Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής Στ΄ Ματθαίου (Ματθ. θ´ 1-8)
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. Καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ῞Ινα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ῞Ινα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ᾿Εγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
ΣΧΟΛΙΑ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ:
1. ἐμβὰς
Εκ του ρημ. ἐμβαίνω>βαίνω < αρχ. < βανjω | βαμjω. Εξ ού και το «ναύτης» εκ του ναῦς - βάτης, ο επιβαίνων επί νηί. Το ρήμα είναι της Α’ Συζυγίας. Συζυγία λέγεται καθεμιά από τις δύο μεγάλες κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα ρήματα της αρχαίας ελληνικής κατά τον τρόπο που κλίνονται. Στην πρώτη συζυγία ανήκουν τα βαρύτονα ρήματα που λήγουν σε -ω (-ομαι) στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα. Π.χ. ἀλλάσσ-ω, ἀλλάσσ-ομαι. Τα ρήματα της πρώτης συζυγίας διαιρούνται σε φωνηεντόληκτα, ημιφωνόληκτα ( υγρόληκτα, ενρινόληκτα ) και συμφωνόληκτα ( οδοντικόληκτα, χειλικόληκτα, ουρανικόληκτα). Η μετοχή στην ενεργητική φωνή έχει ως εξής:
Η μετοχή στην ενεργητική φωνή
ενεστώτας: βαίνων βαίνουσα βαῖνον
μέλλοντας: βησόμενος βησομένη βησόμενον
αόριστος β: βάς βᾶσα βάν
παρακείμενος: βεβηκώς/βεβώς βεβηκυῖα/βεβῶσα βεβηκός/βεβώς
Δεν λέγει εισελθών διότι και εις τας ημέρας μας επιβιβάζομαι λέμε δια τας περιπτώσεις εισόδου εις το πλοίον κι ουχί μπαίνω στο πλοίο. Αύτη η διαφορά και του εμ-βαίνω με το εισ-έρχομαι. Γενικώς ειπείν ο Κύριος δεν επεμ-βαίνει εις την ζωή των ανθρώπων και εισ-έρχεται μόνον εις αγνάς ψυχάς ύστερα από την ελευθέρα παράκλησιν αυτών κατά το «ελθέ και σκήνωσον εν ημίν». Ο Κύριος απλώς εμ-βαίνει, επιβιβάζεται εφ’ ημών, όταν το πλοίο της ψυχής μας διάγει εν αρμονία μετά της θελήσεώς Αυτού και του νόμου Αυτού και από-βαίνει, αποβιβάζεται, οσάκις αμαρτάνωμεν, αποστρεφόμενος την κακίαν ημών.
2. πλοῖον
πλοῖον -ου, τό [πλόος] εκ του πλέω. Ο Όμηρος έχει μια ωραία φράσιν δια το πλέω το «ὑγρὰ κέλευθα πλεῖν» ήτοι το ταξιδεύειν επί ταις θαλασσίαις οδούς. Πολλάκις ο βίος των ανθρώπων ομοιάζει με πλεύσιν, με ταξίδι πάνω στην θάλασσα και η ζωή του καθενός με πλοιάριον που ταξιδεύει άλλοτε με φουρτουνιασμένας θάλασσας και άλλοτε με νηνεμία. Δείτε το πολύ ωραίο άρθρο του ενοριακού ναού Αγίου Νικολάου του νέου Θηβών που βρήκα ενθάδε. Σημασία έχει να εμβαίνει ο Ιησούς επ’ αυτώ.
3. διεπέρασε καὶ ἦλθεν
Λέγει δύο ρήματα και όχι απλώς δι-ήλθεν. Η έμφασις πίπτει εις το «διεπέρασεν». Αν η ζωή είναι ένα ταξίδι πάνω στην θάλασσα και ο βίος μας όλος ένα πλοιάριον που ταξιδεύει επ’ αυτής, τότε μόνον ο Κύριος διαπερνά άπασα την ύπαρξίν μας. Το «διαπερῶ», Αρχική - Ριζική: πέρας < ΙΕ περ- (δηλωτικό κίνησης και κατεύθυνσης, τέλος, τέρμα, διαπερνώ) δηλοί την δια μιας κίνησιν εις το τέρμα. Διαπερῶ
διεπέρων, διαπεράσω, διεπέρασα, διαπεπέρακα. Με τον Κύριον εμβαίνοντα εις το πλοίον της ζωής, το τέλος δεν διαφεύγει κανενός. Είναι Εκείνος που σε κατευθύνει εις το τέρμα ασφαλώς, που σε οδηγεί εις αίσιον τέλος, πέρας του βίου. Ο μόνος του της ζωής μας ταξειδίου οδηγός, Ο διεκπεραιωτής του ταξειδίου μας.
4. Προσέφερον
Προς αὐτῷ έφερον, έφεραν προς εκείνον. Και ιδού λέγομεν ημείς. Τίνα εστί η δική μας προσφορά προς Εκείνον; Δηλαδή τι του προσφέρομεν; Εκείνος μας προσφέρει την ζωήν, μας διαπερᾷ εις το τέλος αυτής αισίως, κι ημείς οι μωρόπιστοι αντί να Τον δοξάζωμεν και να Τον υμνώμεν συνεχώς ζητάμε απ’ Αυτόν. Ενθάδε δια άλλην μιαν φοράν προς τω Κυρίω έφερεν η ανθρωπότης την παραλυτικήν φύσιν της. Πότε η φύσις ημών καθίσταται παραλυτική; Το δηλοί η συνέχεια του αναγνώσματος. Υπό των αμαρτιών η ανθρώπινη φύσις παραλύεται τουτέστιν επέρχεται διακοπή της συνοχής, της οργάνωσης και της αρμονικής λειτουργίας του οργανωμένου συνόλου.
5. Βεβλημένον
Το σώμα παραλύεται επειδή η ψυχή παρελύθη προηγουμένως. Το σώμα ασθενεί και βάλλεται υπό ασθενειών διότι και η ψυχή εβλήθη, ετρώθη υπό της αμαρτίας. Τουτέστιν έχομεν ένα νοούμενον τριμερές σχήμα, ένα σχήμα κατά το νοούμενον.
Ψυχή = βάλλεται υπό της αμαρτίας
Σώμα = βάλλεται όταν η ψυχή ασθενεί
=
Το σώμα ασθενεί = όταν βάλλεται η ψυχή υπό της αμαρτίας
Σώμα = βάλλεται όταν η ψυχή ασθενεί
=
Το σώμα ασθενεί = όταν βάλλεται η ψυχή υπό της αμαρτίας
Το ρήμα βάλλω υπονοεί και τον πόλεμον. Εκτοξεύω βλήμα με πυροβόλο όπλο εις την ουσίαν σημαίνει. Τουτέστιν ο άνθρωπος πολεμείται. Υπό τινος; Υπάρχει εχθρός, ο αιώνιος τρισκατάρατος όφις όστις δεν παύει ποτέ να βάλλη κατά του ανθρώπου.
6. ἰδὼν
μετοχή φωνής ενεργητικής, χρόνου αορίστου β, γένους αρσενικού, αριθμού ενικού, πτώσεως ονομαστικής. (ΟΡΙΣΤ) εἶδον εἶδες εἶδε/εἶδεν εἴδομεν εἴδετε εἶδον (ΥΠΟΤ) ἴδω - ἴδῃς ἴδῃ ἴδωμεν ἴδητε ἴδωσι/ἴδωσιν (ΕΥΚΤ) ἴδοιμι ἴδοις ἴδοι ἴδοιμεν ἴδοιτε ἴδοιεν (ΠΡΟΣΤ) -ἰδέ ἰδέτω - ἴδετε ἰδέτωσαν/ἰδόντων (ΑΠΡΜΦ) ἰδεῖν. Προσέξατε τι ορά ο Ιησούς. Δεν βλέπει ένα σώμα παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης. Βλέπει άλλα πράγματα. Σίγουρα βλέπει ότι η σωματική ασθένεια του παραλυτικού προήλθε εκ της αμαρτίας εις την ψυχήν του. Εξ ού και πρώτα θα συγχωρέση τας αμαρτίας του. Τούτο είναι σίγουρον. Αλλά δεν σώζει τούτον τον αμαρτωλόν χάριν της δικής του θελήσεως να σωθή. Ίσως ο παραλυτικός να θέλη να σωθή – τις άνθρωπος εις την δικήν του θέσιν δεν θέλει; - αλλά να μην ξέρη πώς. Το ξεύρουν όμως οι δικοί του άνθρωποι. Εκείνοι έχουν την πίστην και δια τούτο τον φέρουν προς τον Κύριον. Και Εκείνος σώζει τον παραλυτικόν χάρις αυτών, λόγω της πίστεώς των. Πώς νοείται η πίστις ενθάδε; Ως γνώσις εσωτερική, ότι δια της ημών αμαρτίας πάσχομεν. Νοσεί το όλον χάριν της αμαρτίας του μέρους της ψυχής. Και πάλι ως γνώσις ότι μόνον Εκείνος εστί ο ιατρός της νοσηρότητος και ο μόνος, όστις δύναται να λύση τα δεσμά της νόσου. Ενθάδε νομίζομεν τονίζεται η μεγάλη αξία του περιβάλλοντος. Ακόμα κι όταν ένα άτομο νοσεί εις την ψυχήν, εάν περικλείεται ή περιτριγυρίζεται από ανθρώπους αγαθούς, υγιείς εις την ψυχήν, διαπλασμένους με τα υψηλότερα της ανθρωπότητος φρονήματα, δύναται να βελτιώση την θέσιν του. Δια τούτο έχει σημασίαν η διάπλασις εις την κοινωνίαν αγαθών περιβαλλόντων. Όταν νομιμοποιούμεν δια παράδειγμα την πορνείαν και την μοιχείαν και την ομοφυλοφιλίαν, πλάττομεν άρα γε υγιή περιβάλλοντα, ένθα και εάν ακόμα υπάρχουν χωλά μέρη δύνανται να ιαθούν; Επουδενί. Η ύπαρξις υγιών περιβαλλόντων, υγιών δομών στην κοινωνία σώζει όχι μόνον αυτήν ως σύνολον αλλά θεραπεύει και την όποια νόσον των μερών υπάρχει.
7. αὐτῶν
Γενική υποκειμενική. Δεικνύει το πρόσωπον που κατέχει την ενέργειαν του ρήματος. Πιστεύουσι οι πέριξ του παραλυτικού άνθρωποι.
8. θάρσει
Έχε θάρρος, θάρσος.
θαρρῶ/θαρσῶ,θαρρῶ/θαρσῶ,θαρροίην/θαρροῖμι/θαρσοίην/θαρσοῖμι,θάρρει/θάρσει,θαρρεῖν/θαρσεῖν.
Προσέξατε ότι το θάρρος, θάρσος ολίγον απέχει από το θράσος. Το θράσος είναι υπερβολικόν θάρρος όπερ εκδηλώνεται ως μη οικείον, ως μη κατάλληλον, εις περιπτώσεις ένθα δεν επιβάλλεται να έχη τις θάρρος. Το θάρσος είναι ταπεινόν εκ πίστεως εκπηγαζόμενον. Το θράσος είναι εωσφορική υπεροπτικότης.
9. ἀφέωνται
Εκ του ἀφίεμαι. Εις το γ’ πληθ. ἀφίενται. Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι είναι ασυναίρετα. Ο ενεστώτας και ο παρατατικός της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζονται διαφορετικά από των ρημάτων της πρώτης συζυγίας, εκτός από την υποτακτική του ενεστώτα.
· ενεστώτας ἀφίενται
· παρατατικός ἀφίεντο
· μέλλοντας ἀφήσονται
· παθητικός μέλλοντας α ἀφεθήσονται
· αόριστος ἀφήκαντο
· αόριστος β ἀφεῖντο
· παθητικός αόριστος ἀφείθησαν / ἀφέθησαν
· παρακείμενος ἀφεῖνται
· υπερσυντέλικος ἀφεῖντο
Το ρήμα απαντάται στην Καινή Διαθήκη και στις εξής 8 περιπτώσεις, εκ των οποίων οι 5 είναι ως ἀφέωνται:
· Ματ. 9:5 τι γαρ εστιν ευκοπωτερον ειπειν αφιενται σου αι αμαρτιαι η ειπειν εγειρε και περιπατει
· Μάρ. 2:5 και ιδων ο ιησους την πιστιν αυτων λεγει τω παραλυτικω τεκνον αφιενται σου αι αμαρτιαι
· Μάρ. 2:9 τι εστιν ευκοπωτερον ειπειν τω παραλυτικω αφιενται σου αι αμαρτιαι η ειπειν εγειρε και αρον τον κραβαττον σου και περιπατει
· Λουκ. 5:20 και ιδων την πιστιν αυτων ειπεν ανθρωπε αφεωνται σοι αι αμαρτιαι σου
· Λουκ. 5:23 τι εστιν ευκοπωτερον ειπειν αφεωνται σοι αι αμαρτιαι σου η ειπειν εγειρε και περιπατει
· Λουκ. 7:47 ου χαριν λεγω σοι αφεωνται αι αμαρτιαι αυτης αι πολλαι οτι ηγαπησεν πολυ ω δε ολιγον αφιεται ολιγον αγαπα
· Λουκ. 7:48 ειπεν δε αυτη αφεωνται σου αι αμαρτιαι
· Α'Ιωάνν. 2:12 γραφω υμιν τεκνια οτι αφεωνται υμιν αι αμαρτιαι δια το ονομα αυτου
10. Σοι
Δοτική Χαριστική. Μόνον ως χάριν δυνάμεθα λαμβάνειν άφεσιν αμαρτιών. Το σβήσιμο των όποιων παραπτωμάτων μας δεν εστί επιβράβευσις τινός ίσως αγαθής προαιρέσεως αλλά μόνον αποτέλεσμα χάρεως του Θεού. Χαριστική μας δίδεται και γλυτώνομεν εκ της ειρκτής ένθα ίσως εθέλομεν εμβληθήναι λόγω των ανοσιουργημάτων μας.
11. ἁμαρτίαι
αξίζει να επισημανθή η ετυμολογία της λέξεως αμαρτία. Αρχική - Ριζική: μείρομαι < αρχ. "παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει" < *(s)mer-jο-mai < ΙΕ *smer- "θυμάμαι, σκέφτομαι". Τουτέστιν προέρχεται εκ του ρήματος μείρομαι!!! Πότε αμαρτάνομεν; Όταν έχομεν επίγνωσιν της αμαρτολότητός μας. Ήτοι όταν υπάρχη ενσυναίσθησις. Εκ φύσεως έχει επιδαψιλευθεί εντός του ανθρώπου ο νόμος του θεού, ο νόμος του αγαθού, μια ενθύμησις του κόσμου των Ιδεών ως λέγει ο Πλάτων. Υπάρχει η συνείδησις. Ωσάν ο άνθρωπος ενθυμηθή εντός του τον αρχετυπικόν νόμον, κατανοεί πότε παρέβηκε τούτον τον κώδικα και συνθλίβεται. Όταν όμως έχει φιμώσει την φωνήν της συνειδήσεώς του, τότε αύτη παύει να τον προειδοποιεί ότι είναι παραβάτης εις τι. Όταν λοιπόν ακόμα η φωνή της συνειδήσεως είναι ζώσα, και ο άνθρωπος ενθυμάται την πτώσιν του, την παραβατικότητά του, αποκτά συναίσθησιν ότι δικαίως πάσχει, δικαίως λαμβάνει το μερίδιον των πράξεών του. Αύτη είναι η αμαρτία. Μια εσωτερική αποδοχή των ευθυνών μας. Πιστεύομεν ότι άνευ τινός τοιαύτης αποδοχής εκ μέρους του ανθρώπου της αμαρτωλότητός του δεν δύναται να επέλθη και άφεσις. Και αν ως είπομεν ανωτέρω η άφεσις των αμαρτιών εις την ουσίαν αποτελεί χαριστική βολή του θεού, που είτε θέλει μας την δίδει είτε όχι, η αμαρτία, η ενσυναίσθησις της παραβατικότητός μας αποτελεί τουλάχιστον μία προϋπόθεσις ελεύσεως της χάρεως του θεού.
12. βλασφημεῖ
Εκ του ρήμ. βλάπτω < αρχ. < βλάβη. Στα συνηρημένα ρήματα της δεύτερης τάξης γίνονται οι ακόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων: ο χρονικός χαρακτήρας ε όπου συναντά ε συναιρείται σε ει, όπου ο σε ου και όπου μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο στο ίδιο μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο.
βλασφημῶ βλασφημεῖς βλασφημεῖ βλασφημοῦμεν βλασφημεῖτε βλασφημοῦσι/βλασφημοῦσιν, βλασφημῶ βλασφημῇς βλασφημῇ βλασφημῶμεν βλασφημῆτε βλασφημῶσι/βλασφημῶσιν, βλασφημοίην/βλασφημοῖμι βλασφημοίης/βλασφημοῖς βλασφημοίη/βλασφημοῖ βλασφημοῖμεν βλασφημοῖτε βλασφημοῖεν, - βλασφήμει βλασφημείτω - βλασφημεῖτε βλασφημείτωσαν/βλασφημούντων, βλασφημεῖν
Με τον λόγον μου προκαλώ βλάβην ουχί εις κανέναν άλλον παρά εις τον ίδιον μου τον εαυτόν. Ο βλάσφημος, εις την ουσίαν απομακρύνει την όποιαν χαριστικήν θέλησιν του θείου ίσως υπάρχει προς αυτόν να αφεθούν κάποτε αι αμαρτίαι του. Ή η βλάβη ίσως προέρχεται διότι η εκστόμισις λόγων ανοικείων φιμώνει την φωνήν της συνειδήσεως εντός μας και απομακρύνει την περίπτωσιν να αισθανθόμεν την αμαρτολότητά μας.
13. ἰδὼν τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν
Δια άλλη μια φορά πιστοποιείται ότι ο Θεός ορά άλλα πράγματα και όχι αυτά τα οποία ορώμεν ημείς. Ορά τας ενθυμήσεις, τα ενυπάρχοντα εν τω θυμώ (θυμός < αρχ. "ψυχή", πιθ. θύω "εφορμώ, τρέχω ορμητικά"), τα εν τη ψυχή κείμενα, προς εκείνα εις τα οποία θύει, σπεύδει, τρέχει ή εξ ών ελκύεται η ψυχή του ανθρώπου. Και εκ τίνων πραγμάτων ελκύεται η ψυχή ημών; Εκ των πονηρών. «ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» λέγει ο Κύριος. Το ερώτημα είναι διαχρονικό. ῞Ινα τί ἐνθυμώμεθα πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν; Διατί ελκόμαστε υπό των πονηρών πάντοτε; Μία απάντησις θα βρούμε στο άρθρο μας «Ὁ προβληματισμός, ποιὸ δρόμο νὰ ἀκολουθήσουμε»
14. εὐκοπώτερον
ὁ εὔκοπος-ος-ον, ὁ εὐκοπώτερος-α-ον, ὁ εὐκοπώτατος-η-τον. Δεν λέγει ευκολότερον αλλά εὐκοπώτερον ίνα τονισθή ότι άνευ κόπου ήθελεν είναι δια το θείον το «ἔγειρε καὶ περιπάτει» αλλά και εν συνδυασμώ με τα ανωτέρω να δηλωθή εμμέσως ότι το να μην ελκόμαστε υπό των πονηρών πάντοτε απαιτεί κόπον. Τι είναι ο κόπος όμως; Εκ του ρήμ. κόπτω προέρχεται το ουσιαστικόν. Δέον είναι να κόπτηται τις να ματώνη προκειμένου να απέχη από τον εύκολον δρόμον της Κακίας
15. εἰπεῖν
του ρημ. λέγω=μιλώ απαρέμφατο ενεργητικής φωνής αορίστου β.
εἶπον εἶπες εἶπε/εἶπεν εἴπομεν εἴπετε εἶπον, εἴπω εἴπῃς εἴπῃ εἴπωμεν
εἴπητε εἴπωσι/εἴπωσιν, εἴποιμι εἴποις εἴποι εἴποιμεν εἴποιτε εἴποιεν, -
εἰπέ εἰπέτω - εἴπετε εἰπέτωσαν/εἰπόντων, εἰπεῖν
16. ἔγειρε
ενεργητική φωνή, ενεστώτας, προστακτική, δεύτερο πρόσωπο ενικού.
Χρονική αντικατάσταση: ενεστώτας ἔγειρε, αόριστος ἔγειρον, παρακείμενος β ἐγρηγορώς ἴσθι
Εγκλιτική αντικατάσταση: οριστική ἐγείρεις, υποτακτική ἐγείρῃς, προστακτική ἔγειρε, ευκτική ἐγείροις, απαρέμφατο ἐγείρειν, μετοχή ἐγείρων
Δεν λέγει ἀνάστηθι, σήκω πάνω νεκρός όντας και περιπάτει. Λέγει ἔγειρε, γρήγορα σήκω, στάσου στα πόδια σου. Εις τον άνθρωπο η κακία επιφέρει προσωρινή απώλεια, νέκρωσιν της κινητικότητος. Πίπτει ο άνθρωπος αλλά οφείλει ταχέως να σταθή πάλι στα πόδια του. Γρηγορείτε ουν και προσεύχεσθε. Σταθείτε στα πόδια σας. Μην μένετε εις την πτώσιν. Διότι εάν δεν ἐγείρεσθε εφόσον πίπτετε, υπάρχει κίνδυνος να νεκρωθήτε. Και η ανάστασις μετά δεν θα έχη κανένα νόημα διότι τότε θα γίνη και η δίκη.
17. ῞Ινα εἰδῆτε
Δευτέρα δευτερεύουσα Τελική πρότασις. Έχει προηγηθεί η άλλη τελική πρότασις «Ινα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν». Δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι σκοποί. Εκ της ανθρώπινης φύσεως τίθεται τέλος, σκοπός το ἐνθυμεῖσθαι πονηρά. Απεναντίας εκ του θείου τίθεται σκοπός το ἀφιέναι ἁμαρτίας. Δηλαδή από την μια οι άνθρωποι σκοπεύουν την εκπλήεωσιν της κακίας και από την άλλην ο θεός συνεχώς έχει βαλθεί να μας συγχωρά την κακίαν αυτή. Δια τούτο έχει τονισθεί η απεραντοσύνη της αγαθότητος του θεού, το πολυέλαιον Αυτού. Σημασία έχει όμως και το εμπρόθετον του τόπου «ἐπὶ τῆς γῆς». Ο θεός συγχωρεί τας αμαρτίας ημών ενθάδε, εις την επίγειαν ημών ζωήν. Μετά θάνατον, όταν δεν θα είμεθα ἐπὶ γῆς, όποια δυνατότητα έχομεν να αφεθούν αι αμαρτίαι ημών θα απωλεσθή.
18. ᾿Εγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου
Ιδού εν συνόψει όσα εσημειώσαμεν ανωτέρω. Προϋπόθεσις της θεραπείας ημών, της ψυχικής θεραπείας και άρα και της σωματικής είναι το μη μένειν και εμμένειν εις πεπτωκύιαν κατάστασιν. Δέον ο άνθρωπος να εγείρεται ταχέως. Και αν είναι η πτώσις συχνή και δεδομένη δια τον άνθρωπον, είναι ωστόσον καθήκον του η έγερσις. Δεν είναι εύκοπον. Αλλά δύναται να το κάνη τούτο εάν προσελκύση την χαριστικήν εύνοια του θεού. Συμβολικότατον και το «εἰς τὸν οἶκόν σου». Η προσταγή του Κυρίου εδύνατο να σταματήση εις το «ὕπαγε». Εδύνατο δηλαδή να του είπη μόνον, στάσου εις τους πόδας σου, λάβε και την κλίνην σου, την απόδειξιν της πτώσεώς σου, ίνα ενθυμάσαι πού ήσουν και πήγαινε. Να υπάγη πού όμως; Εις την οικίαν του. Τις είναι η οικία του ανθρώπου; Επί γής είναι το σπίτι του καθενός, η οικογένειά του, ένθα οφείλει να διατηρή ταύτην ωσάν την βασιλείαν των ουρανών. Μετά θάνατον οικία του καθενός είναι ή ίδια η βασιλεία των ουρανών. Δεν υπάρχει άλλο σπίτι δια τον άνθρωπον. Οφείλει μετά της όποιας περιπλανήσεώς του επί γής να γυρίση οίκαδε.
19. ἆρόν
Εκ του ρημ. αίρω < αρχ. αἴρω | ἀείρω, ιων. τ. "σηκώνω". Χρονική αντικατάσταση: ενεστώτας αἶρε, αόριστος ἆρον, παρακείμενος ἠρκώς ἴσθι. Ο καθείς αίρει τας αμαρτίας του, τον σταυρόν του και περιπατεί εις τον βίον επί γής. Ο παραλυτικός αίρει την κλίνην του και περιπατεί. Ο Σωτήρ του κόσμου ἦρε/ἦρεν τας αμαρτίας όλου του κόσμου και περιεπάτησεν προς τον Γολγοθάν. Αύτη είναι η ζωή. Σημασία έχει ο καθείς να γνωρίζη προς τα πού θα περιπατήση.
20. ἐγερθείς
αναλύεται εις την χρονικήν πρότασιν «ἀφ’ οὗ ἠγέρθη». Η προυπόθεσις ίνα υπάγη εις τον οίκον του. Ιδέ και ανωτέρω «᾿Εγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου». Η κλίσις της μετοχής είναι ούτως: ἐγερθείς ἐγερθέντος ἐγερθέντι ἐγερθέντα ἐγερθείς - ἐγερθέντες ἐγερθέντων ἐγερθεῖσι/ἐγερθεῖσιν ἐγερθέντας ἐγερθέντες
21. ἀπῆλθεν
του ρήμ. ἔρχομαι.
Χρονική αντικατάσταση: ενεστώτας ἀπέρχεται, παρατατικός ἀπήρχετο / ἀπῄει , μέλλοντας ἀπελεύσεται / ἄπεισι / ἄπεισιν, αόριστος β ἀπῆλθε / ἀπῆλθεν, παρακείμενος ἀπελήλυθε / ἀπελήλυθεν, υπερσυντέλικος ἀπεληλύθει
Εγκλιτική αντικατάσταση: οριστική ἀπῆλθε / ἀπῆλθεν, υποτακτική ἀπέλθῃ, προστακτική ἀπελθέτω, ευκτική ἀπέλθοι, απαρέμφατο ἀπελθεῖν, μετοχή ἀπελθών
«ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ»: το ό,τι τω όντι ο παραλυτικός εσώθη ολοσχερώς εμφαίνεται από την υπακοή που έκανε στον λόγον του Κυρίου. Περιεπάτησε προς την οικίαν του και άρα προς την βασιλείαν των Ουρανών. Ο άνθρωπος μόνον τότε σώζεται ολοκληρωτικά, όταν αφίενται αι αμαρτίαι του επί της γής.
22. ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν
Θαυμάζω το ρήμα, και τούτο από το θαύμα < αρχ. θαῦμα < ΙΕ *dhau-w-dhe-w-, πιθ. συγγεν. θέα. Ο άνθρωπος θεάται, ορά το θαύμα, την θέαν της αποκαλύψεως της δόξης των ουρανών και τότε δοξάζει τον Κύριον και θεόν του. Μακάριοι ωστόσο οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ΄ 20). Όσοι δεν χρειάζεται να ιδούν κάποιο θαύμα και παρόλα ταύτα δοξάζουν τον Κύριον ούτοι εισίν οι αληθώς μακάριοι.
23. δόντα ἐξουσίαν
μετοχή εκ του ρήμ. Δίδωμι. Ενεργητικής φωνής ενθάδε, αόριστος β και εις γένος ουδέτερον και εις αιτιατική ενικού.
Χρονική αντικατάσταση: ενεστώτας διδόντα, μέλλοντας δώσοντα, αόριστος β δόντα, παρακείμενος δεδωκότα
Πάσα εξουσία και αρχή δίδεται και πηγάζει από τον Κύριον. Ετούτο δια όσους λέγουν ότι η εξουσία, η όποια αρχή εις τας συγχρόνους δημοκρατίας πηγάζει από τον λαόν. Και η εξουσία του λαού πόθεν ρωτάμε ημείς πηγάζει; Να συνειδητοποιήσωσι άπαντες, ότι ήτο θέλημα θεού και η Πόλις να τουρκέψη, - δια λόγους που δεν είναι του παρόντος, αλλά δύναται τις να εύρη εις το άρθρον μας «Η αιτία της πτώσεως» – αλλά και ότι πάσα εξουσία που δίδεται εις τους ανθρώπους – όπως και η εξουσία να διοικούν άλλους ανθρώπους – έχει δοθεί ή επιτραπεί άνωθεν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου