόνος κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα και οι κάμποι. Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα κι εφώναζα ,ω θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα»[(22)36-40]. Εκεί στα βουνά που κατεύφευγε με τους συντρόφους του αργότερα απ’ τις μάχες με τους εχθρούς, απ’ την μια θα χαιρότανε για τον όλεθρο που σκόρπισε σ’ αυτούς, αλλά ταυτόχρονα σαν θα καταλάγιαζε το μένος και η δίψα για αίμα, θα έβλεπε την ματαιότητα του πολέμου, το αδικοχυμένον αίμα, τον πόνον και την θλίψιν. Και ωσαν ηυρέθη ανήμπορος να προστατεύση κι ό,τι τελευταίον του ‘χε απομείνει κι εζήτησεν συγχώρεσιν και μετενόησε προκειμένου να σώση αυτήν που αγαπούσε μέσα στα κύματα, το θείον τον άκουσε.
Άγγελος Κυρίου ή και ο ίδιος ο Κύριος παρουσιάστηκε ενώπιον του, είδεν την ειλικρινή μετανοία της ψυχής του εντός του, τον συγχώρεσε κι εχάθη. Η αγαπημένη του εχάθη κι αυτή, ως ό,τι εναπομένον εις αυτόν. Έπρεπε ν’ αρχίση την νέαν του ζωήν απ’ το μηδέν, απ’ τα συντρίμια, όχι ως εκδίκησι του θείου, αλλά δια να γίνη αυτός παράδειγμα και γι’ άλλους που θα ζητούσαν τον δρόμον του ολέθρου και δια να διατυμπανίζη με όσην δύναμιν θα είχε πια να σταματήσουν την καταστροφήν και την θλίψιν του αίματος και του πολέμου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου