επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
Η μυστηριακή, θεϊκή «γυναίκα»
Η μυστηριακή γυναίκα κοίταξε προς τ’ αστέρια κι εκείνα παίρνοντας χαρά από το κοίταγμά της, έλαμψαν περισσότερο, αλλά παρά την λαμπρότητά τους, που τα έλουσε, δεν ξεπέρασαν στην λάμχη και το δικό της φώς. Ύστερα, σαν άλλη αναδυομένη Αφροδίτη, που πατούσε τόσον ανάλαφρα πάνω στην επιφάνεια της θαλάσσης χωρίς να ρυτιδιάση το νερό –ως άυλη μορφή που ήταν- ύψωσεν το ανάστημά της, εμφανίστηκε ψηλή κι αέρινη σαν κυπαρίσσι κι άνοιξε την αγκαλιά της ερωτικά αλλά και ταπεινά, για ν’ αγκαλιάση την κτίση. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»[(21),8].
Η φύσις μεταμορφώνεται από κάτι το υλικόν σε έναν χώρον, όπου η ψυχή μπορεί να λατρέψη τον θεόν! Φύσις και θείον, στον Σολωμόν ταυτίζονται. Τέλος, στράφηκε και στον ίδιον τον Κρητικό, που ευρίσκετο μπροστά της μέσ’ την θάλασσα. Εξάλλου, κάτι τον μαγνητίζει κι αυτόν στο βλέμμα της και την κοιτάζει κι εκείνος συνεχώς. Λέει δε τον εαυτόν του «βαριόμοιρον», γιατί αισθάνεται ίσως ότι η συνάντησις αυτή θα σήμαινε κάτι βαθύ δια τον ίδιον, μιαν έλξιν πνευμάτων και ψυχών, που ίσως θα καθόριζε από κεί και πέρα την μοίραν του.
Η όψις της του θυμίζει κάτι, που όμως δεν ξέρει τι. Η πρώτη του σκέψις είναι ότι κάποτε την είχε συναντήσει, ίσως σαν μια φιγούρα αγιογραφίας που θαύμασε σ’ έναν ναό ή σαν ένα δημιούργημα της φαντασίας του που ο ίδιος είχεν πλάσει με ερωτικήν διάθεσιν. Συλλογίζεται ακόμη, ότι ίσως να την είχεν ονειρευτεί, όταν ήτο ακόμη πολύ μικρός, όταν δεν είχε άλλες μνήμες κι εμπειρίες, σαν μια μνήμη αρχέγονη, που τον συνδέει με την ζωήν, πρίν από την γέννησι, ή ίσως και με μίαν από τις πιο αγαπημένες μορφές και μνήμες που ο καθένας έχει, την μητέραν του.
Την νοιώθει σαν μια παλιά γλυκιά ανάμνησι, ίσως και σαν μια ιδέαν που έμεινε ξεχασμένη κάπου στο βαθύτερον υπόστρωμα της μνήμης του και που τώρα προβάλλει μπροστά του δυναμικά. Η ανάμνησις αυτή η αφηρημένη κάνει τον Κρητικό να κλαίη τόσο, ώστε να μην βλέπει απ’ τα δάκρυα. «Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα»[(21)21]. Ο ιερός ψαλμωδός προσεύχεται και λέει: «Εισάκουσόν μου Κύριε, ότι χρηστόν το έλεός Σου, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου επίβλεψόν επ’ εμέ. Μην αποστρέψης το πρόσωπόν Σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσόν μου. Πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν»(ψαλμός, ξη, 17-18).
Ο Κρητικός, ωσάν ηυρέθη ναυαγός να παλεύη με τα κύματα, φαίνεται πως κάτι συντάραξεν τον εσωτερικόν του κόσμον. Στην Κρήτη ήτο ήρωας, γενναίος πολεμιστής που δεν δίσταζε να εκδικείται με μίσος τους εχθρούς της πατρίδος του. Ο ίδιος αφηγείται: «όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια, μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,… και τα άλλους δυο βαρούσα, σύριζα στη Λαβύρινθο, π’ αλαίμαργα πατούσα»[(22)17-20]. Ο ίδιος θα ξέπλυνε με αίμα εχθρών το αίμα των δικών του και των πατριωτών του. Τώρα όμως, μέσα στα αφρισμένα κύματα, γενναίος αυτός και δυνατός, ούτε την αγαπημένην του δεν μπορούσε να σώση. Κι αυτό θα τον συγκλόνισε. Θα μετάνοιωσε για τον πόνο και την δυστυχία που θα σκορπούσε στην ζωή του και θα προσευχήθηκε στον θεό να στέρξη στην δυστυχία του και να σώση την αγαπημένη του. Για αυτόν μόνον αυτή υπήρχεν. Δεν έπρεπε να πεθάνη. Ο Θεός έπρεπε να την σώση. Ιδού θεέ και κύριε. Αυτός μετανοιώνει δια κάθε επαίσχυντη πράξη του, που όμως δια τις οποίες δεν ευθύνεται ο ίδιος παρα ο θεοκατάρατος πόλεμος.
Και θα έκλαψε πολύ εκεί παλεύοντας με τα κύματα. «Θεέ μου πάρε εμένα, όχι την κορασιά, αυτή δεν έβλαψε κανέναν» θα είπε. «Περίέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξαν με, ωδίνες Άδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασαν με παγίδες θανάτου»(ψαλμός ιζ,5-6). «Συ γαρ γιγνώσκεις τον ονειδισμόν μου και την αισχύνην μου και την εντροπήν μου. Εναντίον Σου πάντες οι θλίβοντές με. Ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν και υπέμεινα συλλυπούμενον και ουχ υπήρξεν και παρακαλούντας και ουχ εύρον. Και έδωκάν εις το βρώμα μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισέν με όξος»(ψαλμός, ξη, 20-22). Και πράγματι η προσευχή του θα έπιασεν τόπον. Ιδού που το θείον τον πλησίασεν, ως ενδεδυμένον του φεγγαριού το φώς. Στην αρχήν ο Κρητικός ξενίζει, γιατί περίμενε ότι η φεγγαροντυμένη θα κοίταζε την καλήν του κι όχι τον ίδιον. «Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ τηνκεφαλήν της κλίνει». Το θείον έχει επιμόνως στραμμένον το κεφάλιν και το βλέμμα Του πάνω του. Αυτός τον ενδιαφέρει. Η μετανοία του ήτο αληθινή; Αληθώς μετενόησεν δια την γεμάτην αίμα ζωήν του; Κι ο ήρως αφ’ ού πρώτα προσπαθεί να θυμηθή τι το άγιον αυτή η εικόνα του θυμίζει, κατανοεί οσονούπω και τότε δάκρυα τον κατακλύζουν. Ο ίδιος ο Θεός εφανερώθη δια να τον ελέγξη!!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου