επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
Τω 1833 είναι η χρονιά που ο Σολωμός γράφει τον «Κρητικό», το πρώτο από τα μεγάλα έργα του. Μας έχει παραδοθεί σαν απόσπασμα, αλλά αυτό είναι φαινομενικό μονάχα. Ο Σολωμός, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, είχε σκοπό να γράψη ένα ποίημα επικολυρικόν, που όμως ποτέ του δεν το τελείωσε. Θα είχε δηλαδή τα χαρακτηριστικά του έπους και των λυρικών ποιημάτων, ήτοι ως έπος θα ήταν πολύστιχο ποίημα αφηγηματικού χαρακτήρος αλλά και θα εξυμνούσε την φύσιν με αγάπη και θαυμασμόν και θα παρουσίαζε τον έρωτα στην πιο αγνή και εξευγενισμένη μορφή του. «Ο Κρητικός» θα ήταν ένα επεισόδιο αυτού του ποιήματος. Το επεισόδιον όμως αυτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές και πέρα ως πέρα ολοκληρωμένον.
Ο επικός χαρακτήρας του ποιήματος
Κύριον εξωτερικόν χαρακτηριστικόν του έπους είναι: α)η υπερβολική κειμενική του έκτασις, εν ώ το βασικόν εσωτερικόν του γνώρισμα είναι β)ότι ανήκει στο ευρήτερον αφηγηματικόν είδος του λόγου. «Ο Κρητικός» τα έχει και τα δύο αυτά. Ο ποιητής είχεν αριθμήσει τις στροφές του ποιήματός του έως (22), εν ώ η πρώτη, την οποίαν έχομεν εμείς είναι η 18η. Δηλαδή πρόκεινται άλλες (17) στροφές, που ή απωλέσθησαν δια ήμας ή ο ποιητής είχεν στο νού του να συγγράψη μετέπειτα. Ήδη εμείς έχομεν (134) στίχους, οι οποίοι αφηγούνται την ιστορίαν ενός πρόσφυγα Κρητικού. Στην νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, που αρχίζει τον 10ο αι. δεν γράφονται έπη της αξίας και του μεγέθους των αντιστοίχων ομηρικών. Αν εξαιρέσωμε το έπος του «Διγενή Ακρίτα» μπορούμε να πούμε, ότι το είδος της επικής ποίησης έχει περιέλθει εις παρακμήν. Πολύστιχα βέβαια ποιήματα με αφηγηματικόν χαρακτήρα γράφονται, αλλά δεν ανήκουν απολύτως στο γνήσιον είδος της επικής ποιήσεως. Ενδεικτικόν παράδειγμα «ο Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Αυτά όλα δύνανται να χαρακτηριστούν «επικολυρικά» ποιήματα. Επίσης δύο μεγάλες συνθέσεις του Παλαμά, «η φλογέρα του βασιλιά» και «ο δωδεκάλογος του γύφτου» ανήκουν κι αυτές στο επικολυρικόν είδος του λόγου.
Ο ιδρυτής της επτανησιακής σχολής
Τα θέματα της επτανησιακής ποίησης, τα οποία βλέπουμε στον Σολωμό και αργότερα σε όλους τους ακολούθους του, όπως ο Αντ. Μάτεσης, Γεωρ. Τερτσέτης, Ιακ. Πολυλάς, Γερ. Μαρκοράς, Λορ. Μαβίλης είναι η φύσις, ο έρως αλλά κυρίως η πατρίς, για την οποίαν εκφράζουν λατρεία και αφοσίωση. Το ξέσπασμα δε του 1821 συγκλονίζει τόσο τον Σολωμό, ώστε τω 1824 να αναγκασθή και να αναρωτηθή: «Μήπως έχω άλλο στο νού μου, πάρεξ ελευθερίας και γλώσσης;». Για την μορφήν, το πρώτο και κύριον γνώρισμα της επτανησιακής ποιήσεως και δή του Σολωμού, είναι η δημοτική γλώσσα, την οποίαν οι επτανήσιοι λογοτέχνες, όχι μόνον υιοθετούν και καλλιεργούν αλλά και θεωρητικά την υποστηρίζουν με διάφορες μελέτες, άρθρα, διαλόγους συνεχίζοντας το προοδευτικόν ρεύμα του διαφωτισμού. Επεξεργάζονται δε με ιδιαιτέραν φροντίδα τον στίχον των, επιδιώκοντας να δώσουν στο ποίημα όσο γίνεται πιο άψογην μορφήν με απλότητα, ειλικρίνεια, μουσικότητα και χωρίς ρητορικές εξάρσεις. Η ευγένεια και η πνευματικότητα χαρακτηρίζουν γενικά την ποιότητα του έργου όλης της σχολής, πράγματα που λάμπουν εξόχως και εις τον «Κρητικό».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου