Επιμέλεια:
Κολιοπούλου Ιωάννα
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τον φιλοσοφικό διάλογο Γοργίας, στον οποίο ο Σωκράτης και οι συνομιλητές του αναφέρονται σε θέματα όπως το δίκαιο του ισχυροτέρου, η αντίθεση νόμου-φύσης, η ρητορική, η πειθώ και άλλα ζητήματα ηθικής και πολιτικής.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο μαθητής του Γοργία Καλλικλής, δεινός και έξυπνος υπερασπιστής της προτεραιότητας του φυσικού δικαίου, ισχυρίζεται ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι, αλλά διακρίνονται σε ισχυρούς και αδύναμους, σύμφωνα με την «φυσική δικαιοσύνη». Καταδικάζει τη συμβατική ηθική των πολλών, την οποία οι νόμοι κατοχυρώνουν, με σκοπό να υποτάξουν τους ισχυρούς στους πολλούς και αδύναμους.
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀλλ᾿ οἶμαι οἱ τιθέμενοι τοὺς νόμους οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποί εἰσιν καὶ οἱ πολλοί. Πρὸς αὑτοὺς οὖν καὶ τὸ αὑτοῖς συμφέρον τούς τε νόμους τίθενται καὶ τοὺς ἐπαίνους ἐπαινοῦσιν καὶ τοὺς ψόγους ψέγουσιν· ἐκφοβοῦντες τοὺς ἐρρωμενεστέρους τῶν ἀνθρώπων καὶ δυνατοὺς ὄντας πλέον ἔχειν, ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν, λέγουσιν ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν, καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν· ἀγαπῶσι γὰρ οἶμαι αὐτοὶ ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν φαυλότεροι ὄντες. Διὰ ταῦτα δὴ νόμῳ μὲν τοῦτο ἄδικον καὶ αἰσχρὸν λέγεται, τὸ πλέον ζητεῖν ἔχειν τῶν πολλῶν, καὶ ἀδικεῖν αὐτὸ καλοῦσιν· ἡ δέ γε οἶμαι φύσις αὐτὴ ἀποφαίνει αὐτό, ὅτι δίκαιόν ἐστιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονος πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου.
Πλάτωνος, Γοργίας, 483 b - d
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
«οἱ τιθέμενοι τοὺς νόμους οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποί εἰσιν καὶ οἱ πολλοί»:
τίθεμαι νόμον = νομοθετώ
ὁ, ἡ ἀσθενής, τὸ ἀσθενὲς = αδύναμος, ασήμαντος, πτωχός
«τοὺς ψόγους ψέγουσιν»:
ψέγω τινὰ = κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον
ψόγος = κατηγορία
«ἐκφοβοῦντες τοὺς ἐρρωμενεστέρους τῶν ἀνθρώπων»:
ἐρρωμένος (ως επίθετο) = δυνατός, υγιής
«καὶ δυνατοὺς ὄντας πλέον ἔχειν» = …να πλεονεκτούν
«ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν» = για να μην έχουν περισσότερα από αυτούς
πλέον ἔχω τινὸς = πλεονεκτώ – βρίσκομαι σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι άλλου, έχω περισσότερα από άλλον
«ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν»:
πλεονεκτέω - ῶ τινος (προσώπου ή πράγματος) = υπερτερώ, υπερέχω κάποιου
πλεονεκτέω - ῶ (αμετάβατο) = είμαι πλεονέκτης
ζητῶ + τελικό απαρέμφατο = επιδιώκω να, ζητώ να κάνω κάτι
ζητῶ τινά τι = αναζητώ, ερευνώ, εξετάζω, απαιτώ
ζητῶ τι + εμπρόθετη γενική (παρά τινος, περί τινος) = απαιτώ, ζητώ από κάποιον κάτι
ἀγαπῶ τινα ή τι = αγαπώ, αισθάνομαι στοργή, νιώθω σαρκικό έρωτα
ἀγαπῶ + εξαρτημένη πρόταση (ὅτι, εἰ, ἐάν, ἄν, ἢν) = ευχαριστιέμαι, μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
ἀγαπῶ + κατηγορηματική μετοχή = ευχαριστιέμαι να / που
ἀγαπῶ + απαρέμφατο = ευχαριστιέμαι να
«ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν»:
τὸ ἴσον ἔχω = έχω ίσα ή τα ίδια δικαιώματα
«Διὰ ταῦτα δὴ νόμῳ»:
νόμῳ = κατά συνθήκη, κατά σύμβαση
«ἡ δέ γε οἶμαι φύσις αὐτὴ ἀποφαίνει αὐτό»:
ἀποφαίνω τι = αποδεικνύω, φανερώνω, παρουσιάζω κάτι
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αλλά, νομίζω, αυτοί που θεσπίζουν νόμους είναι οι αδύναμοι άνθρωποι και η πλειοψηφία. Σύμφωνα λοιπόν με τους ίδιους και το συμφέρον τους, και νομοθετούν και επαινούν και κατηγορούν· εκφοβίζοντας τους πιο ισχυρούς ανθρώπους και όσους είναι σε θέση να πλεονεκτούν, για να μην έχουν περισσότερα από αυτούς, λένε πως τάχα είναι αισχρό και άδικο το να υπερέχει κανείς και πως αυτό είναι η αδικία, δηλαδή το να επιδιώκει κανείς να έχει περισσότερα από τους άλλους. Γιατί αυτοί, νομίζω, είναι ευχαριστημένοι αν έχουν ίσα δικαιώματα (ενν. με τους δυνατούς), ενώ είναι κατώτεροι. Γι' αυτούς τους λόγους λοιπόν κατά συνθήκη θεωρείται αισχρό και άδικο αυτό, το να επιδιώκει δηλαδή κανείς να έχει περισσότερα από τους πολλούς, και ονομάζουν αυτό αδικία. Όμως, νομίζω, η ίδια η φύση αποδεικνύει αυτό, ότι δηλαδή είναι δίκαιο να υπερέχει ο καλύτερος έναντι του χειρότερου και ο πιο δυνατός έναντι του πιο αδύνατου.
***
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ
σε -άω -ῶ
|
σε -έω -ῶ
|
σε -όω -ῶ
| ||||
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
|
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
|
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
| |
Ενεστώτας
|
τιμῶ
|
τιμῶμαι
|
ποιῶ
|
ποιοῦμαι
|
δηλῶ
|
δηλοῦμαι
|
Παρατατικός
|
ἐτίμων
|
ἐτιμώμην
|
ἐποίουν
|
ἐποιούμην
|
ἐδήλουν
|
ἐδηλούμην
|
- Κατά τα συνηρημένα ρήματα σε –άω, -ῶ κλίνονται οι μέλλοντες των ρημάτων: βιβάζω, ἐξετάζω, ἐλαύνω, κεράννυμι, κρεμάννυμι, πετάννυμι, σκεδάννυμι, σκιάζω, που κατ’ αντιστοιχία σχηματίζονται ως εξής: βιβῶ, ἐξετῶ, ἐλῶ, κερῶ, κρεμῶ, πετῶ, σκεδῶ, σκιῶ.
- Κατά τα συνηρημένα σε -έω -ῶ κλίνεται και ο μέλλοντας των ενρινόληκτων ρημάτων, αλλά και των ρημάτων σε -ίζω:
Μέλλοντας
| ||
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
| |
κομίζω
|
κομιῶ
|
κομιοῦμαι
|
νέμω
|
νεμῶ
|
νεμοῦμαι
|
ΤΟ ΡΗΜΑ εἰμὶ
- Το ρήμα «εἰμὶ» είναι βοηθητικό ρήμα του αρχαίου ελληνικού λόγου.
Αρχικοί χρόνοι
|
εἰμὶ
|
ἦ και ἦν
|
ἔσομαι
|
ἐγενόμην - ἐγενήθην
|
γέγονα
|
ἐγεγόνειν
|
ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
- οἶμαι: α΄ ενικό οριστικής ενεστώτα, του ρήματος «οἶμαι».
Αρχικοί χρόνοι
|
οἴομαι - οἶμαι
|
ᾠόμην - ᾤμην
|
οἰήσομαι - (οἰηθήσομαι)
|
ᾠήθην
|
-
|
-
|
Σημείωση: γράφεται πάντα με –ει το β΄ ενικό πρόσωπο της μέσης φωνής των ρημάτων: βούλομαι, οἴομαι, ὄψομαι: βούλει, οἴει, ὄψει.
- συμφέρον: αιτιατική ενικού ουδετέρου γένους της μετοχής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής, του ρήματος «συμφέρω».
Αρχικοί χρόνοι
| |
συμφέρω
|
συμφέρομαι
|
συνέφερον
|
συνεφερόμην
|
συνοίσω
|
συνοίσομαι - συνοισθήσομαι - συνενεχθήσομαι
|
συνήνεγκα - συνήνεγκον
|
συνηνεγκάμην - συνηνέχθην - συνενεγκόμην
|
συνενήνοχα
|
συνενήνεγμαι
|
συνενηνόχειν
|
συνενηνέγμην
|
- τίθενται: γ΄ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα της μέσης φωνής, του ρήματος «τίθημι».
Αρχικοί χρόνοι
| |
τίθημι
|
τίθεμαι
|
ἐτίθην
|
ἐτιθέμην
|
θήσω
|
θήσομαι- τεθήσομαι
|
ἔθηκα
|
ἐθέμην - ἐτέθην
|
τέθεικα - τέθηκα
|
τέθειμαι - κεῖμαι
|
-
|
ἐτεθείμην - ἐκείμην
|
- ἔχειν: απαρέμφατο ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρήματος «ἔχω».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ἔχω
|
ἔχομαι
|
εἶχον
|
εἰχόμην
|
ἕξω - σχήσω
|
ἕξομαι - σχήσομαι - (σχεθήσομαι)
|
ἔσχον
|
ἐσχόμην - (ἐσχέθην)
|
ἔσχηκα
|
ἔσχημαι
|
(ἐσχήκειν)
|
-
|
- ἐπαινοῦσιν : γ΄ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρήματος
«ἐπαινέω -ῶ».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ἐπαινέω -ῶ
|
ἐπαινοῦμαι
|
ἐπῄνουν
|
ἐπῃνούμην
|
ἐπαινέσω - ἐπαινέσομαι
|
ἐπαινεθήσομαι
|
ἐπῄνεσα - ἐπῄνησα (ποιητ. τύπος)
|
ἐπῃνέθην
|
ἐπῄνεκα
|
ἐπῄνημαι
|
-
|
ἐπῃνημένος ἦν
|
- καλοῦσιν: γ΄ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος «καλέω -ῶ».
Αρχικοί χρόνοι
| |
καλέω -ῶ
|
καλοῦμαι
|
ἐκάλουν
|
ἐκαλούμην
|
καλῶ - καλέσω
|
καλοῦμαι - κληθήσομαι
|
ἐκάλεσα
|
ἐκαλεσάμην - ἐκλήθην
|
κέκληκα
|
κέκλημαι
|
ἐκεκλήκειν
|
ἐκεκλήμην
|
- ἀποφαίνει: γ΄ ενικό οριστικής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρήματος «ἀποφαίνω».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ἀποφαίνω
|
ἀποφαίνομαι
|
ἀπέφαινον
|
ἀπεφαινόμην
|
ἀποφανῶ - (ἀποφανήσω)
|
ἀποφανοῦμαι - ἀποφανήσομαι - (ἀποφανθήσομαι)
|
ἀπέφηνα - (ἀπέφανα)
|
ἀπεφηνάμην - ἀπεφάνθην - ἀπεφάνην
|
ἀποπέφαγκα - (ἀποπεφάνηκα)
|
ἀποπέφασμαι - ἀποπέφηνα
|
-
|
ἀπεπεφάσμην - (ἀπεπεφήνειν)
|
- ζητεῖν: απαρέμφατο ενεστώτα, της ενεργητικής φωνής του ρήματος «ζητέω -ῶ».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ζητέω -ῶ
|
ζητοῦμαι
|
ἐζήτουν
|
ἐζητούμην
|
ζητήσω
|
ζητήσομαι - (ζητηθήσομαι)
|
ἐζήτησα
|
ἐζητήθην – (ἐζητησάμην)
|
ἐζήτηκα
|
ἐζήτημαι
|
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ
σε -άω -ῶ
|
σε -έω -ῶ
|
σε -όω -ῶ
| ||||
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
|
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
|
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
| |
Ενεστώτας
|
τιμῶ
|
τιμῶμαι
|
ποιῶ
|
ποιοῦμαι
|
δηλῶ
|
δηλοῦμαι
|
Παρατατικός
|
ἐτίμων
|
ἐτιμώμην
|
ἐποίουν
|
ἐποιούμην
|
ἐδήλουν
|
ἐδηλούμην
|
- Κατά τα συνηρημένα σε -έω -ῶ κλίνεται και ο μέλλοντας των ενρινόληκτων ρημάτων, αλλά και των ρημάτων σε -ίζω:
Μέλλοντας
| ||
Eνεργητική φωνή
|
Mέση φωνή
| |
κομίζω
|
κομιῶ
|
κομιοῦμαι
|
νέμω
|
νεμῶ
|
νεμοῦμαι
|
ΤΟ ΡΗΜΑ εἰμὶ
- Το ρήμα «εἰμὶ» είναι βοηθητικό ρήμα του αρχαίου ελληνικού λόγου.
Αρχικοί χρόνοι
|
εἰμὶ
|
ἦ και ἦν
|
ἔσομαι
|
ἐγενόμην - ἐγενήθην
|
γέγονα
|
ἐγεγόνειν
|
ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
- οἶμαι: α΄ ενικό οριστικής ενεστώτα, του ρήματος «οἶμαι».
Αρχικοί χρόνοι
|
οἴομαι - οἶμαι
|
ᾠόμην - ᾤμην
|
οἰήσομαι - (οἰηθήσομαι)
|
ᾠήθην
|
-
|
-
|
- συμφέρον: αιτιατική ενικού ουδετέρου γένους της μετοχής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής, του ρήματος «συμφέρω».
Αρχικοί χρόνοι
| |
συμφέρω
|
συμφέρομαι
|
συνέφερον
|
συνεφερόμην
|
συνοίσω
|
συνοίσομαι - συνοισθήσομαι - συνενεχθήσομαι
|
συνήνεγκα - συνήνεγκον
|
συνηνεγκάμην - συνηνέχθην - συνενεγκόμην
|
συνενήνοχα
|
συνενήνεγμαι
|
συνενηνόχειν
|
συνενηνέγμην
|
- τίθενται: γ΄ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα της μέσης φωνής, του ρήματος «τίθημι».
Αρχικοί χρόνοι
| |
τίθημι
|
τίθεμαι
|
ἐτίθην
|
ἐτιθέμην
|
θήσω
|
θήσομαι- τεθήσομαι
|
ἔθηκα
|
ἐθέμην - ἐτέθην
|
τέθεικα - τέθηκα
|
τέθειμαι - κεῖμαι
|
-
|
ἐτεθείμην - ἐκείμην
|
- ἔχειν: απαρέμφατο ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρήματος «ἔχω».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ἔχω
|
ἔχομαι
|
εἶχον
|
εἰχόμην
|
ἕξω - σχήσω
|
ἕξομαι - σχήσομαι - (σχεθήσομαι)
|
ἔσχον
|
ἐσχόμην - (ἐσχέθην)
|
ἔσχηκα
|
ἔσχημαι
|
(ἐσχήκειν)
|
-
|
- ἐπαινοῦσιν : γ΄ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρήματος
«ἐπαινέω -ῶ».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ἐπαινέω -ῶ
|
ἐπαινοῦμαι
|
ἐπῄνουν
|
ἐπῃνούμην
|
ἐπαινέσω - ἐπαινέσομαι
|
ἐπαινεθήσομαι
|
ἐπῄνεσα - ἐπῄνησα (ποιητ. τύπος)
|
ἐπῃνέθην
|
ἐπῄνεκα
|
ἐπῄνημαι
|
-
|
ἐπῃνημένος ἦν
|
- καλοῦσιν: γ΄ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος «καλέω -ῶ».
Αρχικοί χρόνοι
| |
καλέω -ῶ
|
καλοῦμαι
|
ἐκάλουν
|
ἐκαλούμην
|
καλῶ - καλέσω
|
καλοῦμαι - κληθήσομαι
|
ἐκάλεσα
|
ἐκαλεσάμην - ἐκλήθην
|
κέκληκα
|
κέκλημαι
|
ἐκεκλήκειν
|
ἐκεκλήμην
|
- ἀποφαίνει: γ΄ ενικό οριστικής ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρήματος «ἀποφαίνω».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ἀποφαίνω
|
ἀποφαίνομαι
|
ἀπέφαινον
|
ἀπεφαινόμην
|
ἀποφανῶ - (ἀποφανήσω)
|
ἀποφανοῦμαι - ἀποφανήσομαι - (ἀποφανθήσομαι)
|
ἀπέφηνα - (ἀπέφανα)
|
ἀπεφηνάμην - ἀπεφάνθην - ἀπεφάνην
|
ἀποπέφαγκα - (ἀποπεφάνηκα)
|
ἀποπέφασμαι - ἀποπέφηνα
|
-
|
ἀπεπεφάσμην - (ἀπεπεφήνειν)
|
- ζητεῖν: απαρέμφατο ενεστώτα, της ενεργητικής φωνής του ρήματος «ζητέω -ῶ».
Αρχικοί χρόνοι
| |
ζητέω -ῶ
|
ζητοῦμαι
|
ἐζήτουν
|
ἐζητούμην
|
ζητήσω
|
ζητήσομαι - (ζητηθήσομαι)
|
ἐζήτησα
|
ἐζητήθην – (ἐζητησάμην)
|
ἐζήτηκα
|
ἐζήτημαι
|
***
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
| ||||
Εισάγονται
|
Εκφέρονται
|
Εξαρτώνται
|
Λειτουργούν ως
|
Άρνηση
|
ὅτι (δηλώνει αντικειμενική γνώμη)
ὡς (δηλώνει υποκειμενική γνώμη) ὡς ἄρα (υποκειμενική, ξένη γνώμη για την ορθότητα της οποίας εκφράζονται έντονα αμφιβολίες ή αντιρρήσεις) ὅπως (σπάνια) Επίσης: ὃ (στον Όμηρο) οὕνεκα (στους ποιητές) ὁθούνεκα (στους τραγικούς) διότι (= ότι, πως, που, στον Ηρόδοτο) |
οριστική (πραγματικό)
δυνητική οριστική (δυνατό στο παρελθόν ή το μη πραγματικό) δυνητική ευκτική (δυνατό στο παρόν και στο μέλλον) ευκτική πλαγίου λόγου (με εξάρτηση από ιστορικό χρόνο) |
α) από ρήματα:
λεκτικά γνωστικά δοξαστικά αισθητικά δείξεως σημαντικά β) από απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις με τις παραπάνω σημασίες γ) προσδιορίζουν συνήθως δεικτική αντωνυμία ουδετέρου γένους ή αφηρημένη έννοια της προηγούμενης πρότασης | α) αντικείμενο β) υποκείμενο γ) επεξήγηση |
οὐ
|
Σημείωση 1: οι ειδικές προτάσεις που εξαρτώνται από το (εὖ) οἶδα και το δῆλον (ἐστὶν) εμπεριέχουν το κύριο νόημα. Έτσι, απέκτησαν βαθμιαία σημασία βεβαιωτικού επιρρήματος οι φράσεις οἶδ’ ὅτι (= βέβαια), εὖ οἶδ’ ὅτι (= βεβαιότατα, αναμφίβολα), δῆλον ὅτι (= βέβαια, προφανώς).
π.χ. ἐὰν σὺ ἄφθονα ἔχῃς, εὖ οἶδ’ ὅτι καὶ ἐμοὶ ἄν εἴη λαμβάνειν. Σημείωση 2: ο σύνδεσμος ὅτι (= εισαγωγικό) πλεονάζει όταν, ενώ αρχίζει πλάγιος λόγος με το ὅτι, συνεχίζεται με απαρέμφατο αντί με έγκλιση, και όταν έπεται ευθύς λόγος αντί για πλάγιος. π.χ. Ἴσως ἂν εἴποιεν οἱ νόμοι ὅτι, ὦ Σώκρατες, μὴ θαύμαζε τὰ λεγόμενα. π.χ. Πρόξενος εἶπεν ὅτι αὐτός εἰμι ὃν ζητεῖς. Σημείωση 3: όταν παραλείπεται το ρήμα από το οποίο εξαρτάται η ειδική πρόταση, εννοείται το ἵνα εἰδῆτε. π.χ. ὅτι ἀληθῆ λέγω μάρτυρας παρέξομαι (= ἵνα εἰδῆτε ὅτι ἀληθῆ λέγω μάρτυρας παρέξομαι). Ισοδύναμες με τις ειδικές προτάσεις συντακτικές εκφράσεις: 1. ειδικό απαρέμφατο 2. κατηγορηματική μετοχή π.χ. Οἶδα ὅτι ἕψονται πολλοί. - οἶδα ἕψεσθαι πολλοὺς. - οἶδα ἑψομένους πολλοὺς. |
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
| ||||
Εισάγονται
|
Εκφέρονται
|
Προσδιορίζουν
|
Λειτουργούν ως
|
Άρνηση
|
ἵνα
ὅπως ὡς μὴ (= για να μη) Επίσης: ὄφρα, ἕως, ἧος (= για να· στους ποιητές) |
υποτακτική (σκοπός προσδοκώμενος)
υποτακτική με ἄν αοριστολογικό (σκοπός προσδοκώμενος υπό προϋπόθεση), μόνο όταν εισάγονται με τα ὅπως και ὡς. οριστική ιστορικού χρόνου (σκοπός ανεκπλήρωτος, όταν προηγείται κάτι που δεν έγινε) ευκτική πλαγίου λόγου (εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, σκοπός υποκειμενικός και αβέβαιος στο παρελθόν) οριστική μέλλοντα (δηλώνεται βέβαιος σκοπός) π.χ. Συμπράττουσι ὅπως μεγίστην δόξαν ἕξουσι. ευκτική (χωρίς να προηγείται ιστορικός χρόνος) από έλξη προηγούμενης ευκτικής ή για να δηλωθεί ότι ο σκοπός είναι υποκειμενική επιθυμία ή γνώμη. π.χ. Βασιλεὺς περὶ παντὸς ἂν ποιήσαιτο ἀπολέσαι ἡμᾶς ἵνα καὶ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι φόβος εἴη. π.χ. Ἴσως δέ που ἀποσκάπτει, ὡς ἄπόρος εἴη ἡ ὁδός. δυνητική ευκτική (σπάνια· δηλώνεται πως ο σκοπός είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί στο παρόν ή στο μέλλον· είναι απόδοση λανθάνοντος υποθετικού λόγου) π.χ. ἐδίδου βοῦς, ὅπως ἂν θύσαντες (= εἰ θύσαιεν) ἑστιῷντο. δυνητική οριστική (σπάνια· δηλώνεται πως ο σκοπός θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν) π.χ. Τόν γε πράττοντά τι δίκαιον οὐ προσῆκεν ἀπορεῖν, ἀλλ’ εὐθὺς λέγειν, ἵνα μᾶλλον ἂν ἐπιστεύετο. |
α) κυρίως ρήματα:
κίνησης σκοπού β) εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού |
α) επιρρηματικός προσδιορισμός σκοπού
β) επεξήγηση |
μὴ
|
Σημείωση 1: Σε τελική πρόταση χωρίς εξάρτηση εννοούμε το λέγω δὲ τοῦτο.
π.χ. (λέγω δὲ τοῦτο) ἵνα μνησθώμεν καὶ τοὺς βαρβάρους. Σημείωση 2: Αν, μετά ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου, η τελική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική, οφείλεται είτε στο ρήμα εξάρτησης (= γνωμικός αόριστος, δηλαδή αόριστος με σημασία ενεστώτα), είτε στον σκοπό της χρονικής (= έχει ισχύ και στο παρόν, όχι μόνο στο παρελθόν). π.χ. Ἀβρακόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ. Σημείωση 3: Μετά από παράλειψη του ρήματος γένηται της τελικής πρότασης προέκυψαν οι εκφράσεις ἵνα τί; ὡς τί; (= για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο). π.χ. ἵνα τὶ (γένηται) λέγεις ταῦτα; Σημείωση 4: Στην τελική πρόταση χωρίς σύνδεσμο εισαγωγής εννοούμε τον ἵνα. π.χ. θάπτε με ὡς τάχιστα, (ἵνα) πύλας Ἀίδαο περάσω. Ισοδύναμες με τις τελικές προτάσεις συντακτικές μορφές του τελικού αιτίου (= σκοπού): 1. τελική μετοχή 2. απαρέμφατο του σκοπού 3. επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού 4. εμπρόθετοι προσδιορισμοί του σκοπού 5. γενική του σκοπού 6. αιτιατική του σκοπού 7. ὡς ή ὥστε + απαρέμφατο (συμπερασματική πρόταση που δηλώνει σκοπό επιδιωκόμενο) 8. αναφορικές επιρρηματικές τελικές προτάσεις |
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
Ορισμός:
|
Ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί είναι οι λέξεις που προσδιορίζουν ονόματα και συμφωνούν (κατά κανόνα) σε γένος, αριθμό και πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο. Πολλές φορές παράθεση ή επεξήγηση δέχονται και οι αντωνυμίες, αλλά και άλλα μέρη του λόγου, ακόμα και μία ολόκληρη πρόταση.
|
Τα είδη των ομοιόπτωτων ονοματικών προσδιορισμών είναι:
|
α) Επιθετικός προσδιορισμός (φανερώνει μόνιμη ιδιότητα)
π.χ. Οἱ τιθέμενοι τοὺς νόμους οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποί εἰσιν. β) Κατηγορηματικός προσδιορισμός (αποδίδει παροδική ιδιότητα) π.χ. Ἀγησίλαος φαιδρῷ τῷ προσώπῳ ἐκέλευσεν. γ) Παράθεση (ειδικό -> γενικό) π.χ. Ἀρχίδαμος ὁ βασιλεὺς ἔλεξε τοιάδε. δ) Επεξήγηση (γενικό -> ειδικό) π.χ. Καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν· |
Β΄ ΟΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ
Τι είναι ο β΄ όρος της σύγκρισης;
|
Είναι το πρόσωπο ή το πράγμα, με το οποίο συγκρίνεται κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ο α΄ όρος σύγκρισης).
|
Πώς εκφέρεται ο β΄ όρος της σύγκρισης;
|
Εκφέρεται με:
α) γενική συγκριτική, όταν είναι ουσιαστικό ή άλλη λέξη που λειτουργεί ως ουσιαστικό (λ.χ. έναρθρο απαρέμφατο, έναρθρο επίρρημα). π.χ. Δίκαιόν ἐστιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονος πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου. π.χ. Τὸ φυλάξασθαι τἀγαθὰ χαλεπώτερον τοῦ κτήσασθαί ἐστιν. π.χ. Τὸ δ’ ἄνω τοῦ κάτω καὶ τὸ πρόσθεν τοῦ ὄπισθεν τιμιώτερον. π.χ. Ἐμοὶ Σωκράτης ἐδόκει τιμῆς ἄξιος ἦν τῇ πόλει μᾶλλον ἢ θανάτου. π.χ. Βούλομαι μᾶλλον τι ὑφ’ ὑμῶν παθεῖν κακὸν ἢ αὐτὸς τι ὑμᾶς κακῶς δρᾶσαι. β) ἢ + ομοιόπτωτα ή ομοιότροπα με τον α΄ όρο π.χ. Τοὺς θεοὺς ἡγῇ τὰ δίκαια νομοθετεῖν ἢ ἄλλα τῶν δικαίων; π.χ. Αἱρετώτερός ἐστιν ὁ καλὸς θάνατος ἀντὶ τοῦ αἰσχροῦ θανάτου. π.χ. Μηδὲν περὶ πλείονος ποιοῦ πρὸ τοῦ δικαίου. γ) ἀντί, πρὸ + γενική παρὰ + αιτιατική π.χ. Ἡλίου ἐκλείψεις πυκνότεραι παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευόμενα ξυνέβησαν. ἢ πρὸς + αιτιατική π.χ. Ἐπιτάδας ἐνδεεστέρως ἑκάστῳ παρεῖχεν ἢ πρὸς τὴν ἐξουσίαν. ἢ κατὰ + αιτιατική π.χ. Ἄγις ἔτυχεν σεμνοτέρας ἢ κατ’ ἄνθρωπον ταφῆς. ἢ ὡς + απαρέμφατο π.χ. Τὸ δαιμόνιον ἡγοῦμαι μεγαλοπρεπέστερον ἢ ὡς τῆς ἐμῆς θεραπείας προσδεῖσθαι. ἢ ὥστε + απαρέμφατο π.χ. Νεώτερος ἐγὼ ἢ ὥστε δύνασθαι ἐμαυτῷ τιμωρεῖν ἱκανῶς. ἢ + απαρέμφατο π.χ. Τὰς ἀσπίδας μείζονας ἔχουσιν ἢ ὡς ποιεῖν τι καὶ ὁρᾶν. ἢ + ονομαστική π.χ. Τοῖς μᾶλλον ἀκμάζουσιν ἢ ἐγὼ παραινῶ τοιαῦτα λέγειν. ἢ + πρόταση π.χ. Ἀπεκρίναντο ὅτι πρότερον ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοῖεν. Σημείωση: Τα επίθετα ἐναντίος, ἀλλότριος συντάσσονται με γενική συγκριτική, γενική κτητική και δοτική αντικειμενική. |
ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
«ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν»:
|
δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση, εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ἵνα, εκφέρεται με υποτακτική («μὴ ἔχωσιν»), γιατί εκφράζει σκοπό προσδοκώμενο και λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στη μετοχή «ἐκφοβοῦντες» που δηλώνει σκόπιμη ενέργεια.
|
«ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν (ἐστί)»:
|
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὡς, γιατί δηλώνει υποκειμενική γνώμη, εκφέρεται με την εννοούμενη οριστική ενεστώτα («ἐστὶ») γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως αντικείμενο στο λεκτικό ρήμα της κύριας πρότασης («λέγουσι»).
|
«καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν»:
|
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, που συνδέεται παρατακτικά με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο καὶ με την προηγουμένη. Εισάγεται με τον εννοούμενο ειδικό σύνδεσμο ὡς, γιατί δηλώνει υποκειμενική γνώμη. Εκφέρεται με οριστική ενεστώτα («ἐστιν»), γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως αντικείμενο, στο λεκτικό ρήμα της κύριας πρότασης («λέγουσι»).
|
«ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν φαυλότεροι ὄντες»:
|
δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση. Εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο ἄν, εκφέρεται με υποτακτική («ἔχωσιν») και με απόδοση την οριστική ενεστώτα της κύριας πρότασης («ἀγαπῶσι»), σχηματίζει υποθετικό λόγο που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον.
Υπόθεση: ἂν ἔχωσιν (ἂν + υποτακτική) Απόδοση: ἀγαπῶσι ( οριστική ενεστώτα) |
«ὅτι δίκαιόν ἐστιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονος πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου»:
|
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι, γιατί δηλώνει αντικειμενική γνώμη, εκφέρεται με οριστική ενεστώτα («δίκαιόν ἐστιν») γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως επεξήγηση στο αντικείμενο του ρήματος της κύριας πρότασης («αὐτό»).
|
ΟΙ ΜΕΤΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
«οἱ τιθέμενοι»:
|
επιθετική μετοχή, κατηγορούμενο στο υποκείμενο του συνδετικού ρήματος «εἰσὶν» («ἄνθρωποι καὶ οἱ πολλοὶ»).
Αναλύεται σε αναφορική πρόταση: οὗτοι, οἳ τίθενται |
«ἐκφοβοῦντες»:
|
επιρρηματική τροπική μετοχή, συνημμένη στο εννοούμενο υποκείμενο του ρήματος «λέγουσι» («οὗτοι»).
|
«ὄντας»:
|
επιθετική μετοχή, αντικείμενο της μετοχής «ἐκφοβοῦντες».
Αναλύεται σε αναφορική πρόταση: οἳ εἰσίν. |
«ὄντες»:
|
επιρρηματική εναντιωματική μετοχή, συνημμένη στο εννοούμενο υποκείμενο του ρήματος «ἔχωσιν» («αὐτοί»).
Αναλύεται σε εναντιωματική πρόταση: εἰ καὶ εἰσίν. |
***
Ασκήσεις γραμματικής
ΑΣΚΗΣΗ 1
Να γίνει χρονική αντικατάσταση στους παρακάτω ρηματικούς τύπους του κειμένου, στην ίδια φωνή:
- τίθενται
- ἔχειν
- ἐπαινοῦσιν
- ὄντας
- λέγεται
- ἀποφαίνει
- καλοῦσιν
Λύση
Χρονική αντικατάσταση
| |||||
ενεστ.
|
τίθενται
|
ἔχειν
|
ἐπαινοῦσιν
|
ὄντας
|
λέγεται
|
παρατ.
|
ἐτίθεντο
|
-
|
ἐπῄνουν
|
-
|
ἐλέγετο
|
μελλ.
|
θήσονται
τεθήσονται |
ἕξειν
σχήσειν |
ἐπαινέσονται
ἐπαινέσουσι |
ἐσομένους
|
λεχθήσεται
ῥηθήσεται |
αόρ.
|
ἔθεντο
ἐτέθησαν |
σχεῖν
|
ἐπῄνεσαν
|
γενομένους
|
ἐλέχθη
ἐρρήθη |
παρακ.
|
τέθεινται
κεῖνται |
ἐσχηκέναι
|
ἐπῃνέκασι
|
γεγονότας
|
εἴρηται
εἰρημένον ἐστὶ λέλεκται |
υπερσ.
|
ἐτέθειντο - ἔκειντο
|
-
|
-
|
-
|
εἴρητο
εἰρημένον ἦν |
ενεστ.
|
ἀποφαίνει
|
καλοῦσιν
|
παρατ.
|
ἀπέφαινε
|
ἐκάλουν
|
μελλ.
|
ἀποφανεῖ
|
καλοῦσι - καλέσουσι
|
αόρ.
|
ἀπέφηνε
|
ἐκάλεσαν
|
παρακ.
|
ἀποπέφαγκε
|
κεκλήκασι
|
υπερσ.
|
-
|
ἐκεκλήκεσαν
|
ΑΣΚΗΣΗ 2
Να κλιθεί η προστακτική του ενεστώτα και του αορίστου και η οριστική του παρατατικού των παρακάτω ρημάτων του κειμένου, στη φωνή που ζητείται:
α) ἀγαπῶσι, στην ενεργητική φωνή,
β) ἐπαινοῦσιν, στη μέση φωνή.
α) ἀγαπῶσι, στην ενεργητική φωνή,
β) ἐπαινοῦσιν, στη μέση φωνή.
Λύση
α) ἀγαπῶσι στην ενεργητική φωνή
α) ἀγαπῶσι στην ενεργητική φωνή
προστακτική ενεστώτα
|
προστακτική αορίστου
|
οριστική παρατατικού
|
-
ἀγάπα ἀγαπάτω - ἀγαπᾶτε ἀγαπώντων / ἀγαπάτωσαν |
-
ἀγάπησον ἀγαπησάτω - ἀγαπήσατε ἀγαπησάντων / ἀγαπησάτωσαν |
ἠγάπων
ἠγάπας ἠγάπα ἠγαπῶμεν ἠγαπᾶτε ἠγάπων |
β) ἐπαινοῦσιν στη μέση φωνή
προστακτική ενεστώτα
|
προστακτική αορίστου (παθητική διάθεση)
|
οριστική παρατατικού
|
-
ἐπαινοῦ ἐπαινείσθω - ἐπαινεῖσθε ἐπαινείσθων / ἐπαινείσθωσαν |
-
ἐπαινέθητι ἐπαινεθήτω - ἐπαινέθητε ἐπαινεθέντων / ἐπαινεθήτωσαν |
ἐπῃνούμην
ἐπῃνοῦ ἐπῃνεῖτο ἐπῃνούμεθα ἐπῃνεῖσθε ἐπῃνοῦντο |
ΑΣΚΗΣΗ 3
Να γράψετε σε όλες τις εγκλίσεις τους ζητούμενους τύπους των παρακάτω ρηματικών τύπων:
ἐκφοβοῦντες: β΄ ενικό μέσης φωνής, γ΄ πληθυντικό μέσης φωνής.
πλεονεκτεῖν: γ΄ ενικό ενεργητικής φωνής, γ΄ πληθυντικό ενεργητικής φωνής.
ἀγαπῶσι: β΄ ενικό και γ΄πληθυντικό και στις δυο φωνές.
Να γράψετε σε όλες τις εγκλίσεις τους ζητούμενους τύπους των παρακάτω ρηματικών τύπων:
ἐκφοβοῦντες: β΄ ενικό μέσης φωνής, γ΄ πληθυντικό μέσης φωνής.
πλεονεκτεῖν: γ΄ ενικό ενεργητικής φωνής, γ΄ πληθυντικό ενεργητικής φωνής.
ἀγαπῶσι: β΄ ενικό και γ΄πληθυντικό και στις δυο φωνές.
Λύση γραμματικής
ἐκφοβοῦντες:
ἐκφοβοῦντες:
β΄ ενικό μέσης φωνής:
|
γ΄ πληθυντικό μέσης φωνής:
| |
οριστ.
|
ἐκφοβεῖ (-ῇ)
|
ἐκφοβοῦνται
|
υποτ.
|
ἐκφοβῇ
|
ἐκφοβῶνται
|
ευκτ.
|
ἐκφοβοῖο
|
ἐκφοβοῖντο
|
προστ.
|
ἐκφοβοῦ
|
ἐκφοβείσθων, ἐκφοβείσθωσαν
|
πλεονεκτεῖν:
γ΄ ενικό ενεργητικής φωνής:
|
γ΄ πληθυντικό ενεργητικής φωνής:
| |
οριστ.
|
πλεονεκτεῖ
|
πλεονεκτοῦσι (ν)
|
υποτ.
|
πλεονεκτῇ
|
πλεονεκτῶσι (ν)
|
ευκτ.
|
πλεονεκτοῖ, πλεονεκτοίη
|
πλεονεκτοῖεν
|
προστ.
|
πλεονεκτείτω
|
πλεονεκτούντων, πλεονεκτείτωσαν
|
ἀγαπῶσι:
β΄ ενικό ενεργητικής φωνής:
|
γ΄πληθυντικό ενεργητικής φωνής:
|
β΄ ενικό μέσης φωνής:
|
γ΄πληθυντικό μέσης φωνής:
| |
οριστ.
|
ἀγαπᾷς
|
ἀγαπῶσι (ν)
|
ἀγαπᾷ
|
ἀγαπῶνται
|
υποτ.
|
ἀγαπᾷς
|
ἀγαπῶσι (ν)
|
ἀγαπᾷ
|
ἀγαπῶνται
|
ευκτ.
|
ἀγαπῷς, ἀγαπῴης
|
ἀγαπῷεν
|
ἀγαπῷο
|
ἀγαπῷντο
|
προστ.
|
ἀγάπα
|
ἀγαπώντων, ἀγαπάτωσαν
|
ἀγαπῶ
|
ἀγαπάσθων, ἀγαπάσθωσαν
|
ΑΣΚΗΣΗ 4
Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
- ὄντας:
γ΄ ενικό πρόσωπο, οριστικής μέλλοντα, της ίδιας φωνής. - λέγουσιν:
β΄ενικό πρόσωπο, προστακτικής αορίστου β΄, της ίδιας φωνής. - ἀποφαίνει:
γ΄ πληθυντικό πρόσωπο, οριστικής μέλλοντα, της ίδιας φωνής. - ἔχωσιν:
β΄ πληθυντικό πρόσωπο, της ευκτικής του ίδιου χρόνου, της ίδιας φωνής. - ἀδικεῖν:
γενική πληθυντικού, του αρσενικού γένους της μετοχής, του αντίστοιχου χρόνου, της ίδιας φωνής. - ζητεῖν:
β΄ενικό πρόσωπο, προστακτικής του ίδιου χρόνου, της άλλης φωνής.
Λύση γραμματικής
- ὄντας:
γ΄ ενικό πρόσωπο, οριστικής μέλλοντα, της ίδιας φωνής: ἔσται, - λέγουσιν:
β΄ενικό πρόσωπο, προστακτικής αορίστου β΄, της ίδιας φωνής: εἰπέ, - ἀποφαίνει:
γ΄ πληθυντικό πρόσωπο, οριστικής μέλλοντα, της ίδιας φωνής: ἀποφανοῦσι(ν), - ἔχωσιν:
β΄ πληθυντικό πρόσωπο, της ευκτικής του ίδιου χρόνου, της ίδιας φωνής: ἔχοιτε, - ἀδικεῖν:
γενική πληθυντικού, του αρσενικού γένους της μετοχής, του αντίστοιχου χρόνου, της ίδιας φωνής: ἀδικούντων, - ζητεῖν:
β΄ενικό πρόσωπο, προστακτικής του ίδιου χρόνου, της άλλης φωνής: ζητοῦ.
ΑΣΚΗΣΗ 5
Να γράψετε τη γενική ενικού και τη δοτική πληθυντικού των παρακάτω ουσιαστικών του κειμένου:
- ἐπαίνους
- νόμῳ
- φύσις
Λύση γραμματικής
Γενική ενικού
|
Δοτική πληθυντικού
| |
ἐπαίνους
|
ἐπαίνου
|
ἐπαίνοις
|
νόμῳ
|
νόμου
|
νόμοις
|
φύσις
|
φύσεως
|
φύσεσι(ν)
|
***
Ασκήσεις συντακτικού
ΑΣΚΗΣΗ 1
Να γίνει αναγνώριση των παρακάτω μετοχών του κειμένου και να αναλυθούν σε δευτερεύουσες προτάσεις:
- οἱ τιθέμενοι
- ὄντες
Λύση
- οἱ τιθέμενοι:
επιθετική μετοχή, κατηγορούμενο στο υποκείμενο του συνδετικού ρήματος «εἰσὶν» («ἄνθρωποι» καὶ «οἱ πολλοί»).
Αναλύεται σε δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση:
Οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποί εἰσιν καὶ οἱ πολλοὶ ἐκεῖνοι οἳ τίθενται τοὺς νόμους. - ὄντες:
επιρρηματική εναντιωματική μετοχή, συνημμένη στο εννοούμενο υποκείμενο («αὐτοί») του ρήματος «ἔχωσιν».
Αναλύεται σε δευτερεύουσα επιρρηματική εναντιωματική πρόταση:
εἰ καὶ εἰσὶ φαυλότεροι.
ΑΣΚΗΣΗ 2
Να γίνει συντακτική αναγνώριση των παρακάτω τύπων του κειμένου:
- τοὺς ἐπαίνους
- τῶν ἀνθρώπων
- ἔχειν
- ἀδικεῖν (αὐτὸ καλοῦσιν)
- τοῦ χείρονος
Λύση συντακτικού
- τοὺς ἐπαίνους:
σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος «ἐπαινοῦσιν». - τῶν ἀνθρώπων:
ετερόπτωτος προσδιορισμός, ως γενική συγκριτική στο επίθετο βαθμού συγκριτικού «ἐρρωμενεστέρους». - (δυνατοὺς ὄντας πλέον) ἔχειν:
απαρέμφατο που λειτουργεί ως προσδιορισμός της αναφοράς ή του κατά τι στο επίθετο «δυνατούς». - ἀδικεῖν (αὐτὸ καλοῦσιν):
κατηγορούμενο στο αντικείμενο «αὐτὸ» του ρήματος «καλοῦσιν». - τοῦ χείρονος:
ετερόπτωτος προσδιορισμός, ως γενική συγκριτική, από το επίρρημα συγκριτικού βαθμού πλέον, στο «τὸν ἀμείνω».
ΑΣΚΗΣΗ 3
Να εντοπίσετε και να αναγνωρίσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις του κειμένου.
Λύση συντακτικού
«ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν»:
δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση. Εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ἵνα, εκφέρεται με υποτακτική («μὴ ἔχωσιν»), γιατί εκφράζει σκοπό προσδοκώμενο και λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στη μετοχή «ἐκφοβοῦντες».
«ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν (ἐστί)»:
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὡς, γιατί δηλώνει υποκειμενική γνώμη, εκφέρεται με οριστική ενεστώτα (εννοούμενο «ἐστί»), γιατί δηλώνει γεγονός πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα της κύριας πρότασης («λέγουσι»).
«καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν»:
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, που συνδέεται παρατακτικά με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο καὶ με την προηγουμένη. Εισάγεται με τον εννοούμενο ειδικό σύνδεσμο ὡς, γιατί δηλώνει υποκειμενική γνώμη. Εκφέρεται με οριστική ενεστώτα («ἐστιν»), γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως αντικείμενο στο λεκτικό ρήμα της κύριας πρότασης («λέγουσι»).
«ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν φαυλότεροι ὄντες»:
δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση. Εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο ἄν, εκφέρεται με υποτακτική («ἔχωσιν») και με απόδοση την οριστική ενεστώτα της κύριας πρότασης («ἀγαπῶσι») σχηματίζει υποθετικό λόγο που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον.
«ὅτι δίκαιόν ἐστιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονος πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου»:
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι, γιατί δηλώνει αντικειμενική γνώμη, εκφέρεται με οριστική ενεστώτα («δίκαιόν ἐστιν») γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως επεξήγηση στο αντικείμενο του ρήματος της κύριας πρότασης («αὐτό»).
«ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν»:
δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση. Εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ἵνα, εκφέρεται με υποτακτική («μὴ ἔχωσιν»), γιατί εκφράζει σκοπό προσδοκώμενο και λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στη μετοχή «ἐκφοβοῦντες».
«ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν (ἐστί)»:
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὡς, γιατί δηλώνει υποκειμενική γνώμη, εκφέρεται με οριστική ενεστώτα (εννοούμενο «ἐστί»), γιατί δηλώνει γεγονός πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα της κύριας πρότασης («λέγουσι»).
«καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν»:
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, που συνδέεται παρατακτικά με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο καὶ με την προηγουμένη. Εισάγεται με τον εννοούμενο ειδικό σύνδεσμο ὡς, γιατί δηλώνει υποκειμενική γνώμη. Εκφέρεται με οριστική ενεστώτα («ἐστιν»), γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως αντικείμενο στο λεκτικό ρήμα της κύριας πρότασης («λέγουσι»).
«ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν φαυλότεροι ὄντες»:
δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση. Εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο ἄν, εκφέρεται με υποτακτική («ἔχωσιν») και με απόδοση την οριστική ενεστώτα της κύριας πρότασης («ἀγαπῶσι») σχηματίζει υποθετικό λόγο που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον.
«ὅτι δίκαιόν ἐστιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονος πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου»:
δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι, γιατί δηλώνει αντικειμενική γνώμη, εκφέρεται με οριστική ενεστώτα («δίκαιόν ἐστιν») γιατί δηλώνει το πραγματικό στο παρόν και λειτουργεί ως επεξήγηση στο αντικείμενο του ρήματος της κύριας πρότασης («αὐτό»).
ΑΣΚΗΣΗ 4
Να εντοπιστούν και να αναγνωριστούν οι ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί του κειμένου.
Λύση
- οἱ ἀσθενεῖς:
ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός στο υποκείμενο («ἄνθρωποι») του συνδετικού ρήματος «εἰσίν». - (τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν):
τὸ ζητεῖν: έναρθρο απαρέμφατο ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός, επεξήγηση στο κατηγορούμενο του υποκειμένου του ρήματος «ἐστιν» («τοῦτό»). - (τοῦτο ἄδικον και αἰσχρὸν λέγεται, τὸ πλέον ζητεῖν ἔχειν τῶν πολλῶν):
τὸ ζητεῖν: έναρθρο απαρέμφατο ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός, επεξήγηση στο υποκείμενο του ρήματος «λέγεται» («τοῦτο»). - (ἡ φύσις) αὐτή:
ομοιόπτωτος κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενο («ἡ φύσις») του ρήματος «ἀποφαίνει».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου