Μυρτώ Ρήγου
…Πολυπολιτισμικότητα
είναι η ύπαρξη, μέσα σε ένα σύνολο ομοιογενούς (πολύ ή λίγο) πληθυσμού,
εθνοτικών ομάδων, που χαρακτηρίζονται από διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, λαϊκή
τέχνη (ιδιαίτερα μουσική), ήθη και έθιμα, κλπ.
Το στοιχείο που πλειοψηφεί σε μια κοινωνία
συνήθως δεν φοβάται μήπως ο «ξένος» επηρεάσει αρνητικά το δικό του πνευματικό
επίπεδο, γιατί κατά κανόνα αντιμετωπίζει με κάποια «υπεροψία» τους επήλυδες, αν
μάλιστα προέρχονται από χώρα με κατώτερο πολιτισμικά/μορφωτικά επίπεδο. Φοβάται
περισσότερο τις άλλες δραστηριότητες της εθνοτικής ομάδας, αν μάλιστα η διακίνηση
και οι δραστηριότητες της ομάδας αυτής δεν βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των
αρχών. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι πολιτισμικό αλλά πολιτικό θέμα.
Από τη μεριά του υπερέχοντος πληθυσμιακά
και πολιτιστικά στοιχείου η συχνότερη – όπως είπαμε – στάση είναι αυτή της
«υπεροψίας». Αυτό δεν συμβάλλει βέβαια στην ομαλή ένταξη της όποιας εθνοτικής
ομάδας στο κοινωνικό σύνολο της νέας, για τους επήλυδες χώρας, και θα χρειαστεί
και χρόνος πολύς και αγώνας μακρός, ώσπου οι ντόπιοι να αντιληφθούν ότι
«διαφορετικό» δεν σημαίνει και «κατώτερο» … Ας θυμηθούμε δυο μόνο παραδείγματα
από τη μακραίωνη φιλολογική μας ιστορία: τον Οδυσσέα, που «πολλών ανθρώπων
γνώρισε πόλεις και έμαθε γνώμες», και τους σοφιστές, που διέκριναν στη γνωριμία
με τον «άλλο» τον πλουτισμό της δικής τους γνώσης και εμπειρίας. Είναι γνωστή η
φράση του Πλάτωνα στην Επινομίδα, ότι «οτιδήποτε παραλάβουν οι Έλληνες από τους
βαρβάρους, στο τέλος το επεξεργάζονται ώστε να γίνει καλύτερο» (978d). Ή όπως
λέει η Ρ. Μοντέρο σε πρόσφατο άρθρο της «ο πραγματικός πολιτιστικός πλούτος
προέρχεται από την ανάμιξη».
Πολυπολιτισμικότητα είναι, όπως είπαμε, η
όσμωση διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων. Και επειδή ισχύει πάντα η λαϊκή
ρήση «και από τις δυο πέτρες του μύλου βγαίνει το αλεύρι», καμιά όσμωση δεν
είναι δυνατή, αν και από τις δυο πλευρές δεν υπάρχει διάθεση προσέγγισης και
συνεννόησης και συνύπαρξης. Αυτό προϋποθέτει το να τηρούνται δυο βασικές
απαιτήσεις:
α) Να μην ενθαρρύνονται οι μειονότητες που
επιμένουν να μένουν απομονωμένες μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο – δήθεν
για να διατηρήσουν την ατομικότητά τους. Μια τέτοια στάση τους είναι
αντικοινωνική, άρα καταδικαστέα από ηθική ευρύτερα και πολιτιστική άποψη. Η
αυτοαπομόνωσή τους τις μεταβάλλει σε «γκέτο», όπως ειπώθηκε.
β) Οι εθνοτικές ομάδες που εντάσσονται μέσα
σε ένα πολυπληθέστερο κοινωνικό σύνολο υποχρεούνται, αφού διδαχθούν, να
υιοθετήσουν εκείνες τις ηθικές και κοινωνικές αρχές που η φιλοξενούσα κοινωνία
θεωρεί απαραίτητες για την επιβίωση και την πρόοδό της.
***
Η Αθήνα το καλοκαίρι, με τις ποικιλόμορφες αλλοδαπές φάτσες να τριγυρνούν ηλιοκαμένες στους δρόμους, έστω και πρόσκαιρα θυμίζει λίγο τα μεγάλα πολύχρωμα κοσμοπολίτικα αστικά κέντρα της Δύσης. Η πολυπολιτισμικότητα αποτέλεσε το κλειδί της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης των περισσότερων μεγάλων αστικών κέντρων του δυτικού κόσμου τα τελευταία 50 χρόνια, γι’ αυτό πάντα μου προκαλούσε απορία μια αντι-πολυπολιτισμική τάση που υπάρχει σε κόλπους της Δεξιάς. Και δεν εννοώ καν την ακραία λαϊκιά Δεξιά των θρησκόληπτων υπερπατριωτών - ακόμη και δεξιοί που αυτοαποκαλούνται φιλελεύθεροι την έχουν υιοθετήσει.
Το διασημότερο τέτοιο παράδειγμα ζούσε στην Ολλανδία, ένας δημοφιλής πολιτικός ονόματι Πιμ Φόρτουιν (το επίθετό του προφέρεται ακριβέστερα με γράμματα που δεν υπάρχουν στο ελληνικό αλφάβητο, οπότε λίγη κατανόηση). Ο Φόρτουιν ζητούσε τη ραγδαία μείωση της εισόδου αλλοδαπών στην Ολλανδία, πρέσβευε ότι το Ισλάμ είναι μια οπισθοδρομική θρησκεία και εχθρός της Δύσης και δήλωνε εμφατικά ότι οι μουσουλμάνοι που ζουν στη χώρα πρέπει να εναρμονιστούν απόλυτα με τις αξίες και τον τρόπο ζωής της - ή να φύγουν. Ο Φόρτουιν, ωστόσο, δεν ήταν τυπικός ακροδεξιός. Οι υπόλοιπες θέσεις του ήταν φιλελεύθερες, πίστευε στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και θεωρούσε σημαντικά τα δημοκρατικά κεκτημένα της ολλανδικής κοινωνίας. Ο ίδιος ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος.
Η ιδέα του Φόρτουιν δεν είναι καινούργια και επαναλαμβάνεται συχνά από δεξιές πολιτικές φωνές στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Αν την ακούσει κανείς αποσπασματικά, μοιάζει λογική: Οι πολίτες που μεταναστεύουν σε μια χώρα πρέπει να υπακούν στους νόμους αυτής της χώρας και να απορρίπτουν τυχόν έθιμα ή συμπεριφορές που, ενώ αποτελούν μέρος της πολιτισμικής τους κληρονομιάς, είναι παράνομα στη νέα χώρα όπου κατοικούν. Δεν είναι κι εύκολο να διαφωνήσει κανείς. Μα αυτό είναι μόνο ένα μέρος της επιχειρηματολογίας αυτών των πολιτικών φωνών.
Στην πρώτη παράγραφο πρόσφατου άρθρου του, ο πρόεδρος της «Δημιουργία! Ξανά» Θάνος Τζήμερος αναφέρει τον εξής ορισμό της πολυπολιτισμικότητας: «Να συνυπάρχουν διαφορετικοί κώδικες “αξιών” στην ίδια γειτονιά, στην ίδια πολυκατοικία». Δίνοντας αυτόν τον ορισμό, στη συνέχεια ο Τζήμερος προχωρά επιχειρηματολογώντας κατά της πολυπολιτισμικότητας.
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι το ότι αυτός είναι ένας επιλεκτικός και ατελής ορισμός της «πολυπολιτισμικότητας». Συνθετικά στοιχεία ενός πολιτισμού δεν είναι μόνο οι μπούρκες και οι κλειτοριδεκτομές - είναι και η μουσική, τα έθιμα, οι διατροφικές συνήθειες. Κάποια από τα συνθετικά στοιχεία ενός πολιτισμού μπορεί να είναι ασύμβατα με τα συνθετικά στοιχεία ενός άλλου πολιτισμού, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τους λιθοβολισμούς βιασμένων γυναικών. Για παράδειγμα, το ότι οι Ελληνες το Πάσχα τρώνε σπληνάντερο μπορεί να φαίνεται βαρβαρικό και χυδαίο σε άλλες κουλτούρες. Η εναρμόνιση τέτοιων συμπεριφορών τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται (οι μετανάστες κρατούν μέρος της πολιτισμικής τους ταυτότητας, κι αυτό είναι καλό), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις θεσμικά μπορεί να είναι μπελαλίδικη. Τι γίνεται, ας πούμε, με τη μουσουλμανική μαντίλα; Δικαιούται ένα κράτος να απαγορεύσει σε πολίτες να φοράνε ό,τι θέλουν στο κεφάλι; Δικαιούται να επιβάλει απαγορεύσεις μόνο σε μια μειονότητα;
Σε άλλες περιπτώσεις, τα πράγματα είναι πιο απλά: φυσικά ένας μετανάστης που έρχεται στη Δύση δεν επιτρέπεται να κάνει κλειτοριδεκτομή στο παιδί του ή να παντρευτεί μια 12χρονη, όπως ίσως θα επιτρεπόταν να κάνει στη χώρα του.
Πολιτικοί όπως ο Φόρτουιν και ο Τζήμερος θέτουν αυτό το θέμα στο επίπεδο του συνόλου: Υποθέτουν ότι οι μετανάστες -συγκεκριμένα «οι μουσουλμάνοι»- είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατο να αποβάλουν τα ασύμβατα στοιχεία της πολιτισμικής τους ταυτότητας, και προτείνουν κάποιας μορφής έλεγχο στην εναρμόνιση της συμπεριφοράς τους με τη νομιμότητα στις χώρες υποδοχής. Η αντίθετη -και αυθεντικά φιλελεύθερη- άποψη θέτει το θέμα στο επίπεδο του ατόμου: δεν χρειάζεται να φωτογραφίζονται ή να στοχοποιούνται πληθυσμοί, αλλά απλώς να εφαρμόζεται ο νόμος εξίσου για όλους τους πολίτες.
Στην πραγματικότητα, το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα αστυνόμευσης. Δεν είναι πιο πολύπλοκο από αυτό. Κι όμως πολιτικοί και ιδεοπώλες της Δεξιάς εξακολουθούν να το μετατρέπουν συχνά σε κάτι πιο πολύπλοκο, σε κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί θεσμικά, συνολικά, στοχοποιώντας ομάδες, νομοθετώντας φωτογραφικά. Μια εξήγηση είναι ότι με αυτόν τον τρόπο κεφαλαιοποιούν πολιτικά τον εγγενή φόβο αμόρφωτων ή αδύναμων ψηφοφόρων για το διαφορετικό και το ξένο. Ή μπορεί να είναι αυτός ένας τρόπος να υφαίνεται ένας θεσμικός μανδύας για να ντυθεί ο ρατσισμός του καθενός.
Ο Φόρτουιν δολοφονήθηκε το 2002 από έναν αριστερό ακτιβιστή, αλλά η ιδέα του εξακολουθεί να επιβιώνει, παρόλο που η αξία της πραγματικής πολυπολιτισμικότητας είναι πια καλά κατοχυρωμένη από την έρευνα και την εμπειρία, και παρόλο που η όψη μιας καλοκαιρινής Αθήνας γεμάτης με πολύχρωμες φάτσες μοιάζει πολύ πιο όμορφη, ελκυστική και υγιής - με ό,τι χρώμα μάτια κι αν τη βλέπει κανείς.
*εισαγωγικά κείμενα α)Α. Σακελλαρίου,
Περιοδικό «Κυπριακή Μαρτυρία», τ. 24, 2005, (Διασκευή) & β)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου