Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
«Εμείς πάμε να βγάλουμ' έν' αφέντη κι άλλος μας
φυτρώνει»
Ο αγάς, παχύς, κοιλαράς, με την ανατολίτικη αδράνεια ζωγραφισμένη στο πλαδαρό και ροδοκόκκινο πρόσωπο, τη νυσταγμένη και αναλλοίωτη έκφραση στο βλέμμα, με την ασήκωτη αγερωχία, κατέβηκε αργοκίνητος στη σκάλα του Κονακιού... Ολόγυρά του τρεις φουστανελοφόροι Αρβανίτες, ντυμένοι στ' άρματα και τα τσαπράζια, στο δεξί χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, κοίταζαν στο γιαπί με μάτια θυμωμένα. Και οι χωριάτες άρχισαν αθέλητα να αισθάνονται τον προπατορικό τρόμο μέσα τους ανυπόταχτο. Η ελάχιστη εκείνη συνοδεία φαινόταν στα μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου και φοβερού πασά των περασμένων χρόνων, απ' εκείνους που τρόμαζαν τους πάππους και προπάππους τους και άφησαν φριχτή παράδοση στη γενιά τους.
Και από την επίδραση της παραδόσεως αυτής και από τα φοβισμένα σπέρματα των προγόνων, που έφερναν απαράλλαχτα στο αίμα τους οι Καραγκούνηδες, άρχισαν να αισθάνονται τον αέρα περίγυρα γεμάτο από φρίκη και απειλή. Φόνοι και δαρμοί και βάσανα και πυρκαγιές, όλα τα κακά, όσα υπέφεραν από τους Τούρκους δεσπότες οι πρόγονοί τους, ζωγραφίζονταν τώρα εμπρός στα μάτια τους, βούιζαν τα παράπονα και οι στεναγμοί στ' αυτιά τους και τους έσπρωχναν νεκρούς από το φόβο, στο δουλικό και απαραίτητο προσκύνημα. Οι χωριάτες εσηκώθηκαν ολόρθοι... κι άρχισαν μονόγνωμοι τον τεμενά. Και, όταν ο αγάς, τριποδίζοντας το άλογο, επέρασε από κοντά τους κι εχάθηκε μακριά μέσα σε σύννεφο σκόνης, μελαγχολικοί και αμίλητοι κάθισαν πάλι στο γιαπί και για πολλή ώρα δεν τολμούσαν ο ένας να αντικρύσει τον άλλον».
(απόσπασμα από τον «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα)
Αναρωτιούνται λοιπόν πολλοί πού βρίσκει ο νεοέλληνας την ψυχική ηρεμία και δεν αντιδρά, δεν εξεγείρεται ενάντια στη δουλεία, που εισάγουν οι σύγχρονοι δεσπότες του. Πολλοί είναι και εκείνοι που πιστεύουν ότι, εάν η σύγχρονη Ελλάδα ξεσηκωθεί, τίποτα δεν θα μείνει όρθιο από την τυραννία. Τίποτα, όμως, δεν θα γίνει από αυτά, καθώς έχει πάψει να ενυπάρχει στην ψυχή του σύγχρονου Έλληνα το αδούλωτο φρόνημα. Εάν εξαιρέσει κανείς τα χρόνια του μεγάλου πολέμου και την ψυχική προπαρασκευή για την αντιμετώπισή του βεβαίως, δεν έχει μείνει τίποτα από το υπερήφανο εντός του. Η παράδοση της δουλοφροσύνης καλλιεργήθηκε πολύ καλά από τους νέους αφέντες. Καλά να πάθουμε... «Μας ηύραν όλους ζωντόβολα και μας μάδησαν».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου