Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Γ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Αναλυτικώς το ποίημα
Ο Κρητικός καθώς κολυμπά, μία βυθιζόμενος, μία ανερχόμενος, μία βλέπει ορίζοντα, άρα και το μακρυνό ακρογυάλι και μια χάνει τον όρίζοντα. «Εκοίταα κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι»[(18)1].¨Ένας άνθρωπος παλεύοντας με τα κύματα και την μπόρα, όχι τόσο για να σωθή μόνος του, αλλά για την αγαπημένη του, που την κρατά αγκαλιά λιγοθυμισμένη. Τ’ αστροπελέκια πέφτουν συνεχώς το ένα πίσω απ’ το άλλο. Ο Κρητικός κάνει μιαν επίκλησι, μιαν ευχή προς το αστροπελέκι να «ξαναφέξει πάλι», να τον βοηθήση και πάλι κάτι να διακρίνη με την λάμψι του μέσα στη βαθειά σκοτεινιά που τον κυκλώνει. 


Και στην ευχή του, ο θεός ανταποκρίνεται… «τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο»[(1)3.]. Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας φεύγοντας απ’ το νησί της Καλυψώς βρίσκεται ναυαγός στην θάλασσα, να παλεύη με τα κύματα σε μιάν παρόμοιαν εικόνα. «Απ’ τα ουράνια χύθηκε σκοτάδι και φυσούσαν μαζί ο Σιρόκος κι η Νοτιά κι ο Ζέφυρος, αέρας φουρτουνιασμένος, κι ο Βοριάς που φέρνει παγοκαίρι, θεριά μεγάλα κύματα στο διάβα τους κυλώντας… ώρα πολλή κατάπατα τον είχεν βυθισμένον και μήτε μπορούσε εύκολα να ξενερίση απάνω, όπως τον χτύπησε με ορμή» (οδυσ.,ε,305 κε). Η διαφορά είναι, ότι ο Οδυσσέας γνωρίζει ότι τον κατατρέχει ο θεός και είναι απελπισμένος. «Γόνατα τότε και καρδιά κοπήκαν του Δυσσέα, κι είπε βαριά στενάζοντας στην άφοβη ψυχή του. Αλίμονό μου ο δύστυχος! Στο τέλος τι θα γίνω; …Ο Δίας με τι σύγνεφα τον ουρανό σκεπάζει, και τάραξε την θάλασσα κι όλες φυσούν οι μπόρες του κάθε ανέμου! Αχ τώρα πια, πάει, γλυτωμό δεν έχει». Αντίθετα ο ναυαγός Κρητικός έχει εντός του πίστι στον θεό «αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι»[(18)2.]. Το αστροπελέκι, ένα φυσικόν φαινόμενον που φέρνει καταστροφή –στο ποίημα του Σολωμού «Λάμπρος», δυο παιδιά πεθαίνουν από αστροπελέκι- από την φύσιν του δεν μπορεί να είναι καλό.Όμως αυτού του φάνηκε καλό, ευνοικό. Ο άνθρωπος που παλεύει μέσα στη δυστυχία του και νοιώθει τόσο αδύναμος, αισθάνεται όσο ποτέ την ανάγκη να επικαλεστή την βοήθεια του θεού. Γράφει ο ψαλμωδός «σώσον με, ο θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστιν υπόστασις. Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με»(ψαλμός ξη,2-3). Και αλλού πάλι «ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων. Μη με καταποντισάτω καταιγίς ύδατος, μηδέ καταπιέτω με βυθός»(ψαλμός ξη 15-16). Κι εκεί που, όπως λέει πάλι ο ψαλμωδός «περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξέν με, ωδίνες Άδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου»(ψαλμός ιζ,5-6) μια προσευχή προς τον θεόν αρκέι, ίνα επέλθη η σωτηρία. «Εξαπόστειλον το φώς σου και την αληθείαν σου. Αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιον σου και εις τα σκηνώματά σου…ίνα τι περίλυπος εί η ψυχή μου; Και ίνα τι συνταράσσης με; Έλπισον επι τον θεόν»(ψαλμός μβ,3-5). Ευθύς αμέσως μετά την επίκλυσιν του Κρητικού, ο θεός δεν αφίει τον δύστυχον άνθρωπο άνευ αρωγής. Φωτίζει την πλάσιν κι εκείνος βλέπει πόσο μακρυά είναι το ακρογυάλι και προσανατολίζεται. Η φύσις, η πλάσις όλη, ως θεεικόν στοιχείον, είναι απείρως πιο ισχυρή κι ανώτερη από κάθε ανθρώπινο σώμα. «Τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν, οι ακρογυαλιές και τα βουνά, μ’όσες φωνές κι αν είχαν»[(18)5-6]. Ο άνθρωπος δίχως πίστιν στο θείον είναι καταδικασμένος.

Ο Κρητικός ενοραματίζεται
Την δευτέραν παρουσία
Ο Κρητικός, πριν καλά καλά αρχίση την διήγησί του, διακόπτει τον λόγον του, για να μας βεβαιώση, ότι αυτά που πρόκειται να πή είναι απολύτως αληθινά. Φοβάται μήπως δεν πιστέψουμε, ότι δοκίμασε πραγματικά όλες αυτές τις μεταφυσικές εμπειρίες. «Πιστέψετε π’ ό,τι θα πώ είν’ ακριβή αλήθεια, Μα τες πολλές λαβωματιές που μ’ όφαγαν τα στήθια, Μα τους συντρόφους πό’ πεσαν στην Κρήτη πολεμώντας, μα την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας»[(19)1-4]. Ο όρκος που παίρνει γίνεται όχι στα συνηθισμένα κι από την παράδοσι ιερά, παρα στα πραγματικά περιστατικά της ζωής του. Ο τελευταίος όρκος του όμως φέρνει στην σκέψι του την μελλοντικήν ανάστασιν της αγαπημένης του, γιατί αίφνης την θυμήθηκε κι η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη γι’ αυτήν, ώστε παραληρεί και την φαντάζεται ήδη αναστημένη, ώστε να την συναντήση ξανά, αυτήν που τόσο ηγάπα. Μόλις λοιπόν εθυμήθη την κόρη που είναι πια πεθαμένη ταράζεται ολάκερος. Η παλιά αγάπη ξυπνά μέσα του και ξεσκεπάζεται μ’ όλην την ορμή. Η ιστορία σταματά. Όλα αυτά τα διηγείται πια ζώντας ως επαίτης, αφ’ ού όλα αυτά έχουν τελειώσει. «Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια χέρι π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευεν μαχαίρι. Χαρά του δεν είναι ο πόλεμος. Τ’ απλώνω του διαβάτη ψωμοζητώντας… κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου βαρύνουν, αργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν»[(22)5-9]. Φωνάζει να χτυπήση η σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας κι ο ταραγμένος νούς του βλέπει την ευχή του να πιάνη , να πραγματοποιείται στη στιγμή, όπως τότε που πάλευε με τα κύματα με τ’ αστροπελέκια. Παρμένη η σκηνή απ’ την αντίστοιχη των ευαγγελίων, όπου η φοβερή και τρομερή σάλπιγγα θ’ αναστήση τους νεκρούς. Ας απολαύση ο αναγνώστης την σκηνή. «Λάλησε Σάλπιγγα! Κι εγώ το σάβανο τινάζω, και σχίζω δρόμο και τα αχνούς αναστημένους κράζω: μην είδετε τηνομορφιά που την κοιλάδα αγιάζει; Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει. Καπνός δε μένει από τη γή. Νιός ουρανός εγίνη. Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη»[(19)5-9]. Και του απαντάνε οι νεκροί, όπως σε δημοτικό τραγούδι: «Ψηλά την είδαμε πρωί, της τρέμαν τα λουλούδια. Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια. Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της, κι έδειχνεν ανυπομονιά για να μπή στο κορμί της. Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος, το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος. Και τώρα ομπρός την είδαμε. Ογλήγορα σαλεύει. Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»[(19)11-18].
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him