επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
Ένας νέος που γλύτωσε από τους τούρκους, μετά την καταστολή της επαναστάσεως στην Κρήτη, παλεύει τώρα με τα κύματα ως ναυαγός, κρατώντας στο ένα χέρι την μνηστή του. Εκεί, στη θάλασσα και με το φώς του φεγγαριού αντικρίζει μια θεική γυναικεία μορφή, την φεγγαροντυμένη, που τον συναρπάζει, ώστε να μην καταλαβαίνη πώς η αγαπημένη του είναι νεκρή. Η εικόνα είναι εντυπωσιακή με την φεγγαροντυμένη που καθαγιάζει όλην την φύσι.
«Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν. Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει, κι ανεί τα αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξεν πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη»[(21)1-6].
Η γυναικεία μορφή
στην ποίησι του Σολωμού
Γράφει ο Πολυλάς: «κάποτε ο Σολωμός είχεν σχέσιν αγνής φιλίας με μίαν Ζακυνθινήν νέα, ήτις αγαπούσε την ποίησιν και την μουσικήν κι ευτυχούσε ο ποιητής να την ακούη να τραγουδάη τα ποιητικά του δοκίμια. Εκείνη η νέα ερωτεύθηκε με έναν ξένο νέο και φοβουμένη μήπως απ’ του πάθους την σφοδρότητα κινδυνεύση η τιμή της, εφαρμακώθηκε. Ο ποιητής την έκλαψε με δάκρυα θερμά, τα οποία επήγαζαν από την λύπην κι από την αγανάκτησιν προς την καταλαλιά του κόσμου. Ευθύς, υπέρμαχος της αθωότητος εναντίον της αδικοκρισίας των ανθρώπων, έγραψεν την «φαρμακωμένη» τω 1826. «Το κορμί σου εκεί μέσα στον τάφο, το στολίζει σεμνή παρθενιά. Του κάκου σ’ αδικούσεν ο κόσμος, και σου φώναζεν λόγια κακά». Συμβόλιζεν δια τον ποιητήν η γυναικεία μορφή, τι το θείον, το άσπιλον, το ανώτερον του κακού κόσμου, το χαρίεν, το κάλλος; Μάλλον κάτι το επουράνιον, το θείον, το σεπτόν, το πέραν απ’ τους ανθρώπους μολυσμένον. Κι αλλού λέει πάλιν ο Πολυλάς: «Ως πολυσήμαντην αντίθεσιν προς τον άνθρωπον, όπου καταστρέφει τον εαυτόν του, έστησε ο ποιητής Σολωμός, την ταπεινή ψυχήν της γυναικός, η οποία με τα θεία ορμήματα της αγάπης, εννοεί την δύναμιν της χάριτος και τελεί εις τον εαυτόν της το άπειρον μυστήριον της μετανοίας». Δηλαδή ο άνθρωπος δια τον Σολωμό είναι κακός, εν ώ η γυνή επειδή εκ θείας προελεύσεως διαθέτει αγάπην εσωτερική –και εξωτερικώς αυτή η αγάπη εμφανίζεται με το κάλλος- είναι η μόνη που δύναται να εννοήση την δύναμιν της θείας χάριτος, είναι η μόνη αχτίς του θείου εις τον κόσμον. Μέσω της γυναικός επίστευεν ο ποιητής εμφυλλοχωρεί το αγαθόν και προσεγγίζει τον άνθρωπον. Δια τούτο, όπου εμφανίζεται το θείον εις την ποίησιν του, πανταχού εμφανίζεται και μία γυναικεία μορφή. Στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» ο ίδιος ο ποιητής λέγει: «κι ευρέθηκα σε σκοτεινόν τόπον και βροντερόν, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσαν το χοχλό στο νερό που αναβράζει… εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι. Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μεσ’ την καπνίλα μια γυναίκα…». Ευθύς δηλαδή μόλις εμφανίζεται το θείον, ίνα ρίψη άπλετον φως εις την όρασίν του, συνάμα εμφανίζεται η γυναικεία μορφή. Θείον και γυναίκα στον ίδιο χωρόχρονο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου