Η Ανάγκη Θεμελιώσεως της Γνώσεως κατά την Επιστημολογία των Νεωτέρων Χρόνων



 
Εισαγωγη


Κατά τον 17ο αιώνα έπειτα από μία μακρόχρονη περίοδο κατά την οποία οι φιλοσοφικές αντιλήψεις στην δυτική Ευρώπη είχαν περιβληθεί τον μανδύα του δόγματος, η πρόοδος των επιστημών επέβαλε και την εξέλιξη της φιλοσοφίας. Η αποκήρυξη της αυθεντίας και των παραδεδομένων αληθειών της περιόδου του Σχολαστικισμού και η θαρραλέα απόφαση των στοχαστών να μεταχειριστούν τον δικό τους νου, είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής, της εποχής του διαφωτισμού[1].

Ακόμη το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πλέον για τους φιλοσόφους δεν ήταν η αναζήτηση της ουσίας του κόσμου, αλλά το φαινόμενο της γνώσεως[2]. Τα νέα ερωτήματα που τίθενται είναι, πώς θεμελιώνεται η γνώση; Πού στηρίζονται οι ιδέες; Οι νέοι διανοητές αντιλήφθηκαν ότι η γνώση δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε αναπόδεικτα αξιώματα, σε μεταφυσικές βάσεις. Γεννήθηκε η ανάγκη να θεμελιωθεί η γνώση σε κάτι περισσότερο απτό.


Ο Καρτέσιος ήταν ο πρώτος διανοητής που επιχείρησε τον απεγκλωβισμό από την Σχολαστική φιλοσοφία, πράγμα επικίνδυνο για την εποχή του (Το 1624 το Κοινοβούλιο των Παρισίων είχε ψηφίσει διάταγμα δια του οποίου όποιος αμφέβαλλε για την φιλοσοφία του Αριστοτέλη μπορούσε να τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου[3]!). Θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος του ρασιοναλισμού, δηλαδή του ορθολογισμού και τις απαντήσεις του στο ερώτημα της θεμελιώσεως της γνώσεως τις εκθέτουμε στην πρώτη ενότητα.

Στην δεύτερη ενότητα, πραγματευόμαστε τις ιδέες του Λοκ. Ο Άγγλος Ιατρός και φιλόσοφος Τζον Λοκ, ασχολείται με το ίδιο θέμα, την θεμελίωση της γνώσεως, αλλά από πιο πρακτική οπτική γωνία. Θεωρείται ως ο κύριος εκπρόσωπος του εμπειρισμού.

Α. Η Γνωση κατα τον Ορθολογισμο του Καρτεσιου

Ο Καρτέσιος οικοδομεί την γνωσιολογία του σε τέσσερις διαδοχικές φάσεις. Αρχικώς, θεμελιώνει την γνώση του εαυτού με την μέθοδο της αμφιβολίας. Στη συνέχεια προχωρεί στην γνώση της υπάρξεως του Θεού. Αυτή η γνώση χρησιμοποιείται ως μέσον για την μετάβαση στην γνώση του κόσμου. Η τελευταία είναι εφικτή μέσω των εμφύτων ιδεών τις οποίες εγχάραξε ο Θεός στο νου του ανθρώπου.

Ο Καρτέσιος θέλει να επανεξετάσει όλη την φιλοσοφική παράδοση και θέλει να θέσει εκ νέου τα θεμέλια της φιλοσοφίας σε πιο στέρεα βάση. Διαπίστωσε ότι τα περισσότερα από όσα αξιωματικώς δέχονταν οι φιλόσοφοι μέχρι τότε μπορούσαν να καταρριφθούν. Δεν άντεχαν στην δοκιμασία της αμφιβολίας. Στα ταξίδια των στοχασμών του έχει σαν οδηγό την αμφιβολία. Αμφιβάλλει για τα πάντα, ακόμη και για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Φθάνει σε αυτό που ονομάζει, ριζική αμφιβολία. Με την αμφιβολία ως εργαλείο, άρχισε να απομακρύνει τα σαθρά επιχειρήματα που δεν άντεχαν στην δύναμη της αμφισβητήσεως. Η γνώση δεν μπορούσε να θεμελιωθεί σε αναπόδεικτα αξιώματα. Προσπαθούσε να φθάσει σε στέρεο έδαφος και εκεί να θέσει τον θεμέλιο λίθο του φιλοσοφικού του οικοδομήματος[4].

Στον Λόγο περί της μεθόδου του (όπως και στον πρώτο από τους Στοχασμούς του) ο Καρτέσιος περιγράφει αυτή την τακτική της μεθοδική αμφιβολίας:

«...είχα από πολύ καιρό παρατηρήσει πως, για ότι αφορά τα ήθη, είναι κάποτε ανάγκη, γνώμες που κανένας τις ξέρει ως αβέβαιες, να τις ακολουθεί το ίδιο σαν να είταν (sic) αναμφίβολες, καθώς το είπα και πιο πάνω. Επειδή όμως επιθυμούσα τότε να καταγίνω αποκλειστικά με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω ακριβώς το αντίθετο και να απορρίψω, σαν να ήταν εντελώς ψεύτικο, οτιδήποτε θα μπορούσε να μου γεννήσει την παραμικρότερη αμφιβολία, για να δω αν δεν θα μου απόμενε ύστερα από αυτό καμιά πεποίθηση που να είναι εντελώς αναμφίβολη. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις µας ξεγελούν κάποτε, θέλησα να υποθέσω πως τίποτα δεν υπάρχει που να είναι τέτοιο που εκείνες µας κάνουν να το φανταζόµαστε. Κι επειδή υπάρχουν άνθρωποι που γελιούνται κάνοντας συλλογισµούς πάνω και στ' απλούστερα ακόµα θέµατα της γεωµετρίας, και παραλογίζονται, κρίνοντας κι εγώ πως µπορούσα να λαθέψω όσο κι οποιοσδήποτε άλλος, απόρριψα σαν ψεύτικους όλους τους λόγους που είχα πάρει προηγουµένως για αποδείξεις. Και τέλος, παίρνοντας υπόψη πως όλες οι σκέψεις που έχουµε ενόσο είµαστε ξυπνητοί µπορούν επίσης να µας έρχονται ολόιδιες κι όταν κοιµούµαστε, χωρίς καµιά τους να είναι τότε αληθινή, αποφάσισα: να υποθέσω πως όλα όσα µού είχαν µπει κάποτε στον νου, δεν είταν (sic) περισσότερο αληθινά από τις φαντασίες τvν ονείρων µου...[5]»

Στον πρώτο από τους Στοχασμούς του αναφέρει την υπόθεση ότι «υπάρχει ένας δαίμονας, που είναι υπέρτατα ισχυρός και έξυπνος, και πως κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να με παραπλανήσει[6]» για να τονίσει στον υπέρτατο βαθμό την αμφιβολία. Καταλήγει τελικώς στο συμπέρασμα ότι για όλα μπορεί να αμφιβάλλει, αλλά για να έχει την δυνατότητα της αμφιβολίας πρέπει να υπάρχει. Προϋπόθεση της σκέψεως, και άρα της αμφιβολίας είναι η ύπαρξη. Όποιος δεν υπάρχει δεν σκέπτεται, ούτε αμφιβάλλει. Έτσι γεννήθηκε το περίφημο ρητό: «cogito ergo sum». Το οποίο σημαίνει «σκέπτομαι (αμφιβάλλω) άρα υπάρχω»[7].

Γράφει ο ίδιος:

«...Αµέσως όµως κατόπι πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι όλα είταν(sic) ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόµουν, να είµαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτοµαι, άρα υπάρχω είταν (sic) τόσο γερή και τόσο σίγουρη ώστε όλες µαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις τών σκεπτικών φιλοσόφων δεν είταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως µπορούσα δίχως ενδοιασµούς να την παραδεχτώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα.[8]»

Σε αυτό το συμπέρασμα –ως σε στερεό έδαφος- έθεσε το θεμέλιο της γνώσεως. Η γνώση θεμελιώνεται στο σκεπτόμενο υποκείμενο. «Είμαι ένα σκεπτόμενο υποκείμενο»: «sum res cogitans» είπε χαρακτηριστικώς[9].

Για την ύπαρξη του Θεού ο Καρτέσιος χρησιμοποίησε το εξής αποδεικτικό επιχείρημα: Στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχουν τρία ήδη ιδεών: α) αυτές που απέκτησε κάποιος από την παρατήρηση του κόσμου, β) όσες δημιούργησε μόνος του, και γ) οι έμφυτες ιδέες που προϋπήρχαν και μαζί με τις οποίες ο κάθε άνθρωπος γεννήθηκε. Μία από αυτές είναι και η ιδέα της τελειότητας. Εφόσον υπάρχει εντός ημών η ιδέα της τελειότητας, πρέπει να υπάρχει και ένα τέλειο ον. Αυτό το τέλειο ων είναι ο Θεός. Ο Θεός ως τέλειο ον, θα πρέπει να διαθέτει και το χαρακτηριστικό της υπάρξεως. Άρα υπάρχει[10]. Η προαναφερθείσα απόδειξη του Καρτεσίου για την ύπαρξη του Θεού ήδη από την στιγμή που κυκλοφόρησε με την έκδοση των Στοχασμών[11]. (όπως και άλλες φιλοσοφικές θέσεις του) δεν ενθουσίασε τους θεολόγους της εποχής του (και ειδικότερα αυτούς του Πανεπιστημίου της Σορβόνης προς τους οποίους απευθύνθηκε ο Καρτέσιος) και δέχθηκε επικρίσεις ως ανεπαρκής και αβάσιμη

Η γνώση του κόσμου είναι συνάρτηση της γνώσεως του Θεού. Διότι εφ' όσον υπάρχει Θεός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πέσει θύμα της παραπλανήσεως του κακού δαίμονος ο οποίος προσπαθεί συνεχώς να τον εξαπατά. Άρα μπορεί να είναι βέβαιος ότι αυτά τα οποία βλέπει γύρω του δεν είναι παραισθήσεις και όνειρα, αλλά πραγματικότης[12].

Μία από τις πλέον γνωστές θεωρίες του Καρτεσίου ήταν και αυτή των εμφύτων ιδεών. Κάποτε έγραψε ότι:

το βρέφος μέσα στην μήτρα της μητέρας του «φέρει μέσα του την ιδέα του Θεού, του εαυτού του και όλες τις αλήθειες που θεωρούνται αυταπόδεικτες. Φέρει μέσα του αυτές τις ιδέες όχι λιγότερο από όσο τις φέρουν οι ενήλικες όταν δεν τους δίνουν σημασία, και δεν τις αποκτά κατόπιν, όταν μεγαλώσει.[13]»

Αργότερα διευκρίνισε ότι εννοούσε ότι αυτό που κληρονομεί ο άνθρωπος είναι η ικανότητα της σκέψεως. Όμως επικράτησε η αντίληψη ότι ο Καρτέσιος πίστευε πράγματι στις έμφυτες ιδέες[14]. Βασίζεται στα μαθηματικά. Τα μαθηματικά επηρεάζουν έντονα την φιλοσοφία της περιόδου αυτής. Οι ιδέες όμως οι οποίες είναι σχετικές με τα μαθηματικά δεν είναι αυθύπαρκτες και έμφυτες, αλλά δημιουργούνται από τον νου του ανθρώπου από την παρατήρηση των υλικών πραγμάτων[15]. Ο ορθός λόγος είναι η πηγή της γνώσεως. Γι' αυτό και Ορθολογισμός καλείται η φιλοσοφική του τάση. Αναζητεί τις πρώτες αρχές της γνώσεως, τις καθαρές ιδέες.

Στο νου του ανθρώπου υπάρχουν καθαρές ευκρινείς, έμφυτες ιδέες. Ο Καρτέσιος μετατοπίζει τις ιδέες από τον νου του Θεού (όπου θεωρούσε ότι ήταν ο Αυγουστίνος) στο νου του ανθρώπου. Οι ευκρινείς αυτές έμφυτες ιδέες γεννώνται μαζί με τον κάθε άνθρωπο και βάσει αυτών των ιδεών μπορεί να ερμηνεύσει τον κόσμο.

Ο Καρτέσιος κάνει διάκριση ανάμεσα στην σκέψη και στην έκταση (ύλη). Η ουσία της νοήσεως είναι σκεπτόμενη συνείδηση. Η αληθινή και βέβαιη επιστήμη έχει ως θεμέλιο ακριβώς αυτές τις σαφείς και διακριτές, έμφυτες ιδέες. Η επαφή του νου με αυτές τις ιδέες καλείται εποπτεία.

Ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Τα σώματα για τον Καρτέσιο είναι -όπως άλλωστε και τα ζώα- απλές μηχανές, «αυτόματα», όπως τα αποκαλεί. Τα ζώα δεν σκέπτονται, και υπόκεινται στους φυσικούς νόμους. Το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου είναι διακριτές οντότητες. Το κριτήριο για να είναι κάτι υλικό ή όχι είναι η έκταση. Ό,τι έχει έκταση είναι υλικό σώμα και ότι δεν έχει έκταση είναι άυλο[16].

Β. Η Γνωση κατα τον Εμπειρισμο του Λοκ

Ο Τζον Λοκ ξεκινά την προσπάθειά του για την θεμελίωση της γνώσεως κάνοντας λόγο για κάποιο είδος διανοητικής απαισιοδοξίας, για «απελπισία έναντι της αποτυχημένης γνώσεως» στην οποία κάποιος μπορεί να περιπέσει έπειτα από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες στην αναζήτησή της. Όπως ο ίδιος αναφέρει οι άνθρωποι συχνά:

«θέτουν ερωτήματα που πολλαπλασιάζουν τις αντιπαραθέσεις τους και καθώς ποτέ δε φτάνουν σε καθαρές λύσεις, καταφέρνουν μόνο να διατηρούν και να αυξάνουν τις αμφιβολίες τους και τελικά να τις επιβεβαιώνουν στα πλαίσια του απόλυτου σκεπτικισμού»[17].

Εισηγείται ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε πρώτα από όλα είναι να εξετάσουμε την ικανότητά μας για γνώση. Να ξεχωρίσουμε τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό. Καταλήγει στο ότι: «δεν είναι δουλειά μας να γνωρίζουμε τα πάντα, αλλά μόνο όσα αφορούν τη συμπεριφορά μας»[18].

Έχοντας αυτό το υπόβαθρο ο Λοκ προχωρά στην έρευνά του για την καταγωγή και την έκταση της γνώσεως διατυπώνοντας το ερώτημα: «Πώς γίνεται και... [ο νους] εφοδιάζεται; Από πού προέρχεται αυτός ο τεράστιος όγκος [ιδεών]; Από πού αποκτώνται όλα τα υλικά... της γνώσης;». Η απάντηση του είναι σαφέστατη και του δίνει μια σταθερή θέση στους εμπειριστές. «Απαντώ, με μια λέξη, από την Εμπειρία: σ' αυτήν βασίζεται όλη η γνώση μας κι απ' αυτήν προέρχεται σε τελευταία ανάλυση». Την θέση του αυτή αναπτύσσει στο έργο του Δοκίμιο[19].

Ο Λοκ απορρίπτει την καρτεσιανή άποψη περί εγχαράκτων ιδεών. Η ψυχή δεν γεννιέται εφοδιασμένη με κάποιες ιδέες, αλλά είναι «tabula rasa»: λευκή, άγραφη πλάκα. Η εμπειρία είναι αυτή η οποία θα μας δώσει το οπλοστάσιο των ιδεών για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Οι ιδέες εγγράφονται σε αυτήν, την άγραφη -αρχικώς- πλάκα, μέσω των αισθήσεων και μέσω του λογισμού. Η γνώση, λοιπόν, είναι επίκτητη[20].

Ο συνδυασμός των απλών ιδεών μας δίδει τις σύνθετες ιδέες (λ.χ. η ιδέα του κενταύρου), τις ιδέες σχέσεων (λ.χ. η ιδέα της ομοιότητας) και τις γενικές ή αφηρημένες ιδέες (όπως η ιδέα του ζώου – η αναφερόμενη σε όλο το βασίλειο των ζώων)[21]. Αυτές παράγονται με μία νοητική διαδικασία η οποία καλείται αφαίρεση. Η αφαίρεση είναι η πλέον σημαντική ικανότητα της εσωτερικής εμπειρίας (reflection), η οποία διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Οι απλές ιδέες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα και υπαρκτά πράγματα. Οι αφηρημένες υπάρχουν μόνον μέσα στο νου μας για να μας βοηθούν στην κατάταξη των αντικειμένων της γνώσεως[22].

Για τον εμπειρισμό του Λοκ, ακόμη και οι μαθηματικές έννοιες προέρχονται από τον κόσμο των αισθήσεων. Πρόκειται για γενικεύσεις, με υψηλό ποσοστό αφαιρέσεως, των εντυπώσεων μας. Οι μαθηματικές αλήθειες παύουν να θεωρούνται αιώνιες αλήθειες[23].

Ο Λοκ, ο οποίος θεωρείται προοδευτικός, διακατεχόταν από μια βαθιά ευσέβεια και ο Θεός κατείχε κυρίαρχη θέση στην δόμηση της επιχειρηματολογίας του[24]. Θεωρεί τον Θεό ως δημιουργό της νοήσεως. Υιοθετεί τροποποιημένη την απόδειξη του Καρτεσίου για την ύπαρξη του Θεού στην οποία επισυνάπτει και την κοσμολογική απόδειξη[25].

Η μέθοδος αναλύσεως την οποία χρησιμοποιεί ο Λοκ οδηγεί στον απόλυτο διαχωρισμό της νοήσεως από την πραγματικότητα. Δηλαδή υπάρχει ένας υποκειμενικός κόσμος ιδεών, ένα χώρος αφηρημένων σχημάτων και ένας εξωτερικός αυθύπαρκτος κόσμος που αποτελείται από το σύνολο των επιμέρους αισθητών πραγμάτων[26]. Οι ιδιότητες των πραγμάτων του αντικειμενικού κόσμου ονομάζονται από τον Λοκ ποιότητες, οι οποίες μπορεί να είναι πρωτεύουσες (οι οποίες είναι συνυφασμένες με τα πράγματα έτσι ώστε να μη μπορούν να υπάρξουν δίχως αυτές, όπως η έκταση) ή δευτερεύουσες (αυτές που δεν είναι συνυφασμένες με τα πράγματα, όπως το χρώμα). Κάθε πράγμα αποτελείται από μια υλική υπόσταση επί της οποίας στηρίζονται οι ποιότητες[27].

Ο Λοκ θεωρεί ότι η γνώση ως την αντίληψη της συμφωνίας ή της διαφωνίας μεταξύ κάποιων ιδεών μας. Υπάρχουν βαθμοί γνώσεως. Η πρώτη γνώση είναι ενορατική. Ενορατική είναι η γνώση των ιδεών και είναι η πιο ασφαλής από κάθε άλλη γνώση. Δηλαδή η ενόραση μας παρέχει την βεβαιότητα για την ύπαρξη μιας ιδέας. Από την ιδέα ενός πράγματος αποκτούμε και την γνώση της υπάρξεως του ιδίου του πράγματος. Γνωρίζουμε, δηλαδή, ότι υπάρχει αυτό το πράγμα. Όμως η γνώση του αισθητού κόσμου γίνεται μέσω της αισθήσεως. Η υπεροχή της ενορατικής γνώσεως είναι εμφανής[28].

Συμπερασματα

Ο Καρτέσιος θεμελίωσε το ορθολογικό του σύστημα στην μνημειώδη λατινική του έκφραση: «cogito ergo sum». Πολλές από τις θέσεις που ανέπτυξε, δεν άντεξαν στην δίνη της κριτικής από άλλους διανοητές στα χρόνια που ακολούθησαν. Όπως συμβαίνει συχνά με τα ιστορικά μνημεία, τα υπόλοιπο οικοδόμημα ίσως κατέρρευσε, αλλά το θεμέλιο παραμένει στη θέση του για να μας θυμίζει ένα λαμπρό και αξιόλογο οικοδόμημα. Η ρήση αυτή δέχθηκε και αυτή τις καταιγίδες της κριτικής παρ' όλα ταύτα παραμένει –αν και αμφισβητουμένη- μνημειώδης.

Ο Λοκ θεμελίωσε την γνώση στα αισθητηριακά δεδομένα. Ο νους του κάθε ανθρώπου που γεννιέται είναι κενός, σαν ένα λευκό χαρτί, μία άγραφη πλάκα «tabula rasa». Ο Καρτέσιος την θεμελίωσε στον λόγο, τον ορθό λόγο που βασίζεται στις έμφυτες ιδέες με τις οποίες προικίζει ο Θεός τον κάθε άνθρωπο.

Για τον Καρτέσιο αν εμείς δεν υπήρχαμε (η συνείδησή μας), δεν θα υπήρχε ούτε ο κόσμος. Κατά τον Λοκ και εάν εμείς δεν υπήρχαμε, ο κόσμος θα υπήρχε.

Και οι δυο όμως αναφέρονται στην ύπαρξη ιδεών μέσα στο νου του ανθρώπου. Οι απόψεις του μπορούν να τεθούν παραλλήλως αλληλοσυμπληρούμενες: κατά τον Λοκ η ύπαρξη κάποιων εμφύτων ιδεών χωρίς την επίκτητη εμπειρία δεν επαρκεί για να εξηγήσει το φαινόμενο της γνώσεως. Ο Καρτέσιος πάλι, θεωρεί ότι η εμπειρία από μόνη της δίχως κάτι έμφυτο μέσα μας πάλιν δεν επαρκεί για την ερμηνεία των όσων γνωρίζουμε[29].



Βιβλιογραφία


1. Αυγελής Νίκος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, 4η έκδοση, εκδ. Κουκούλης, Θεσ/νίκη, 2004.
2. Μολύβας Γρηγόρης, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄ Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
3. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, β’ έκδοση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998.
4. Cottingam, John, Φιλοσοφία της επιστήμης, Α΄: Οι ορθολογιστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, εκδ. Στάχυ, Αθήνα, 2000.
5. Fearn Nicholas, ο Ζήνωνας και η Χελώνα, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003.
6. Descartes, Λόγος περί της μεθόδου, μτφρ. Χρ. Χριστίσδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976
7. Kenny Anthony (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005.
8. Windelband, W. & Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, Β’ τόμος, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, γ’ ανατύπωση, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003.
9. Woolhouse, R. S., Φιλοσοφία της επιστήμης, Β': Οι εμπειριστές, μτφ. Σ. Τσούρτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα, 2003.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 
[1] Γρηγόρης Μολύβας, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄ Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 17.
[2] Στο ίδιο, σελ. 30.
[3] Nicholas Fearn, ο Ζήνωνας και η Χελώνα, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003, σελ. 126.
[4] Στο ίδιο, σελ. 128.
[5] Descartes, Λόγος περί της μεθόδου, μτφρ. Χρ. Χριστίσδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976, σελ. 31.
[6] Anthony Kenny, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005, σελ 167.
[7] Θεοδόσιος Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, β’ έκδοση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998, σελ 253.
[8] Descartes, ό.π., σελ. 31-32.
[9] Anthony Kenny, ό.π., σελ 168.
[10] Θεοδόσιος Πελεγρίνης, ό.π., σελ 254-255.
[11] John Cottingam,, Φιλοσοφία της επιστήμης, Α΄: Οι ορθολογιστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, εκδ. Στάχυ, Αθήνα, 2000, σελ. 83.
[12] Θεοδόσιος Πελεγρίνης, ό.π., σελ 255.
[13] Anthony Kenny, ό.π., σελ 180.
[14] Στο ίδιο.
[15] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π., σελ. 34.
[16] Θεοδόσιος Πελεγρίνης, ό.π., σελ 251-252.
[17] Woolhouse, R. S., Φιλοσοφία της επιστήμης, Β': Οι εμπειριστές, μτφ. Σ. Τσούρτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα, 2003, σελ. 121.
[18] Στο ίδιο, σελ. 122-123.
[19] Στο ίδιο.
[20] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π., σελ. 51.
[21] Στο ίδιο, σελ. 51
[22] Νίκος Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, 4η έκδοση, εκδ. Κουκούλης, Θεσ/νίκη, 2004, σελ. 349-350.
[23] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π., σελ. 24.
[24] Στο ίδιο, σελ. 13.
[25] W. Windelband & H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, Β’ τόμος, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, γ’ ανατύπωση, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003, σελ. 254.
[26] Νίκος Αυγελής, ό.π., σελ. 350.
[27] Θεοδόσιος Πελεγρίνης, ό.π., σελ 274-275.
[28] W. Windelband & H. Heimsoeth, ό.π., σελ. 252.
[29] Anthony Kenny, ό.π., σελ 183.


*Η εργασία αυτή εγράφη τον Ιανουάριο του 2008 για την Θεματική Ενότητα ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Καθηγήτρια - Σύμβουλος Θεματικής ενότητος ήταν η κ. Βασιλική Τσακίρη. 
 
 
 
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him