διήγημα
του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
(περιφερειακές
φυλακές Αιδινίου, δέκα χρόνια μετά)
«Νο
22757, φεύγεις κι εσύ αύριο γι’ αλλού. Νο …..»
Η
ψυχρή φωνή του δεσμοφύλακα, τον έκανε να ξυπνήση. Αλήθεια ήταν λοιπόν, ότι θα
τους μετέφεραν αλλού; Αλλά πού; Ο ισοβίτης, πριν δυο μέρες του είχε πεί, ότι τα
λατομεία στο Κιρκούκ ήταν γεμάτα από Έλληνες φυλακισμένους. Εκεί θα τους
πήγαιναν! Απ’ εκεί μάλλον δεν θα μπορούσαν να ξαναδούν το φώς του ήλιου. Εκεί
ολημερίς θα έσπαγαν πέτρες. «Εκεί είναι η κόλαση». Έτσι είχε πεί ο ισοβίτης. Κι
αυτός γνώριζε καλά. Έπρεπε λοιπόν να κάνη κάτι πρίν τον μεταφέρουν. Αν ήθελε να
παραμείνη ζωντανός.
Ακούμπησε
πάλι το κεφάλι του στο σανίδι πού ‘χε για προσκεφάλι και βάλθηκε να μελετά
διόδους διαφυγής. Όμως σε μια στιγμή ο νούς του θόλωσε και γύρισε πάλι στο
παρελθόν. Εκείνο το δειλινό θα έμενε για πάντα στην μνήμη του. Τότε που αφ’ ού
άφησε τον κήπο του που ξεχόρτιαζε, ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο του παιδιού
κι αφ’ ού πλησίασε το τριών χρονών παιδί, το μαχαίρωσε αφ’ ού του κλεισε το
στόμα και δεν έβγαλε άχνα. Έπειτα επέστρεψε στον κήπο και στο ξεχόρτιασμά του.
Η
Μαρία έπλενε στην κουζίνα της τα κουζινικά της. Ακόμα θυμάται το ουρλιαχτό της
μετα από λίγην ώρα, όταν μάλλον θα αντίκρυσε το παιδάκι μέσ’ τα αίματα, στο
κρεβατάκι του. Θύμήθηκε ακόμα και πως το έθαψε σαν σκυλί σε μιάν γωνιά του
κήπου, εν ώ πίσω του η Μαρία μοιρολογούσε. Ήταν νύχτα και δεν είχε φεγγάρι.
«-Αλήθεια
τι σου έφταιξε το παιδί;» τον είχε ρωτήσει με αναφιλητά. Μα εκείνος ήξερε. Ήταν
το μούλικο. Η σπορά εκείνης της βρωμιάς, εκείνου του σούρουπου, τότε που η
Σμύρνη καιγόταν. Έπρεπε κι αυτό να έχη την ίδια τύχη με τα δικά του παιδιά.
Έτσι έπρεπε να κάνη κι έτσι έκανε. Ακόμα και τώρα δεν αισθανόταν κανέναν οίκτο
για εκείνο, την ντροπή του δράματός του, την σπορά εκείνου του βρωμιάρη.
Μα
έγνοια σου κι εκείνος δεν είχε καλό τέλος. Χα! Ένα βράδυ πάλι, μπήκε στο σπίτι
του αποστράτου ταγματάρχου της τουρκικής εθνοφυλακής Γκερέ Μουσταφά και σαν τον
πέτυχε, είχε καιροφυλαχτήσει όχι και λίγο, κοντά στην αποθήκη, στου σπιτιού του
την αυλή, τον κοπάνησε στο κεφάλι μ’ ένα ξύλο κι αφήνοντάς τον λιπόθυμο,
ασέλγησε πάνω στο σώμα του. Κι όταν άρχισε να συνέρχεται κι αφ’ ού τον κοίταξε
στα μάτια, του είπε το όνομά του και τον έσφαξε, χαράσσοντάς του τον λαιμό.
Θυμήθηκε και τι είχαν γράψει οι εφημερίδες για το συμβάν. Θυμήθηκε τους τίτλους
τους κι ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο σκοτεινό, υγρό κελί του, που δεν το είδε
κανείς….
«Διεστραμμένος
αφήρεσε την ζωήν αξιοτίμου αποστράτου αξιωματικού του τουρκικού έθνους, προφανώς λόγω
διασαλεύσεως των φρένων».
Μα
εκείνος ήξερε. Κι αφ’ ού επανήλθε στο τώρα, ξαναβάλθηκε να σχεδιάζη την
απόδρασή του.
(συνεχίζεται)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου