Τό Ἀριστοτελικόν Ἐκπαιδευτικόν Σύστημα καί ἡ Ἀνθρωπιστική Παιδεία





του
Αναστασίου Δασταυρίδη



1.   Πολίτης - Πόλη ως συγκοινωνούντα δοχεία στην αρχαία ελληνική γραμματεία


Στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών της θεωρητικής κατεύθυνσης της τελευταίας τάξης του λυκείου, αποτελεί κυρίαρχο διδακτέο ιδεολογικό στοιχείο η ταύτιση της ηθικής με την πολιτική διάσταση της ζωής ενός ατόμου. Στις πρώτες μάλιστα γραμμές της εξεταστέας ύλης εμφανίζεται ο σοφιστής Πρωταγόρας, στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, να ορίζει τον ενάρετο πολίτη ως τον προβαίνοντα σε σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο στα πλαίσια της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας ζωής του. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το μάθημα (το οποίο διδάσκω) είναι η ευβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οικεία, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οίκου του, όσο για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα». Μέσα από την εύγλωττη σιωπή των αρχαίων κειμένων λοιπόν διδασκόμαστε τον εξέχοντα ρόλο που διαδραματίζει ο πεπαιδευμένος πολίτης για τη στελέχωση μιας δομημένης και ευνομούμενης πόλης και για την ορθή λειτουργία του πολιτεύματος. Συγκεκριμένα ακολουθώντας την τελεολογική θεώρηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, την άποψη δηλαδή κατά την οποία τα πάντα γύρω μας, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργήθηκαν με σκοπό να ακολουθήσουν μια εξελικτική και παράλληλα αναπτυξιακή πορεία, την ονομαζόμενη «εντελέχεια» και να φτάσουν στην εκπλήρωση του σκοπού της δημιουργίας τους, αντιλαμβανόμαστε-κατά τη μελέτη των «Πολιτικών»- ότι η δημιουργία σχέσης συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ πολίτη και πόλης δεν επιδιώκεται για κανένα άλλο λόγο παρά για την προσέγγιση του αυτοσκοπού ατόμου αλλά και συνόλου, την επίτευξη δηλαδή της ευδαιμονίας, του εὖ ζῆν, της ικανοποίησης δηλαδή της πνευματικής και ηθικοκοινωνικής του χρείας καθιστώντας τον άνθρωπο υπερέχοντα έναντι των υπολοίπων ζωντανών οργανισμών που απλώς στοχεύουν στο ζῆν, στην κάλυψη δηλαδή των βασικών βιοτικών τους αναγκών. Κορυφαία λοιπόν η αντίληψη και η συναίσθηση του καθενός ότι η προσωπική του ολοκλήρωση διέρχεται και εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου.


2.   Προσφορά ανθρωπιστικής παιδείας

Είναι πράγματι κέρδος αν στην προεφηβική και εφηβική ηλικία ο μαθητής αποτινάξει κάθε έννοια ατομικού ωφελιμισμού και εγωκεντρικής κερδοσκοπίας. Πανθομολογούμενο λοιπόν στοιχείο από τη προσέγγιση ενός μονάχα σχολίου της διδακτέας για της εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ύλης αποτελεί το γεγονός ότι μέσο επίτευξης της ηθικής αυτάρκειας είναι η παροχή ανθρωπιστικής παιδείας. Μιας παιδείας δηλαδή που «ανθρωποποιεί τον άνθρωπο», που ως άλλο άνθος λιπαίνει το μαθητή ώστε να ανθίσει μεταλαμπαδεύοντας του αρχές, αξίες, ιδανικά και παρέχοντας του ως ατμομηχανή της ηθικής του ολοκλήρωσης την ιδέα ότι η κοινωνική καταξίωση διέρχεται από τον αυτοσεβασμό. Στην παροχή ορθής -κατά τα αριστοτελικά πρότυπα- παιδείας ο καθηγητής λειτουργεί για τους μαθητές του ως πρόσωπο-καταφύγιο, ως ταμείο γνώσεων και κατάστημα υλικών από το οποίο τα παιδιά δανείζονται ό, τι τους χρειάζεται. Λειτουργώντας ως δάσκαλος πνευματικής αλλά ταυτόχρονα και ηθικής αρετής, διδάσκει ενστερνιζόμενος ότι το λουλούδι ανθίζει και μοσχοβολά όχι για να εντυπωσιάσει και να αξιολογηθεί, μα…γιατί έτσι ξέρει να υπάρχει. Έτσι λοιπόν αν η μάθηση είναι προσωπική υπόθεση και αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, ο πραγματικά δημιουργικός δάσκαλος είναι εκείνος που δημιουργεί συνθήκες τέτοιας μάθησης.

3.   Ανθρωπιστική παιδεία vs ἐμποδών παιδεία

Ως ανθρωπιστική παιδεία ορίζεται η απόρροια αγωγικής πράξης κατά την οποία εκπαιδευτές, εκπαιδευτικές αξίες και εκπαιδευόμενοι βρίσκονται σε δυναμική αλληλενέργεια η οποία πηγάζει από βάθη όπου σβήνουν θρησκευτικές, εθνικές, πολιτικές και κάθε είδους μισαλλοδοξίες και αναδύεται ως κατηγορική προσταγή η φωνή της ηθικής που καθορίζει την ανθρώπινη ποιότητα. Μελετώντας ωστόσο την «ἐμποδών παιδεία», τη σημερινή δηλαδή όψη και λειτουργία αυτής θα αποτελούσε άποψη ατόμου που δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι της τάξης, που δεν ίδρωσε και δε λερώθηκε ποτέ γράφοντας στον πίνακα, η θεώρηση ότι υπακούει στα διδάγματα και στις επιταγές του ανθρωπισμού. Αίτιο πρόκλησης του φαινομένου αυτού αποτελεί ο ευνουχισμός της μέσης εκπαίδευσης της ραχοκοκαλιάς δηλαδή οποιουδήποτε εκπαιδευτικού οικοδομήματος. Κι αυτό συμβαίνει επειδή το λύκειο από δεξαμενή που τροφοδοτεί με τις βασικές γνώσεις των κύριων τομέων της επιστήμης και του πνεύματος μετατράπηκε σε φροντιστήριο, και μάλιστα κακό, προετοιμασίας των μαθητών για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αλίμονο όμως αν οι έφηβοι δέχονται μόνο βασικές γνώσεις λίγων ειδικοτήτων και μάλιστα στερούμενες κάθε ουμανιστικού περιεχομένου.
Παρασυρμένοι από την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας και αποδεχόμενοι ως αποκλειστικό στόχο της ζωής την υλική ευδαιμονία, κάποιοι ιθύνοντες, όμως δυστυχώς όχι και ταυτόχρονα γνώστες της σκληρής εκπαιδευτικής καθημερινότητας, έκριναν ότι βασικός στόχος της παιδείας είναι να εφοδιάζει τους νέους με εκείνες μόνο τις γνώσεις που θα τους επιτρέπουν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας μας. Συνακόλουθα εξοβελίστηκε η θεμελιώδης αρχή σύμφωνα με την οποία το λύκειο πρέπει να προσφέρει στους μαθητές τις βασικές επιστημονικές, τεχνολογικές και πνευματικές κατακτήσεις της σύγχρονης εποχής, οι οποίες θα τους δίνουν τη δυνατότητα αργότερα να προχωρούν όχι μόνο σε επιστημονικές και τεχνολογικές αλλά κυρίως σε πνευματικές αναζητήσεις. Μια παιδεία με τέτοιους στόχους δε μπορεί να περιορίζεται σε ειδικές γνώσεις αλλά να τρέφεται και από αξίες που έχουν αντέξει στο χρόνο και συγχρόνως είναι ικανές να κεντρίζουν τη νεανική ψυχή και το πνεύμα. Άξιο απορίας και προβληματισμού αποτελεί το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της παιδείας, οι οποίοι επεδίωξαν να παρέξουν λύσεις στα διαρκώς ταλανίζοντα προναφερθέντα προβλήματα δε μελέτησαν και δε διδάχθηκαν από το σταγειρίτη φιλόσοφο. Συγκεκριμένα στα Πολιτικά του, έργο γραμμένο περί τους εικοσιπέντε αιώνες πρωτύτερα, ο Αριστοτέλης εκφράζει τον ίδιο ακριβώς προβληματισμό σχετικά με το χαρακτήρα της παρεχόμενης παιδείας γράφοντας:

«Οὐ γάρ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τούς νέους οὔτε πρός ἀρετήν οὔτε πρός τόν βίον τόν ἄριστον, οὐδέ φανερόν πότερον πρός τήν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἤ πρός τό τῆς ψυχῆς ἦθος. Ἐκ τε τῆς ἐμποδών παιδείας ταραχώδης ἡ σκέψις καί δῆλον οὐδέν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τά χρήσιμα πρός τόν βίον ἤ τα τείνοντα πρός ἀρετήν ἤ τά περιττά (πάντα γάρ εἴληφε ταῦτα κριτάς τινάς). Περί τε τῶν προς ἀρετήν οὐθέν ἐστίν ὁμολογούμενον (καί γάρ τήν ἀρετήν οὐ τἠν αὐτήν εὐθύς πάντες τιμῶσιν, ὥστ’ εὐλόγως διαφέρονται καί πρός τήν ἄσκησιν αὐτῆς). Ὅτι μέν οὖν τά ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον. Ὅτι δέ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καί τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καί ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τόν μετέχοντα μή βάναυσον. Βάναυσον δ’ ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καί τέχνην ταύτην καί μάθησιν, ὅσαι πρός τάς χρήσεις καί τάς πράξεις τάς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπειργάζονται τό σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἤ την διάνοιαν.»

Μεταφράζοντας: «Γιατί όλοι δεν έχουν τη γνώμη ότι πρέπει οι νέοι να μαθαίνουν τα ίδια είτε προς την κατεύθυνση της αρετής είτε προς την κατεύθυνση του καλύτερου δυνατού τρόπου ζωής, ούτε είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο το νου (την καλλιέργεια του νου) ή τον ηθικό χαρακτήρα (τη διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα) και αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση και καθόλου δε θα είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να επιδιώκει τα χρήσιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (γιατί όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει κάποιους υποστηρικτές)».
Τολμώντας ωστόσο ο φιλόσοφος να προτείνει ένα εκπαιδευτικό μοντέλο που θα επιλύσει το κάθε ζήτημα, αναφέρει: «Ότι λοιπόν πρέπει τα παιδιά να διδάσκονται τα αναγκαία από τα χρήσιμα είναι φανερό. Και δεν πρέπει οι νέοι να διδάσκονται τα πάντα δεδομένου ότι οι ασχολίες διακρίνονται σ’ αυτές που ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σ’ αυτές που δεν ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους, είναι φανερό ότι από τα χρήσιμα πράγματα πρέπει να μαθαίνουν (τα παιδιά) όσα δε θα κάνουν βάναυσο αυτόν που τα μαθαίνει. Και βάναυση ασχολία πρέπει εμείς να θεωρούμε ότι είναι αυτή και αυτή βάναυση τέχνη, όσες κάνουν το σώμα των ελεύθερων πολιτών ή το πνεύμα άχρηστο (ακατάλληλο) για τα έργα και τις δραστηριότητες της αρετής.»

4.   Το αριστοτελικό εκπαιδευτικό σύστημα

Το αριστοτελικό εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί τον ορισμό της ανθρωπιστικής παιδείας. Ο φιλόσοφος λοιπόν, νοηματοδοτώντας τους εκπαιδευτικούς και παρέχοντας αφειδώς το ἄκος της ψυχής όλων μας, ακολουθεί τη μέση οδό διδάσκοντας ότι οι νέοι πρέπει ασφαλώς να λαμβάνουν γνώσεις χρήσιμες για τη ζωή, αλλά από αυτές όχι όλες, παρά μόνο τις αναγκαίες. Κι από τις αναγκαίες, όμως, πρέπει να μαθαίνουν όσες ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και όχι τις ευτελείς οι οποίες αδρανοποιούν το σώμα και το νου του ανθρώπου, τον καθιστούν αγροίκο, άξεστο («βάναυσον όπως χαρακτηριστικά αναφέρει») και τον απομακρύνουν από την κατάκτηση της αρετής. Δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν σε κάθε γνώση τη χρησιμότητα, γιατί αυτή μπορεί να τους οδηγήσει στην πνευματική μονομέρεια. Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει ότι η μεταλαμπάδευση από τον εκάστοτε διδάσκοντα χρήσιμων γνώσεων είναι απαραίτητη αλλά δεν πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό. Ο χαρακτήρας της παιδείας, κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να είναι κυρίως ηθικοπλαστικός και να στοχεύει τόσο στη διαμόρφωση του σώματος όσο και του πνεύματος του ελεύθερου ανθρώπου.

«Ὅτι μέν οὖν τά ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον. Ὅτι δέ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καί τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καί ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τόν μετέχοντα μή βάναυσον.»

Αναφερόμενος δηλαδή ο φιλόσοφος στα «ελευθέρια» που πρέπει ο νέος να διδάσκεται εννοεί την εκμάθηση όσων στοιχείων θα μετατρέψουν τον πολίτη σε ενάρετο ον, σε ισχυρή προσωπικότητα. Η τέτοιου είδους παιδεία είναι κατά βάση ηθικοπλαστική, αφυπνίζει τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά, διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες με άμεσο αποτέλεσμα την απόκτηση ισχυρού ψυχικού σθένους. Αν δε δινόταν αυτός ο χαρακτήρας στην παιδεία, το άτομο θα ήταν πνευματικά και ηθικά ανελεύθερο, δούλος δηλαδή της απαιδευσίας, αγροίκος, άξεστος με ασχολίες που δύνανται να χαρακτηριστούν μονάχα ως «βάναυσες». Ο Αριστοτέλης λοιπόν πιστεύει ότι η επίτευξη του προαναφερθέντος διπλού στόχου της παιδείας θα οδηγήσει στη διάπλαση ενός ενάρετου πολίτη που έχει προσεγγίσει την ευδαιμονία. Έχοντας ο ίδιος σε άλλο σημείο του ίδιου έργου του παραλληλίσει την πόλη με ανθρώπινο σώμα και τον πολίτη με μέλος αυτού, γράφοντας συγκεκριμένα: «Στην τάξη της φύσης η πόλη προηγείται από την οικογένεια κι από τον καθένα μας ως άτομο. Ο λόγος είναι ότι το όλον προηγείται του μέρους. Πραγματικά, αν πάψει να υπάρχει το σώμα ως όλον, δε θα υπάρχει
πια ούτε πόδι ούτε χέρι παρά μόνο ως (ίδια) λέξη, όπως, ας πούμε, αν μιλούμε για πέτρινο χέρι (θα είναι πράγματι σαν αυτό, αν μια φορά πεθάνει): όλα τα πράγματα είναι αυτό που λέμε ότι είναι, αν τα κρίνουμε με κριτήριο τη λειτουργία και τις ιδιότητές τους. Από τη στιγμή, επομένως, που πάψουν να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δε θα πρέπει πια να λέμε ότι είναι ό,τι ήταν πριν, αλλά ότι απλώς εξακολουθούν να λέγονται ακόμη με την ίδια λέξη» καθιστά πασιφανή τη σχέση αλληλεξάρτησης πολίτη και πόλης, καθ’ότι το σύνολο ευδαιμόνων πολιτών δημιουργεί μια πόλη που επιτυγχάνει τον υπέρτατο στόχο της, που δεν είναι άλλος από την ηθικοπνευματική αυτάρκεια που οδηγεί στην ευδαιμονία.
Το εξεταστικοκεντρικό λύκειο ωστόσο λειτουργεί ως σαρκοφάγος της ανθρωπιστικής παιδείας καθ’ότι όλα αυτά τα ανυπέρβλητης αξίας νοήματα περί παιδείας παρέχονται προς ανάλυση μονάχα στους μαθητές της θεωρητικής κατεύθυνσης της Γ΄ λυκείου, ως βασανιστική δηλαδή ύλη για την ατραπό των εξετάσεων. Πώς περιμένουμε λοιπόν να αναδειχθούν εκείνες οι αξίες που καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να αγωνίζεται για ιδανικά όταν το κακό βρίσκεται στα θεμέλια; Artes propriae humanitatis, ρητορική, διαλεκτική, ποίηση, λογοτεχνία, φιλοσοφία, θυσιάζονται στο βωμό της χρησιμοθηρίας για να δεχόμαστε από μαθητές όλο και πιο συχνά το ερώτημα: Πού θα μου χρειαστούν τα αρχαία ελληνικά;

5.   Ο ρόλος του εκπαιδευτικού

Όπως καταλαβαίνουμε υλικό στα πλαίσια της διδαχής υπάρχει, σαφές και οργανωμένο πρόγραμμα μετάδοσής του δεν υπάρχει. Ο δικός μας στόχος και μόχθος λοιπόν πρέπει να μοιάζει με αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει «διαύγαση», κάτι δηλαδή που πηγάζει από το σύνολο της ανθρώπινης πείρας και φωτίζει (διαυγάζει) τόσο την εξήγηση όσο και την κατανόηση. Επομένως o καθηγητής, και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο φιλόλογος της τάξης, οφείλει να μην αναλίσκεται σε ξερή μετάδοση γνώσεων. Αποστολή και έργο του οφείλει να θεωρεί το να καλεί τους μαθητές του να παίρνουν μέρος στη ζωή των αξιών, των βιωμάτων και των ιδεών, όπου και ο ίδιος μετέχει ψυχῇ τε καί σώματι. Για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις
του δεν πρέπει να εγκλωβίζεται σε συστήματα, τύπους και μοντέλα παρεμβάσεων.
Αν κάπου θέλει να έχει γρήγορο αποτέλεσμα δε θα διστάσει να γίνει «μπιχεβιοριστής». Αν έχει περισσότερο χρόνο θα παίξει το ρόλο του «ανιματέρ», του εμψυχωτή και σκηνοθέτη της διαδικασίας. Στα πλαίσια της πραγματικά ανθρωπιστικής παιδείας ο καθηγητής μένει φαινομενικά αδρανής, μεταβιβάζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μαθητή, εξακολουθώντας να βρίσκεται στο κέντρο ως πρόσωπο-καταφύγιο.



* από τα πρακτικά του 
Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής 
και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο, 5-7 Οκτωβρίου 2012 
ISSN 1790-8574 1 
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟ 
ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him