επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
Η εμμονή του Σολωμού να γράψη
επεξεργασμένον δημοτικόν στίχον
Όταν ύστερα από δέκα χρόνια σπουδών στην Ιταλία, τω 1818 ξαναγυρίζει ο Σολωμός, είκοσι χρονών στο πατρικό νησί του, βρίσκει εκεί μερικούς ανθρώπους σπουδαγμένους κι αυτούς στο εξωτερικόν, άλλους μεγαλύτερους και άλλους σύγχρονους μ’αυτόν, που φυσικά τον εδέχθησαν με σεβασμόν στην συντροφιά των. Ένας απ’αυτούς και ο ιατρός Διον. Ταγιαπιέρας, που είχεν κάνει τον γιατρό στα Γιάννενα, όπου και είχεν γνωρίσει τον Βηλαρά, τον πρωτεργάτη ποιητήν του λυρισμού, που έγραψε αμιγώς στην δημοτικήν γλώσσα επηρεασμένος απ’ το δημοτικόν τραγούδι.
Αμέσως λοιπόν μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, άρχισε τις πρώτες του ποιητικές δοκιμές στα ελληνικά. Το πράγμα ήτο άλλως τε πολύ φυσικόν. Μόλις ηυρέθη στο περιβάλλον της πατρίδος του, πνεύμα ανήσυχον καθώς ήτο, θα τον εκέντησεν η ιδέα να διοχετεύση τους ποιητικούς του στοχασμούς εις την μητρικήν του γλώσσαν, την γλώσσαν που είχεν βυζάξει με το γάλα της μητρός του, όπως θα του πεί και θα τον προτρέψη ο Τρικούπης. Συνεργούσε σ’αυτό και η θεωρητική του παίδευσις, προσανατολισμένη ασφαλώς προς τα διδάγματα του ρωμαντισμού για την λαικήν δημιουργία. Μας μαρτυρείται πως μάζευε λέξεις και εκφράσεις λαικές και πως μς αναγαλλίαση άκουγε τους στίχους ενός τυφλού λαικού τραγουδιστού, στίχους που κρατούσαν πολύ απ’ την παράδοσι της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Τρικούπης πάλι μας λέει ρητώς, πως εμελέτησαν μαζί τον Χριστόπουλον, τον άλλον μεγάλον μαζί με τον Βηλαρά πρωτεργάτη του λυρικού δημοτικού τραγουδιού.
Αμέσως λοιπόν μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, άρχισε τις πρώτες του ποιητικές δοκιμές στα ελληνικά. Το πράγμα ήτο άλλως τε πολύ φυσικόν. Μόλις ηυρέθη στο περιβάλλον της πατρίδος του, πνεύμα ανήσυχον καθώς ήτο, θα τον εκέντησεν η ιδέα να διοχετεύση τους ποιητικούς του στοχασμούς εις την μητρικήν του γλώσσαν, την γλώσσαν που είχεν βυζάξει με το γάλα της μητρός του, όπως θα του πεί και θα τον προτρέψη ο Τρικούπης. Συνεργούσε σ’αυτό και η θεωρητική του παίδευσις, προσανατολισμένη ασφαλώς προς τα διδάγματα του ρωμαντισμού για την λαικήν δημιουργία. Μας μαρτυρείται πως μάζευε λέξεις και εκφράσεις λαικές και πως μς αναγαλλίαση άκουγε τους στίχους ενός τυφλού λαικού τραγουδιστού, στίχους που κρατούσαν πολύ απ’ την παράδοσι της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Τρικούπης πάλι μας λέει ρητώς, πως εμελέτησαν μαζί τον Χριστόπουλον, τον άλλον μεγάλον μαζί με τον Βηλαρά πρωτεργάτη του λυρικού δημοτικού τραγουδιού.
Το ποίημα
Ο «Κρητικός» αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακρυά από την ιδιαιτέραν πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω απ’το περιστατικό που καθώρισεν την ζωή του. Εν περιλήψει το περιστατικόν αυτό έχει ως εξής: ο Κρητικός ναυαγεί μαζί με την αγαπημένη του και προσπαθεί να την σώση μέσα στην τρικυμία. Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια «φεγγαροντυμένη» θεική μορφή. Όταν η οπτασία χαθή, θ’ακουσθή ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος, που θα συνεπάρη την ψυχή του ναυαγού. Και όταν ο ήχος σωπάση δε, θα φτάση αυτός στην ακρογυαλιά, θ’αποθέση εκεί την αγαπημένη του, αλλά αυτή θα είναι πλέον πεθαμένη.
Η ιστορία του Κρητικού
Επίσημη μέρα έναρξης του κρητικού αγώνα θεωρείται η 14-06-1821, όπου και την ίδια μέρα εσημειώθη και η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών στο Λούλο Χανίων. Ο σουλτάνος ηυρέθη σε αδυναμία να καταστείλη την κρητικήν επανάστασιν και ζήτησε την βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη ,όστις απεδέχθη προθύμως την πρόσκλησιν. Τέλη Μαίου του 1822 εγένετο απόβασις του αιγυπτιακού στρατού στην Κρήτη. Στις αρχές Ιουνίου 1823 έφτασε στην Κρήτη ως νέος διοικητής του αιγυπτιακού στρατού ο Χουσείν βέης με νέες στρατιωτικές δυνάμεις και άφθονον πολεμικόν υλικον. Η ταχυτάτη κίνησις του τουρκοαιγυπτιακού στρατού προς τα ανατολικά, η καταστροφή των χωριών, η πολιορκία και η θυσία 370 χριστιανών στο σπήλαιον του Μελιδονίου –Ιανουάριος 1824- δημιούργησαν βαρύ κλίμα απαισιοδοξίας. Στα τέλη Μαίου 1824, ο Χουσείν διεκήρυττε, ότι κατέπνιξεν την επανάστασιν στην Κρήτη. Ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός ήλεγχε όλα τα πεδινά μέρη και ο αγών ελάμβανε πλέον μορφήν ανταρτοπολέμου. Κρήτες πρόσφυγες, ανάμεσά τους και ο «Κρητικός», έφυγαν σε άλλα νησιά και δή προς τα επτάνησα. Ο Κρητικός ενθυμείται τα εξής: «Τ’ αδέρφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μου τα’ αδράξαν/ την αδερφήν μου ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,/ τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ/ και την αυγή μου ρίξανε την μάνα στο πηγάδι/…Μακριά ‘πο κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.»[(21),31-36]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου