ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΚΕΙΜΕΝΟ
Διονύσιος Σολωμός, Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ
4 [21.]
Ἐκοίταξε τ’
ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν
ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο,
πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο
ἀνάερα τ’ ἀνάστημα σηκώνει,
5 Κι ἀνεῖ τς
ἀγκάλες μ’ ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν
ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς
μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε
ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ ἐμέ πού
βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,
10 Καταπώς στέκει
στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη,
ἀλλά σ’ ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ
βαριόμοιρος, μ’ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πώς τήν εἶχα
ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό
ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
15 Κάνε τήν εἶχε
ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
Κάν τ’ ὄνειρο,
ὅταν μ’ ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη
παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου
τώρα μ’ ὅλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό
θωρεῖ τό μάτι ν’ ἀναβρύζει
20 Ξάφνου ὀχ τά
βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε τό
μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό
θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα τά
μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ
μ’ ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·
25 Ὅμως αὐτοί
εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ’ ὅπου
Βλέπουνε μές στήν
ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ’ ἀνθρώπου,
Κι ἔνοιωθα πώς μοῦ
διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ10 ἄν ἤθελε
τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μες στά
σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι
30 Ὅμως
ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ’ ἀδέλφια μου τά
δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου
ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν
κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ
ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.
35 Στήν Κρήτη
.......................................................................
Μακριά ’πό κεῖθ’
ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βοήθα, Θεά, τό
τρυφερό κλωνάρι μόνο νά ’χω·
Σέ γκρεμό
κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».
5 [22.]
Ἐχαμογέλασε γλυκά
στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά
μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Έχάθη, ἀλιά μου!
ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού ’χα
σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα.—
5 Ἐγώ ἀπό κείνη τή
στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π’ ἀγνάντευεν
Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ ’ναι
ὁ πόλεμος· τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι
ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα
δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,
10 Ἀργά, κι
ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ’ ἄγριο
πέλαγο τ’ ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα νά
καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης14,
κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν
παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
15 Τά κύματα
ἔσχιζα μ’ αὐτό, τ’ ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν
εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν
ἐκροτούσαμε, πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς
πολλούς ὀλίγα παλληκάρια,
Μήτε ὅταν τόν
μπομπο‐Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα
20 Σύρριζα στή
Λαβύρινθο π’ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Από ποια
ιστορικά γεγονότα εμπνεύσθηκε ο Δ. Σολωμός την ποιητική του σύνθεση Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ;
Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές μέσα από τους στίχους που σας
δόθηκαν.
Μονάδες 20
2. Για τη φιγούρα
της Φεγγαροντυμένης στον Κρητικό έχουν κατατεθεί πολλές ερμηνείες : « ομορφιά
της ζωής και της φύσης», Αφροδίτη, Ελευθερία‐Ελλάδα, Νεράιδα, η
Παναγία, η πλατωνική ιδέα, η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς κ. ά. Να επιλέξετε δύο
από τις ερμηνείες και να τις τεκμηριώσετε με στοιχεία από τους συγκεκριμένους
στίχους.
Μονάδες 20
3. Α. Πώς
αισθητοποιείται η επαφή της Φεγγαροντυμένης με τη φύση στους στίχους 21.1‐21.8; Να αναφέρετε
τα σχήματα λόγου και να τα αναλύσετε.
Β. Πώς
αισθητοποιείται η επαφή της Φεγγαροντυμένης με τον ήρωα στους στίχους 21.9‐21.12; Να
αναφέρετε τα σχήματα λόγου και να τα αναλύσετε.
Μονάδες 20
4. Να εντοπίσετε
τα χρονικά επίπεδα στο απόσπασμα 22 και να εξηγήσετε πώς γίνεται η μετάβαση από
το ένα επίπεδο στο άλλο.
Μονάδες 20
5. Να συγκρίνετε
το απόσπασμα 4 [21.] από τον ΚΡΗΤΙΚΟ του Δ. Σολωμού με το παρακάτω απόσπασμα
από τα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου ως προς το περιεχόμενο.
Μονάδες 20
Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά 2.1‐6
1 Ήδη πλησίαζαν το
πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν
πάνω σ’ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά, βαθιά πονεμένη για το
κακό κι όμως μ’ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας.
2 Φορούσε δάφνινο
στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα· το αριστερό της
μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό. Με τον αγκώνα του
άλλου χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωπο αφημένο στην
παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει έναν νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε
σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα.
3 Ο δε νέος
φαινόταν μεν σοβαρά τραυματισμένος και σαν μόλις να συνερχόταν από τον βαθύ
ύπνο του παρ’ ολίγον θανάτου του, αλλ’ ακόμα κι έτσι άνθιζε η αρρενωπή ομορφιά
του και το πορφυρό αίμα που κυλούσε ποτάμι στα μάγουλά του έκανε να λάμπει
ακόμα περισσότερο η
λευκότητα του προσώπου του. Ο πόνος βάραινε τα βλέφαρά του, αλλά
η όψη της κόρης τον έκανε να σηκώνει το βλέμμα σ’ αυτήν και το μόνο που
ανάγκαζε τα μάτια του να βλέπουν ήταν ότι έβλεπαν εκείνην. Καθώς σιγά σιγά
ξαναρχόταν στη ζωή, στέναξε βαθιά και ψιθύρισε αδύναμα λέγοντας «Γλυκιά μου,
στ’ αλήθεια έχεις σωθεί ή μήπως, θύμα του πολέμου κι εσύ, δεν στέργεις ούτε και
νεκρή να αποσπαστείς από μένα και η ψυχή σου σαν φάντασμα με ακολουθεί στη
δυστυχία μου;» Και η κόρη «Από σένα» είπε, «εξαρτάται η σωτηρία μου και ο χαμός
μου· το βλέπεις αυτό;» και δείχνοντας ένα ξίφος πάνω στο γόνατό της, «ως τώρα»,
είπε, «έμεινε αργό γιατί η αναπνοή σου το συγκρατούσε». Και με τα λόγια αυτά
εκείνη μεν τινάχτηκε από το βράχο, οι δε ληστές που στέκονταν στο λόφο, σαν να
τους χτύπησε στη θέα της κεραυνός, έτρεξαν θαμπωμένοι και περίτρομοι να
κρυφτούν άλλος κάτω από άλλο θάμνο· πιο μεγάλη ακόμα και πιο θεϊκή φάνταζε τώρα
που ήταν όρθια, καθώς τα βέλη βρόντησαν στην ξαφνική κίνησή της, το χρυσοΰφαντο
φόρεμά της άστραφτε στον ήλιο και τα μαλλιά της, λυτά κάτω από το βακχικό
στεφάνι, κατρακυλούσαν ως τη μέση της σχεδόν. Μα περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν
τους τρόμαζε η άγνοια για όσα γίνονταν· άλλοι απ’ αυτούς νόμιζαν πως είναι
κάποια θεά, η Άρτεμη ή η εντόπια Ίσις, άλλοι την περνούσαν για ιέρεια που είχε καταληφθεί
από θεϊκή μανία και είχε διαπράξει όλο εκείνο το φονικό. Αυτά έβαζαν εκείνοι με
το νου τους, αλλά δεν γνώριζαν ακόμα την αλήθεια. Και η κόρη χύθηκε ξαφνικά
πάνω στο κορμί του νέου, τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε, του
σκούπιζε τα αίματα, στέναζε και δεν πίστευε πως ήταν ζωντανός.
Ανθολογία Αρχαίας
Ελληνικής Γραμματείας, τ. 3, Αθήνα 2002 : ΟΕΔΒ, μτφ. Αλόη Σιδέρη, σσ. 355, 357
(Το πρώτο και
πέμπτο θέμα είναι από τα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων για την τέταρτη τάξη
του εσπερινού Λυκείου του έτους 2007)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου