Πολυπολιτισμικαί κοινωνίαι και μη ανοχή (ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ)





των
Ρεγγίνας Κασιμάτη,
Στράτου Γεωργούλα,
Μαρίας Παπαϊωαννου,
Ιωάννου Πραντάλου



Διαβάστε ως εισαγωγικά τα όσα γράφονται στα:
  1. Πολιτικὴ ζωή - πατρὶς καὶ πολιτεία - Ἀνθρωπότης
  2. Η σύγκρουση των πολιτισμών
  3. Συνδυασμός της ηθικής μετά της θρησκείας
  4. Ατομικά δικαιώματα
  5. Η Παγκοσμιοποίηση


  • Ετερότητα και υποκουλτούρες στην ελληνική κοινωνία
  • Μετακινήσεις πληθυσμών: μετανάστευση, παλιννόστηση και προσφυγιά
  • Πολιτισμικές ομάδες και μειονότητες
  • Προκατάληψη και ρατσισμός: αίτια και συνέπειες

Ο πολιτισμός ορίζεται ως ένα σύνολο από τεχνολογικά επιτεύγματα, πρακτικές, στάσεις, αξίες, συμπεριφορές και κώδικες (γλωσσικούς και εξωγλωσσικούς). Δεν υπάρχει επομένως κοινωνία χωρίς πολιτισμό. Εξάλλου ο πολιτισμός δε βρίσκεται μόνο μέσα στις πινακοθήκες και στα μουσεία, βρίσκεται και στο παζάρι, στο ορεινό φυλάκιο, ακόμη και στη στάνη. Ο πολιτισμός είναι στην ουσία έννοιες, οι οποίες αλλάζουν από κοινωνία σε κοινωνία, και με βάση αυτές οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται, για παράδειγμα, μια προσβολή και πώς να απαντήσουν σε αυτήν, κατανοούν τα νεύματα, τις χειρονομίες και αναγνωρίζουν ό,τι είναι πολιτισμικά οικείο (λ.χ. η παλάμη με ανοικτά τα πέντε δάκτυλα έχει συγκεκριμένη σημασία για τους Έλληνες αλλά όχι για τους υπόλοιπους λαούς).

 *

1. Ετερότητα, πολιτισμικές διαφορές και υποκουλτούρες στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία

Το παρελθόν και το παρόν των πολιτισμών είναι, μεταξύ άλλων, μια συνεχής σειρά αμοιβαίων δανείων. Τα δάνεια αυτά αφορούν:

• Εφευρέσεις όπως το τηλέφωνο, που κατασκευάστηκε στην Αμερική το 1876 από τον Α. Μπελ (Bell Alexander Graham) και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο.
•Χρηστικά αντικείμενα όπως το πιάτο, που κατασκευάστηκε στην Κίνα και χρησιμοποιείται σχεδόν παντού.
•Τροφές όπως η πατάτα, που καλλιεργήθηκε από τους Ινδιάνους και μεταφέρθηκε σε όλο τον κόσμο.
•Λέξεις όπως οι ελληνικοί ιατρικοί, φιλοσοφικοί και πολιτικοί όροι, που δανείστηκαν όλες οι λατινογενείς λώσσες (π.χ. καρδιολογία-cardiology, ηθική-ethics, δημοκρατία-democracy, μαθηματικά-mathematics κτλ.) κ.ά.


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ
«...Ο τυπικός σημερινός Αμερικανός πολίτης σηκώνεται από το κρεβάτι του που είναι φτιαγμένο πάνω σε ένα μοντέλο που προέρχεται από την Εγγύς Ανατολή και τροποποιήθηκε στη Β. Ευρώπη, πριν μεταφερθεί στην Αμερική.
Πηγαίνοντας για πρόγευμα σταματάει να αγοράσει μια εφημερίδα πληρώνοντας με νομίσματα που είναι μια αρχαία εφεύρεση της Λυδίας... Το πιάτο του είναι ένα είδος αγγειοπλαστικής που εφευρέθηκε στην Κίνα. Το μαχαίρι του είναι από ατσάλι, ένα μεταλλικό κράμα που πρωτοφτιάχτηκε στη Ν. Ινδία, το πιρούνι του, μια μεσαιωνική ιταλική εφεύρεση, και το κουτάλι του, ένα παράγωγο ενός ρωμαϊκού πρωτοτύπου... Έπειτα παίρνει τον καφέ του, ένα προϊόν από ένα φυτό της Αβυσσηνιας, με κρέμα και ζάχαρη. Όταν ο φίλος μας έχει τελειώσει το φαγητό του, κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του, για να καπνίσει, που είναι μια ινδιανο-αμερικάνικη συνήθεια, για να απολαύσει καπνίζοντας το προϊόν ενός φυτού που εγκλιματίστηκε στη Βραζιλια...Ενώ καπνίζει, διαβάζει τις ειδήσεις της ημέρας, καταχωρημένες στον τύπο με στοιχεία που εφευρέθηκαν στη Γερμανία. Καθώς απορροφάται με τις περιγραφές των ξένων προβλημάτων - κι αν είναι ένας καλός συντηρητικός πολίτης- ευχαριστεί μια εβραϊκή θεότητα στην ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα για το ότι γεννήθηκε 100% γνήσιος Αμερικάνος...»
(Λ. Σταυριανού, 1985:24-25).

Η διάδοση των τεχνολογικών επιτευγμάτων και των συνηθειών άλλων λαών σε μια κοινωνία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κράματος πολιτισμικών στοιχείων των οποίων την αρχική προέλευση είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε. Ωστόσο, κάθε κοινωνία αφομοιώνει τα πολιτισμικά δάνεια με το δικό της τρόπο και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της.
Αν και υπάρχουν κοινές διαδικασίες και λειτουργίες ανάμεσα στις κοινωνίες (οικουμενική διάσταση του πολιτισμού) όπως η ανατροφή και η κοινωνικοποίηση των παιδιών (π.χ. οικογένεια), η προστασία των μελών της (π.χ. κοινωνικός έλεγχος, πολιτικό σύστημα), η προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον (π.χ. επιστήμη, τεχνολογία), η σχέση με το άγνωστο και την αβεβαιότητα (π.χ. θρησκεία), εντούτοις κάθε κοινωνία οργανώνει και εκφράζει τις προαναφερόμενες λειτουργίες με το δικό της τρόπο.
Κάθε κοινωνία λοιπόν δημιουργεί το δικό της πολιτισμό με βάση τα γεωγραφικά, τα κοινωνικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά, τα οικονομικά, τα λαογραφικά και τα ιστορικά δεδομένα της αλλά και με βάση τις επιρροές (δάνεια) που έχει δεχτεί.
Πάντως, οι περισσότερες κοινωνίες δε χαρακτηρίζονται από πολιτισμική ομοιογένεια. Οι κοινωνικές ομάδες ή οι κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. νέοι/ηλικιωμένοι, άνδρες/γυναίκες, ορθόδοξοι/μουσουλμάνοι, ημεδαποί/αλλοδαποί κτλ.) που συγκροτούν μια κοινωνία έχουν τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία τους (υπο-πολιτισμός) τα οποία συνθέτουν την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της κοινωνίας.

1.1 Μετακινήσεις πληθυσμών (μετανάστευση - παλιννόστηση)

Η μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων από τη χώρα καταγωγής τους σε μια άλλη, που πραγματοποιείται για οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, λέγεται μετανάστευση. «...Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι μετακινούνται μέσα στο χώρο και στο χρόνο με την παρότρυνση να γλιτώσουν από τον υπερπληθυσμό ή την έλλειψη αποθεμάτων της γης, τη φτώχεια και τις καταπιεστικές κοινωνίες ή κυβερνήσεις ή ελκυόμενοι από νέες ευκαιρίες, υλικές αποδοχές και την ευκαιρία να διατηρήσουν έναν παλιό τρόπο ζωής ή να αναπτύξουν έναν καινούργιο...» (I. Ψημμένος, 1999:48).
Η μετανάστευση αποτελεί έναν από τους παράγοντες που προσδιορίζουν τις σημερινές κοινωνίες ως πολυπολιτισμικές. Πολυπολιτισμικότητα σημαίνει συνύπαρξη πολλών διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων στο πλαίσιο μιας χώρας (δηλαδή ομάδων μεταναστών ή διαφορετικών εθνοτι-κών ομάδων).
Οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα αυτές που χαρακτηρίζονται ως αναπτυγμένες, έχουν δεχτεί ή δέχονται ακόμη κύματα μεταναστών, δηλαδή ατόμων που λόγω των δύσκολων οικονομικο-κοινωνικών συνθηκών στη χώρα τους μετακινούνται σε μια άλλη χώρα προκειμένου να πετύχουν καλύτερους όρους ζωής. Τα άτομα αυτά ονομάζονται οικονομικοί μετανάστες. Από την άλλη πλευρά, τα άτομα τα οποία εγκαταλείπουν τη χώρα τους λόγω των πολιτικών διώξεων που υφίστανται σ' αυτήν ονομάζονται πολιτικοί πρόσφυγες.
Η Ελλάδα έως πρόσφατα υπήρξε πηγή φτηνών εργατικών χεριών για πολλές χώρες. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 20ού αιώνα 400.000 Έλληνες μετανάστευσαν σε υπερπόντιες χώρες (κυρίως στις Η.ΠΑ), ενώ μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδιαίτερα στο διάστημα 19551977, 1.200.000 άτομα μετακινήθηκαν κυρίως προς τη Δυτική Ευρώπη και δευτερευόντως προς τις υπερπόντιες χώρες. Οι αιτίες που οδήγησαν τους Έλληνες στη μετανάστευση ήταν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές, όπως η φτώχεια, η εμφύλια σύγκρουση και η απουσία βιομηχανικής δραστηριότητας στη χώρα.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα η Ελλάδα δεν έστειλε μόνο μετανάστες σε άλλες χώρες, αλλά δέχτηκε και κύματα Ελλήνων της διασποράς (παλιννοστούντες, επαναπατρισθέντες) τόσο από τις υπερπόντιες όσο και από τις ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τους Έλληνες της Αμερικής που επέστρεψαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920 λόγω της οικονομικής κρίσης ή τους Έλληνες μετανάστες που επέστρεψαν από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ειδικότερα από τη Γερμανία μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Τέλος, να επισημάνουμε τον επαναπατρισμό Ελλήνων Ποντίων από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά τη διάλυσή της (1989).
Η εκούσια επιστροφή των Ελλήνων μεταναστών/ομογενών στη χώρα γέννησης/καταγωγής ονομάζεται παλιννόστηση. Το πιο πρόσφατο αλλά σταδιακό κύμα παλιννόστησης πραγματοποιήθηκε μετά την οικονομική κρίση του 1973 στη Δυτική Ευρώπη και μέχρι το 1985, με την επάνοδο 600.000 και πάνω ατόμων. Τα διάφορα κύματα παλιννόστησης ή επαναπατρισμού των Ελλήνων συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού της χώρας. Παράλληλα, οι παλλινοστούντες, ως φορείς νέων πολιτισμικών στοιχείων, συντέλεσαν στην πολιτισμική ποικιλία της ελληνικής κοινωνίας και στην εμφάνιση νέων υποπολιτισμικών ομάδων.
α. Μετανάστες στην Ελλάδα. Η Ελλάδα από χώρα εξαγωγής μεταναστών μέχρι το 1970 εξελίχτηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών τα τελευταία 30 χρόνια. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 πραγματοποιείται η είσοδος των οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα και κορυφώνεται τη δεκαετία του 1990.
Ο αριθμός των αλλοδαπών που κατοικούν στην Ελλάδα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, γιατί δεν έχουν όλοι κάρτα παραμονής. Τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 2001 ανεβάζουν τους αλλοδαπούς στην Ελλάδα σε 762.151 άτομα. Σημειώνεται ότι ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει όλους τους αλλοδαπούς (από υπερπόντιες χώρες, βαλκανικές χώρες, κ.ά.). Ο πραγματικός συνολικός αριθμός των οικονομικών μεταναστών από τρίτες χώρες, εκτός Ε.Ε., υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 1.000.000 περίπου, εκ των οποίων περισσότεροι από τους μισούς είναι νόμιμοι και οι υπόλοιποι παράνομοι (χωρίς κάρτα παραμονής και εργασίας). H πολιτισμική ποικιλία, χαρακτηριστικό όλων των αναπτυγμένων χωρών, είναι ιδιαίτερα αισθητή και στην Ελλάδα: Αλβανοί, Πακιστανοί, Ινδοί, Αφγανοί, Ιρακινοί, Κούρδοι, Πολωνοί, Βούλγαροι, Ρώσοι, Γεωργιανοί αποτελούν μερικές μόνο από τις ομάδες μεταναστών που φιλοξενεί η χώρα. Σε αυτούς οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης που παρουσιάζει η Ελλάδα, όπως άλλωστε στους Έλληνες μετανάστες οφειλόταν ένα μέρος της ανάπτυξης της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης συναντάται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ προβλήματα εμφανίζονται, όταν ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών εξαναγκάζεται να ζει και να εργάζεται στο περιθώριο της κοινωνίας, παράνομα, καθώς είναι εξαιρετικά αργές οι διαδικασίες νομιμοποίησής τους (παραμονή και εργασία). Οι οικονομικοί μετανάστες στη χώρα μας απασχολούνται κυρίως ως ανειδίκευτοι εργάτες στη βιομηχανία, στις κατασκευές και στον αγροτικό τομέα, αλλά και ως οικιακοί βοηθοί.
β. Πολιτικοί πρόσφυγες. Εκτός από τους οικονομικούς μετανάστες υπάρχουν και οι πρόσφυγες. Τι σημαίνει ο όρος «πρόσφυγας»; Στην ελληνική συνείδηση ο όρος έχει συνδεθεί κυρίως με τη μικρασιατική καταστροφή (1922), κατά την οποία 1,2 εκατομμύρια Έλληνες εκτοπίστηκαν βίαια από τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Σήμερα ο όρος «πρόσφυγας», σύμφωνα με τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε. (1951), όπως αυτή τροποποιήθηκε το 1969, «εφαρμόζεται σε όλους όσοι, εξαιτίας εξωτερικών επιθέσεων, κατοχής, ξένης κυριαρχίας ή γεγονότων που διαταράσσουν τη δημόσια τάξη σε οποιοδήποτε μέρος ή σε ολόκληρη τη χώρα προέλευσης είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν το συνήθη τόπο διαμονής τους, για να βρουν καταφύγιο σε μια άλλη χώρα, εκτός από αυτήν της προέλευσης ή ιθαγένειάς τους» (Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, UNHCR, 1998:78).
Με βάση λοιπόν τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες, εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις χώρες τους εξαιτίας ρατσιστικών βιαιοτήτων, εμφύλιων πολέμων, ξένης κατοχής ή διώξεων που υφίστανται για τις διαφορετικές ιδεολογικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Με την εγκατάστασή τους στη χώρα υποδοχής οι άνθρωποι αυτοί ζητούν πολιτικό άσυλο, που σημαίνει τη δυνατότητα να παραμείνουν υπό ειδικούς όρους στη χώρα όπου βρήκαν καταφύγιο, αφού στη δική τους χώρα απειλείται η ζωή τους.
Τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα που δημιουργούνται αφορούν πλέον όλα τα κράτη και αποκαλύπτουν τις δυσκολίες επιβίωσης για πολλούς λαούς στον κόσμο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ο.Η.Ε., το 2000 ο αριθμός των ατόμων που ζούσαν σε ξένες χώρες έφτανε τα 50 εκατομμύρια. Από αυτά υπολογίζεται ότι τα 9/10 μετανάστευσαν για οικονομικούς λόγους και το 1/10 για πολιτικούς λόγους, συνήθως εξαιτίας μιας ένοπλης σύγκρουσης.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το χαμηλότερο ποσοστό χορήγησης πολιτικού ασύλου στους πρόσφυγες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2003 δόθηκε πολιτικό άσυλο μόνο σε τρία άτομα, σε σύνολο 8.178 αιτήσεων.
Η μετακίνηση των πληθυσμών συνδέεται με διάφορα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των μεταναστών, αλλά και τους τρόπους αλληλεπίδρασης των διάφορων πολιτισμικών ομάδων με την κυρίαρχη εθνική ομάδα της χώρας υποδοχής. Σε κάθε χώρα εφαρμόστηκαν διαφορετικές πολιτικές, οι οποίες δε συνέβαλαν πάντα στην ομαλή συνύπαρξη μεταναστών ή προσφύγων με τον αυτόχθονα πληθυσμό. Θα αναφερθούμε στη συνέχεια σε τρεις μεταναστευτικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν μεταπολεμικά σε χώρες της Ε.Ε.:
Η πολιτική γκασταρμπάιτερ (gastarbeiter) αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως φιλοξενούμενους εργάτες, που ζουν συνήθως στο περιθώριο της κοινωνίας και αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν εργασίες για τις οποίες δε δείχνουν προτίμηση οι ντόπιοι εργαζόμενοι.
Η πολιτική της αφομοίωσης στηρίζεται στην ιδέα ενός ομοιογενούς πολιτισμού, γι' αυτό και επιδιώκει ουσιαστικά την ενσωμάτωση των ξένων πολιτισμικών στοιχείων στον κυρίαρχο εθνικό κορμό. Ορίζεται ως η διαδικασία μέσω της οποίας τα άτομα διαφορετικής εθνικής προέλευσης συγχωνεύονται σε μια κυρίαρχη εθνικά και πολιτισμικά ομάδα στην οποία εντάσσονται.
Οι διάφορες μεταναστευτικές ομάδες εξαναγκάζονται έτσι να αποποιηθούν τη διαφορετικότητά τους, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν ισοδύναμα στη διαμόρφωση της κοινωνίας.
Η πολιτική της ένταξης ενισχύει τον πολιτισμικό πλουραλισμό. Στηρίζεται στην αρχή της ισότητας ευκαιριών στον οικονομικό, τον εκπαιδευτικό, τον πολιτικό και το νομικό τομέα. Παράλληλα, η κυρίαρχη ομάδα όχι μόνο αποδέχεται τη διαφορετικότητα των μεταναστών, αλλά και επιδιώκει τη διατήρηση των πολιτισμικών τους στοιχείων που αφορούν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τη γλώσσα καταγωγής, τα ήθη και τα έθιμα. Η πολιτική της ένταξης στοχεύει στη δημιουργία μιας πολιτισμικά αρμονικής και ισόνομης κοινωνίας.
Όλες αυτές οι πολιτικές και τα προβλήματα που τις συνοδεύουν τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες όσο και για τις χώρες υποδοχής ενδεχομένως να ήταν περιττές αν είχαν αναπτυχθεί οι χώρες του Τρίτου Κόσμου, αστείρευτη πηγή μεταναστών. Η οικονομική ανάπτυξη θα ήταν η λύση για πολλούς ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να αναζητήσουν σε ξένους τόπους μια καλύτερη ζωή.
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές μπορεί να ενυπάρχουν σε μια κοινωνία και δε σχετίζονται μόνο με τους μετανάστες, τους παλιννοστούντες ή τους πρόσφυγες.

1.2 Διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες και μειονότητες στις σύγχρονες κοινωνίες

Η πολυπολιτισμικότητα είναι γεγονός για τις περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες.         Αυτό οφείλεται σε παράγοντες ιστορικούς, οικονομικούς και πολιτικούς, όπως για παράδειγμα το τέλος της αποικιοκρατίας, η μετανάστευση, η προσφυγιά, αλλά και η ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων μετά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταξη των ποικίλων πολιτισμικών και κοινωνικών ομάδων στον εθνικό κορμό αποτελεί σήμερα πρόκληση για τις χώρες υποδοχής.
Κατά το παρελθόν ωστόσο στα περισσότερα εθνικά κράτη οι «διαφορετικοί» γκετοποιήθηκαν από τις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτισμικές ομάδες και έγιναν αντικείμενο άνισης μεταχείρισης. Γι' αυτούς καθιερώθηκε ο όρος «μειονότητα» ο οποίος δηλώνει δύο πράγματα:
• τους «διαφορετικούς», δηλαδή όλους όσοι έχουν διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά,
• τους αριθμητικά λιγότερους (συνήθως), οι οποίοι καλούνται να ζήσουν με την κυρίαρχη πολιτισμική ομάδα (συνήθως πολυπληθέστερη), η οποία κατά βάση καθορίζει τους κανόνες κατανομής της εξουσίας. Όμως, κοινωνιολογικά, «η έννοια της μειονότητας είναι σχετική, αφού μπορεί να υπάρχει πλειοψηφία ενός λαού που να τελεί υπό καθεστώς μειονότητας, όπως για παράδειγμα συνέβαινε μέχρι πρόσφατα με τους μαύρους της Νότιας Αφρικής. Όπως αναφέρεται «οι αριθμητικές πλειονότητες μπορεί να είναι κοινωνικές μειονότητες» (Ζ. Παπαδημητρίου, 2000:52).
Όσον αφορά τη χώρα μας, διαφορετικές γλωσσικές ή πολιτισμικές ομάδες (π.χ. Κουτσόβλαχοι, Αρβανίτες, Σαρακατσάνοι) ήταν ευδιάκριτες στην ελληνική κοινωνία μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι οποίες στη συνέχεια αφομοιώθηκαν πολιτισμικά και κοινωνικά.

2. Προκατάληψη και ρατσισμός

Οι κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας μπορεί να είναι σχέσεις ισότιμης συνεργασίας ή, αντίθετα, σχέσεις άνισης μεταχείρισης, διακρίσεων και προκαταλήψεων. Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που οδηγούν τα άτομα να εκφράσουν ρατσιστικές απόψεις ή να προβούν σε ρατσιστικές συμπεριφορές;

«Είναι γνωστό ότι ιδιαίτερα μετά τη μικρασιατική καταστροφή, την ανταλλαγή των πληθυσμών και τη συρρίκνωση του ελληνισμού της διασποράς καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα η αντίληψη της πολιτισμικής ομοιογένειας τόσο έντονα, ώστε και σήμερα να μην υπάρχουν περιθώρια για πολιτισμικές αποκλίσεις. Έτσι ο δίγλωσσος ή τρίγλωσσος Πόντιος, ο «Βορειοηπειρώτης» και ο Ελληνο-αμερικάνος προσκρούουν στην υπάρχουσα πολιτισμική δυσκαμψία και αποτελούν παραφωνία, ενώ θα 'πρεπε να θεωρούνται ως φυσιολογικοί εκφραστές της πολιτισμικής πολυμορφίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο ελληνισμό, ο οποίος -όπως είναι γνωστό- δεν περιορίζεται στα ελλαδικά σύνορα» (Μ. Δαμανάκης, 1998:78).

Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, οι Πομάκοι και οι Τσιγγάνοι αποτελούν πληθυσμιακές ομάδες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, τρόπος ζωής) στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους.
Το έθνος-κράτος, που ιστορικά συγκροτείται για να υπηρετήσει την πολιτισμική ομοιογένεια, καλείται να θεσπίσει δικαιώματα, για τα άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές πολιτισμικές και μειονοτικές ομάδες, όπως:
1. «Το δικαίωμα στην προστασία της διαφορετικής ταυτότητας της μειονοτικής ομάδας (αυτής που έχει διαφορετικά θρησκευτικά, γλωσσικά ή εθνικά χαρακτηριστικά).
2. Το δικαίωμα στην απρόσκοπτη λατρεία ή ακόμη και στην ίδρυση τόπων λατρείας (θρησκευτικές ελευθερίες).
3. Το δικαίωμα στην απρόσκοπτη χρήση της γλώσσας (ιδιωτικά και δημόσια) στις σχέσεις με τις Αρχές, μέσα από τα Μ.Μ.Ε., καθώς και το δικαίωμα στην εκπαίδευση στη μειονοτική γλώσσα (γλωσσικές ελευθερίες).
4. Το δικαίωμα στην πολιτική αντιπροσώπευση.
5. Το δικαίωμα στην επικοινωνία με μέλη της ίδιας ομάδας» (Κ. Τσιτσελίκης, 1997:26).
Προκειμένου όμως να ασκηθούν στην πράξη τα παραπάνω δικαιώματα, θα πρέπει το κράτος να διασφαλίσει την αρχή της ισότητας μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας, όπως επίσης και την αρχή της μη διάκρισης των διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων με βάση τα γλωσσικά ή τα θρησκευτικά τους χαρακτηριστικά.

2.1 Στερεότυπα, προκατάληψη, ρατσισμός, σοβινισμός

α. Στερεότυπα. Τα στερεότυπα είναι υπεραπλου-στευμένες και (αυθαίρετα συχνά) γενικευμένες (θετικές ή αρνητικές) αντιλήψεις των ατόμων οι οποίες δημιουργούνται στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Όταν αναφερόμαστε στα στερεότυπα εννοούμε τις ιδέες που είναι βασισμένες σε διαστρεβλώσεις, υπερβολές και υπεραπλουστεύσεις της πολύπλοκης κοινωνικής πραγματικότητας (π.χ. «οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι», «οι γυναίκες είναι συναισθηματικές», «οι μεσογειακοί λαοί είναι θερμόαιμοι», «οι αλλοδαποί είναι εγκληματίες», «οι Γερμανοί είναι οργανωτικοί» κτλ.).
Το παρακάτω κείμενο δείχνει πώς τα στερεότυπα (οι διαστρεβλώσεις) επιδρούν στη συμπεριφορά των μελών της πλειονότητας και εμποδίζουν την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων: «Η Μαρία πηγαίνει στο σχολείο σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας. Η μητέρα της πήγε στη δασκάλα να παραπονεθεί ότι δεν θέλει να κάθεται η κόρη της στο ίδιο θρανίο με τη μικρή Γκούλι, που έχει έρθει από το Πακιστάν. Δεν το λέει καθαρά, αλλά υπονοεί ότι η Γκούλι δεν είναι καθαρή, δεν έχει τρόπους και "εν πάση περιπτώσει αυτή δεν θέλει πολλά πάρε δώσε με τους Πακιστανούς", "που δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη». Η μητέρα της Μαρίας προέρχεται από "καλή" οικογένεια με λίγα μέσα, πάει συχνά στην εκκλησία και συμμετέχει ενεργά σε εράνους για να αποσταλούν τρόφιμα στους Σέρβους κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών» (Θ. Δραγώνα, 2001:60).
Αντίθετα, το παρακάτω απόσπασμα δείχνει πώς η απουσία στερεότυπων διευκολύνει την επαφή των μελών της πολιτισμικής πλειονότητας με τις διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες: «Η γιαγιά μου, η θρυλική μανίτσα, φρόντιζε να με ενημερώνει για το πανηγύρι: πόσος κόσμος μαζευόταν στην εκκλησία όταν αυτή ήταν ακόμη ανύπαντρο κοριτσόπουλο πριν το '12, ποιος ήταν ο πιο καλός χορευτής, ποια γυναίκα τραγουδούσε καλύτερα, από πού ήταν τα βιολιά, από ποια χωριά ερχόταν ξένος κόσμος... Όλα μού τα αποκάλυπτε, αλλά πληροφορίες ότι οι οργανοπαίχτες είναι αλλοδαποί ή αλλογενείς, ότι απλώς ισχυρίζονταν πως είναι Έλληνες το γένος, είτε δεν είχε είτε μου τις απέκρυπτε επιμελώς, αφήνοντάς με να απολαύσω τις μαγικές στιγμές του πανηγυριού ανεπηρέαστος από τα στερεότυπα που θα κατέκλυζαν τη συνείδηση ενός πιτσιρικά αν άκουγε κάτι τέτοιο... Έτσι όχι μόνο δεν έβρισκα τίποτα ξένο στους γύφτους, αλλά τους χάζευα, από κάποια απόσταση, όρθιος με τις ώρες, μαγεμένος από τον ήχο του κλαρίνου, του βιολιού, του λαούτου και το ρυθμό από το ντέφι, ονειρευόμενος κάποτε, όταν μεγαλώσω, να μπορώ και εγώ να παίζω ένα από αυτά τα ωραία όργανα...» (Α. Βαξεβανόγλου, 2001:11-12).
Τα στερεότυπα μαθαίνονται μέσα από την κοινωνικοποίηση και ο βαθμός αφομοίωσής τους εξαρτάται από υποκειμενικούς (π.χ. βιώματα) και αντικειμενικούς (π.χ. κανόνες, αξίες, μύθους κτλ.) παράγοντες.

β. Προκατάληψη. Τα στερεότυπα είναι άμεσα συνδεδεμένα με την προκατάληψη, αφού αποτελούν το περιε-χόμενό της. Προκατάληψη είναι η διαμορφωμένη εκ των προτέρων αρνητική γνώμη, κρίση ή στάση, χωρίς τη σε βάθος έρευνα των πραγμάτων. Οι προκαταλήψεις, όπως και τα στερεότυπα, δεν αλλάζουν εύκολα, ακόμη κι αν τα άτομα που τις έχουν έρθουν σε επαφή με επαληθευμένες αποδείξεις της εσφαλμένης γνώμης τους. Αν και η προκατάληψη και τα αρνητικά στερεότυπα αποτελούν συνήθως τη βάση της δυσμενούς μεταχείρισης κάποιων ατόμων ή ομάδων, οι δύο αυτές αντιλήψεις μπορούν να υπάρξουν και ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Πολλές φορές οι προκαταλήψεις δεν εκδηλώνονται πρακτικά ως εχθρική συμπεριφορά. Το αν θα συμβεί ή δε θα συμβεί αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η προσωπικότητα, το κοινωνικό περιβάλλον, η οικονομική κατάσταση του ατόμου κτλ.

γ. Ρατσισμός. Ο ρατσισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που οικοδομείται τόσο από στερεότυπα όσο και από προκαταλήψεις. Ορίζεται ως η προκατάληψη έναντι μιας φυλετικής, εθνικής, κοινωνικής, θρησκευτικής κτλ. ομάδας και εκδηλώνεται με τη δυσμενή διάκριση, την περιθωριοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό αυτής της ομάδας. Ο αποκλεισμός μάλιστα παίρνει θεσμική μορφή όταν βασίζεται σε ειδικούς νόμους και μηχανισμούς που θεσπίζει το κράτος.
Η ρατσιστική συμπεριφορά, είτε αυτή εκδηλώνεται σε επίπεδο ατόμων είτε σε επίπεδο θεσμών εμπεριέχει βία, φυσική ή συμβολική.
Στις κοινωνικές επιστήμες ο ρατσισμός δεν οριζόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Σύμφωνα με τον «κλασικό» ορισμό (μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα), ο ρατσισμός προϋποθέτει:
(α) την ύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά (π.χ. χρώμα επιδερμίδας, κατατομή προσώπου κτλ.) στους οποίους αποδίδονται κοινά πολιτισμικά και νοητικά χαρακτηριστικά,
(β) την πεποίθηση ότι αυτή η πολιτισμική ομάδα είναι κατώτερη και
(γ) τον αποκλεισμό ή ακόμη και την εξόντωση της ομάδας με αυτά τα χαρακτηριστικά.

Σημειώνεται ότι για τους σύγχρονους κοινωνικούς επιστήμονες, και τους κοινωνιολόγους ιδιαίτερα, ο όρος «κοινωνικός ρατσισμός» είναι ο πιο ενδεδειγμένος, γιατί συμπεριλαμβάνει και άλλα χαρακτηριστικά (εκτός από το χρώμα) που αποτελούν κριτήρια αξιολόγησης του «διαφορετικού» άλλου (π.χ. φύλο, ηλικία, εθνότητα, θρησκευτική ταυτότητα, σεξουαλικές προτιμήσεις, σωματικές αναπηρίες κ.ά.). Τα κριτήρια αυτά κατασκευάζονται κοινωνικά και διαφοροποιούνται ανάλογα με την κοινωνία και την εποχή.
Από το 1960 και μετά οι κοινωνικοί επιστήμονες (κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι και ψυχολόγοι) εξετάζουν την έννοια της φυλής και τη σχέση της με τον πολιτισμό ή τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Υποστηρίζουν ότι η έννοια της φυλής αποτελεί μια αυθαίρετη «κατασκευή», η οποία δεν έχει σχέση με τον πολιτισμό ή με τα επίπεδα νοημοσύνης των φυλετικών ομάδων και αποσκοπεί στην παραπλάνηση των ανθρώπων και στη νομιμοποίηση των σχέσεων εξουσίας.

«Ημερομηνίες... γεγονότα-σταθμοί στην ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υποστήριξη της ετερότητας
1789: Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη από τη Γαλλική Επανάσταση. 1807: Απαγόρευση του δουλεμπορίου των μαύρων στην Αγγλία. 1833: Διακήρυξη της γενικής χειραφέτησης των μαύρων στην Αγγλία. 1863: Κατάργηση της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
1945: Δίκη της Νυρεμβέργης: οι γενοκτονίες θα τιμωρούνται ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
1948: Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: κείμενο το οποίο υιοθετεί η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και το υπογράφουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες.
1950: Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη Διαφύλαξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την οποία υπέγραψε η Ελλάδα το 1974. 1964: Το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης απονέμεται στο μαύρο Αμερικανό πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
1991: Κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
2000: Θεσμοθέτηση της πράσινης κάρτας για τους μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα»
(E.Vaillant, 2002:ΙΙΙ-εσώφυλλο).

Οι προσπάθειες επιστημόνων (π.χ. ανθρωπολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, ιστορικών κτλ.) να συνδέσουν τα φυλετικά χαρακτηριστικά με κοινωνικές ή και ψυχολογικές παραμέτρους, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της επιστήμης (όπως για παράδειγμα τη στατιστική για τον υπολογισμό της διαφοράς του επιπέδου νοημοσύνης μεταξύ μαύρων και λευκών κτλ.) και αδιαφορώντας για τις επιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος, κατατάσσονται σε αυτό που η πλειονότητα των κοινωνικών επιστημόνων αποκαλεί «επιστημονικό ρατσισμό».
«Τόσο στην πρώτη διακήρυξη της UNESCO (1949), που συντάχτηκε κυρίως από κοινωνικούς επιστήμονες, όσο και στη δεύτερη (1951), στη σύνταξη της οποίας συμμετείχαν και πολλοί επιστήμονες από το χώρο της γενετικής και της φυσικής ανθρωπολογίας, επισημαίνεται ότι η λέξη «φυλή» στερείται ουσιαστικού περιεχομένου και με την έννοια αυτή οι φυλετικές θεωρίες είναι επιστημονικά αβάσιμες» (Ζ. Παπαδημητρίου, 2000:36).
Δεν υπάρχει επομένως καμιά επιστημονική απόδειξη που να συνδέει οποιοδήποτε φυλετικό χαρακτηριστικό με κληρονομική ανωτερότητα ή κατωτερότητα κάποιων ομάδων. Για τους κοινωνιολόγους οι διαμορφωμένες κοινωνικές στάσεις που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων είναι περισσότερο σημαντικές από ό,τι οι φυσικές διαφορές τους.

δ. Σοβινισμός και εθνικισμός. Η λέξη «σοβινισμός» προέρχεται από το όνομα ενός Γάλλου φανατικού πατριώτη, του Σοβέν (Chauvin Ν.), που έζησε την εποχή του Μεγάλου Ναπολέοντα. Αν και ο σοβινισμός είναι όρος συγγενικός με αυτόν του πατριωτισμού, εντούτοις οι δύο όροι δεν ταυτί-   
ζονται. Ο πατριωτισμός αποτελεί την ανιδιοτελή αγάπη κάποιου προς την πατρίδα, η οποία μπορεί να είναι τόσο μεγάλη, ώστε να τον οδηγήσει ως την υπέρτατη θυσία, δηλαδή τη θυσία της ζωής του γι' αυτήν. Από την άλλη πλευρά, ο σοβινισμός έχει την έννοια της φανατικής φιλοπατρίας. Ο φανατισμός είναι αυτός που διαφοροποιεί ποιοτικά τις δύο έννοιες. Ο σοβινιστής, λόγω του φανατισμού του, αισθάνεται περιφρόνηση για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά άλλων λαών.
Ο εθνικισμός ορίζεται ως η φανατική εξύμνηση κάθε όψης της εθνικής ζωής, καθώς και η υποτίμηση και καταπολέμηση κάθε ξένου στοιχείου. Έτσι, αναγορεύει την αφοσίωση στο οικείο έθνος σε υπέρτατη ηθική υποχρέωση. Στο όνομά του μπορεί ένας άνθρωπος να σκοτώσει ακόμη και τους συγγενείς του, τους φίλους ή τους γείτονές του, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις πρόσφατων εμφύλιων συγκρούσεων (π.χ. Γιουγκοσλαβία).

2.2 Τα αίτια και οι συνέπειες της προκατάληψης και του ρατσισμού

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τα αίτια της προκατάληψης και του ρατσισμού. Άλλες από αυτές δίνουν έμφαση σε κοινωνικούς, άλλες σε οικονομικούς και άλλες σε ψυχοδυναμικούς παράγοντες.

α. Κοινωνικά αίτια Μέσω της κοινωνικής εκμάθησης, που πραγματοποιείται με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, οι προκαταλήψεις μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, όπως και άλλες συνήθειες και συμπεριφορές (βλ. κεφάλαιο 3). Η επανάληψη και η συνήθεια ως μηχανισμοί μεταβίβασης των προκαταλήψεων έχουν βαρύνουσα σημασία.
Συνήθως οι προκαταλήψεις εκφράζονται στο πλαίσιο της οικογένειας, του σχολείου ή των Μ.Μ.Ε. Μέσα από τα παραμύθια, τις ιστορίες, τους συμβολισμούς, τα πρότυπα και τα νοήματα το άτομο σχηματίζει τις πρώτες ιδέες για τον άλλον. Στο πλαίσιο της οικογένειας διαμορφώνονται τα πρώτα στερεότυπα: «Φάε το φαγητό σου, γιατί θα σε πάρει ο...». Το σχολείο διαμορφώνει τα βασικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας και επηρεάζει την εικόνα του ατόμου για τον άλλον. Αν στη διδακτική ύλη των μαθημάτων παρουσιάζεται ο «διαφορετικός άλλος», ως εχθρός ή ως φίλος, ως απειλή ή ως καλός γείτονας, τότε οι εικόνες που θα εγγραφούν στη συνείδηση των παιδιών θα έχουν το ανάλογο περιεχόμενο και τις ανάλογες επιδράσεις.

Σημαντικές προσωπικότητες που έθεσαν τη ζωή τους στην υπηρεσία των λαών τους και στην καταπολέμηση του ρατσισμού
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929-1968) Αμερικανός ιερέας, μεγάλος μαχητής κατά του ρατσισμού. Πήρε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1964. Έλεγε: «Έχω ένα όνειρο: μια μέρα τα παιδιά μου θα ζουν σε αυτό το έθνος χωρίς να τα κρίνουν από το χρώμα του δέρματός τους, αλλά από την ποιότητα του χαρακτήρα τους». Δολοφονήθηκε το 1968.
Νέλσον Μαντέλα (γενν. το 1918) Πρώτος ελεύθερος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής [1991). Η Νότια Αφρική από το 1948 είχε ρατσιστική δικτατορία, γνωστή ως απαρτχάιντ (ο καθένας χωριστά). Η λευκή μειοψηφία εκμεταλλευόταν το μαύρο πληθυσμό με τον πιο άγριο τρόπο. Ο Μαντέλα έμεινε στη φυλακή 26 χρόνια λόγω της δράσης του εναντίον του καθεστώτος. Απελευθερώθηκε το 1990 και ξεκίνησε συνομιλίες με τον πρόεδρο Ντε Κλερκ, με τον οποίο μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1993.

Αυτές οι εγγεγραμμένες στη συνείδηση παραστάσεις είναι που προσδιορίζουν τη στάση μας απέναντι σε άτομα ή ομάδες και μας οδηγούν στο να αποκλείουμε ή να συμπεριλαμβάνουμε στις συναναστροφές μας όλους αυτούς που είναι «διαφορετικοί» ως προς το φύλο, την εθνότητα ή τη θρησκεία, ανάλογα πάντα με το περιεχόμενο της προκατάληψης.

β. Οικονομικά αίτια Η θεωρία στην οποία στηρίζεται ο ρατσισμός είναι η διάκριση των φυλών σε ανώτερες και κατώτερες. Η ιδέα της φυλής εμφανίστηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 16ου αιώνα με την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Οι αποικιοκράτες καλλιέργησαν την ιδέα ότι οι ιθαγενείς είναι κατώτερα όντα, διότι αυτό νομιμοποιούσε την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των αποικιών και την υποδούλωση των κατοίκων τους. Με το ίδιο σκεπτικό έγινε η υποδούλωση και η μεταφορά των μαύρων από την Αφρική στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. Κοινό σημείο των φυλετικών θεωριών είναι ότι προσδίδουν κοινωνική σημασία σε ορισμένα βιολογικά χαρακτηριστικά των ανθρώπινων ομάδων τα οποία θεωρούν ως αποδεικτικό στοιχείο για την κατάταξή τους σε ανώτερες ή κατώτερες φυλές. Έτσι ο στόχος του ρατσισμού είναι να στηρίξει σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης (π.χ. ο Χίτλερ, αν και θεωρούσε τους Ασιάτες κατώτερους, εξαιρούσε τους Ιάπωνες, επειδή τους χρειαζόταν ως συμμάχους στον πόλεμο!).
Σύμφωνα με τη θεωρία της σύγκρουσης, η προκατάληψη ενδυναμώνει τον κοινωνικο-οικονομικό αποκλεισμό των ομάδων που μειονεκτούν, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και οικονομικού ανταγωνισμού. Έτσι, για παράδειγμα, η προκατάληψη έναντι του οικονομικού μετανάστη εντείνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης και αύξησης της ανεργίας, κατά τις οποίες κρίνεται «ανεπιθύμητος». γιατί υποτίθεται ότι «παίρνει τις δουλειές» από τους ντόπιους εργαζόμενους.

«Όλες οι εθνικά συγκροτημένες κοινωνίες αναγκάζονται, ...να "υποδεχθούν" ή να ανεχθούν ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό "ξένων", που τους ενσωματώνουν ως προς την πρακτική τους λογική, αλλά όχι ως προς τις εξωτερικές πολιτιστικές τους συμπεριφορές. Οι ξένοι αυτοί έχουν, ή εξαναγκάζονται να αποκτήσουν, ακριβώς τις ίδιες θεμελιακές οικονομικές συμπεριφορές με τους ντόπιους, τους οποίους και ανταγωνίζονται με άνισους μεν όρους, αλλά με παρόμοια όπλα. Οι "άλλοι", που διακρίνονται από το χρώμα του δέρματός τους, τη γλώσσα τους ή τη θρησκεία τους εγκαθίστανται σε ολοένα μεγαλύτερους αριθμούς στην "εθνική" επικράτεια, και μεθοδεύουν την επιβίωσή τους με τον ίδιο τρόπο όπως και οι ιθαγενείς. Σε περιόδους κρίσης, ανεργίας και αύξουσας ανασφάλειας είναι λοιπόν φυσικό να αποτελέσουν τους από μηχανής αποδιοπομπαίους τράγους*. Και μάλιστα με το επιχείρημα ότι ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς » (Κ. Τσουκαλάς, 1998:27)

γ. Ψυχοδυναμικά αίτια Συχνά οι διαφορετικοί «άλλοι» χρησιμοποιούνται ως εξιλαστήρια θύματα. Συνήθως αυτό γίνεται, όταν κάποιες κοινωνικές ομάδες στρέφουν την επιθετικότη-τά τους προς άλλες οι οποίες δεν έχουν σχέση με τα βαθύτερα αίτια της επιθετικότητας αυτής. Στους διαφορετικούς «άλλους» φορτώνουμε ασυνείδητα όλα τα δεινά της ζωής μας, όπως οι Εβραίοι της Παλαιάς Διαθήκης (Λευτικόν, 16:20-22) φόρτωσαν στον τράγο τις αμαρτίες τους και τον ξαπόστειλαν στο δάσος («αποδιοπομπαίος τράγος*»). Μεταθέτουμε δηλαδή, μέσω του μηχανισμού άμυνας (βλ.κεφάλαιο 3), την ευθύνη για τη θέση μας, σε μια ομάδα που βρίσκεται σε δυσμενέστερη κατάσταση από τη δικιά μας και αυτό το κάνουμε λόγω των στερεότυπων που μας εμποδίζουν να σκεφτούμε λογικά.

«...ο αποδιοπομπαίος τράγος δεν είναι ένα πραγματικό πρόσωπο αλλά ένας τύπος ή, όπως θα ήθελε ένας ψυχαναλυτής, μια μεταβιβαστική φιγούρα στην οποία προβάλλει ο παρατηρητής τους δικούς του φόβους (ή ελπίδες)..» (Τ. Szasz, 1983:121)

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα στερεότυπα και η προκατάληψη που έχουν ως βάση τα ψυχοδυναμικά αίτια και την αυταρχική προσωπικότητα - σε αντίθεση με αυτά που βασίζονται σε οικονομικά αίτια ή σε λάθος πληροφορίες- είναι αυτά που αντιστέκονται περισσότερο σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής.

δ. Συνέπειες των προκαταλήψεων και του ρατσισμού
Οι προκαταλήψεις, που στηρίζονται στα στερεότυπα, έχουν τη δύναμη να υπεραπλουστεύουν και να διαστρεβλώνουν την κοινωνική πραγματικότητα, γι' αυτό και εμποδίζουν την αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης. Οι επιπτώσεις της προκατάληψης και του ρατσισμού είναι:
• Η δυσμενής διάκριση έναντι ατόμων ή ομάδων, η οποία εκδηλώνεται με τον άνισο τρόπο μεταχείρισης ενός ατόμου από κάποιο άλλο εξαιτίας της διαφορετι-κότητάς του.
• Η περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός των «διαφορετικών» κοινωνικών ομάδων.
• Οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες.

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him